Συνεχίζονται οι αντιδράσεις με αφορμή το αντεργατικό νομοσχέδιο, καθώς εκτός από την αντιπολίτευση και τους εργασιακούς φορείς που βρίσκονται απέναντι στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη, απέναντι τίθενται και έξι πρώην υπουργοί και βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας εξαπολύοντας ευθεία επίθεση κατά της κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, με κοινή τους δήλωση οι Χρήστος Ζώης, Άρης Σπηλιωτόπουλος, Νίκος Σταυρογιάννης, Σάββας Τσιτουρίδης, Ευάγγελος Αντώναρος και Κρινιώ Κανελλοπούλου, τονίζουν ότι «με το νομοσχέδιό της η κυβέρνηση αφαιρεί από το δημοκρατικό και κοινωνικό κεκτημένο που κατακτήθηκε σε προηγούμενες δεκαετίες». Ο ίδιοι προσθέτουν μάλιστα πως το σχέδιο νόμου «υπονομεύει κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα και περιορίζει την άσκηση συνδικαλιστικών ελευθεριών».
Παράλληλα, συνεχίζοντας τις βολές κατά της κυβερνητικής παράταξης, οι «γαλάζιοι» πρώην βουλευτές υπογραμμίζουν ότι οι επιλογές της ΝΔ «πλήττουν κατ’ εξοχήν τη νέα γενιά, αφού την καταδικάζουν σ’ ένα μέλλον φθηνής και ελαστικής εργασίας και εργασιακής ανασφάλειας». Ακόμη, αναφερόμενοι στην Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής υπενθυμίζουν ότι εγείρονται «ενστάσεις για κεντρικές διατάξεις του νομοσχεδίου». Επίσης κατηγορούν την κυβέρνηση ότι «με την επιλογή της εκχωρεί δικαιώματα των εργαζομένων σε εργοδοτικά συμφέροντα προς όφελος της μεγαλύτερης κερδοφορίας των επιχειρήσεων», ενώ όσον αφορά στην αύξηση των υπερωριών προειδοποιούν ότι σε μια εποχή αυξημένης ανεργίας «θα περιορίσει ακόμη περισσότερο τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας».
Οι ίδιοι αναφερόμενοι στο ΣΕΠΕ υπογραμμίζουν ότι με το νομοσχέδιο «μετατρέπεται σε ζώνη αντιαναπτυξιακής και αντικοινωνικής “εργασιακής ευελιξίας” με φθηνή και ελαστική εργασία, χωρίς κανόνες, χωρίς ελεγκτικούς μηχανισμούς, αφού αυτοί εκχωρούνται σε μια δήθεν “ανεξάρτητη” αρχή και χωρίς κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα». Τέλος, οι ίδιοι τονίζουν ότι η κυβέρνηση «διευρύνει την υφιστάμενη νομική και πραγματική ανισότητα στις εργασιακές σχέσεις προκρίνοντας, μεταξύ των άλλων ατομικές αντί των συλλογικών συμβάσεων, καταργώντας ουσιαστικά το 8ωρο, επιβάλλοντας περισσότερες και φθηνότερες υπερωρίες, εργάσιμες Κυριακές για όλους, επιβάλλοντας σπαστό ωράριο στην μερική απασχόληση και διευκολύνοντας ανεξέλεγκτες ουσιαστικά απολύσεις και σημαντικούς περιορισμούς στα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του συνδικαλισμού και της απεργίας». «Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να αντιληφθεί πως ανάκαμψη της οικονομίας με μειώσεις μισθών και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων δεν μπορεί να υπάρξει» επισημαίνουν στην κοινή τους δήλωση.
Αναλυτικά η δήλωση των 6:
Κοινή δήλωση 6 πρώην Υπουργών και βουλευτών Χρήστου Ζώη, π. Υπουργού Άρη Σπηλιωτόπουλου, π. Υπουργού Νίκου Σταυρογιάννη, π. Βουλευτού και Δημάρχου Λαμίας Σάββα Τσιτουρίδη, π. Υπουργού Ευάγγελου Αντώναρου, π. Κυβερνητικού Εκπροσώπου Κρινιώς Κανελλοπούλου, π. Βουλευτού
Με το εργασιακό νομοσχέδιο που συζητείται στην Ολομέλεια της Βουλής η κυβέρνηση κάνει πολλά βήματα πίσω.
Με πρόσχημα τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και με τη στήριξη ενός ισχυρού εργοδοτικού και μιντιακού κατεστημένου η κυβέρνηση κάνει μια επιλογή θεσμικής οπισθοδρόμησης που βρίσκεται σε προφανή αναντιστοιχία τόσο με την ιδεολογία μιας ιστορικής παράταξης που διαχρονικά εξέφραζε τον κοινωνικό φιλελευθερισμό όσο και με τις προεκλογικές εξαγγελίες της. Με το νομοσχέδιό της η κυβέρνηση αφαιρεί από το δημοκρατικό και κοινωνικό κεκτημένο που κατακτήθηκε σε προηγούμενες δεκαετίες και ενισχύεται μέχρι και σήμερα σε όλο τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό χώρο, αφού υπονομεύει κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα και περιορίζει την άσκηση συνδικαλιστικών ελευθεριών.
Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι άλλωστε ότι η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής εγείρει σοβαρές ενστάσεις για κεντρικές διατάξεις του νομοσχεδίου — και μάλιστα στην επίμαχη διάταξη των ατομικών συμβάσεων -όπου διαπιστώνει: “…στην επιστήμη του εργατικού δικαίου αμφισβητείται εν γενεί η αυθεντικότητα των ατομικών συμφωνιών λόγω ακριβώς της εξάρτησης του εργαζομένου από τον εργοδότη”.
Η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί προεκλογικά για σταθερότητα και προστασία στον χώρο της εργασίας. Αντί γι’ αυτά και χωρίς ουσιαστική συζήτηση και συναινέσεις, διευρύνει την υφιστάμενη νομική και πραγματική ανισότητα στις εργασιακές σχέσεις προκρίνοντας, μεταξύ των άλλων:
ατομικές αντί των συλλογικών συμβάσεων,
καταργώντας ουσιαστικά το 8ωρο,
επιβάλλοντας περισσότερες και φθηνότερες υπερωρίες, εργάσιμες Κυριακές για όλους,
επιβάλλοντας σπαστό ωράριο στην μερική απασχόληση,
διευκολύνοντας ανεξέλεγκτες ουσιαστικά απολύσεις και σημαντικούς περιορισμούς στα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του συνδικαλισμού και της απεργίας.
Οι κυβερνητικές επιλογές πλήττουν κατ’ εξοχήν τη νέα γενιά, αφού την καταδικάζουν σ’ ένα μέλλον φθηνής και ελαστικής εργασίας και εργασιακής ανασφάλειας με βέβαια συνέπεια την περαιτέρω ενίσχυση του ρεύματος φυγής από την χώρα. Επίσης η αύξηση των υπερωριών θα περιορίσει ακόμη περισσότερο τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε μια εποχή αυξημένης ανεργίας.
Απαιτούνται πολιτικές που θα ενισχύουν και θα κατοχυρώνουν τις σχέσεις ισοτιμίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων. Όμως η κυβέρνηση με την επιλογή της εκχωρεί δικαιώματα των εργαζομένων σε εργοδοτικά συμφέροντα προς όφελος της μεγαλύτερης κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Αδιαφορεί ακόμη για την υγεία, ασφάλεια, αξιοπρέπεια και τη διασφάλιση ισορροπίας μεταξύ της προσωπικής, οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής των εργαζομένων χρησιμοποιώντας ακόμη και έωλα επιχειρήματα του τύπου ότι ο εργαζόμενος (των 700 και 800 ευρώ!) θα έχει τη δυνατότητα να επιλέξει δήθεν μεταξύ υπερωριακής αμοιβής και ρεπό.
Με τις κυβερνητικές επιλογές η χώρα απομακρύνεται από το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και μετατρέπεται σε ζώνη αντιαναπτυξιακής και αντικοινωνικής «εργασιακής ευελιξίας» με φθηνή και ελαστική εργασία, χωρίς κανόνες, χωρίς ελεγκτικούς μηχανισμούς, αφού αυτοί εκχωρούνται σε μια δήθεν «ανεξάρτητη» αρχή και χωρίς κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να αντιληφθεί πως ανάκαμψη της οικονομίας με μειώσεις μισθών και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων δεν μπορεί να υπάρξει. Και δεν υπάρχει καμία προοπτική ανάπτυξης και ευημερίας χωρίς ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης με στήριξη των εργαζομένων.
Τριγμοί στο εσωτερικό της ΝΔ – «Δεν υπάρχει σχέση ισοτιμίας μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου» τονίζει η Άννα Ευθυμίου
Ανέφερε συγκεκριμένα πως «γνωρίζουμε όλοι εμείς, που ασχολούμαστε εμπράκτως με το εργατικό δίκαιο, ότι δεν υπάρχει σχέση ισοτιμίας μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου. Υπάρχει σχέση εξάρτησης. Άρα, σε τυχόν κακόβουλες προθέσεις εργοδοτών, εμείς θα πρέπει να βάλουμε εκείνα τα εχέγγυα που να πούμε ότι ναι η διάταξη αυτή πρέπει να λειτουργήσει υπέρ των εργαζομένων». Συνέχισε λέγοντας πως «δεν πρέπει να δώσουμε τη δυνατότητα στην απελευθέρωση των ατομικών συμβάσεων, δεν το δίνει το νομοσχέδιο, να μην το δώσουμε έναντι μιας βασικής αρχής, της αρχής της συλλογικότητας». Αναφέρθηκε επίσης στο «θεμελιώδες δικαίωμα της επαναπρόσληψης», σημειώνοντας ότι «πρέπει να προσέξουμε πραγματικά μην καταστρατηγηθεί το δικαίωμα στο όνομα μιας πρόσθετης αποζημίωσης», ενώ σχετικά με τις ρυθμίσεις για το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας τόνισε ότι απαιτούνται διπλάσιες προσλήψεις ώστε να επιτευχθεί η εύρυθμη λειτουργία του.