του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη

«Έχουν διαπράξει κακίες και φρικαλεότητες που κάνουν το ISIS να φαίνεται κάπως πιο λογικό» δήλωσε συγκεκριμένα ο Μπάιντεν. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν είναι ο πρώτος, που κάνει τον παραλληλισμό, ο οποίος συνόδευσε τον προκλητικό ισχυρισμό του πως η μαζική δολοφονία στο νοσοκομείο Αλ-Αχλί Αραμπί προκλήθηκε από ρουκέτα της ίδιας της Παλαιστινιακής Αντίστασης, ξεπλένοντας τους σιωνιστές του συμμάχους του.

Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Λόιντ Όστιν, ανεφέρε επίσης την Χαμάς σαν «χειρότερη από το ISIS», στη συνάντησή με τον Ισραηλινό ομόλογό του, Γιοάβ Γκαλάντ, στο Τελ Αβίβ. Επιμένοντας στο αφήγημα του, ο ίδιος ο υπ. Άμυνας του Ισραήλ ανέφερε πως «η Χαμάς και η Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ είναι τρομοκρατικές ομάδες που δεν βλέπουν καμία αξία στην ανθρώπινη ζωή. Απόψε σκότωσαν εκατοντάδες πολίτες σε νοσοκομείο της Γάζας με την εκτόξευση των δικών τους πυραύλων. Εκτοξεύουν ρουκέτες από μη κατοικημένες περιοχές και στοχεύουν αμάχους. Είναι το ISIS». «Χειρότερη από το ISIS» αποκάλεσε τη Χαμάς και ο Μάρκ Ρέγκεφ, Ανώτερος Σύμβουλος του Ισραηλινού πρωθυπουργού. «Η Χαμάς είναι το ISIS και το ISIS είναι η Χαμάς», δήλωσε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου στα Ηνωμένα Έθνη το 2014.

Από τα παραπάνω προκύπτει πως ο παραλληλισμός της παλαιστινιακής οργάνωσης με το ISIS δεν είναι κάποιο από τα γνωστά σαρδάμ του υπερήλικα προέδρου των ΗΠΑ, αλλά μια τακτική που ακολουθούν οι Αμερικάνοι και Ισραηλινοί αξιωματούχοι. Ο Νετανιάχου ήταν αποκαλυπτικός για τον λόγο για τον οποίο ακολουθείται αυτή η τακτική, όταν ενώπιον του Αμερικανού υπ. Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν δήλωσε πως «η Χαμάς πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως και το ISIS». Ακόμα πιο αποκαλυπτικά, ο Γιακόφ Αμιντρόμ, προ δεκαετίας σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Νετανιάχου, δείχνει πως στόχος είναι η τερροροποίηση της Παλαιστινιακής Αντίστασης και η αποανθρωποποίηση παλαιστινιακού λαού , αφού απορρίπτει την ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα, λέγοντας πως «όταν οι Αμερικανοί πήγαν στη Φαλούτζα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, δεν έκαναν ερωτήσεις σχετικά με τις ανθρωπιστικές ανάγκες της Φαλούτζα».

Πράγματι, η κυβέρνηση Μπους δικαιολόγησε την εισβολή των στρατευμάτων της στο Ιράκ, πίσω από τη θεωρία συνωμοσίας, σύμφωνα με την οποία υπήρξε «μυστική σχέση» ανάμεσα στον Σαντάμ Χουσεΐν και την Αλ Κάιντα ήδη από το 1992. Ο ισχυρισμός καταρρίφθηκε από επανειλημμένες εκθέσεις των αμερικανικών θεσμικών οργάνων, χρόνια μετά. Ένα μόνο παράδειγμα είναι η έκθεση της Επίλεκτης Επιτροπή Πληροφοριών της Γερουσίας, που επικυρώθηκε από οκτώ Δημοκρατικούς και δύο Ρεπουμπλικάνους  και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι δηλώσεις και οι υπαινιγμοί του Προέδρου και του Υπουργού Εξωτερικών ότι το Ιράκ και η Αλ Κάιντα είχαν μια συνεργασία ή ότι το Ιράκ παρείχε στην Αλ Κάιντα εκπαίδευση σε όπλα, δεν τεκμηριώθηκαν από τις πληροφορίες». Ο πρόεδρος της επιτροπής, γερουσιαστής Τζον Ντ. Ροκφέλερ IV, σχολίασε τότε πως «η παρουσίαση στον αμερικανικό λαό ότι οι δύο αυτές χώρες είχαν μια επιχειρησιακή συνεργασία και αποτελούσαν μια ενιαία, δυσδιάκριτη απειλή ήταν θεμελιωδώς παραπλανητική και οδήγησε το έθνος στον πόλεμο με λανθασμένες προϋποθέσεις».

Τελικά, αποδείχθηκε πως η «επιχειρησιακή συνεργασία» μεταξύ Ιράκ και η Αλ Κάιντα ήταν τόσο υπαρκτή όσο η «κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής» από τον Σαντάμ Χουσεΐν, αλλά αμφότερα έκαναν τη «δουλειά» τους, αφού χρησιμοποιήθηκαν για να πετύχουν τη συναίνεση στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ.

Άλλωστε, η ιδέα δεν ήταν πρωτότυπη. Ο Μπους την είχε ήδη δοκιμάσει όταν εγκαινίασε τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» στο Αφγανιστάν. Η πρόφαση για την εισβολή ήταν η υποτιθέμενη ανάμειξη των Ταλιμπάν στις τρομοκρατικές επιθέσεις της Αλ Κάιντα σε αμερικάνικο έδαφος. Οι Ταλιμπάν συμφώνησαν να παραδώσουν τον Μπιν Λάντεν για δίκη σε μια μουσουλμανική χώρα, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες παρουσιάσουν στοιχεία που δείχνουν ότι η Αλ Κάιντα ήταν υπεύθυνη για την επίθεση. Η απάντηση της κυβέρνησης Μπους ήταν «καμία διαπραγμάτευση με τρομοκράτες» και ξεκίνησε την εισβολή. Σε ηχογραφημένο μήνυμα, το 2007, ο Μπιν Λάντεν δήλωσε πως «ο λαός και η κυβέρνηση του Αφγανιστάν δεν γνώριζαν απολύτως τίποτα» για την επίθεση. Οι ΗΠΑ καλούνται μέχρι σήμερα να αναρτήσουν τα απόρρητα στοιχεία για την 11η Σεπτεμβρίου με βάση τα οποία ξεκίνησαν τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».

Ωστόσο, ενώ ΗΠΑ στοχοποιούσαν το Ιρακ και το Αφγανιστάν για «επιχειρησιακή συμμαχία» με την Αλ Κάιντα, επιμελώς απέκρυψαν το γεγονός πως από το 1979 έως το 1992, ήταν οι ίδιες που διέθεσαν οικονομική βοήθεια και όπλα αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ομάδες μουτζαχεντίν στον Αφγανο-Σοβιετικό Πόλεμο μέσω της Πακιστανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ISI), στα πλαίσια της επιχείρησης «Κυκλώνας». Μάλιστα, πηγές της CIA ανέφεραν πως ο Μπιν Λάντεν ενήργησε ως σύνδεσμος μεταξύ της Προεδρίας της Γενικής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Σαουδικής Αραβίας (GIP) και των Αφγανών μουτζαχεντίν κατά της ΕΣΣΔ -κάτι που θυμίζει τους σύγχρονους πολέμους δια αντιπροσώπων. Ο Τζακ Κλούναν, πρώην πράκτορας του FBI, έχει παραδεχθεί πως ο πρώτος εκπαιδευτής του Μπιν Λάντεν ήταν ο κομάντο των Ειδικών Δυνάμεων των ΗΠΑ Αλί Μοχάμεντ.

Η ίδια συνταγή ακολουθείται σήμερα με την -καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ- επιχείρηση ταύτισης της Χαμάς με το ISIS. Ωστόσο, το 2014, ενώ ακόμα η Ουάσινγκτον επέβαλε την κατοχή της στο Αφγανιστάν, ο Τζο Μπάιντεν παραδεχόνταν ως αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση Ομπάμα, ότι τα μέλη και σύμμαχοι του ΝΑΤΟ στη περιοχή, η Τουρκία, το Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία «ήταν τόσο αποφασισμένες να ρίξουν τον Άσαντ … που έριξαν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια και δεκάδες χιλιάδες τόνους όπλων σε οποιονδήποτε θα πολεμούσε εναντίον του Άσαντ … [συμπεριλαμβανομένων] της Αλ Νούσρα και της Αλ Κάιντα και … αυτής της οργάνωσης που ονομάζεται ISIL». Αυτές οι πολιτικές κατέληξαν να βοηθούν μαχητές που συνδέονται με την Αλ Κάιντα και τελικά το ISIS, προσέθεσε.

Τον Αύγουστο του 2012, η αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών (DIA) ανέφερε ότι «οι σαλαφιστές, η Μουσουλμανική Αδελφότητα και η AQI [Αλ Κάιντα στο Ιράκ, αργότερα ISI και στη συνέχεια ISIS] είναι οι κύριες δυνάμεις που καθοδηγούν την εξέγερση στη Συρία… υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας ενός δηλωμένου ή μη δηλωμένου σαλαφιστικού πριγκιπάτου [ενός “Ισλαμικού Κράτους”] στην ανατολική Συρία … και αυτό ακριβώς θέλουν οι δυνάμεις που υποστηρίζουν [οι ΗΠΑ, άλλες δυτικές χώρες, οι μοναρχίες του Κόλπου και η Τουρκία] την [συριακή] αντιπολίτευση, προκειμένου να απομονώσουν το συριακό καθεστώς».

Πέρα από το κομμάτι της υποκρισίας, ο παραλληλισμός της παλαιστινιακής Χαμάς με το ISIS στερείται τόσο ιστορικής αλήθειας, όσο και ιδεολογικοπολιτικής συγκρότησης. Όπως αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο, η Χαμάς ξεκίνησε το 1987 ως ένα παρακλάδι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, το οποίο αυτονομήθηκε, αφού η δεύτερη δεν ήθελε να εμπλακεί σε βία κατά του Ισραήλ. Λόγω του σουνιτικού προσανατολισμού της και παρά τις καλές μέχρι τότε σχέσεις της με την κυβέρνηση Άσαντ, υποστήριξε τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης κατά τον συριακό εμφύλιο, κλωνίζοντας τη σχέση της με το λεγόμενο «Άξονα της Αντίστασης». Καθώς τα σχέδια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους να εργαλειοποιήσουν τον θρησκευτικό σεχταρισμό ηττήθηκαν από τη συριακή αντίσταση και τους συμμάχους της, η Χαμάς αποκατέστησε τις σχέσεις με τη Δαμασκό, μετά από διαμεσολάβηση της Τεχεράνης και της Χεζμπολάχ.

Κατά τα άλλα, παρά την ισλαμική ιδεολογία της, η Χαμάς λειτουργεί κυρίως ως μια οργάνωση του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος. Το γεγονός πως ανήκει στο ίδιο μέτωπο με κοσμικές, αριστερές και σιιτικές πολιτικές δυνάμεις στον κοινό αγώνα κατά του σιωνισμού και των ιμπεριαλιστών συμμάχων του, τη διαφοροποιεί ριζικά από το ISIS, το οποίο θεωρεί «απίστους» όχι μόνο τους πιστούς άλλων θρησκειών, αλλά και τους μουσουλμάνους που δεν ακολουθούν την ακραία σαλαφιστική ιδεολογία του, συμπεριλαμβανομένων των πιο μετριοπαθών σουνιτών.

Το ISIS καταγγέλει τη Χαμάς ως «αποστάτες». Στη Λωρίδα της Γάζας, που κυβερνάται από τη Χαμάς, οι προσκείμενες στο ISIS σαλαφιστικές φατρίες έχουν επιδοθεί σε τρομοκρατικά χτυπήματα κατά της Χαμάς και της Ισλαμικής Τζιχάντ. Μάλιστα, το ISIS απορρίπτει το εθνικοαπελευθερωτικό πρόταγμα για την Παλαιστίνη, την οποία θέλει να προσαρτήσει στο «χαλιφάτο» του. Μια ακόμα σημαντική διαφορά είναι πως η Χαμάς προτάσσει τον προσηλυτισμό της κοινωνίας στην ισλαμική ιδεολογία, η οποία εκλαμβάνεται μέσω μιας διασταλτικής ερμηνείας των ιερών κειμένων, ενώ μετέρχεται μια ποικιλία μέσων πολιτικής δράσης. Αντίθετα, το ISIS αποκηρύσσει κάθε πολιτική διαδικασία -συμπεριλαμβανομένης της εκλογικής- σαν κάτι το «εγγενώς βλάσφημο», οικοδομώντας μια «αντικοινωνία» για να επιτεθεί στην «κοινωνία των απίστων». Για όλους τους παραπάνω λόγους το ISIS θεωρεί τη Χαμάς «αποστάτες».

Η Χαμάς, όπως στον ένα ή τον άλλο βαθμό και οι άλλες δυνάμεις της Παλαιστινιακής Αντίστασης, θεωρούν την ένοπλη βία ως ένα από τα μέσα άσκησης αγώνα και όχι αυτοσκοπό, ενώ η συλλογική ευθύνη δεν ιδεολογικοποιείται, με τη νέα Xάρτα της Χαμάς ξεκαθαρίζει πως εχθρός της είναι οι σιωνιστές και οι προστάτες τους στις δυτικές κυβερνήσεις και όχι συνολικά οι Εβραίοι ή οι δυτικές κοινωνίες. «Η Χαμάς επιβεβαιώνει ότι η σύγκρουσή της είναι με το Σιωνιστικό σχέδιο και όχι με τους Εβραίους λόγω της θρησκείας τους. Η Χαμάς δεν διεξάγει αγώνα κατά των Εβραίων επειδή είναι Εβραίοι, αλλά διεξάγει αγώνα ενάντια στους Σιωνιστές που κατέχουν την Παλαιστίνη. Ωστόσο, είναι οι Σιωνιστές που ταυτίζουν συνεχώς τον Ιουδαϊσμό και τους Εβραίους με το δικό τους αποικιακό σχέδιο και την παράνομη οντότητα τους» αναφέρει.

Αντίθετα ο «αντιδραστικός διεθνισμός» και τα υπόλοιπα ιδεολογικά συστατικά του ISIS ξετυλίγονται με εκρηκτικό τρόπο στη χωρίς σύνορα τρομοκρατία, με αυτοσκοπό τον θάνατο «απίστων» αμάχων. 

Η κατά κύριο λόγο εθνική δράση της Χαμάς στερεί από τους Δυτικούς το άλλοθι για να αναλάβουν -αν χρειαστεί- διεθνή δράση εναντίον της στο πλευρό του σιωνιστή συμμάχου τους και αυτός είναι ο έσχατος λόγος πίσω από το γνώριμο τέχνασμα να την ταυτίσουν με μια οργάνωση της λεγόμενης διεθνούς τρομοκρατίας.

«Το ISIS είναι μια ομάδα εγκληματιών, μισθοφόρων, που ήρθαν από όλο τον κόσμο. Δεν έχει να κάνει με εμάς και το Παλαιστινιακό. Αυτή η σύνδεση γίνεται για να δικαιολογήσει τον πόλεμο εθνοκάθαρσης εναντίον των Παλαιστινίων» προειδοποιεί ο Χουσάμ Ζομλότ, Παλαιστίνιος διπλωμάτης στο Ηνωμένο Βασίλει.

Την προπαγάνδα των σιωνιστών και της Δύσης αποφάσισε να ενισχύσει και το ίδιο το ISIS, πραγματοποιώντας μια τρομοκρατική επίθεση στις Βρυξέλλες. Στο βιντεοσκοπημένο μήνυμα ανάληψης ευθύνης, ο δράστης ανέφερε μεταξύ άλλων πως «αγαπάμε όσους μας αγαπάνε και μισούμε όσους μας μισούν». Πραγματικά, σπάνια βρίσκει κανείς αγάπη, όπως εκείνη ανάμεσα στο ISIS και τους πρώην χρηματοδότες του. Αρκεί να θυμηθούμε το χτύπημα του ISIS στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, το καλοκαίρι του 2021, λίγες ημέρες μετά από την ταπεινωτική ήττα της αμερικανικής κατοχής. Οι ηγέτες του Ισλαμικού Κράτους στο Αφγανιστάν κατήγγειλαν την κατάληψη της χώρας από τους «αιρετικούς» Ταλιμπάν, ενώ βιάστηκαν  να επιβεβαιώνουν το αφήγημα του Πενταγώνου, πως η χώρα θα παραδινόταν στη τρομοκρατία μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων τους.

Επιστρέφοντας στην Παλαιστίνη, αρκεί να σημειώσουμε πως η ελληνορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Πορφυρίου, όπως και το νοσοκομείο των Βαπτιστών Αλ Αχλί Αραμπί ήταν μόνο κάποιες από τις περιπτώσεις χριστιανικών ιδρυμάτων, που βρίσκονταν στη Γάζα, η οποία κυβερνάται από την «φονταμενταλιστική» Χαμάς -ας αναρωτηθούμε αν αυτό θα μπορούσε να συμβεί στην επικράτεια του «χαλιφάτου». Και τα δύο βομβαρδίστηκαν από το «ανεκτικό» Ισραήλ, με το οποίο μοιραζόμαστε «κοινές αρχές και αξίες». Τελικά, ποιός μοιάζει περισσότερο με το ISIS;