Παρά την καταδίκη των Ηνωμένων Εθνών εις βάρος της κυβέρνησης Ιβάν Ντούκε, που εγκληματεί κατά του λαού της Κολομβίας, η σιωπή των περισσοτέρων κυβερνήσεων του «πολιτισμένου κόσμου» είναι εκκωφαντική. Από ολόκληρη την ΕΕ, μόνον η Γαλλία, η Ισπανία (που έχει και ειδικούς δεσμούς με την περιοχή) και η Γερμανία έχουν καταδικάσει τις αγριότητες του Ντούκε, ενώ κυβερνήσεις όπως η Ελληνική – που περιέφεραν και αγκάλιαζαν το Γουαϊδό ως υπόδειγμα δημοκρατικού ηγέτη – παίζουν την πινακωτή. Η εκκωφαντική σιωπή τους απέναντι στην βίαιη και βάρβαρη καταστολή ενός δημοκρατικού, λαϊκού κινήματος και ενός λαού που βιώνει τη βαρβαρότητα των νεοφιλελεύθερων επιλογών σε όλα τα επίπεδα και εν μέσω πανδημίας, και ο οποίος αντιμετωπίζεται με αληθινά πυρά, στρατιωτικό νόμο και την κάθοδο τανκς στο δρόμο ίσως λέει περισσότερα για την εξωτερική πολιτική τους από οτιδήποτε άλλο. 

Τολμώ να πω ότι τα εγκλήματα στα οποία προβαίνει η κυβέρνηση Ντουκέ στην Κολομβία, και η σιωπή με την οποία αντιμετωπίζονται από όσες χώρες είναι προσδεμένες στο άρμα των ΗΠΑ, θυμίζει την εποχή της γενοκτονίας στη Ρουάντας, και τη σιωπή των Γάλλων (μεταποικιοκρατών). Είναι η σιωπή που δίνει το χρόνο σε ακροδεξιές και βάρβαρες εξουσίες να ολοκληρώσουν το έργο της σφαγής και καταστολής, πριν βγουν να νίψουν της χείρας τους οι κυβερνώντες του «πολιτισμένου κόσμου».

Αν το παραμικρό από όσα συμβαίνουν στην Κολομβία είχε συμβεί σε χώρα που βρίσκεται στο αμερικάνικο στόχαστρο, θα έτρεχαν να καταδικάσουν και να εκδώσουν ανακοινώσεις, όπως εύστοχα παρατήρησε η Πρόεδρος του Κουβανικού Κογκρέσου Ανα Μαρί, η οποία μάλιστα εγκάλεσε την αντιπρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου, Ντίτα Χαράνζοβα, για την «σιωπή της, που προκαλεί έκπληξη, ειδικά καθώς τάχιστα πάντα μας ενημερώνει για τις απόψεις της σε δήθεν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κούβα και την Βενεζουέλα».  

Τι συμβαίνει στην Κολομβία;

Οι λαϊκές αντιδράσεις εκτινάχθηκαν, και πάλι, με την απόπειρα της κυβέρνησης του προέδρου Ιβάν Ντούκε να εκμεταλλευτεί τις συνθήκες της πανδημίας για να περάσει μια σειρά αντιλαϊκών και σκληρότατων νεοφιλελεύθερων μέτρων. Είχε μάλιστα την ευφυή ιδέα να ονομάσει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο «Νόμος για την Αειφόρο Αλληλεγγύη».

Πρόκειται για ένα νόμο «φορολογικής μεταρρύθμισης» που έπληττε ακριβώς τους φτωχότερους και νεόπτωχους, επιβάλλοντας μια σειρά νέων έμμεσων φόρων σε αγαθά πρώτης ανάγκης. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι μόνο στο ηλεκτρικό και στο ίντερνετ ο έμμεσος φόρος που θα επιβάλλονταν ήταν 19% επί της κατανάλωσης και ο έμμεσος φόρος στα βασικά είδη διατροφής έφτανε το 11%. Ανάλογοι φόροι, που θα εκτόξευαν τα κόστη της αγροτικής παραγωγής, έμπαιναν και στα καύσιμα. 

Παράλληλα, η υποβολή των νομοσχεδίων γινόταν με τη χώρα να μετρά εκατοντάδες νεκρούς κάθε μέρα, και την χρησιμοποίηση των θανάτων για να μην επιτραπούν λαϊκές συγκεντρώσεις. Η Κολομβία έχει περίπου τρία εκατομμύρια κρούσματα και πάνω από 75.000 νεκρούς λόγω πανδημίας, που οφείλονται κυρίως στη διάλυση του δημοσίου συστήματος υγείας από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Και δεν είναι μόνο το σύστημα υγείας αλλά και η δημόσια παιδεία και η κοινωνική πρόνοια που έχουν υποστεί καταστροφικά πλήγματα από τις πολιτικές Ντούκε. 

Σήμερα, ο μισός πληθυσμός της Κολομβίας των 50 εκατομμυρίων ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, και από αυτούς περίπου 20 εκατομμύρια αποτελούν θύματα των πολιτικών του Ντούκε και έχουν δει το εισόδημα τους να μειώνεται ή να εξαφανίζεται την τελευταία διετία. Η Πρωτομαγιά ήταν η μεγαλύτερη αφορμή για να εκφραστεί η λαϊκή αντίδραση. Ήταν απολύτως αναμενόμενο, μια τέτοια μέρα, να μη βρει ευήκοα ώτα η επίσημη ανακοίνωση με την οποία η κυβέρνηση Ντούκε τόνιζε ότι η «στάση ευθύνης» είναι η σιωπή και η παραμονή στο σπίτι. Αποσιωπώντας, φυσικά, τις ευθύνες της στη διάλυση του συστήματος υγείας και τον τραγικό απολογισμό της πανδημίας στη χώρα.

Ο λαός δεν υπάκουσε. Πάνω από πέντε εκατομμύρια πολίτες της Κολομβίας βγήκαν στους δρόμους των μεγαλουπόλεων – με μεγαλύτερη συγκέντρωση αυτή στη Μπογκοτά, με πάνω από 500.000 στους δρόμους- αλλά και παλλαϊκές αντιδράσεις ακόμη και στις μικρές αγροτικές περιοχές, όπου η αριστερά κι οι ακτιβιστές πληρώνουν βαρύ το φόρο αίματος, και καλούνταν να πληρώσουν και ένα τεράστιο οικονομικό βάρος. Βασικό σύνθημα και αίτημα η παραίτηση του προέδρου, του Ιβάν Ντούκε.  

Ο λαός της Κολομβίας κατόρθωσε μια μικρή νίκη, με την (προσωρινή;) απόσυρση από τον Ντούκε, της φορολογικής του «μεταρρύθμισης». Αυτό, αφού όμως η διαδήλωση της Πρωτομαγιάς πνίγηκε στο αίμα. Οι δολοφονίες από στρατό, αστυνομία και παραστρατιωτικούς συνεχίζονται, με τους δράστες να γνωρίζουν ότι δεν θα τους τιμωρήσει κανείς. 

Αξίζει να υπενθυμίσουμε την περίπτωση του δολοφονημένου έφηβου Ντύλαν Κρουζ, που οι φωτογραφίες του εμφανίζονταν συχνότατα και στις πρόσφατες αυτές πορείες του Κολομβιανού λαού, και οι δράστες της οποίας παραμένουν ατιμώρητοι. Να υπενθυμίσουμε δε ότι αμέσως μετά τη δολοφονία του ο Ντούκε έπλεξε το εγκώμιο της, υπεύθυνης για τη δολοφονία, ειδικής αστυνομικής δύναμης, ESMAD, διότι «υπερασπίστηκε το δικαίωμα των πολιτών στην ελεύθερη μετακίνηση, την κινητικότητα, το δικαίωμα στη δουλειά και στην επιχειρηματικότητα, και εμπόδισαν τους βάνδαλους να διαταράξουν την δημόσια γαλήνη.». Αντίστοιχες δηλώσεις έκανε και τώρα, την ώρα που κατέβαζε στρατό και αστυνομία, με όπλα και τανκς, στους δρόμους, να δολοφονούν.

Eπίσης, να υπενθυμίσουμε ότι είναι δεκάδες οι ακτιβιστές και συνδικαλιστές που εκτελούνται από τους παραστρατιωτικούς της Ακροδεξιάς κάθε μήνα. Από την αρχή του 2021 έχουν δολοφονηθεί 38 ακτιβιστές, με πιο πρόσφατο θύμα τον αγροτοσυνδικαλιστή Κάρλος Βιντάλ. Το 2020 στην Κολομβία δολοφονήθηκαν 309 ακτιβιστές του αγροτικού τομέα, του φεμινιστικού και του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος, και 64 αριστεροί πρώην αντάρτες του FARC (Επαναστατικές Δυνάμεις της Κολομβίας, Fuerzas Armadas Revolucionarias de Colombia). Παράλληλα, έγιναν ακόμη 91 δολοφονικές επιθέσεις στις οποίες τα κίνητρα δεν είναι ξεκάθαρα – πολλές καταγγέλονται ως συμβόλαια θανάτου που εκδίδουν αφεντικά κατά εργατών που συνδικαλίζονται- ενώ 78 ανθρώπους δολοφόνησαν οι δυνάμεις ασφαλείας της Κολομβίας πέρισυ, και έχουν δολοφονήσει ήδη πάνω απο 40 φέτος.

Από την υπογραφή της Ειρηνευτικής Συμφωνίας το 2016, και το Νόμπελ Ειρήνης που δεν αναγνώριζε την σημασία και το ρόλο του FARC, μέχρι και το 2020 έχουν δολοφονηθεί 1.107 ακτιβιστές και υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και 253 πρώην αντάρτες.

Η κυβέρνηση καλύπτει αυτά τα εγκλήματα και η διεθνής κοινότητα σιωπά ακόμη και αν πρόκειται για δημοσιογράφους,  όπως ο βιασμός της δημοσιογράφου, Ζινέτ Μπεντόγια, το 2000. Στη δίκη των ενόχων, η κυβέρνηση Ντούκε επενέβη για να αλλάξει τη σύνθεση του δικαστηρίου, εξαιρώντας πέντε από τους έξι δικαστές, και ο ίδιος ο Ντούκε αποχώρησε της διαδικασίας. «Το κράτος της Κολομβίας επιδιώκει να σιωπήσω. Η κυβέρνηση δεν θέλει να αποδοθεί δίκαιοσύνη ούτε στη δική μου υπόθεση ούτε σε άλλες αντίστοιχες», ήταν η δήλωση της δημοσιογράφου, στην απαγωγή, βασανισμό και βιασμό της οποίας εμπλέκονται αστυνομικοί και αποτελούσε «τιμωρία» για την έρευνα της στις συνθήκες συλλήψεων και κράτησης.

Οι αντιδράσεις σε ολόκληρη τη χώρα, και η τεράστια κινητοποίηση, δεν είχε, λοιπόν, μόνο να κάνει με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του Ντούκε αλλά και με την απάθεια του, και βεβαίως τη συγκάλυψη που προσφέρει, στην οργανωμένη και δολοφονική δράση της Ακροδεξιάς.