Ο όρος τραγική ειρωνεία στο θέατρο χρησιμοποιείται για να καταδείξει ότι οι θεατές του έργου γνωρίζουν κάτι που οι πρωταγωνιστές αγνοούν. Παρακολουθώντας λοιπόν μέσω των Euroleaks τι πραγματικά συνέβη στις κρίσιμες συνεδριάσεις στις Βρυξέλλες εκείνο το ιδιαίτερα σημαντικό για την ελληνική οικονομία εξάμηνο του 2015, ερχόμαστε μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση. Σήμερα, πέντε χρόνια και δύο μνημονιακές ρυθμίσεις μετά, γνωρίζουμε πολύ καλά τη σημασία του να γνωρίζει η κοινωνία το τι πραγματικά συνέβη στο κρίσιμο Εurogroup της 11ης Μαΐου του 2015, όταν τα μάτια όλης της Ευρώπης ήταν στραμμένα προς την Αθήνα και τις Βρυξέλλες.
Βρισκόμαστε στις 7 Μαΐου του 2015, ο υπουργός Οικονομικών της ελληνικής κυβέρνησης Γιάνης Βαρουφάκης παρουσιάζει στον βελγικό ΣΕΒ το «Σχέδιο για την Ελλάδα», μετέπειταεπονομαζόμενο ως «Πλαίσιο πολιτικής για τη δημοσιονομική εξυγίανση, ανάκαμψη και ανάπτυξη της Ελλάδας», το οποίο εκπόνησαν από κοινού ο ίδιος και οι Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ, Τζεφ Σακς, Νόρμαν Λαμόντ, Μαριάνα Μαζουκάτο, Τόμας Μάιερ και Λάρρυ Σάμμερς.
Το εν λόγω πλάνο για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας αποτελείται από 5 πυλώνες που είναι οι εξής:
- Ανταλλαγή χρεών
- Δημιουργία δημόσιας αναπτυξιακής τράπεζας που θα απορροφήσει μεγάλο μέρος της δημόσιας περιουσίας ως εχέγγυα
- Δημόσια «κακή» τράπεζα με σκοπό τη διαχείριση των κόκκινων δανείων
- Πολλές μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση και τις αγορές προϊόντων
- Πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστική κρίσης
Παράλληλα με τη παρουσίαση του σχεδίου στις Βρυξέλλες από τον Έλληνα ΥΠΟΙΚ. το πλάνο παρουσιάστηκε από τον Τζεφ Σακς, στον Ντέιβιντ Λίπτον, πρώτο τότε αναπληρωτή γενικό διευθυντή του ΔΝΤ, με ισχυρούς δεσμούς στον Λευκό Οίκο. Στο ίδιο πλαίσιο επηρεασμού υψηλόβαθμων στελεχών προς όφελος του «Σχεδίου για την Ελλάδα» και εφόσον ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε θα αρνιόταν κατά την εκτίμηση του Γ.Βαρουφάκη να αποδεχτεί το συγκεκριμένο οικονομικό πλάνο, ο τελευταίος αποφάσισε να επισκεφτεί λίγες ημέρες πριν το eurogroup, τη Ρώμη, το Παρίσι και τη Μαδρίτη με σκοπό να συναντηθεί με τους ομολόγους του και να δημιουργήσει συμμαχίες εντός της συνόδου.
Ενώ λοιπόν η σύνοδος του Eurogroup της Δευτέρας 11 Μαΐου προσμενόταν με κομμένη την ανάσα όλοι διεμήνυαν ότι επρόκειτο να πραγματοποιηθεί σε πολύ καλό κλίμα καθως βάσει στοχευμένων «οπισθοχωρήσεων» τόσο από πλευράς των θεσμών όσο και από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης φαινόταν όλοι να ομιλούν «την ίδια γλώσσα», στο Brussels group της 8ης Μαΐου, ωστόσο η ομιλία της ίδιας γλώσσας φαίνεται να ανεστάλη καθώς οι θεσμοί σκλήρυναν ξανά τη στάση τους. Ενώ σε προηγούμενες διαβουλεύσεις φαινόταν η συμφωνία για το πρωτογενές πλεόνασμα να καταλήγει στο 1% – 1,5%, στην ομάδα των Βρυξελλών οι θεσμοί επανέφεραν το στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2015, στο 2%.
Στη μετωπική πορεία σύγκρουσης με το κρίσιμο Eurogroup, η τελευταία σημαντική στάση ώστε να γίνει κατανοητό το ευρύτερο πλαίσιο της περιόδου ήταν αδιαμφισβήτητα το Κυβερνητικό Συμβούλιο στις 10 Μαΐου. Κατά τη συνεδρίαση η κυβέρνηση, όπως είχαν δηλώσει στελέχη της μετά την επτάωρη τότε διαδικασία, συζήτησαν διακαώς γύρω από την επίτευξη συμφωνίας με τους Ευρωπαίους εταίρους αλλά και σχετικά με την τακτική που θα ακολουθούσε η ελληνική αντιπροσωπεία την επόμενη ημέρα.
Πιο συγκεκριμένα, το κυβερνητικό συμβούλιο της 10ης Μαΐου του 2015, συζήτησε σχετικά με την πορεία της διαπραγμάτευσης, ενώ οι πληροφορίες που διέρρευσε η κυβέρνηση στον Τύπο ανέφεραν ότι η κυβέρνηση επιθυμούσε σαφή καταγραφή των προσπαθειών της για εφαρμογή των όρων που είχαν θέσει οι θεσμοί, ώστε να καταλήξει σε συμφωνία η διαπραγμάτευση. Επίσης η τότε κυβέρνηση σημείωνε τη διάθεση της να κρατήσει τις κόκκινες γραμμές της όπως ήταν η μη περικοπή συντάξεων και να υπάρξει συμφωνια με τους θεσμούς «στο πλαίσιο της λαϊκής εντολής», πράγμα του οποίου η ερμηνεία έμελλε να αποδειχθεί εξαιρετική θολή.
Στο βιβλίο του ο Γιάνης Βαρουφάκης αναφέρει ωστόσο τη συγκεκριμένη συνεδρίαση κάπως διαφορετικά. Ο πρωθυπουργός σύμφωνα με τα όσα παρουσιάζει ο πρώην ΥΠΟΙΚ δεν αποπειράθηκε καν να διαβάσει ποτέ το πλαίσιο πολιτικής που θα παρουσίαζε ο υπουργός του στο Eurogroup – το οποίο και επισυνάπτεται – καθώς βάσει του εν λόγω κειμένου θα τιθόταν με μορφή διλήμματος στη Γερμανίδα καγκελάριο, το να κατατιθόταν κοινή πρόταση στους θεσμούς η οποια θα βασιζόταν σε πακέτο μεταρρυθμίσεων που θα περνούσε από την ελληνική Βουλή μέχρι το τέλος Μαΐου και θα συμπεριλάμβανε:
1. Αναθεωρημένο το δημοσιονομικό σχέδιο με στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος στο 1,5%, απλοποιημένο ΦΠΑ, σημαντική αναδιοργάνωση των φορολογικών αρχών, αυστηρούς περιορισμούς στις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις.
2. Το σχέδιο για την Ελλάδα ή όπως παρουσιάστηκε και απορρίφθηκε από το Κυβερνητικο Συμβούλιο «Πλαίσιο πολιτικής για τη δημοσιονομική εξυγίανση, ανάκαμψη και ανάπτυξη της Ελλάδας».
Μάλιστα όπως γράφει ο Γ.Βαρουφάκης η μόνη πράξη αντίστασης του πρωθυπουργού και παραμονής στις κόκκινες γραμμές ήταν η στάση πληρωμών προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ σε περίπτωση που αυτό κρινόταν αναγκαίο, εάν η έλλειψη ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες έφτανε στο κόκκινο. Ακόμα και αυτή την κόκκινη γραμμή ο ίδιος ο Α.Τσίπρας την ήρε αργότερα όταν στις 12 Μαΐου, μια ημέρα δηλαδή μετά το κρίσιμο Eurogroup, η ελληνική κυβέρνηση πλήρωσε τη δόση του ΔΝΤ, ύψους 765 εκατομμυρίων ευρώ.
Τι συνέβη όμως την ημέρα του Εurogroup όταν τα ελληνικά και τα ξένα ΜΜΕ έκαναν λόγο για τη συνάντηση των 45 λεπτών του Έλληνα υπουργού οικονομικών με τον Γερμανό ομόλογό του, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε;
Στη συνάντηση όπως είναι γνωστό ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αποκάλυψε στον Έλληνα πρωθυπουργό το σχέδιο «τάιμ άουτ» που σκεφτόταν, βάσει του οποίου η Ελλάδα θα έβγαινε από την ευρωζώνη με βοήθεια ωστόσο ευρωπαϊκών κονδυλίων, με σκοπό να ανακάμψει και να επανενταχθεί. Πράγμα το οποίο ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών πρότεινε χωρίς την έγκριση της καγκελαρίας. Αυτός ήταν και ο λόγος που το εν λόγω σχέδιο παρέμεινε μεταξύ των δύο υπουργών και δεν τέθηκε ούτε προς συζήτηση.
Επιπλέον είχε καλωσορίσει τις μέχρι τότε σκέψεις της ελληνικής πλευράς την πιθανότητα διενέργειας δημοψηφίσματος για να εγκριθεί η συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και θεσμών από τον ελληνικό λαό. Με αυτές τις διαβεβαιώσεις αλλά και με τη σιγουριά ότι οι συνομιλίες προχωράνε και ότι μια συμφωνία είναι πιθανή σύντομα αλλά όχι στο επικείμενο Eurogroup, όπως δήλωνε ο προεδρεύων της συνόδου, Γερούν Ντάισελμπλουμ κάποιες ημέρες νωρίτερα, πραγματοποιήθηκε η σύνοδος στις Βρυξέλλες.
Το Eurogroup της 11ης Μαΐου αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά της διαπραγματευτικής περιόδου του πρώτου εξαμήνου του 2015. Στην εν λόγω σύνοδο δεν κρινόταν μόνο το εάν η ελληνική κυβέρνηση θα κατόρθωνε να καταλήξει σε συμφωνία με τους θεσμούς αλλά και το εάν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα απελευθέρωνε τη ρευστότητα προς τις ελληνικές τράπεζες, μέσω της αύξησης του όρου έκδοσης ομολόγων, παρέχοντας μια ανάσα στη ρευστότητα η οποία έμελλε να βρεθεί σε κρίσιμη καμπή. Επιπροσθέτως δεδομένου ότι την επόμενη ημέρα και συγκεκριμένα στις 12 Μαΐου η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να καταβάλει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δόση ύψους 765 εκατομμυρίων ευρώ αποτελούσε άλλον ένα λόγο για τον οποίο η ελληνική αντιπροσωπεία καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα.
Η δόση που είχε υποσχεθεί η Ελλάδα στο ΔΝΤ, έμελλε να πιέσει ακόμα περισσότερο την ήδη περιορισμένη τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ καθώς το έξοδο των 765 εκατομμυρίων δεν ήταν καθόλου ασήμαντο ποσό στη δεδομένη συγκυρία.
Η συνεδρίαση ξεκίνησε με την παρουσίαση της προόδου της ελληνικής κυβέρνησης. Σχεδόν το σύνολο των συμμετεχόντων στο eurogroup αναγνώρισαν ότι είχε υπάρξει πρόοδος στο πρόγραμμα της ελληνικής πλευράς παρόλα αυτά οι ευρωπαίοι εταίροι θεώρησαν ότι τα μεγάλα βήματα στις ιδιωτικοποιήσεις δεν είχαν πραγματοποιηθεί. Επίσης λόγος έγινε και για τα μη εξυπηρετούμενα ή αλλιώς «κόκκινα» δάνεια τα οποία αποτελούσαν μεγάλη πληγή των ελληνικών τραπεζών.
Ο Πολ Τόμσεν, επικεφαλής του τμήματος ευρωπαϊκών υποθέσεων του ΔΝΤ στη δική του τοποθέτηση αφού αναφέρθηκε στις διαρροές που υπήρξαν στη Σύνοδο της Ρίγας, ξεκαθάρισε ότι «δεν πιέζουμε για μια ελάφρυνση του χρέους» ενώ υπογράμμισε ότι εάν δεν υπάρξουν αρκετές μεταρρυθμίσεις και αντιθέτως εμφανιστούν αποκλίσεις από τους στόχους του προγράμματος θα χρειαστεί περαιτέρω χρηματοδότηση.
Ουσιαστικά το ΔΝΤ και η ΕΚΤ ως μεγάλοι παίκτες στο τραπέζι των «ενηλίκων» προσπαθούν να θέσουν τη δική τους ατζεντα. Αυτό συμβαίνει την ίδια ώρα που η ελληνικη αντιπροσωπεία αποζητά πάση θυσία τον καλό λόγο του eurogroup. Κάπου στα μέσα των συνομιλιών η κατάσταση φαντάζει μετέωρη καθώς ενόσω όλοι οι ομιλητές αναγνωρίζουν ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα, κανείς δεν αναγνωρίζει ότι είναι αρκετά.
Στη συνέχεια μετά τον Τόμσεν μιλάει ο Γιάνης Βαρουφάκης. Αναφερόμενος και αυτός στις διαρροές που επιτίθονταν στην προσωπικότητα του Βαρουφάκη και έκαναν λόγο για «ανεύθυνο», «τζογαδόρο» και «ερασιτέχνη», στρεφόμενος προς τους θεσμούς, απευθύνει έκκληση για μηδενικές διαρροές ή εάν δεν είναι αυτό εφικτό, ζητά τουλάχιστον οι διαρροές να είναι ακριβείς.
Ο Έλληνας ΥΠΟΙΚ αποσαφηνίζει τη σημασία του κοινού ανακοινωθέντος λέγοντας συγκεκριμένα ότι «το κοινό ανακοινωθέν μας σήμερα, είναι ανάγκη να εξασφαλίζει ότι θα παίζει κάποιο ρόλο στην εξασφάλιση της προόδου που έχουμε κάνει μέχρι τώρα». Εδώ ο Γ.Βαρουφάκης στρέφεται ουσιαστικά προς την ΕΚΤ αναδεικνύοντας τη συμφωνία των παρευρισκόμενων σχετικά με την πρόοδο των ελληνικών μεταρρυθμίσεων.
Θέλοντας ακόμα να υποστηρίξει τη φερεγγυότητα της ελληνικής πλευράς και σε μια πράξη «καλής θέλησης», ο υπουργός σημειώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει τηρήσει όλες της τις δεσμεύσεις προς τους διεθνείς πιστωτές της και θα το πραγματοποιούσε για άλλη μια φορά την επόμενη ημέρα, δίνοντας τη δόση των 765 εκατομμυρίων ευρώ στο ΔΝΤ.
Το κοινό ανακοινωθέν το οποίο η κυβέρνηση χρειαζόταν εν τέλει θα έρθει μετά από πολλές διαβουλεύσεις και αλλαγές σε συγκεκριμένες προτάσεις, καθως οι θεσμοί δεν έχουν καμία διάθεση στην πραγματικότητα να κάνουν κανέναν βήμα προς την ελληνική πλευρά. Χαρακτηριστική είναι η στιγμή που Βαρουφάκης και Ντάισελμπλουμ διαφωνούν για μια λέξη η οποία αν και φαντάζει ασήμαντη, καθορίζει επί της ουσία ολόκληρο το κλίμα των διαπραγματεύσεων. Ο Γιάνης Βαρουφάκης προτείνει στο ανακοινωθέν μια πρόταση που θα καταδεικνύει και τα βήματα που πρέπει οι θεσμοί να πραγματοποιήσουν ώστε να έρθει η συμφωνία. Έτσι ενώ η αρχική πρόταση είναι «Έτσι λοιπόν καλούμε την ελληνική κυβέρνηση να επιταχύνει τη δουλειά της με τους θεσμούς με τη προοπτική να…», διαμορφώνεται από τον Έλληνα υπουργός ως εξής, «Καλούμε λοιπόν την ελληνική κυβέρνηση και τους θεσμούς να επιταχύνουν τις εργασίες τους, με την προοπτική να καταλήξουν σε επιτυχή συμφωνία.
Από πλευράς του ο Γερούν Ντάισελμπλουμ δίνει τον τόνο του «σκληρού» και αδιάλλακτου κλίματος στην αίθουσα των Βρυξελλών, παρουσιάζοντας μια αλλαγή, η οποία ωστόσο δεν μετέβαλε καθόλου το μονομερές νόημα που ήθελε να προσδώσει το Eurogroup στο κοινό ανακοινωθέν. Κατά το eurogroup η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να κάνει προσπάθειες με τους θεσμούς, ωστόσο το ανάποδο δεν ήταν απαραίτητο να συμβεί. Παρόλα αυτά δεν συζητάμε για μια μονομερή σχέση αλλά για διμερείς, τριμερείς κ.ο.κ.
Οι υποχωρήσεις λοιπόν τις οποίες θεωρητικά έκανε το Eurogroup δεν ήταν σε θέση να τις πραγματοποιήσει ούτε λεκτικά. Για αυτό το λόγο από τις δηλώσεις για αμοιβαία προχωρήματα, τις διαβεβαιώσεις τόσο από πλευράς της τότε κυβέρνησης όσο και από πλευράς δανειστών για συμφωνία, μπορούμε να κρατήσουμε ότι το εξάμηνο του 2015 ήταν ουσιαστικά ένας πόλεμος φθοράς. Οι ευρωπαίοι εταίροι περίμεναν την ελληνική κυβέρνηση να φτάσει σε αδιέξοδο και να εξαντληθεί. Έτσι λοιπόν ενώ στο eurogroup προκρινόταν μια θετική εξέλιξη, αυτή άλλαζε άρδην στην αρχική της κατάσταση, πιστώνοντας στην ελληνική κυβέρνηση ότι δεν κάνει αρκετά βήματα. Παρόλα αυτά αν δεν αποδεχόταν την ήττα της στη διαπραγμάτευση και δεν υπέγραφε εν τέλει το τρίτο μνημόνιο θα αναγκαζόταν να το κάνει με κάποιον άλλο μηχανισμό πίεσης όπως ήταν η συμπίεση της ρευστότητας από την ΕΚΤ ή τη λήξη του προγράμματος στήριξης της ελληνική οικονομίας στο τέλος Ιουνίου. Πλέον γνωρίζουμε ότι ο «έντιμος συμβιβασμός» στον οποίο κατέληξε η τότε κυβέρνηση ήταν φαρδιά πλατιά η αποδοχή όλων των μνημονιακών δεσμεύσεων των θεσμών και η υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Κοιτάζοντας λοιπόν πέντε χρόνια πίσω και παρακολουθώντας τη διαπραγμάτευση με τη γνώση που μπορούμε να έχουμε σήμερα μέσω της δημοσιοποίησης εκείνων των «πρακτικών», ενώ πολλοί εκ των πρωταγωνιστών αγνοούσαν το τι πρόκειται να συμβεί, θα μπορούσαμε να μιλάμε και για τραγική ειρωνεία.