Σε δοκιμασία βάζει τις, ήδη σχετικά τεταμένες, αμερικανοτουρκικές σχέσεις ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, με τη σημερινή του δήλωση, κατά την οποία, όπως είχε προαναγγελθεί χαρακτήρισε, επισήμως, ως «Γενοκτονία» την Γενοκτονία των Αρμενίων, που θρήνησαν περί το 1,5 εκατομμύριο ψυχές κατά τη γενοκτόνο δράση των Οθωμανών εις βάρος των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας.

Επισήμως, η σφαγή των Αρμενίων αναγνωρίστηκε ως Γενοκτονία από τις ΗΠΑ στις 21 Δεκεμβρίου του 2019, επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, και παρά την αντίθεσή του σε αυτό, αφού τότε πέρασαν τα σχετικά ψηφίσματα και από τη Γερουσία και από τη βουλή. Γι’ αυτό και η δήλωση Μπάιντεν έχει συμβολικό χαρακτήρα – ωστόσο είναι γεγονός ότι θα μπορούσε να αποφύγει την χρήση της συγκεκριμένης λέξης, παρ’ ότι αυτή αποτελεί την επίσημη θέση των ΗΠΑ.

Όπως γράφουν χαρακτηριστικά οι Νιού Γιόρκ Τάιμς (ΝΥΤ), η κίνηση Μπάιντεν «αποτελεί σημάδι προθυμίας να θέσει σε δοκιμασία την ήδη φθαρμένη σχέση με την Τουρκία, παλαιόθεν περιφερειακό σύμμαχο- κλειδί και ένα σημαντικό εταίρο εντός του ΝΑΤΟ». 

«Κάθε χρόνο, αυτή τη μέρα, θυμόμαστε τις ζωές όλων αυτών που πέθαναν στην υπό των Οθωμανών Γενοκτονία των Αρμενίων, και δεσμευόμαστε εκ νέου ότι θα εμποδίσουμε να επαναληφθούν τέτοιες ωμότητες», ανέφερε ο αμερικανός πρόεδρος στο ανακοινωθέν που εξέδωσε για την 106η ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας. 

Προ του Τζο Μπάιντεν, μόνον δύο πρόεδροι είχαν κάνει λόγο περί Γενοκτονίας, ο Τζέραλντ Φορντ, το 1965 και ο Ρόναλντ Ρήγκαν, το 1981. Παρά τη χρήση της λέξης όμως, η επίσημη αναγνώριση της Γενοκτονίας από τις ΗΠΑ δεν είχε προχωρήσει. Τόσο οι δύο Μπους όσο και οι Κλίντον, Ομπάμα και Τραμπ δεν είχαν χρησιμοποιήσει τη λέξη «Γενοκτονία» ως πρόεδροι, αν και πάντα εξέδιδαν ανακοινωθέντα την ημέρα μνήμης.

Σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσιεύει ο Αμερικάνικος Τύπος, από την διαρροή των πληροφοριών στην αναγγελία και, κατόπιν, μετά την έμμεση αποδοχή της εκπροσώπου του Λευκού Οίκου, Τζεν Ψάκι, ότι την Ημέρα της Μνήμης της Γενοκτονίας (σήμερα Σάββατο, 24 Απριλίου), ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προσπάθησε να αποτρέψει την συγκεκριμένη αναφορά. Η Τουρκία, και όλες της οι ηγεσίες, αρνούνται να αναγνωρίσουν ως Γενοκτονία όσα διέπραξαν οι Οθωμανοί και οι Νεότουρκοι πριν 106 χρόνια. Ο τούρκος πρόεδρος την Πέμπτη δήλωσε ότι «η Τουρκία θα συνεχίσει να υπερασπίζεται την αλήθεια εναντίον των ψεύδους της λεγόμενης Αρμενικής Γενοκτονίας».

Υψηλότερους τόνους, στα αγγλικά, επέλεξε ο υπουργός Εξωτερικών της γείτονος, Μεβλούτ Τσαβούσογλου. «Οι λέξεις δεν μπορούν να ξαναγράψουν την Ιστορία. Κανείς δεν θα έρθει να μας διδάξει το παρελθόν μας. Ο πολιτικός οπορτουνισμός είναι η μεγαλύτερη προδοσία στην ειρήνη και τη δικαιοσύνη. Απορρίπτουμε πλήρως την δήλωση [του Λευκού Οίκου] που βασίζεται μόνον στο λαϊκισμό @Γεγονότα1915» ήταν το μήνυμα που έστειλε στο τουίτερ.

Είναι βέβαιο ότι οι δηλώσεις αυτές, Ερντογάν και Τσαβούσογλου, αντιμετωπίζονται θετικά εντός της Τουρκίας, ακόμη και από αντιπάλους της σημερινής κυβέρνησης, καθώς το θέμα αποτελεί ταμπού για την τουρκική κοινωνία. 

Ερντογάν και Μπάιντεν είχαν τηλεφωνική συνομιλία χθες, Παρασκευή, κατά την οποία «συμφώνησαν να διαχειριστούν ενεργητικά τις μεταξύ τους διαφωνίες», σύμφωνα με τα σημεία της συζήτησης τους που έδωσε στη δημοσιότητα ο Λευκός Οίκος. Η αντίστοιχη δήλωση της Τουρκικής Προεδρίας ανέφερε ότι «οι δύο προέδροι συμφώνησαν στην σημασία της από κοινού δράσης». Μπάιντεν και Ερντογάν θα συναντηθούν και προσωπικώς τον Ιούνιο, στη συνεδρίαση του ΝΑΤΟ. 

Οι σχέσεις Τουρκίας- ΗΠΑ έγιναν προβληματικές, και συνεχίζουν να είναι τέτοιες, μετά το 2016 και το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά του Προέδρου Ερντογάν, το οποίο ο τελευταίος θεωρεί ότι έγινε με τις ευλογίες της κυβέρνησης Ομπάμα, στην οποία ο Τζο Μπάιντεν υπηρέτησε ως αντιπρόεδρος, γιατί οι ΗΠΑ προσέφεραν καταφύγιο στον πρώην σύμμαχο του και νυν αντίπαλο του, Τούρκο κληρικό Φετουλάχ Γκιουλέν. Η βοήθεια των ΗΠΑ στους Κούρδους αντάρτες της Συρίας υπήρξε ένα ακόμη σημείο τριβής, όπως και η προμήθεια ρωσικών πυραυλικών συστημάτων από την Άγκυρα. 

Ωστόσο, με τη σημασία που εμφανίζεται να δίνει στο Ουκρανικό η σημερινή κυβέρνηση της Ουάσιγκτον, η Τουρκία είναι όχι μόνο χρήσιμος αλλά και αναγκαίος σύμμαχος. Γι αυτό και είναι ασφαλές να θεωρήσει κανείς ότι η σημερινή κίνηση Μπάιντεν δεν έγινε χωρίς να συζητηθεί μεταξύ των δύο, στη συνομιλία της Παρασκευής. 

Τις δηλώσεις Φορντ και Ρήγκαν, άλλωστε, θύμισαν και οι ίδιοι οι Αρμένιοι, που θεωρούν ότι «το ζήτημα γίνεται πολιτικό παιγνίδι κι αυτό είναι αν μη τι άλλο ενοχλητικό», όπως δήλωσε στους ΝΥΤ ο εκδότης της αρμένικης εφημερίδας της Κωνσταντινούπολης «Άγος», Γιετβάρτ Ντανζικιάν. Στην προσπάθεια του Μπάιντεν να γίνει συμπαθέστερος στους Αρμένιους των ΗΠΑ απέδωσε τη δήλωση και τούρκος δημοσιογράφος και ακτιβιστής Μουράτ Τσελικάν, που τόνισε ότι «ούτε θα αλλάξει τίποτε στην Τουρκία ούτε θα ενθαρρύνει την συμφιλίωση Τούρκων και Αρμενίων, όπως δεν άλλαξε και με την αναγνώριση από 29 άλλες χώρες ως τώρα, μεταξύ των οποίων και η [φίλη της Άγκυρας] Γερμανία». 

Το ιστορικό

Οι … παρ’ ολίγον αποφάσεις των ΗΠΑ για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Χριστιανικών Πληθυσμών της Μικράς Ασίας στις αρχές του 20ου αιώνα, με πρώτη την Γενοκτονία των Αρμενίων, έχουν μεγάλο παρελθόν. Πέραν των ανακοινώσεων Τραμπ, που συνέπεσαν με τις τουρκικές αγριότητες και τις εθνοκαθάρσεις Κούρδων προς διετίας, στα Σύρο-τουρκικά σύνορα, η υπόθεση κρατά από το 1984. Η ιδιαίτερη  θέση της Τουρκίας, ως συμμάχου των ΗΠΑ και μέλος του ΝΑΤΟ, σταματούσαν τις όποιες προσπάθειες όταν έφτανε η απόφαση της Γερουσίας για υπογραφή στον Πρόεδρο. Κοινώς, η αναγνώριση ή μη της Γενοκτονίας αποτελεί σημαντικό πιόνι στη σκακιέρα των σχέσεων ΗΠΑ- Τουρκίας. 

Παρ’ ότι μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων, της Γερουσίας, κυβερνήτες Πολιτειών, Ενώσεις και διασημότητες είχαν πολλές φορές πιέσει ή φέρει στο προσκήνιο το θέμα, η αναγνώριση από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν έγινε ποτέ, ως το 2019, λόγω, ακριβώς, της ιδιαίτερης θέσης της Τουρκίας, ως συμμάχου των ΗΠΑ και μέλος του ΝΑΤΟ. Οι όποιες κινήσεις “εύρισκαν τοίχο” όταν έφτανε η απόφαση στο Οβάλ γραφείο ή το Στέητ Ντηπάρτμεντ. Οι λόγοι ήταν πάντα οι ίδιοι: Γεωπολιτικοί και Οικονομικοί – με τους τελευταίους να αγγίζουν και την καθοδηγούμενη από την Τουρκία πανεπιστημιακή “έρευνα”.

Το ζήτημα της αναγνώρισης είχε φτάσει στο Λευκό Οίκο πρώτη φορά το 1984, μέσω Κογκρέσου. Η κινητοποίηση της Τουρκίας ήταν τεράστια. Εξηνταεννέα ιστορικοί, με αποδεδειγμένες τις χρηματοδοτήσεις τους από την Τουρκία ζήτησαν την μη αναγνώριση, με ολοσέλιδες καταχωρήσεις σε εφημερίδες, όπως η Ουάσιγκτον Ποστ και οι ΝΥ Τάιμς, που πλήρωσαν τουρκικές ενώσεις των ΗΠΑ. Χρειάστηκαν 15 χρόνια για να ξαναέρθει το θέμα στο Κογκρέσο, και, μέσω αυτού, στο Λευκό Οίκο, αλλά αυτή τη φορά η Τουρκία δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει ιστορικούς στο πλευρό της. Ακόμη κι από τους 69, μόνο ένας, ο Τζάστιν ΜακΚάρθυ, δεχόταν να υπογράψει και πάλι ένα αντίστοιχο έγγραφο, σύμφωνα με όσα έχει δηλώσει ο τότε πρέσβυς της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον, Σ. Ελεκνταγκ. H ιστοριογραφία είχε προχωρήσει και ήταν αδιαμφισβήτητο πια, από όσα είχαν έρθει στο φως, ότι επρόκειτο περί Γενοκτονίας, και όχι περί “σφαγών” ή “ατυχών περιστατικών στο πλαίσιο ενός εμφυλίου” ή, ακόμη ακόμη, “θυμάτων των Ρώσων”, όπως υποστήριζε η Άγκυρα.

Άλλωστε, στην Τουρκία, οποιαδήποτε αναφορά σε Γενοκτονία επιφέρει αυτεπάγγελτη δίωξη, με βάση το άρθρο 301 του ποινικού κώδικα περί “προσβολής της Τουρκικότητας”, όπως έχουν ανακαλύψει, με το χειρότερο τρόπο, ο δολοφονηθείς Χραντ Ντινκ και ο νομπελίστας λογοτεχνίας Οχράν Παμούκ.

Το Μάρτη του 2019, η Αλαμπάμα έγινε η 49η Πολιτεία των ΗΠΑ που αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Ο Μισσισσιπής είναι η μόνη πολιτεία που απομένει. Τα 49 πολιτειακά κογκρέσα έχουν αποδεχθεί ότι πρόκειται περί γενοκτονίας, και στις περισσότερες πολιτείες έχει καθιερωθεί σχετική Ημέρα Μνήμης. Η Καλιφόρνια, μάλιστα, που υπήρξε πρωτοπόρος στο ζήτημα και έχει πολλαπλώς καταδικάσει την στάση της Τουρκίας, επί κυβερνήτη Αρνολντ Σβατζενέγκερ, καθιέρωσε Εβδομάδα Μνήμης της Αρμενικης Γενοκτονίας. Επίσης, πολλά από τα πολιτειακά κογκρέσα έχουν ψηφίσει νόμους με τους οποίους ζητούσαν την αναγνώριση από την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τον Πρόεδρο.

Η γενικότερη αποδοχή της πραγματικότητας της Γενοκτονίας από τις πολιτείες, δεν φάνηκε ποτέ, μέχρι το 2019, να συγκινεί την Ουάσιγκτον. Προσπάθειες να έρθει το θέμα από τη Βουλή των Αντιπροσώπων στη Σύγκλητο το 1987, το 1990, το 1996, το 2000, το 2005 και το 2010, συνάντησαν την αντίδραση Προέδρων και υπουργών Εξωτερικών. Όπως προαναφέραμε, με την εξαίρεση των Προέδρων Φορντ (1965) και Ρήγκαν (1981), η λέξη “Γενοκτονία” δεν εκστομίστηκε από άλλα προεδρικά χείλη – ενώ στην περίπτωση Ομπάμα, η οπισθοχώρησή του είχε σχολιαστεί ευρέως.

Όντας γερουσιαστής και υποψήφιος για την Προεδρία, το Γενάρη του 2008, ο Μπάρακ Ομπάμα τόνιζε πως “η Αρμένικη Γενοκτονία δεν είναι κάτι συζητήσιμο, δεν είναι προσωπική θέση ή άποψη, αλλά μια ευρέως αποδεδειγμένη αλήθεια, που την στηρίζουν συγκλονιστικά πολλές ιστορικές αποδείξεις. Τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα […]. Ως Πρόεδρος θα αναγνωρίσω την Γενοκτονία των Αρμενίων”.

Μετά την εκλογή του, όχι μόνον δεν αναγνώρισε, αλλά, πολύ προσεκτικά, δεν χρησιμοποίησε ποτέ τη λέξη “Γενοκτονία” για να αναφερθεί στα γεγονότα – παρ’ ότι του δόθηκαν πάρα πολλές ευκαιρίες.

Τα, μέχρι σήμερα, επιχειρήματα των ΗΠΑ, για τη μη αναγνώριση, καταγράφονται στην εργασία του γάλλου, αρμενικής καταγωγής, καθηγητή Αμερικανικών Σπουδών και ειδικευμένου στη γεωπολιτική ανάλυση, Ζυλιέν Ζαριφιάν, με τίτλο “οι ΗΠΑ και η μη αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας”. Αναδεικνύοντας το γεγονός ότι, όλοι οι Πρόεδροι πριν γίνουν πρόεδροι αναγνώριζαν τη Γενοκτονία, για να την ξεχάσουν αμέσως μετά, τονίζει τους ιστορικούς, γεωπολιτικούς και οικονομικούς λόγους που τους υποχρέωναν να “ξεχάσουν” την αλήθεια.

Ενας πρώτος λόγος, στον οποίο δεν εμπλέκεται η Τουρκία, είναι η διάπραξη γενοκτονιών από τις ίδιες τις ΗΠΑ. “Αν οι ΗΠΑ ανοίξουν ιστορικά θέματα που αφορούν σε άλα έθνη, τα άλλα έθνη μπορούν να κάνουν το ίδιο με ευαίσθητα θέματα που αφορούν άμεσα στην Ιστορια των ΗΠΑ, όπως το θέμα των αυτοχθόνων Ινδιάνων”. Είναι ένα επιχείρημα που χρησιμοποιεί και η Τουρκία.

Ως δεύτερος λόγος αναφέρεται η δυσκολία που θα φέρει στις ήδη τεταμένες Τουρκο-Αρμενικες σχέσεις η αναγνώριση. Η Κοντολισα Ράις, ως Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, είχε προτείνει την δημιουργία τουρκο-αρμενικών επιτροπών μελέτης των στοιχείων, ώστε να αποδεχθούν τα γεγονότα και να τα ξεπεράσουν, εξομαλύνοντας τις μεταξύ τους σχέσεις. Η Ράις, όπως και η προεδρία Ομπάμα, ήθελε ανοικτά τα σύνορα μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας, και σε αυτό απέβλεπε η πρότασή της – που, πάντως, απορρίφθηκε από την αρμενική διασπορά ως καλυμμένη δευκόλυνση της Τουρκίας στο θέμα. Στο ίδιο πλαίσιο, οι αμερικανοί καλύπτονταν πίσω από την “καλή τους πρόθεση για επίλυση του θέματος”, λέγοντας ότι μια εκ μέρους τους αναγνώριση μόνο δυσκολίες θα έφερνε στην προσέγγιση Τουρκίας και Αρμενίας. Το 2007, οκτώ πρωην επικεφαλής του Στέητ Ντηπάρτμεντ, μεταξύ των οποίων η Μαντλην Ολμπράιτ, ο Γουώρεν Κρίστοφερ, ο Χένρι Κίσσινγκερ και ο Κόλιν Πάουελ, ζήτησαν με επιστολή τους στη Βουλή των Αντιπροσώπων, να μην συζητηθεί καν θέμα αναγνώρισης της Γενοκτονίας “διότι θα υπέσκαπτε όσα έχουμε καταφέρει ως σήμερα”.

Τίποτε από όλα αυτά, όμως, δεν έχει τη βαρύτητα που έχει η στρατηγική σχέση ΗΠΑ και Τουρκίας. Όπως είχε πει, και πάλι, η Κοντολίσα Ράις, “είναι ριψοκίνδυνο και ανόητο να χαλαρώσουμε τους δεσμούς μας με την Αγκυρα, αναγνωρίζοντας τη Γενοκτονία των Αρμενίων”. Η θέση της Τουρκίας, που ενισχύθηκε ιδιαίτερα επί Ψυχρού Πολέμου και με την παρουσία της στο ΝΑΤΟ, ήταν πάντα επιτελική στους αμερικάνικους σχεδιασμούς στην ευρύτερη περιοχή, όντας, σύμφωνα με το Στέητ Ντηπάρτμεντ, “ζωτικής σημασίας αφού ελέγχει τα στενά που οδηγούν από τη Μαύρη Θάλασσα στο Αιγαίο και έχει κοινά σύνορα με τη Συρία, το Ιρακ και το Ιράν”.. Οι σημαντικές και εξαπλωμένες νατοικές εγκαταστάσεις στην Τουρκια είναι ένας ακόμη σοβαρός λόγος.

Εκτός όλων αυτών, οι ΗΠΑ είναι ο 4ος μεγαλύτερος εξαγωγέας αγαθών προς την Τουρκία και το αμερικάνικο υπουργείο Εμπορίου έχει χαρακτηρίσει την Άγκυρα “αγορά προτεραιότητας για τις ΗΠ”. Παράλληλα, δεν μπορούν να αγνοηθούν οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις και εγκαταστάσεις μεταφοράς αερίου στην Τουρκία, που την έχουν μετατρέψει σε κεντρικό παράγοντα στη διακίνηση καυσίμων και για τις οποίες πρωτοστάτησε η διακυβέρνηση Κλίντον.

Τέλος, ο ρόλος της Τουρκίας, ως μιας πολιτικά σταθερής χώρας στη Μέση Ανατολή, είναι, και παραμένει σημαντικός και σε σχέση με την όλη περιοχή αλλά και σε σχέση με την επιβίωση του κράτους του Ισραήλ, το οποίο δεν έχει αναγνωρίσει ακόμη τη Γενοκτονία.