Δημοσιεύτηκε στο theconversation
Τώρα που ο Ντόναλντ Τράμπ αποχώρησε τελικά από τη συμφωνία για τα πυρηνικά με το Ιράν, ο υπόλοιπος κόσμος προσπαθεί να καταλάβει το σκεπτικό της απόφασής του. Ψηλά στη λίστα των παραγόντων βρίσκεται ένα παλιό αμερικάνικό άγχος γύρω από το Ιράν γενικώς. Πάντως παρόλο που οι περισσότεροι Αμερικάνοι δεν συμπαθούν την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, κάποιοι την αντιπαθούν με πολύ μεγαλύτερο μίσος από άλλους. Γιατί;
Οι πηγές της διαδεδομένης αμερικανικής αντιπάθειας απέναντι στην ιρανική κυβέρνηση μπορούν να εντοπιστούν στην Ιρανική Επανάσταση του 1979, και συγκεκριμένα στην κρίση των ομήρων στην αμερικανική πρεσβεία στο Ιράν, όταν 52 Αμερικανοί πολίτες κρατήθηκαν όμηροι στην Τεχεράνη για μήνες. Αυτό το γεγονός, που περιγράφηκε από έναν ακαδημαϊκό ως «ένα από τα πιο καταστροφικά, μη σχετιζόμενα με πόλεμο, γεγονότα που έχουν συμβεί ποτέ μεταξύ δύο εθνών», μπέρδεψε και τραυμάτισε τον αμερικανικό λαό εξίσου.
Το θέαμα διπλωματών των ΗΠΑ να κρατούνται όμηροι ενόσω πλήθη ούρλιαζαν «θάνατος στην Αμερική» ήταν ακατανόητο για τους περισσότερους Αμερικάνους. Λίγοι γνώριζαν για την προηγούμενη ανάμειξη της χώρας τους στο πραξικόπημα του 1953, το οποίο ανέτρεψε τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Μοχάμεντ Μόσαντεκ ή για την καταπίεση που επέβαλε ο Σάχης, τον οποίο οι ΗΠΑ υποστήριξαν στη θέση της. Οι περισσότεροι απλώς υπέθεσαν ότι η αμερικανική παρουσία στο Ιράν ήταν εγγενώς καλοπροαίρετη. Κατά συνέπεια, προσπάθησαν να εξηγήσουν την ξαφνική έκρηξη μίσους με το βλέμμα στραμμένο σε αυτούς που το εξέφραζαν, και όχι σκεπτόμενοι την κληρονομιά της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Αυτός ο συλλογισμός γινόταν ακόμη πιο εύκολος κοιτώντας αυτούς που καταριόντουσαν τις ΗΠΑ. Σε ό,τι αφορούσε τον μέσο Αμερικάνο, οι μουσουλμάνοι κληρικοί που ηγούνταν της επανάστασης ήταν εντελώς ξένοι. Ως τέτοιοι, ήταν εύκολο να υποβιβαστούν σε χοντροκομμένες καρικατούρες φανατικών θρησκόληπτων που μισούσαν την Αμερική απλώς και μόνο επειδή υπηρετούσαν μια παρανοϊκή, μισαλλόδοξη ιδεολογία.
Παρόλο που έχουν περάσει περίπου 40 χρόνια από την κρίση των ομήρων, η αμερικανική εικόνα για το Ιράν ως χώρα μουσουλμάνων φανατικών που μισούν τις ΗΠΑ δίχως κάποιον σημαντικό λόγο έχει αποδειχθεί εντυπωσιακά ανθεκτική, και το Ιράν ακόμη φιγουράρει συστηματικά στην τελευταία θέση της λίστας των πιο αγαπημένων ξένων χωρών των Αμερικάνων. Παρόλα αυτά, δεν απεχθάνονται όλοι οι Αμερικάνοι την Ισλαμική Δημοκρατία το ίδιο.
Φαίνεται ότι οι δεξιοί Αμερικάνοι απεχθάνονται περισσότερο το Ιράν απ’ ό,τι οι φιλελεύθεροι. Σε μια δημοσκόπηση του 2016, μόλις ένα 18% των Δημοκρατικών είχαν θετική γνώμη για το Ιράν, όμως μεταξύ των Ρεπουμπλικανών το νούμερο έπεφτε στο 4%. Η εξήγηση γι’ αυτό βρίσκεται όχι μόνο στην φύση του Ιράν (το ίδιο χάσμα παρατηρείται και αν ο «άλλος» στην ερώτηση είναι η Κούβα ή η Βόρειος Κορέα) αλλά στις πολιτικές ιδέες της αμερικανικής Δεξιάς και στο πώς αυτή βλέπει τον κόσμο.
Φόβος και αποστροφή
Πολλοί στη συντηρητική πτέρυγα της αμερικανικής πολιτικής σκηνής τείνουν να βλέπουν τον κόσμο με έντονα μανιχαϊστικούς όρους, καλού εναντίον κακού. Παραφράζοντας τον Τζωρτζ Γ. Μπους, είτε είσαι μαζί τους είτε είσαι εναντίον τους, και αν είσαι εναντίον τους, δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός.
Σε έναν κόσμο διαιρεμένο σε καλούς και κακούς, κάθε συνύπαρξη με τους κακούς ισοδυναμεί με απαράδεκτη παράδοση. Η ιδέα ότι οι ΗΠΑ μπορεί να επιλέξουν να ανεχθούν την ύπαρξη ενός εχθρικού καθεστώτος επειδή η εναλλακτική θα ήταν πολύ χειρότερη είναι θεμελιωδώς ξένη σε αυτή τη στάση.
Άλλος ένας λόγος που οι συντηρητικοί είναι λιγότερο πρόθυμοι να συμφιλιωθούν με το Ιράν, από ό,τι οι φιλελεύθεροι είναι ότι απλώς το φοβούνται περισσότερο. Εκτεταμένες ψυχολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι οι Αμερικάνοι συντηρητικοί θεωρούν τον κόσμο πιο επικίνδυνο απ’ ό,τι οι φιλελεύθεροι. Διάφορες παρομοίως φοβικές και καχύποπτες ιδεολογικές και διανοητικές εμμονές φαίνεται να διαμορφώνουν την οπτική των συντηρητικών Αμερικάνων πάνω στην πολιτική – η αντίθεσή τους στον έλεγχο της οπλοκατοχής, για παράδειγμα, μπορεί να επηρεάζεται έντονα από το γεγονός πως τρέφουν μεγαλύτερη προσδοκία ότι θα χρειαστεί να υπερασπιστούν τον εαυτό τους από το έγκλημα σε σχέση με τους φιλελεύθερους.
Το ίδιο ισχύει και για την αμερικανική εχθρότητα απέναντι στο Ιράν, και στη συμφωνία για τα πυρηνικά του 2015. Είναι ξεκάθαρο ότι πολλοί στη Δεξιά είναι απλώς πιο έντονα φοβικοί απέναντι στην απειλή ενός οπλισμένου με πυρηνικά Ιράν σε σχέση με αυτούς που δεν συμμερίζονται τη δική τους κοσμοεικόνα.
Πρώτα το Ισραήλ
Υπάρχει άλλος ένας επιπλέον παράγοντας που έχει βοηθήσει τη μεταστροφή της αμερικανικής Δεξιάς εναντίον του Ιράν από την επανάσταση και έπειτα: η άνοδος των πολιτικά μαχητικών ευαγγελιστών Χριστιανών.
Οι ευαγγελιστές έχουν υπάρξει πυλώνας της ρεπουμπλικανικής εκλογικής συμμαχίας από την άνοδο του Ρόναλντ Ρήγκαν και έπειτα και, όπως απέδειξαν οι εκλογές του 2016, εξακολουθούν να είναι. Η επιρροή τους εξηγεί πολλά σχετικά με τον τρόπο που ο αμερικανικός συντηρητισμός έχει αλλάξει με το πέρασμα των δεκαετιών – όχι μόνον τη γενική δεξιά στροφή, αλλά συγκεκριμένα την όλο και λιγότερο επιφυλακτική υποστήριξη στο Ισραήλ.
Εφόσον πιστεύουν θεμελιακά ότι ο Θεός έδωσε τη γη του Ισραήλ στους Εβραίους, οι περισσότεροι χριστιανοί ευαγγελιστές παίρνουν μια απόλυτη στάση υπέρ του Ισραήλ. Η στάση αυτή με τη σειρά της έχει γίνει η προκαθορισμένη θέση του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Η κατάληξη είναι ότι η βαθιά και αυξανόμενη επιθετικότητα της ισραηλινής κυβέρνησης απέναντι στο Ιράν, το οποίο αντιλαμβάνεται ως τη βασική απειλή εναντίον της ασφάλειάς της, καθρεφτίζεται γενικώς πάνω στην αμερικανική δεξιά.
Λαμβάνοντάς τα όλα αυτά μαζί, αυτή η εκρηκτική μίξη παράπονου λόγω ιστορικής αδικίας και βαθιά ριζωμένης ιδεολογίας εξηγεί γιατί το μίσος των Αμερικανών συντηρητικών απέναντι στην Ισλαμική Δημοκρατία είναι τόσο βιτριολικό. Και όσο η βάση του ρεπουμπλικανικού κόμματος προσυπογράφει μια τόσο φοβική, μανιχαϊστική οπτική για τον κόσμο, δεν θα μπορέσει ποτέ να αναθεωρήσει την άποψή της για το τι θεωρεί ακόμη τον πιο επικίνδυνο εχθρό των ΗΠΑ.
Η μετάφραση έγινε από μέλη της πλατφόρμας των 1101
Ο Steven Hurst διδάσκει πολιτική θεωρία στο Manchester Metropolitan University.