του Κωνσταντίνου Πουλή

«Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβα την υπεράσπιση είχα το μέλημα να μην ξεπεράσω τους δικούς μου ηθικούς και κοινωνικούς μου φραγμούς». Προκύπτει δηλαδή ότι το να πει πως η οικογένεια αποβλέπει σε οικονομικά οφέλη από τον θάνατο του παιδιού τους δεν ξεπερνά τους ηθικούς της φραγμούς.

«Είναι δύσκολο το έργο της υπερασπίσεως, ιδίως όταν ταυτόχρονα γνωρίζει ότι ένας νέος άνθρωπος στο άνθος της ηλικίας του, ένας όμορφος άνθρωπος με καλοσυνάτη φυσιογνωμία δεν θα έχει καμία ευκαιρία να μιλήσει σε όλους», μέχρι εδώ νομίζει κανείς ότι θα υπάρξει κάποια έκπληξη και συνεχίζει: «Δεν θα έχει καμία ευκαιρία να εξηγήσει πώς κατέληξε να ληστεύει ένα κατάστημα και να επιτίθεται σε πολίτες».

Δεν κράτησε πολύ η ήπϊα περιγραφή του Ζακ. Μετά τις πρώτες λέξεις, που έδειχναν υποτίθεται κατανόηση της βαρύτητας του γεγονότος, μετά επιστρέφουμε αμέσως στο ότι ο Ζακ λήστευε κατάστημα. Πάλι; Ακόμα; Γιατί λήστευε κατάστημα; Πώς προκύπτει αυτό; Δεν λέγαμε ότι δεν ήταν κανείς μέσα στο κατάστημα; Δεν είπαμε ότι δεν βρέθηκαν κλοπιμαία πάνω του; Δεν είπαμε ότι ο άμεσα ενδιαφερόμενος, ο καταστηματάρχης, δεν μέτρησε ποτέ αν λείπει κάτι από το εμπόρευμα; Τα είπαμε.

Μίλησε για το «κύμα δικαιωματιστών» που οδήγησε σε ισοπέδωση και δολοφονία χαρακτήρα για τους κατηγορούμενους. «Η λογική “μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι” ήταν εύκολο να κλειδώσει πάνω στη λογική της πλειοψηφίας και να αντιστρέψει το λογικό με το παράλογο, το νόμιμο με το παράνομο.

Η διεστραμμένη λογική ότι οι αστυνομικοί έπρεπε να τον αφήσουν την ώρα που επιτίθεται στον κόσμο, και να τον αφήσουν να φύγει, ξεπερνάει κάθε λογική». «Ισχυριζονται οτι τον γνώριζαν ότι κατάλαβαν τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, ότι τον έβρισαν και τον είπαν πουστάρα» […]

«Όλες αυτές τις βλακείες (!) που επικαλέστηκαν για να δημιουργήσουν κλίμα μίσους μεταξύ πολιτών και αστυνομίας».

«Μας έπνιξε η αδικία», είπε, και σε αυτό συνάντησε την αγόρευση και του άλλου συνηγόρου των αστυνομικών.

«Δεν έχω λόγια να σας μέταφέρω πώς έχουν αισθανθεί αυτοί οι αστυνομικοί που εγώ εκπροσωπώ. Συνεχίζουν να λοιδωρούνται».

Σε αυτό θα συρράψω ένα απόσπασμα από την αγόρευσή του, όπου κατέληξε λέγοντας:

«Σας παραδίδουμε τους τέσσερις αστυνομικούς, να οδηγηθείτε σε μια ασφαλή και δίκαιη απόφαση. Την πρόταση του κ. Εισαγγελέα την ακούσατε. Το μόνο που έχω να πω είναι ότι είναι οικογενειάρχες, έχουν παιδιά, έχουν ταλαιπωρηθεί 3,5 χρόνια» και εκεί ακούγονται γέλια στο ακροατήριο, διότι τι άλλο να κάνει κανείς, όταν δεν μπορεί να φωνάξει, και συνεχίζει: «Ακούω γέλια, πιστεύουν κάποιοι ότι στην αστυνομία πρέπει να αποδοθούν συνέπειες, αλλά αν υπάρχουν να αποδοθούν. Έχουν παιδιά, δουλεύουν, δεν έχουν βγει σε διαθεσιμότητα, εγώ τους εκπροσώπησα ενώπιον του τακτικού ανακριτή. Οφείλω να πω ότι και οι τρεις είναι οικογενειάρχες. Τα παιδιά τους τραμπουκίστηκαν, έπρεπε να αλλάξουν σχολείο.

Ο καθένας από τη δική του σκοπιά τράβηξε τον δικό του Γολγοθά. Στα χέρια σας είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη».

Όχι, δεν «τράβηξε ο καθένας τον δικό του Γολγοθά». Δεν μπορεί να μιλάς για την οικογένεια του θύματος και να συγκρίνεις με την ταλαιπωρία που πέρασε ο κατηγορούμενος. Κάποιος πέθανε και κάποιος έζησε, κάποιος χτυπούσε και κάποιος μάτωνε σε αυτή την ιστορία. Να πεις ότι ο καθένας τράβηξε τον δικό του Γολγοθά είναι ασέβεια προς την οικογένεια.

Επιστρέφουμε στην Εβ. Βαρελά, που συνέχισε μιλώντας για την «πληρέσταστη ακριβέστατη και δίκαιη εισαγγελική πρόταση με την οποία συντασσόμαστε ψυχή τε και σώματι, είναι η πρώτη φορά που αισθανθήκαμε δικαίωση σε αυτά τα χρόνια».

«Πάμε στην περίπτωση Τζ. Φλόιντ, αστυνόμο ρατσιστή και κτήνος, με 20 καταγγελίες, που ο θεός να τον κάνει αστυνομικό, γονάτισε πάνω στον λαιμό του θύματος επί 8 λεπτά. Είχε εμπλακεί σε δύο δολοφονίες αλλά είμαστε στην αμερική και αθωώθηκε αυτό το κάθαρμα».

«Θεωρώ ότι είναι χυδαίο» να συγκρίνουν τις λαβές των αστυνομικών με τη δολοφονία του Τζ. Φλόυντ και σε αυτό παρέλειψε να αξιολογήσει ότι στο παρελθόν είχε αθωωθεί δύο φορές. Αν αφήσουμε δηλαδή τις υποκριτικές κορώνες για το πόσο κακός ήταν, θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποια ήταν τα θεσμικά αίτια της αθώωσής του και να αντιληφθούμε τι σημαίνουν για μας.

Είπε η κ. Βαρελά ότι φυσικά και δεν σχετίζεται το γδάρσιμο και η γρατζουνιά με τον θάνατο. Γιατί όμως τόση βεβαιότητα γι’ αυτό; Αυτό που έκαναν οι αστυνομικοί είναι ότι παρά το γεγονός ότι είχαν επανειλημμένες προειδοποιήσεις για ψυχραιμία, παρότι το κέντρο ανέφερε ότι τον έχουν ήδη δεσμεύσει, παρότι ο ένας εκ των αστυνομικών απάντησε ότι όταν έφτασαν εκεί ο Ζακ ήταν προφανώς το θύμα, έφτασαν εκεί και μπροστά σε έναν άνθρωπο ματωμένο και χτυπημένο, συνέχισαν την επίθεση.

«Το μόνο σημείο στο οποίο θα διαφωνήσω με τον κ. Εισαγγελέα, που έκρινε ότι ο ΖΚ δεν μπήκε να ληστέψει. Οι αστυνομικοί δεν είναι παρόντες ούτε και ενημερώνονται επί των λακτισμάτων».

Εντάξει, δεν είδαν τα λακτίσματα. Τον τσακισμένο Ζακ δεν τον παρατήρησαν; Δεν είδαν ότι ο άνθρωπος αυτός είναι καταματωμένος;

Προσοχή, εδώ δεν μιλάμε για κάποια υπερδύναμη. Μιλάμε για τη στοιχειώδη δυνατότητα διάκρισης που μπορεί φτάνοντας σε μια σκηνή έντασης να κατανοήσει ο αστυνομικός ποιος είναι ο δράστης και ποιο είναι το θύμα. Με δεδομένο ότι αυτή τη στιγμή δικάζονται οι αστυνομικοί, ας πούμε ότι είναι μια παραδοχή αφετηριακής βαρύτητας, ότι δεν μπορεί να έδρασαν σωστά. Στράφηκαν εναντίον του θύματος. Αυτό συνέβη. Και μάλιστα, βάζουν τα δεματικά, τα οποία κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να κόψει.

Όταν είπε μετά η δικηγόρος «Πιστεύω στην ελληνική δικαιοσύνη ότι θα κρίνει χωρίς πάθος και θα τους αθωώσει», σκεφτόμουν ότι κι εγώ αν υπερασπιζόμουν αστυνομικούς θα πίστευα στη δικαιοσύνη. Γιατί η δικαιοσύνη έχει αυτή την κακή συνήθεια, να είναι πολύ επιεικής με τους αστυνομικούς.

«Μα οι αστυνομικοί δεν είναι γιατροί» […] «Ούτε διασώστες είναι ούτε έχουν μαντικές ικανότητες». Είχε γίνει μπλε ο Ζακ. Δεν χρειάζονται μαντικές ικανότητες. Συζητάμε ότι είχε αλλάξει το χρώμα του. Δεν είναι κάποια σπάνια ασθένεια που θα έπρεπε να έχουν αντιληφθεί.

Μπορεί δηλαδή η συνήγορος να ισχυρίζεται ότι αφού δεν το αντελήφθησαν οι διασώστες, πώς να το αντιληφθούν οι αστυνομικοί.

Αλίμονο, αν οι άνθρωποι που χειρίζονται περιστατικά βίαια, που έχουν τη ζωή μας στα χέρια τους, δεν μπορούν να διακρίνουν ότι σε έναν ένας άνθρωπο που καταρρέει, που παραπαίει, που έχει αλλάξει χρώμα, πρέπει να του λυθούν τα χέρια.

Το διακύβευμα εδώ είναι αν θα τους πούμε ότι έπραξαν καλώς. Η συνήγορος προσπάθησε να μας πείσει ότι το γεγονός ότι άφησαν να του παρασχεθούν πρώτες βοήθειες ήταν κάποιος άθλος ανθρωπισμού! Είπε “εγώ αυτή την αστυνομία θέλω να εκπροσωπώ”, σαν να πρόκειται για κάποια πράξη αξιέπαινης φιλανθρωπίας.

Μπορεί η συνήγορος να θέλει να εκπροσωπεί αυτή την αστυνομία, αλλά είναι πιο σημαντικό να μην έχουμε τέτοια αστυνομία. Να ξέρει η αστυνομία ότι δεν μπορεί να πράττει έτσι.

Ο Κ. Γιαννελάκης εξηγούσε ότι στα πλαίσια «της ανθρωπιάς, της αλληλεγγύης, οι αστυνομικοί αναβάλλουν τη σύλληψη και δίνουν προτεραιότητα για να παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες». Αναφέρθηκε και στον εισαγγελέα, στη φράση του πως ο Ζακ δεν ήταν ύποπτος φυγής ή να διατελέσει άλλες παράνομες πράξεις.

Όμως, πραγματικά, πόσα παράσημα πρέπει να δώσουμε στους αστυνομικούς για το ότι δεν εμπόδισαν ακόμη περισσότερο την παροχή βοήθειας; Αυτή είναι η αντίληψη των συνηγόρων για την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη;

«Ρωτήστε και τον θείο μου τον ψεύτη» Ο εκπαιδευτής που τώρα εκπαιδεύει στο εξωτερικό, στη Frontex

Μέσα στον οίστρο της συνηγόρου, είχαμε και την απόπειρα να αποδομηθεί η προσωπικότητα του Μαρκόπουλου, (παρεμπιπτόντως, με αναφορά σε δημοσίευμα χουντικής ιστοσελίδας), ως πολιτικά υποκινούμενη, ενώ θα έπρεπε να δοθεί πολύ μεγαλύτερη σημασία στον άμεσα εμπλεκόμενο, εκπαιδευτή των αστυνομικών, που έχει το μεγαλύτερο αστεράκι αστυνομικής επάρκειας που μπορεί κανείς να επικαλεστεί σήμερα:

Βαρελά: Παρουσίασαν ένα ψευτοπόρισμα, και φυσικά ο Μαρκόπουλος δεν συνεκτίμησε την πραγματική άποψη του κ. Αντωνιάδη που είναι τώρα εκπαιδευτής στο εξωτερικό και εκπαιδεύει στο εξωτερικό.

Παρεμβαίνει αστυνομικός και συμπληρώνει: στη Frontex! (γέλια στο ακροατήριο)

Να λοιπόν η πολιτισμική διαφορά. Ιδίως αυτές τις μέρες, είναι τραγελαφικό, προκαλεί πικρό γέλιο, να επικαλείσαι την εργασία κάποιου στο εργοστάσιο παραβιάσεων της Frontex, ως πειστήριο υψηλής επαγγελματικής καταξίωσης. Είμαστε λίγες μέρες μετά την παραίτηση του Φαμπρίς Λετζέρι, για τις διαπιστωμένες καταγγελίες για παραβιάσεις της νομιμότητας. Και ο άνθρωπος που έπρεπε να ρωτήσουμε, που είναι τώρα καταξιωμένος με τη συμμετοχή του στα εγκλήματα της Frontex, είναι ακριβώς αυτός που δεν πρέπει να ρωτήσουμε. Το να μην τον αντιλαμβάνεται κανείς, είναι σύμπτωμα της αστυνομικής κουλτούρας αυθαιρεσίας.

Αναρωτήθηκε η συνήγορος: «Τι θα είχε γίνει αν ο διασώστης δεν είχε κάνει προς τα πίσω; Το έχει σκεφτεί κανείς αυτό;»

Το έχω σκεφτεί εγώ. Διάφορα θα μπορούσαν να είχαν συμβεί, αν πρώτα είχαν συμβεί διάφορα άλλα, αλλά αυτά τα διάφορα άλλα που θα μπορούσαν να συμβούν και δεν συνέβησαν, ας απασχολήσουν κάποιο φανταστικό δικαστήριο. Σε αυτό το δικαστήριο ας ασχοληθούμε επιτέλους με αυτά που όντως συνέβησαν, όπως ο ξυλοδαρμός και θάνατος του Ζακ.

Κατέληξε λέγοντας:

Πρέπει να απαντήσετε στο εξής ερώτημα: Ήταν η χειροπέδηση του ΖΚ έγκλημα που πρέπει να περάσει στην ιστορία ως θανατηφόρα σωματική βλάβη; η κοινωνία μας ξέρει πολύ καλά ότι δεν ήταν. Οι αστυνομικοί μας δεν χρησιμοποίησαν αθέμιτα μέσα. Η απόφασή σας με την αθώωση των τεσσάρων αστυνομικών θα τύχει κοινωνικής αποδοχής.
Η αστυνομια μας γίνεται ολοένα και καλύτερη. Αυτοί οι τέσσερις τους οποίους εκπροσωπώ ήταν, είναι και θα είναι υπόδειγμα αστυνομικών.

Μέσα στις επόμενες ώρες θα ξέρουμε την απόφαση του δικαστηρίου. Και ελπίζω να μην είναι ένα θεσμικό δώρο στους δράστες και ένα μήνυμα στην κοινωνία πως όλα έγιναν καλώς.