«Θέλω να είμαι απολύτως ξεκάθαρος: δεν είμαι ελεύθερος σήμερα γιατί το σύστημα λειτούργησε. Είμαι ελεύθερος σήμερα, μετά από χρόνια φυλάκισης, γιατί παραδέχθηκα ότι είμαι ένοχος για δημοσιογραφία».
Δεν ήταν μόνο σε αυτό ξεκάθαρος. Αυστηρός, ήρεμος, με μιαν περιποιημένη κοντή γενειάδα, εμφανώς υγιής, με τη Στέλλα στο πλευρό του από την μία πλευρά, και τον Κρις Χράφνσον – των Wikileaks- από την άλλη, ήταν ξεκάθαρος σε κάθε φράση του προσεκτικού λόγου του, σήμερα, 1η Οκτωβρίου 2024, ενώπιον του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Είχε φτάσει στο Στρασβούργο, για να μιλήσει για το δυσοίωνο μέλλον της Δημοσιογραφίας και την αντιμετώπιση των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers), τιμώντας και την στήριξη που του είχε προσφέρει το Συμβούλιο, που, ως όργανο υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μετά από προσφυγή ισλανδής βουλευτού, είχε χαρακτηρίσει τον Τζούλιαν Ασσάνζ Πολιτικό Κρατούμενο και είχε ζητήσει από τη Βρετανία – χώρα μέλος του Συμβουλίου- να τον απελευθερώσει άμεσα.
Στο αεροδρόμιο, τον υποδέχθηκε ο Χράφνσον κι οι κάμερες, που ήταν σαν να μην υπήρχαν όταν οι δύο άνδρες αγκαλιάστηκαν ζεστά, δυνατά. Δημοσιογράφος ο ίδιος, δεν αρνήθηκε να μιλήσει και για την προσωπική του κατάσταση, σήμερα, και κυρίως για την προσαρμογή του, που «έχει και δυσκολίες», όπως το να «διδαχθεί την πατρότητα» αλλά και «να συνηθίσει ότι έχει πεθερά», όπως αστειεύτηκε. Έξω από το κτήριο του συμβουλίου τον υποδέχθηκαν οι απλοί άνθρωποι που επί χρόνια «τον κουβαλούσαν στους ώμους τους», με ένα μεγάλο πανώ που έγραφε «Σε ευχαριστούμε, Τζούλιαν». «Είμαστε μαζί σου, είσαι ελεύθερος!» του φώναξαν, ενώ εκείνος σήκωνε τη γροθιά του, χαιρετώντας τους.
Εντός της αιθούσης, ο Τζούλιαν Ασσάνζ, στα δέκα λεπτά χρόνου που είχε, δε χαρίστηκε σε κανέναν, ούτε υπάκουσε στις υποτιθέμενες απαγορεύσεις που κυκλοφορούσε ότι του επέβαλαν οι ΗΠΑ. Είχε έρθει εδώ, στην πρώτη του ομιλία από την απελευθέρωσή του με κινηματογραφικό τρόπο, τον Ιούνιο, όχι για να χαϊδέψει αυτιά αλλά για να μιλήσει για τον αντίκτυπο και τα επακόλουθα της πολυετούς φυλάκισής του σε φυλακές υψίστης ασφαλείας και της καταδίκης του. Η φωνή του ράγισε μόνον όταν μίλησε για τη φυλακή του Μπέλμαρς, όπου κρατήθηκε σε απομόνωση για ένα μεγάλο διάστημα: «σε απογυμνώνει από το εγώ, από τον ίδιο σου το εαυτό, και αφήνει μόνο την ωμή ουσία της ύπαρξής σου». Ζήτησε συγγνώμη για την αμηχανία και τη συγκίνησή του, προσθέτοντας πως «δεν είναι ακόμη σε θέση να μιλήσει για όσα έχει υπομείνει, για τον αδυσώπητο αγώνα να παραμείνει ζωντανός τόσο σωματικά όσο και ψυχικά» όσο βρίσκονταν στη φυλακή. αναφέρθηκε σε όσους του συμπαραστάθηκαν, τους ειδικούς απεσταλμένους και του ΟΗΕ και του Συμβουλίου, τον Πάπα και τους απλούς πολίτες, για να καταλήξει πως, αν υπήρχε δικαιοσύνη, «τίποτε από αυτά δεν θα χρειάζονταν».
Κι ύστερα, μπρος στην επιτροπή νομικών υποθέσεων και ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου, δηλαδή μπροστά σε βουλευτές από 46 ευρωπαϊκές χώρες, μίλησε για την «ανέφικτη δικαιοσύνη».
«Τελικά επέλεξα την ελευθερία από μια μιαν ανέφικτη (unrealisible) δικαιοσύνη…Δήλωσα ένοχος για δημοσιογραφία, ένοχος γιατί αναζήτησα πηγή πληροφοριών, ένοχος για τη λήψη πληροφοριών, και παραδέχθηκα την ενοχή μου για την ενημέρωση του κοινού με αυτές οι πληροφορίες», συνέχισε. Και τόνισε ότι οι ΗΠΑ έβαλαν όρο, στη συμφωνία για την απελευθέρωσή του, να μην προσφύγει ποτέ στο δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σχετικά. Αναφέρθηκε στις συγκλονιστικές αποκαλύψεις των Wikileaks και ειδικά στο περίφημο βίντεο Collateral Murder, και τόνισε πόσο σημαντικές ήταν οι αποκαλύψεις. Ο τρόπος που φέρθηκαν οι ΗΠΑ στην Τσέλσι Μάννινγκ, τους δημοσιογράφους των Wikileaks και τον ίδιο, οι παρακολουθήσεις των δικηγόρων του, η στάση της κυβέρνησης Ομπάμα να μην το διώξει- και κατόπιν η απόφαση να τον διώξουν, επί Τραμπ, «που έβαλε δύο MAGA λυκους, τον Πομπέο και τον Μπαρ» να τον κυνηγήσουν, και τα σχέδια της CIA για την απαγωγή ή δολοφονία του, όλα αναφέρθηκαν εν συντομία. «Διάβασα τα απομνημονεύματα του Πομπέο στη φυλακή» είπε, κι αναφέρθηκε στην εκδικητική μανία του πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ που καταγράφεται εκεί.
Μίλησε, επίσης, για «τις μεγάλες απώλειες» που είδε βγαίνοντας από τη φυλακή, την ελευθεροτυπία, την ελευθερία της έκφρασης, όπως και για τις συνθήκες αυτολογοκρισίας που σήμερα επικρατούν. «Βρήκα την κατάσταση χειρότερη από ότι την άφησα». Η εις βάρος του απόφαση σημαίνει πως «η ελευθερία του Τύπου ισχύει μόνον για τους αμερικανούς δημοσιογράφους», με ότι συνέπειες έχει αυτό για τους ευρωπαίους δημοσιογράφους. «Η Δημοσιογραφία Δεν είναι Έγκλημα… Αυτό που συνέβη σε μένα πρέπει να φροντίσετε να μη συμβεί σε κανέναν άλλον», κατέληξε, ευχαριστώντας όλους όσους του συμπαραστάθηκαν, από όλο το πολιτικό φάσμα.
Μικρή ειρωνία της Ιστορίας: τη συζήτηση διηύθυνε βρετανός συντηρητικός βουλευτής, ο σερ Ρίτσαρντ Κην, η χώρα του οποίου κατηγορείται για την παράνομη κράτηση του πολιτικού κρατουμένου Ασσάνζ.