Σε προηγούμενο κείμενό μας εξετάσαμε την επανάσταση ως ένα συστατικό στοιχείο της νεωτερικότητας, διαπιστώνοντας την κρίση της κατά την περίοδο της ύστερης νεωτερικότητας που διανύουμε, όπου βλέπουμε κυρίως σειραϊκές εξεγέρσεις άνευ ενιαίου επαναστατικού υποκειμένου ή αντιδραστικές αντεπαναστάσεις του νεοφιλελευθερισμού ή προσωπικές επαναστάσεις της μικροπολιτικής, τις οποίες σπεύδει να επανοικειοποιηθεί με αρκετή επιτυχία ο κυρίαρχος νεοφιλελεύθερος λόγος.

Ένας λόγος για την κρίση αυτή της επαναστατικότητας είναι η υβριδικότητα της τρέχουσας μορφής της παγκοσμιοποίησης, η οποία έχει οδηγήσει σε ένα είδος οιονεί «εξωτερικής ανάθεσης» (outsourcing) πτυχών της δυτικής ιδεολογίας στον παγκόσμιο νότο. Η επανάσταση ήταν βέβαια εξαρχής υπόθεση των αποικιών και του παγκόσμιου νότου, άλλωστε μία από τις πρώτες επαναστάσεις ήταν αυτή της Αϊτής το 1804, ενώ και η Αμερικανική Επανάσταση του 1776 ήταν μία επανάσταση της περιφέρειας εναντίον της μητροπόλεως. Κυρίως στις μεταπολεμικές δεκαετίες μέχρι περίπου και το τέλος της δεκαετίας του 1970 οι επαναστάσεις έγιναν ζήτημα της αποαποικιοποίησης του παγκόσμιου νότου, δίνοντας μια εθνικο-απελευθερωτική διάσταση στον μαρξισμό, με τελευταία μεγάλη συντακτική επανάσταση, η οποία παρήγαγε πολιτικά αποτελέσματα, αυτή του 1979 στο Ιράν από την οποία σχηματίστηκε ένα υβρίδιο προνεωτερικότητας και νεωτερικότητας που ακούει στο όνομα «Ισλαμική Δημοκρατία».

Έκτοτε η ιδεολογία που κυριαρχεί στη Δύση είναι κυρίως ένας «συντηρητικός φιλελευθερισμός», ενώ τόσο ο ακραιφνής συντηρητισμός όσο και ο επαναστατικός ριζοσπαστισμός έχουν μετακομίσει στον παγκόσμιο νότο. Η δυτική ακροδεξιά έχει καταστεί ταυτοτική και έχει εγκολπωθεί στοιχεία φιλελευθερισμού ως μέρος της δυτικής ταυτότητας την οποία θεωρεί ως άξια υπεράσπισης, ενώ συναφές παράδοξο υβρίδιο είναι η συνύπαρξη νεοπαγανισμού και χριστιανισμού εντός της ως ταυτοτικών στοιχείων. Η αυστηρή αντινεωτερικότητα ως ακραιφνές συντηρητικό στοιχείο εντοπίζεται περισσότερο σε πολιτισμικές προσλήψεις της παγκοσμιοποίησης εκτός Δύσης. Αλλά και η Αριστερά έχει επικεντρώσει περισσότερο στις επαναστάσεις της προσωπικής ζωής, κινδυνεύοντας να χάσει τη διαθεματικότητα των αιτημάτων της. Ένας βασικός λόγος είναι η αποβιομηχάνιση της Δύσης και η μεταφορά του επίκεντρου της παγκοσμιοποιημένης βιομηχανικής παραγωγής στην Ασία, γεγονός που οδήγησε σε ένα κατακερματισμό του προλεταριάτου ως πρώην ενιαίου επαναστατικού υποκειμένου. Πλέον πρόσφατη εξέλιξη η προϊούσα αποβιομηχάνιση της Γερμανίας μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία το 2022. Η Αριστερά εμπλέκεται περισσότερο σε αξιακές αλλαγές της μικροπολιτικής της προσωπικής ζωής που εντάσσονται περισσότερο σε έναν αριστερό φιλελευθερισμό, ενώ το αίτημα μιας καθολικής αντίστασης έχει και αυτό μετακομίσει κυρίως σε πολιτισμικές προσλήψεις της παγκοσμιοποίησης, όπως, εν προκειμένω, ο σιιτισμός, ο οποίος με την έμφασή του στην αυταξία του μαρτυρίου δεν είναι τυχαίο ότι συνιστά σήμερα τον λεγόμενο «Άξονα της Αντίστασης» σε Ιράν, Λίβανο, Συρία, Ιράκ και Υεμένη. Οι ιδεολογίες πλέον έχουν απολέσει τον κοσμικό τους χαρακτήρα και εμπλέκονται σε υβριδικές προσμείξεις με πολιτισμικά στοιχεία.

 

Η περίπτωση της Κίνας

 

Στο πλαίσιο αυτό το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Κίνας, όπου έχουμε μία σύνθεση κομμουνισμού και καπιταλισμού, αλλά και με προνεωτερικά στοιχεία όπως ο κομφουκιανισμός και η παράδοση της δυναστείας των Μινγκ. Αυτός ο παράδοξος συνδυασμός παρουσιάζει μεγαλύτερη επιτυχία και επιδραστικότητα από αμιγείς λύσεις. Λ.χ. η πολιτική σκέψη του Σι Τζινπίνγκ, όπως εκφράστηκε σε ένα μανιφέστο 14 σημείων στο Εθνικό Λαϊκό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας τον Μάρτιο του 2018 έθεσε ως κύριο πρόταγμα τη σύμπηξη μιας διεθνούς κοινότητας επί τη βάσει της συνεργασίας και της σύμπραξης, με έμφαση στην κοινή ευημερία και ανάπτυξη περιφερειακών χωρών, που βρίσκονται πάνω στους νέους δρόμους του μεταξιού, κατά την έκφραση του Peter Frankopan, και ιδίως των αστικών τους τάξεων, οι οποίες πλέον ευημερούν. Οι χώρες αυτές δεν έρχονται για πρώτη φορά στο προσκήνιο της Ιστορίας, αλλά επανέρχονται με την επιστροφή ενός παλαιού κόσμου μετά το «τέλος της Μεγάλης Παρέκκλισης» κατά την έκφραση του ομώνυμου βιβλίου του Δημήτρη Πεπόνη, ήτοι όχι τόσο των έξι αιώνων ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας όσο κυρίως των τελευταίων δύο αιώνων της καθαυτό δυτικής αποικιοκρατίας μετά τη βιομηχανική επανάσταση. Ειδικά ως προς τις αφρικανικές χώρες η Κίνα ακολουθεί την πολιτική των πέντε «όχι»: Μη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις τους, μη επιβολή της θέλησής της σε αυτές, μη παρέμβαση στις αναπτυξιακές επιλογές τους, μη σύνδεση της βοήθειας με πολιτικές προϋποθέσεις, μη επιδίωξη ιδιοτελών πολιτικών οφελών μέσα από τις επενδύσεις. Με βάση τις αρχές αυτές η Κίνα μπορεί να εκμεταλλεύεται τη συνθήκη χωρών που βρίσκονται σε μια γκρίζα ζώνη ανάμεσα στην ειρήνη και τον πόλεμο. Έχει διεισδύσει στην Αφρική και μάλιστα σε ορισμένες χώρες κλειδιά για τη γεωγραφική τους θέση, όπως είναι το Τζιμπουτί στο ανατολικό Κέρας της Αφρικής και το νησί Άγιος Θωμάς και Πρίγκηπας στη Δυτική Αφρική στον Ατλαντικό Ωκεανό. Παρόμοια διείσδυση έχει και στην Κεντρική Αμερική, στον Παναμά, στο Ελ Σαλβαδόρ, αλλά και στην Καραϊβική, αλλά και σε χώρες των Δυτικών Βαλκανίων που δεν έχουν εισέλθει ακόμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς η Σερβία και η Βόρεια Μακεδονία.

Ταυτοχρόνως, η Κίνα έχει υπογράψει μνημόνια συνεργασίας στο διάστημα με 19 χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, το Πακιστάν, η Αργεντινή, η Ταϋλάνδη και η Νότια Αφρική. Από το 2019 η Κίνα έχει στείλει μη επανδρωμένο διαστημικό σκάφος (Chang’e-4) στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης και από το 2021 την πρώτη γυναίκα από τη χώρα στο Διάστημα (Γουάνγκ Γιαπίνγκ), ενώ έχει αναπτύξει το δικό της σύστημα Εντοπισμού Θέσης το BeiDou, το οποίο αναμένεται να έχει καταλυτική επίδραση στη γεωργία, στο εφοπλιστικό κεφάλαιο, στο εμπόριο, αλλά και σε στρατιωτικές εφαρμογές. Από τον Φεβρουάριο του 2021 έχει επίσης στείλει στείλει διαστημικό όχημα στον Άρη με αποτέλεσμα το κινεζικό ρόβερ Zhurong να είναι ένα από τα τρία που πραγματοποιούν έρευνες για τη γεωλογία του πλανήτη. Η Κίνα διαθέτει επίσης ένα περίτεχνο σύστημα από επίγειους σταθμούς παρακολούθησης σε πολλές χώρες, όπως η Αργεντινή, η Βενεζουέλα, η Κένυα και η Ναμίμπια, καθώς και πλοία παρακολούθησης δορυφόρων στους ωκεανούς. Η Κίνα αναμένεται επίσης να εκτοξεύσει 1000 δορυφόρους κατά την επόμενη δεκαετία και συνεργάζεται ως προς αυτό με αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ σχεδιάζει τη χρησιμοποίηση διαστημικού αεροπλάνου, που θα μπορούσε να πραγματοποιεί εξορύξεις από αστεροειδείς. Σχεδιάζει επίσης από κοινού με τη Ρωσία διαστημικό σεληνιακό σταθμό, που θα πραγματοποιεί έρευνες στον νότιο πόλο της Σελήνης, ενώ ήδη τώρα διατηρεί δορυφόρο που της προσφέρει επισκόπηση. Κυρίως, όμως, είναι η προνομιακή σχέση με τη Ρωσία αυτή που επιτρέπει στη μεν Ρωσία να έχει πρόσβαση στον κινεζικό διαστημικό σταθμό και να συνεχίζει να είναι διαστημική δύναμη πρώτου μεγέθους, στη δεν Κίνα να προσπορίζεται φυσικό αέριο και πετρέλαιο σε καλές τιμές για τη βιομηχανία της.

Το αίτημα ενός ριζωμένου κοσμοπολιτισμού

Πλέον το οποιοδήποτε προοδευτικό ζητούμενο δεν μπορεί να λαμβάνει χώρα αποκλειστικά στη Δύση, αλλά σε διάλογο με τους λαούς του παγκόσμιου νότου. Ζητούμενο είναι το σπάσιμο των ταυτοτικών τειχών, τα οποία ζητά η ακροδεξιά, για χάρη μιας συμμαχίας όλου του κόσμου της εργασίας χωρίς σύνορα, με μία ταυτόχρονη πρόσληψη πολιτισμικών ριζών εντοπιότητας.