Με τροπολογία ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, προχωρά με ταχύτατους ρυθμούς στην αλλαγή των προϋποθέσεων ορισμού Διοικητή στην Αρχή για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος. Κι ενώ μέχρι τώρα το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο επέλεγε τον επικεφαλής και πάντα εν ενεργεία δικαστικό λειτουργό, τώρα θα μπορεί να τον επιλέγει ο υπουργός Οικονομικών και ο υπουργός Δικαιοσύνης ακόμα κι αν είναι συνταξιούχος.

Πρόκειται για τροπολογία την οποία είχαν συνυπογράψει ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, και ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, και δίνει τρίμηνη προθεσμία στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες προκειμένου να ελέγξει τις υποθέσεις τις οποίες «τρέχει» και εν συνεχεία τίθενται στη διάθεση δικαστικού οργάνου προκειμένου να τις επικυρώσει για ένα πρόσθετο διάστημα 18 μηνών.

Η διάταξη που ισχύει προβλέπει ότι «Πρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός εν ενεργεία, με γνώση της αγγλικής γλώσσας, ο οποίος επιλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου […]».Με τη νέα τροπολογία, που ψηφίζεται σήμερα Τετάρτη, πρόεδρος της αρχής θα μπορεί να οριστεί και αφυπηρετήσας, «εισαγγελικός λειτουργός επί τιμή». Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αυτή τη φορά παραβιάζοντας τον τρόπο διορισμού διοικητή της Αρχής, «δείχνει» για της θέση είτε τη σημερινή επικεφαλής, Αννα Ζαΐρη , η οποία συνταξιοδοτείται, είτε άλλο συνταξιούχο δικαστικό επιλογής της.

Η κυβέρνηση φαίνεται πως ακόμα μια φορά επιδιώκει να παρέμβει στις ανεξάρτητες αρχές ελέγχου, μετά τη νέα διάταξη για το ΑΣΕΠ. Αυτή τη φορά, αποφασίζει για τη δυνατότητα διορισμού συνταξιούχου εισαγγελέα που αντικειμενικά θα έχει μικρότερες εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Επιπλέον, εάν επιλεγεί συνταξιούχος δικαστικός παύει να συμμετάσχει στη διαδικασία το αρμόδιο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και μπορεί αυτός να διορίζεται με ΚΥΑ των Υπ. Δικαιοσύνης και Υπ. Οικονομικών, μετά από πρόταση του πρώτου και απλή γνώμη της Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Ο διοικητής της αρχής που συνδέεται ακόμη και με προανακριτικά καθήκοντα θα είναι -στο μέτρο που ψηφιστεί η τροπολογία- μια αποκλειστικά κυβερνητική επιλογή. Το σίγουρο είναι ότι δύσκολα θα κάνει εδώ τα στραβά μάτια η Ε.Ε. O υπουργός είχε υποστηρίξει πως «πρόκειται για ένα μεταρρυθμιστικό νομοσχέδιο, το οποίο είναι προοίμιο αλλαγών που έρχονται σε όλο το φάσμα των Κωδίκων και των μέσων απονομής της δικαιοσύνης» υπογραμμίζοντας πως κύριος στόχος είναι η επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης.

«Μία τροποποίηση στον Ποινικό Κώδικα της χώρας, που έγινε δεκτή το βράδυ της Τετάρτης, δίνει τη δυνατότητα σε πολίτες που είναι ύποπτοι για απάτη και ξέπλυμα χρήματος να πάρουν πίσω τα περιουσιακά στοιχεία τους που έχουν παγώσει από τη Δικαιοσύνη, εάν δεν έχουν δικαστεί μέσα σε 18 μήνες», ανέφερε και συνέχιζε ως εξής: «Συνήθως χρειάζονται τρία έως πέντε χρόνια για μία τέτοια υπόθεση να περάσει από την προκαταρκτική έρευνα σε δικαστικές, ενώ η διαδικασία των εφέσεων μπορεί να πάρει αντίστοιχα μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτή η τροποποίηση, που ανήκει σε μια γενικότερη διαδικασία αλλαγών του Ποινικού Κώδικα, αντιτίθεται στις διεθνείς πρακτικές με τις οποίες η Ελλάδα έχει συμμορφωθεί» είχαν σημειώσει οι Financial Times, σε δημοσίευμα για τα πεπραγμένα της ελληνικής κυβέρνησης.