Ο δημοσιογράφος Γκασάν Καναφάνι δολοφονήθηκε, μαζί με την ανηψιά του, από τις μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ, τη Μοσάντ, την 8η Ιουλίου 1972, ενώ βρισκόταν στη Βηρυτό. Η βόμβα που τους σκότωσε είχε μπει στο αυτοκίνητό του, η ανατίναξη έγινε μόλις γύρισε το κλειδί στην μίζα.

Ήταν εκπρόσωπος τύπου του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, κι ένας από τους πρώτους δημοσιογράφους που δολοφόνησε το ισραηλινό καθεστώς. Ήταν 36 ετών.

Ο δημοσιογράφος Γκασάν Καναφάνι αποτελεί ακόμη, 51 χρόνια μετά τη δολοφονία του, σημείο αναφοράς για όλους τους ηρωικούς δημοσιογράφους που αγωνίζονται, χωρίς ρεύμα, χωρίς ίντερνετ, χωρίς αληθινή προστασία, να μεταφέρουν την αλήθεια όσων συμβαίνουν στη Γάζα. Κι αυτό γιατί οι λέξεις του, τα κείμενά του, αποτέλεσαν και αποτελούν την καταγραφή της μνήμης όσων πέρασαν και περνούν γενιές παλαιστινίων, από την πρώτη Νάκμπα και μετά.

Σε αυτή την πρώτη Νάκμπα, του 1948, οφείλονταν και η δική του προσφυγιά. Παιδί δώδεκα χρονών, διωγμένοι από την πατρίδα τους αυτός κι οι γονείς του και τα τέσσερα αδέλφια του και ακόμη 750.000 Παλαιστίνιοι, να αναζητούν τόπο.

Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε πρώτα στο Λίβανο, ύστερα στη Δαμασκό. Για να τα βγάλουν πέρα δούλευαν όλοι, χωρίς όμως να αφήσουν το σχολειό. Ο Γκασάν βρήκε δουλειά σε ένα τυπογραφείο. Ήταν η πρώτη επαφή με τη δημοσιογραφία, που έγινε η δουλειά του, η ζωή του, η πολιτική του δράση, η στράτευσή του και ο αγώνας του για Ελεύθερη Παλαιστίνη.

Το 1952, φοιτητής Αραβικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Δαμασκού, γνώρισε τον Ζωρζ Χαμπάς. Η κοινή τους πορεία ξεκινά τότε και συνεχίζεται μέχρι την δολοφονία του Καναφάνι.

Μία από τις γνωστότερες συνεντεύξεις του, την εποχή που διευθύνει την εφημερίδα του Λαϊκού Μετώπου, επανέρχεται ξανά και ξανά στην επικαιρότητα, κάθε που το Ισραήλ πλήττει με αγριότητα τον παλαιστινιακό λαό. Δόθηκε το 1970, στη Βηρυτό, στον δημοσιογράφο Ρίτσαρντ Κάρλτον. Ακολουθούν μεταφρασμένα αποσπάσματα, στο τέλος του κειμένου το σχετικό βίντεο (αγγλικά), με την υπενθύμιση ότι η συνέντευξη αυτή δίνεται στα 22 χρόνια από τη Νάκμπα.

Δημ: Τι καταφέρατε με τον αγώνα σας;

Καναφανί: Το ένα, ότι έχουμε να αγωνιστούμε για μια υπόθεση. Κι αυτό είναι πολύ. Αυτός ο λαός, ο Παλαιστινιακός λαός, προτιμάει να πεθάνει όρθιος, από το να χάσει τον αγώνα του. Τι κατορθώσαμε.. Κατορθώσαμε να αποδείξουμε ότι ο Βασιληάς έχει άδικο. Κατορθώσαμε να αποδείξουμε ότι ετούτος ο λαός θα συνεχίσει να αγωνίζεται ως την νίκη. Κατορθώσαμε πως ο λαός μας δεν θα ηττηθεί ποτέ. Κατορθώσαμε να διδάξουμε σε κάθε έναν άνθρωπο επί γης ότι είμαστε ένα μικρό, γενναίο έθνος που θα συνεχίσει να πολεμά ως την τελευταία ρανίδα του αίματός του, για να κερδίσουμε τη δικαιοσύνη, αφού ο κόσμος απέτυχε να μας την αποδώσει. Αυτά κατορθώσαμε.

-Δ: Φαίνεται ότι ο εμφύλιος…

Κ: Δεν είναι εμφύλιος. Είναι ένας λαός που υπερασπίζεται τον εαυτό του, απέναντι σε μια φασιστική κυβέρνηση, την οποία εσείς υπερασπίζεστε γιατί ο βασιλιάς Χουσεϊν έχει αραβικό διαβατήριο. Δεν είναι εμφύλιος.

Δ: Η σύγκρουση…

Κ: Δεν είναι σύγκρουση. Είναι ένα απελευθερωτικό κίνημα που πολεμάει για Δικαιοσύνη.

Δ: Τελος πάντων, όπως και να ονομαστεί…

Κ: Δεν υπάρχει τέλος πάντων, εδώ ακριβώς αρχίζει το πρόβλημα. Γιατί αυτό οδηγεί σε όλες σου τις ερωτήσεις. Εδώ ακριβώς αρχίζει το πρόβλημα. Έχουμε ένα λαό που υπόκειται σε διακρίσεις, και παλεύει για τα δικαιώματά του. Αυτό είναι. Αν πεις “ειναι εμφύλιος” , οι ερωτήσεις σου δικαιολογούνται. Αν είναι μια σύγκρουση, φυσικά είναι έκπληξη και πρέπει να μάθουμε τι γίνεται.

Δ: Γιατί η οργάνωσή σας δεν δέχεται ειρηνευτικές συνομιλίες με τους Ισραηλινούς;

Κ: Δεν εννοείς ακριβώς ειρηνευτικές συνομιλίες. Εννοείς συνθηκολόγηση, παράδοση.

Δ: Γιατί να μην συνομιλήσετε;

Κ: Να συνομιλήσουμε με ποιόν;

Δ: Με τους ηγέτες του Ισραήλ.

Κ: Προτείνεις δηλαδή μια συνομιλία μεταξύ του λαιμού και του μαχαιριού.

Δ: Αν δεν υπάρχουν μαχαίρια και όπλα, πάλι μπορείτε να μιλήσετε.

Κ: Δεν έχω δει συνομιλίες μεταξύ αποικιοκρατών και απελευθερωτικών κινημάτων.

Δ: Και πάλι, γιατί να μη μιλήσετε;

Κ: Να μιλήσουμε για ποιό πράγμα;

Δ: Να μιλήσετε για την πιθανότητα να πάψετε να πολεμάτε.

Κ: Να πάψουμε να πολεμάμε για ποιό πράγμα;

Δ: Να πάψετε να πολεμάτε, να μη πολεμάτε καθόλου.

Κ: Οι άνθρωποι πολεμάνε για κάτι και σταματάνε να πολεμάνε για κάτι. Δεν μπορείς να μου πεις για ποιό πράγμα; να μιλήσουμε για τι; Γιατί να σταματήσουμε να πολεμάμε;

Δ: Να σταματήσετε για να τελειώσει ο θάνατος, η καταστροφή, η μιζέρια, ο πόνος.

Κ: Ο θάνατος, η καταστροφή, η μιζέρια, ο πόνος ποιανού;

Δ: Των παλαιστινίων, των ισραηλινών, των αράβων.

Κ: Του παλαιστινιακού λαού που τον ξερίζωσαν, τον πέταξαν στους καταυλισμούς, ζει στην πείνα, δολοφονείται 20 χρόνια τώρα, και του απαγορεύεται ακόμη και να χρησιμοποιήσει το όνομα “Παλαιστίνιοι”.

Δ: Καλύτερα έτσι, παρά νεκροί όμως.

Κ: Ίσως για εσένα. Για μας όμως, όχι. Για μας, για να απελευθερώσουμε την πατρίδα μας, για να έχουμε αξιοπρέπεια, να έχουμε αυτοσεβασμό, να έχουμε τα απλά ανθρώπινα δικαιώματά μας, είναι τόσο ουσιώδες όσο και η ίδια η ζωή.