του Θάνου Καμήλαλη

Όλα ξεκινούν με τον ορισμό

Όλα τα σοβαρά προβλήματα ξεκινούν με το «καλημέρα», στο άρθρο 3, «Ορισμοί», όπου το νομοσχέδιο ορίζει τους «Λόγους Εθνικής Ασφάλειας». Η «εθνική ασφάλεια» είναι ένας ιδιαίτερα βολικός όρος στις παρακολουθήσεις, δεδομένου ότι χρησιμοποιείται μαζικά από την ΕΥΠ, ώστε να αιτιολογηθούν, χωρίς καμία περαιτέρω εξήγηση, οι μαζικές άρσεις απορρήτου. Mε το νέο νομοσχέδιο, «εθνική ασφάλεια» μπορούν να θεωρηθούν σχεδόν τα πάντα:

«”Λόγοι εθνικής ασφάλειας”» είναι οι λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου και περιλαμβάνουν την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να επιφέρουν πλήγμα στις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές της χώρας όπως, ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία από άλλες υβριδικές απειλές, την προστασία του νομίσματος και της εθνικής οικονομίας, την προστασία από ανθρωπιστική κρίση, τη δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος».

Αυτό το άρθρο είναι ουσιαστικά αυτό που θα διαβάζει ο εισαγγελέας, όταν θα παραλαμβάνει ένα αίτημα άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Το αίτημα της ΕΥΠ θα γράφει «σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου τάδε». Αντί δηλαδή για έναν στενό ορισμό που θα προστατεύει τους πολίτες από πιθανές καταχρήσεις και θα ενίσχυε τη διαφάνεια, στο άρθρο περιλαμβάνεται ακόμα και μία γενικόλογη αναφορά σε «άλλες υβριδικές απειλές». Το τι θα μπορούσε να θεωρηθεί «υβριδική απειλή» είναι ένα ερώτημα και θα πρέπει να θυμίσουμε ότι για παράδειγμα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει θεωρήσει «υβριδική απειλή» το προσφυγικό. Ο συνταγματολόγος Ξενοφών Κοντιάδης, σε ανάρτησή του σχολίασε πως «ο ορισμός της “εθνικής ασφάλειας” που προβλέπει το νομοσχέδιο είναι αντισυνταγματικός ως εξαιρετικά ευρύς, σε αντίθεση προς το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος που επιτάσσει στενή ερμηνεία.

Ας θέσουμε ένα θεσμικό ερώτημα εδώ: Ένα που περιγράφει ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, την έννοια της εθνικής ασφάλειας», δεν θα έπρεπε να απαιτεί και αυξημένη πλειοψηφία, ή έστω μία απόπειρα συνεννόησης με την αντιπολίτευση; Ψιλά γράμματα αυτά βέβαια για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που ούτε ρώτησε, ούτε κάλεσε στη Νομοπαρασκευαστική διαδικασία, ούτε ενημέρωσε θεσμικά την αρμόδια Ανεξάρτητη Αρχή, την ΑΔΑΕ, πριν καταθέσει το νομοσχέδιο.

H ανάλυση των βασικών σημείων του νομοσχεδίου στη «Φάρμα» της Τετάρτης:

Κατοχυρώνονται οι χιλιάδες παρακολουθήσεις fast track

Ο (μη) ορισμός της «εθνικής ασφάλειας» ακολουθείται από το άρθρο για την «Άρση του απορρήτου των επικοινωνιων για λόγους εθνικής ασφάλειας» που περιέχει βήμα προς βήμα τη διαδικασία. «Αίτημα για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας μπορεί να υποβάλλει μόνο η Ε.Υ.Π. ή η Δ.Α.Ε.Ε.Β. (σημ. Αντιτρομοκρατική)» αναφέρει αρχικά το άρθρο, ωστόσο συνεχίζει λέγοντας ότι «είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε κατόπιν σχετικού αιτήματος που διαβιβάζεται από δικαστική ή άλλη πολιτική, στρατιωτική ή αστυνομική δημόσια αρχή στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το θέμα εθνικής ασφάλειας που επιβάλλει την άρση».

Τα αιτήματα υποβάλλονται στον αρμόδιο εισαγγελέα (ένας για την ΕΥΠ, ένας για την Αντιτρομοκρατική), ο οποίος όμως θα πρέπει να αποφασίσει μέσα σε μόνο 24 ώρες. «Ο εισαγγελικός λειτουργός κρίνει μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου με διάταξή του» αναφέρεται συγκεκριμένα. Το ίδιο ισχύει και για τον δεύτερο εισαγγελέα, έναν αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος και αυτός καλείται να αποφασίζει σε 24 ώρες.

Η κυβέρνηση διαφημίζει ως «μέτρο διαφάνειας» τον δεύτερο εισαγγελέα, αλλά στην πράξη είναι ένα μέτρο θωρακισης της ασυδοσίας της ΕΥΠ. Τα αιτηματά της θα επικυρώνονται άκριτα και άμεσα με δύο υπογραφές δικαστικών λειτουργών.

Αυτή η ασφυκτική πρόβλεψη δεν είναι καινούρια, υπάρχει και στον νόμο του 2008 για την ΕΥΠ. Ωστόσο, η διατήρηση αυτής της προθεσμίας είναι προκλητική. Σύμφωνα με τις εκθέσεις της ΑΔΑΕ, το 2021 εκδόθηκαν 15.475 εισαγγελικές διατάξεις που αφορούσαν άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, έναντι 13.751 το 2020 και 11.680 για το 2019. Ο αριθμός έχει εκτοξευθεί τα τελευταία χρόνια

Όταν η μία εισαγγελέας της ΕΥΠ παραλαμβάνει δεκάδες (τουλάχιστον) αιτήματα άρσης απορρήτου την ημέρα, είναι προφανώς αδύνατον να ελέγξει και να σχηματίσει αιτιολογημένη κρίση για κάθε μία από αυτές, ακόμα και να το ήθελε. Ας υποθέσουμε όμως ότι η εισαγγελέας έχει άπλετο χρόνο και τεράστια όρεξη να ασχοληθεί με το τι υπογράφει. Και πάλι, ο έλεγχος των αιτημάτων άρσης απορρήτου είναι πρακτικά αδύνατος.

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, «Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία: α) το όργανο που διατάσσει την άρση, β) τη δημόσια αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητούν την άρση, γ) τον σκοπό της άρσης, δ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής και τη χρονική διάρκεια της άρσης και στ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης.». Η παράθεση όμως ακόμα κι αυτών των στοιχείων δεν είναι απαραιτητη καθώς «αν, κατά την κρίση του [εισαγγελέα], μετά από εισήγηση της αιτούσας αρχής, ειδικές περιστάσεις εθνικής ασφάλειας επιβάλλουν την παράλειψη ή τη συνοπτική παράθεση ορισμένων από τα στοιχεία αυτά, γίνεται ειδική μνεία στη διάταξη».

Δηλαδή, η ΕΥΠ θα κάνει το αίτημα στην εισαγγελέα και θα μπορεί να επικαλεστεί «ειδικές περιστάσεις εθνικής ασφάλειας», ώστε η διάταξη άρσης απορρήτου να γράφει απλά «για λόγους εθνικής ασφάλειας» χωρίς περαιτέρω αιτολόγηση. Χωρίς καν να αναφέρεται το ονοματεπώνυμο του πολίτη. Ο εισαγγελέας μάλιστα, θα διαβάζει την επίκληση στην εθνική ασφάλεια, με αναφορά στο «άρθρο 3» του συγκεκριμένου νόμο για τις παρακολουθήσεις. Ο/η εισαγγελέας θα λαμβάνει 60 τέτοια αιτήματα την ημέρα και θα είναι αναγκασμένος να απαντήσει στο καθένα μέσα σε 24 ώρες. Στο τέλος, η διάταξη άρσης του απορρήτου μπορεί απλά να είναι ένας τηλεφωνικός αριθμός.

Όλα αυτά συμβαίνουν και σήμερα, έτσι ακριβώς βγαίνουν οι πολλές χιλιάδες άρσεις απορρήτου που καταγράφει η ΑΔΑΕ, καταγγέλλοντας θεσμικά την κατάχρηση κυρίως της τελευταίας τριετίας. Μέχρι πρόσφατα όμως, δεν είχε κυκλοφορήσει ευρέως η πλήρης εικόνα της ασυδοσίας και των μαζικών νομότυπων παρακολουθήσεων χιλιάδων πολιτών. Με το σκάνδαλο στο απόγειο του και ακριβώς την ημέρα που η ΑΔΑΕ, μία Ανεξάρτητη Αρχή, δημοσιοποίησε το πόρισμα της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη τα βρίσκει «όλα καλά» και στέλνει ένα ξεκάθαρο, πρακτικό και συμβολικό, μήνυμα.

Για τα πολιτικά πρόσωπα πάντως απαιτούνται συγκεκριμένα στοιχεία

Υπάρχει ωστόσο, μία επιπλέον πρόβλεψη για τα πολιτικά πρόσωπα και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο η διατύπωση του νομοσχεδίου:

«Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας που αφορά πολιτικά πρόσωπα επισπεύδεται μόνο από την Ε.Υ.Π..  Το αίτημα, το οποίο οφείλει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας, υποβάλλεται από τον Διοικητή της Ε.Υ.Π., μαζί με τα συνοδεύοντα αυτό στοιχεία, στον Προέδρο της Βουλής, προκειμένου να χορηγήσει σχετική άδεια εντός προθεσμίας είκοσι τεσσάρων (24) ωρών. Αν δεν υπάρχει Βουλή, την άδεια του προηγούμενου εδαφίου χορηγεί ο Πρόεδρος της τελευταίας Βουλής ή, αν αυτός δεν υπάρχει, ο Πρωθυπουργός. Αν το αίτημα αφορά στον Πρόεδρο της Βουλής, ή αν δεν υπάρχει Βουλή στον Πρόεδρο της τελευταίας Βουλής, την άδεια χορηγεί ο Πρωθυπουργός. Μόνο εάν χορηγηθεί η άδεια της παρούσας, μπορεί το αίτημα να υποβληθεί στον εποπτεύοντα την Ε.Υ.Π. εισαγγελικό λειτουργό για τη συνέχιση της διαδικασίας».

Η διαφορά είναι ξεκάθαρη. Για τα πολιτικά πρόσωπα, ο Πρόεδρος της Βουλής θα λαμβάνει ένα αιτιολογημένο αίτημα με συγκεκριμένα στοιχεία. Για τους πολίτες, ο εισαγγελέας θα λαμβάνει ένα αίτημα που θα γράφει απλά «εθνικη ασφάλεια σύμφωνα με το άρθρο 3».

Και το ερωτημα είναι εύλογο. Ακόμα και αν δεχθούμε ότι τα πολιτικά πρόσωπα δικαιούνται αυξημένη προστασία (γι αυτό άλλωστε ενημερώνεται ο Πρόεδρος της Βουλής) γιατί να μην υπάρχει η ίδια αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία και για τον «απλό πολίτη»; Πέρα από μία ολόκληρη συζήτηση για το αν και ποιοι πολίτες χρειάζονται αυξημένη προστασία της ιδιωτικότητας τους η κυβέρνηση Μητσοτάκη εδώ αποδεικνύει ότι γίνεται να νομοθετήσει με τρόπο ώστε η ΕΥΠ να υποχρεώνεται να δίνει στοιχεία.

Δεν το κάνει για όλους, γιατί δεν θέλει.

Δίνει όμως, ξανά, το δικαίωμα στον πολίτη να ενημερωθεί για το αν είχε γίνει άρση απορρήτου των επικοινωνιών του στο παρελθόν. Περίπου. Γιατί η κυβέρνηση δεν επαναφέρει τη διάταξη που η ίδια, με τροπολογία, κατήργησε. Μία τροπολογία που συμπίπτει χρονικά με τα αιτήματα του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη να μάθει αν παρακολουθείται το τηλέφωνό του.

Η πολιτική ασπίδα της τριετίας

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, για να γίνει η ενημέρωση ενός πολίτη, αφού αυτός έχει απευθυνθεί στην ΑΔΑΕ πρέπει:

  • Να έχουν περάσει 3 χρόνια από όταν σταμάτησε η παρακολούθηση
  • Να συνεδριάσει πρώτα ένα τριμελές όργανο που αποτελείται από τον διοικητή της ΕΥΠ, την εισαγγελέα της ΕΥΠ και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ, ή τον Πρόεδρο και τον εισαγγελέα  της Αντιτρομοκρατικής μαζί με τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ, αντίστοιχα. Αυτή η τριμελής Επιτροπή θα κρίνει αν ο πολίτης θα μπορεί αν ενημερωθεί ή αν «διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε» η παρακολούθηση.

Προβλέπεται επίσης ότι «το όργανο αποφασίζει κατά πλειοψηφία, χωρίς καταγραφή της τυχόν μειοψηφίας στην απόφαση και χωρίς τήρηση πρακτικών». Δηλάδη, η Ανεξάρτητη Αρχή που οφείλει να ελέγχει την ΕΥΠ θα είναι μειοψηφία στην Επιτροπή και πιθανή διαφοροποίησή της δεν θα αναφέρεται πουθενά. Θα αποφασίζουν ακριβώς τα ίδια πρόσωπα που αποφάσισαν εξαρχής την παρακολούθηση. Κι ακόμα και να ενημερωθεί τελικά ο πολίτης, η ενημέρωσή του δεν θα περιλαβάνει την αιτιολογία. Θα ενημερώνεται απλώς ότι «ναι, παρακολουθήθηκε» και για το χρονικό διάστημα. Αν το αίτημα του απορριφθεί, μπορεί να ξανακάνει αίτηση έναν χρόνο μετά.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα μπορούσε απλώς να επαναφέρει τη ρύθμιση που η ίδια κατήργησε και να παραδεχθεί το λάθος της. Δεν το κάνει και βάζει ένα εντελώς αυθαίρετο χρονικό όριο. Από πουθενά δεν προκύπτει κάποια αναγκαιότητα να έχουν περάσει τρία χρόνια. Εξάλλου, αν έχει σταματήσει η παρακολούθηση κάποιου πολίτη, αυτό σημαίνει ότι δεν έχει βρεθεί κάτι άξιο αναφοράς και επομένως, ότι αυτό το άτομο δεν αποτελεί απειλή για την περιβόητη «εθνική ασφάλεια» όπως κι αν αυτή ορίζεται.

Γιατί λοιπόν, αφού ο δυνητικός κίνδυνος έχει ήδη κριθεί, να πρέπει να έχουν περάσει τρία χρόνια πριν την πιθανή γνωστοποίηση; Την ίδια στιγμή που με το ίδιο νομοσχέδιο, το υλικό που έχει συλλεχθεί κατα την παρακολούθηση καταστρέφεται μετά από ένα εξάμηνο; Οι λόγοι μοιάζουν μόνο πολιτικοί.

Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση επαναφέρει άμεσα το καθεστώς που ίσχυε πριν παρέμβει η ίδια, με σκανδαλώδη τρόπο και σε τουλάχιστον ύποπτο χρόνο. Σε ένα τέτοιο σενάριο, μέσα σε λίγες μέρες η ΑΔΑΕ θα λάβει χιλιάδες αιτήματα πολιτών για ενημέρωση. Πολλοί από αυτούς με θέσεις και δημόσιο λόγο. Αυτά τα αιτήματα θα κατατεθούν μαζικά και λόγω της επικαιρότητας, θα υπάρχει η πίεση να προχωρήσουν άμεσα οι σχετικές ενημερώσεις. Φανταστείτε να έχουμε και άλλες περιπτώσεις Ανδρουλάκη, για παράδειγμα να λάβει ενημέρωση για παρακολούθησή του ο Τομεάρχης Προστασίας του Πολίτη του ΣΥΡΙΖΑ, Χρήστος Σπίρτζης, ο οποίος ήδη έχει καταγγείλει την παρακολούθησή του από το Predator, καταθέτοντας και μυνητήρια αναφορά. Ή να λάβουν επίσημη επιβεβαίωση της παρακολούθησής τους από την ΕΥΠ άνθρωποι που αναφέρονται στις λίστες που αποκάλυψε το Documento.

Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση θέλει να αποφύγει τέτοια «σενάρια», μεταφέροντας το ζήτημα για πολύ μετά τις εκλογές, σε ένα άλλο πολιτικό τοπίο και μια άλλη επικαιρότητα. Θεσπίζοντας παράλληλα μία νέα δικλείδα «ασφαλείας» της ΕΥΠ, το τριμελές όργανο με πλειοψηφία… την ΕΥΠ, που δεν υπήρχε μέχρι σήμερα. Τα κάνει όλα αυτά, ενώ ταυτόχρονα, πιεζόμενη έντονα, έχει υποσχεθεί διεθνώς, στην Επιτροπή PEGA του Ευρωκοινοβουλίου, ότι θα επαναφέρει την προηγούμενη ρύθμιση. Η αντιπολίτευση καταγγέλλει συγκάλυψη και δεν διαφαίνεται οποιοδήποτε σοβαρό επιχείρημα για να απαντηθεί αυτός ο ισχυρισμός.

«Ο Διοικητής πρέπει να είναι διπλωμάτης, αξιωματικός ή ο Παναγιώτης Κοντολέων»

Εκεί όμως που η ασυδοσία συναντά τον σουρεαλισμό είναι το άρθρο 18, που αναφέρει τα προσόντα που απαιτούνται για τον διοικητή της ΕΥΠ. «2. Διοικητής ορίζεται πρέσβης ή πληρεξούσιος υπουργός Α΄ ή πρέσβης επί τιμή ή πληρεξούσιος υπουργός Α΄ επί τιμή ή απόστρατος αξιωματικός των ενόπλων δυνάμεων ή των σωμάτων ασφαλείας που εν ενεργεία κατείχε βαθμό ανώτατου αξιωματικού».

Είναι η δεύτερη φορά που η κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλάζει τις προυποθέσεις για τον διορισμό του διοικητή. Η πρώτη ήταν για χάρη του Παναγιώτη Κοντολέοντα, που παραιτήθηκε μετά τις αποκαλύψεις για το σκάνδαλο και τη δημοσιοποίηση της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη. Τότε, η κυβέρνηση άλλαξε τον νόμο, με εκπρόθεσμη τροπολογία, μετά τον διορισμό και μετά τις καταγγελίες εβδομάδων της αντιπολίτευσης. Η τότε διάταξη έγραφε:

«δεκαετής τουλάχιστον αποδεδειγμένη επαγγελματική απασχόληση»

Πρόκειται δηλαδή για μία έμμεση παραδοχή του σκανδάλου με τον διόρισμο του προηγούμενου διοικητή, την ώρα που κανείς από την κυβέρνηση δεν έχει εξηγήσει την επιμονή για την τοποθέτηση Κοντολέοντα. Το καλύτερο είναι ότι η Νέα Δημοκρατία τολμάει να πανηγυρίσει αυτήν την αλλαγή. Στην ανακοίνωσή της για τις «7 πιο σημαντικές καινοτομίες του νομοσχεδίου» η ΝΔ έχει την αυστηροποίηση των προσόντων του διοικητή στο νούμερο δύο.

Ερωτήματα γύρω από τα λογισμικά παρακολούθησης

Ερωτήματα τέλος, δημιουργούνται γύρω από την «απαγόρευση της εμπορίας λογισμικών παρακολούθησης», που είχει προαναγγελθεί πολλάκις από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η ΝΔ γράφει ότι «απαγορεύεται με ποινή φυλάκισης η κατοχή ή εμπορία κακόβουλου λογισμικού χωρίς να απαιτείται η συνδρομή οποιασδήποτε άλλης προϋπόθεσης. Επιπλέον αναβαθμίζεται σε κακούργημα με ποινή φυλάκισης έως 10 χρόνια η χρήση των λογισμικών αυτών».

Το ίδιο νομοσχέδιο όμως, ακριβώς στο επόμενο άρθρο προβλέπει ένα παραθυράκι για το Δημόσιο. «Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, μετά από πρόταση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η σύναψη συμβάσεων εκ μέρους κρατικών δομών για την προμήθεια λογισμικών ή συσκευών παρακολούθησης του άρθρου 370ΣΤ του Ποινικού Κώδικα για την εκπλήρωση των σκοπών τους». Πρόκειται για το άρθρο που εντάσσεται στον Ποινικό Κώδικα, ακριβώς στο ίδιο κείμενο για την απαγόρευση των λογισμικών παρακολούθησης.

Είναι σαφές ότι για το Δημόσιο, αλλά και για τον ιδιώτη που θα προμηθεύει το Δημόσιο, δεν ισχύει το πλαίσιο της δήθεν «καθολικής απαγόρευσης» που διαφήμιζε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώ ενδιαφέρον θα έχουν και οι σχετικές αποφάσεις για το τι θεωρείται «ποαράνομο λογισμικό», αλλά και η αναφορά στις «προϋποθέσεις» υπό τις οποίες θα είναι νόμιμο για το Δημόσιο.

Συμπέρασμα

Οι αναφορές ότι όλα αυτά γίνονται στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης, της «διαφάνειας» της «διόρθωσης των παθογενειών», της «λογοδοσίας» και του «ελέγχου» είναι καταγέλαστες. Με αυτό το νομοσχέδιο που παρουσίασε στη διαβούλευση, η κυβέρνηση προσπαθεί, αφενός να θωρακιστεί από το σκάνδαλο των υποκλοπών, αφετέρου να κάνει την κατάσταση ακόμα χειρότερη σε βασικά σημεία, ή «απλώς» να θεσμοθετήσει την ασυδοσία.

Έχει ιδιαίτερη σημασία ότι αυτές οι αλλαγές γίνονται εν μέσω ενός τεράστιου σκανδάλου και ότι αυτές οι ρυθμίσεις έχουν διαφημιστεί, εντός και εκτός της χώρας, ως η «κυβερνητική απάντηση» σε αυτό. Αλλά, όπως φάνηκε κι από την τελευταία τηλεοπτική συνέντευξη του Πρωθυπουργού, δεν υπάρχουν λογικές και σοβαρές κυβερνητικές απαντήσεις. Υπάρχουν μόνο οι ερωτήσεις, που απαντώνται μόνες τους, όσο το παζλ συμπληρώνεται.