της Λαμπρινής Θωμά
«Είμαι βαθιά απογοητευμένος που ο Σαντιάτα Ακόλι, ένας άνδρας που δολοφόνησε τον αστυνομικό Βέρνερ Φόρστερ, εν ψυχρώ, το 1973, θα αφεθεί ελεύθερος. Το 1996, ο κυβερνήτης Γουίτμαν υπέγραψε νόμο που προέβλεπε ότι οποιοσδήποτε σκοτώνει αστυνομικό την ώρα της εργασίας του, θα μπαίνει στη φυλακή ισόβια και χωρίς δικαίωμα αναστολής, και από βάθους καρδίας θα ευχόμουν αυτός ο νόμος να ήταν σε ισχύ και το 1974, όταν καταδικάστηκε ο Ακόλι. Οι ένστολοι, γυναίκες και άντρες, είναι ήρωες και όποιος αφαιρεί ζωή αστυνομικού την ώρα που αυτός εργάζεται, πρέπει να μένει στη φυλακή μέχρι να πεθάνει».
Με αυτή την ακραία δήλωση, σχολίασε την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου της Νέας Υερσέης (New Jersey, Νιού Τζέρσεϋ) ο κυβερνήτης Φιλ Μέρφυ, προερχόμενος από το Δημοκρατικό Κόμμα. Μια δήλωση εκδικητική, αντίστοιχη ενός βάρβαρου και εκδικητικού – και επουδενί αναμορφωτικού – συστήματος, και μιας «δικαιοσύνης» στην οποία ορισμένες ζωές είναι πιο σημαντικές από κάποιες άλλες, ειδικά ζωές μη λευκών.
Ο Σαντιάτα Ακόλι, μέλος των Μαύρων Πανθήρων του Χάρλεμ από το 1964, αγωνιστής και ακτιβιστής της Ελευθερίας, μαθηματικός, προγραμματιστής, είναι το αντικείμενο της βάρβαρης δήλωσης. Ένας άνθρωπος που, όσο ήταν στο κόμμα των Πανθήρων, είχε αφιερώσει τη ζωή του στην κοινότητά του, διδάσκοντας, αγωνιζόμενος κατά της διάδοσης των ναρκωτικών, αναλαμβάνοντας δράση κατά της αστυνομικής βίας. Ήταν αρκετό για να στοχοποιηθεί. Πρώτα απ’ όλα, στην πρώτη μεγάλη συνωμοσία των αρχών της Νέας Υόρκης. Όταν οι αρχές – η αστυνομία που είναι υπεράνω όλων σύμφωνα με τον κυβερνήτη – έστησαν την παγίδα που έμεινε στην ιστορία ως «21 Πάνθηρες», Panthers 21, ο Σαντιάτα ήταν ένας από αυτούς.
Η συνωμοσία, στημένη από την αστυνομία της Νέας Υόρκης, οδήγησε στην σύλληψη, τον Απρίλη του 1969, των 21 Πανθήρων με την κατηγορία ότι σχεδίαζαν βομβιστικές επιθέσεις, σε αστυνομικά τμήματα, σχολεία, μαγαζιά, το βοτανικό κήπο… Οι αστυνομικοί εισέβαλλαν στα σπίτια των «υπόπτων» οπλισμένοι σαν αστακοί, βίαιοι και βάρβαροι, τους κακοποίησαν και τους φυλάκισαν.
Σε δίκη παραπέμφθηκαν οι 13 εκ των 21 – και ο Ακόλι, που παρέμεινε στη φυλακή ως το τέλος της δίκης. Διασημότερη μεταξύ τους η Αφενι Σακουρ, η μητέρα του Τούπακ, έγκυος κατά τη διάρκεια της δίκης, αντιμέτωπη με 300 χρόνια φυλάκισης. Ειρήσθω εν παρόδω πως, ακριβώς εκείνο το χρόνο είχε ξεκινήσει η μεγάλη κυβερνητική συνομωσία CoIntelPro, με την εμπλοκή – και το άφθονο χρήμα – του FBI και της αστυνομίας.
Οι κατηγορίες έφτασαν τις 156 για τον καθένα τους, τους «συνωμότες» και «δολοφόνους βομβιστές» και «εμπρηστές» κατά την εισαγγελία, που έφτασε να διαβάζει αποσπάσματα από το Κόκκινο Βιβλίο του Μάο για να τρομοκρατήσει τους ενόρκους, επισείοντας τον κίνδυνο του κομμουνισμού. Οι κατηγορίες ήταν ορατά ψευδείς και κατασκευασμένες: μέχρι ο Λέοναρντ Μπέρνστάιν έφτασε να δίνει συναυλίες για να συγκεντρωθούν χρήματα για την υπεράσπισή τους, και φυσικά όλη η αριστερά της εποχής, ακόμη και οι αφροαμερικάνικες ενορίες. Οι Μαύροι Πάνθηρες δικάστηκαν και αθωώθηκαν πανηγυρικά, όταν αποκαλύφθηκε ότι ένας εξ αυτών, ο Ραλφ Γουάιτ, ήταν αστυνομικός, πράκτορας, που είχε μπει στους Πάνθηρες και ήταν ο βασικός «μοχλός» όλων των ιδεών για βίαιες ενέργειες που ακούγονταν. Ήταν αυτός και δύο ακόμη πράκτορες που είχαν στήσει τη συνομωσία, είχαν σχεδιάσει τις ενέργειες και έσπρωχναν την ατζέντα της αστυνομοκρατίας. Και οι 156 κατηγορίες κατέπεσαν. Οι ένορκοι δεν έκλεισαν καν ώρα συνεδρίασης, για να λάβουν την ομόφωνη απόφασή τους. Οι Πάνθηρες αφέθηκαν ελεύθεροι στις 12 Μάη του 1971, κάποιοι είχαν περάσει δύο χρόνια στη φυλακή αδίκως. Η Αφένι γέννησε ένα μήνα μετά.
«Θέλω ο Σαντιάτα να ξέρει πόση αγάπη και πόσος σεβασμός υπάρχει προς το πρόσωπό του, πόσο τον εκτιμούν οι επαναστάτες ανά τον κόσμο, τι σημαίνει ο ίδιος για όλους μας, σε όλο τον πλανήτη, πόσο θαυμάζουμε τη δύναμή του, το κουράγιο του, την ευγένειά του, την συμπόνοια. Και πως θα αγωνιζόμαστε για την ζωή και την ελευθερία του, γιατί αυτή την Ελευθερία έχει αγαπήσει ο Σαντιάτα». Ασάτα Σακούρ
Το γεγονός της αθώωσής τους δε σήμαινε το τέλος των εις βάρος τους συνωμοσιών. Ίσα ίσα. Ήταν και παρέμειναν στοχοποιημένοι, με όλη τον βρώμικο συνομωτικό μηχανισμό FBI και αστυνομίας εναντίον τους. Ήταν όλοι τους υπό παρακολούθηση, ήταν όλοι τους Public Enemy No1. Και, πρώτος και κύριος στόχος ήταν η Ασάτα. Η «καρδιά και η ψυχή των μαύρων πανθήρων», την έλεγαν. Το FBI και η αστυνομία την ήθελαν νεκρή. Προσπάθησαν. Κατάφεραν μόνο να την τραυματίσουν.
Τρεις από τους στοχοποιημένους, ο Σαντιάτα Ακόλι, η θρυλική Ασάτα Σακούρ και ο Ζαϊντ Μαλίκ Σακούρ, βρίσκονταν στο ίδιο αυτοκίνητο, ταξιδεύοντας στον περιφερειακό του Νιού Τζέρσεϋ, εκείνο το βράδυ του ’73, όταν τους σταμάτησαν οι αστυνομικοί γιατί, δήθεν, ένα από τα φώτα του αυτοκινήτου τους τρεμόπαιζε. Για μιαν «τροχαία παράβαση» οι πυροβολισμοί που έπεσαν ήταν πολλοί.
Οι νεκροί στη σύγκρουση ήταν δύο. Ο Ζαϊντ και ο αστυνομικός Βερνερ Φέρστερ, που σκοτώθηκε από πυρά όπλου αστυνομικού. Τραυματίες, η Ασάτα Σακούρ και ο Σαντιάτα Ακόλι. Η συνομωσία ήταν και πάλι ορατή – δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια, μεταξύ όσων ζητούσαν να αποφυλακιστεί επιτέλους ο Σαντιάτα, ήταν και οργανώσεις μαύρων αστυνομικών.
Η υπόθεση κατέληξε στην εισαγγελία. Κατηγορούμενοι οι δύο επιζώντες Μαύροι Πάνθηρες, που υποστήριζαν, και συνέχισαν να υποστηρίζουν χρόνια, ότι πυρ άνοιξε πρώτος ο αστυνομικός, τραυματίζοντας την Ασάτα, την ώρα που η ίδια παραδίδονταν, με τα χέρια ψηλά, με στόχο να σκοτώσουν και τους τρεις Πάνθηρες. Η αστυνομία, πάλι, επέμενε ότι πυρ άνοιξαν οι τρεις, ότι αυτοί σκότωσαν τον αστυνομικό και κατόπιν η αστυνομία πυροβόλησε την Ασάτα και το Ζαϊντ. Ο Σαντιάτα κατέθετε ξανά και ξανά πως, ο ίδιος, που οδηγούσε και το αυτοκίνητο, έπεσε αναίσθητος, όταν τον πυροβόλησαν, δεν πυροβόλησε κανέναν και δεν θυμόταν τίποτε.
Κι αυτος και η Ασάτα καταδικάστηκαν σε ισόβια. Ο δικαστής, ανακοινώνοντας την ποινή, τους χαρακτήρισε «αμετανόητους επαναστάτες», θεωρώντας το προσβολή. Η Ασάτα κατόρθωσε να δραπετεύσει και να βρει καταφύγιο στην Κούβα, παραμένοντας η νο1 καταζητούμενη των ΗΠΑ για δεκαετίες. Ο Σαντιάτα βρίσκεται ακόμη στη φυλακή, σε φυλακές που η Διεθνής Αμνηστία έχει χαρακτηρίσει ακατάλληλες για ανθρώπους και παραβιάζουσες τις αρχές περί φυλακών του ΟΗΕ, ξανά και ξανά, και για πρώτη φορά όντως είναι κοντά στην αποφυλάκιση. Αν και η αρχική απόφαση προέβλεπε δικαίωμα αποφυλάκισης στην 25ετία, υπό όρους, όσα αιτήματα και αν έκανε απορρίπτονταν. Επί 25 χρόνια, από το 1993 που είχε θεωρητικώς το δικαίωμα, παρά τον διεθνή αγώνα για δικαιοσύνη, αίτηση την αίτηση απορρίπτονταν. Για σχεδόν μισό αιώνα στη φυλακή, πρότυπο φυλακισμένου, ένας άνθρωπος ενεργός και πίσω από τα κάγκελα, παρών στη βελτίωση των συνθηκών και στη μόρφωση των κρατουμένων, που ασθένησε από τον κορονοϊό, που έχει αρχίσει να παρουσιάζει σημάδια άνοιας, παρέμενε στη φυλακή γιατί το κράτος απαιτούσε εκδίκηση και υποστήριζε πως αν ξανάβγαινε στον κόσμο, παρά τα 75, τα 80, τα 84 του χρόνια, θα αναέκανε τα ίδια εγκλήματα. Ήταν επικίνδυνος, λέει…
Ήταν επικίνδυνες οι ιδέες του. Ήταν Αμετανόητος. Όπως όφειλε. Και όπως έπραξαν δεκάδες αμερικάνοι πολιτικοί κρατούμενοι.