του Αλέξανδρου Μπίστη, Πολιτικού Επιστήμονα και πρώην στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ
Σύρος, 27/7/2022
Τον Ιούνιο του 2010, στο 6ο Συνέδριο του (πάλαι ποτέ) Συνασπισμού της Αριστεράς, των Κινημάτων και της Οικολογίας (ΣΥΝ), σε μία συγκινησιακά φορτισμένη ομιλία, ένα ιστορικό στέλεχος καταχειροκροτούμενο (και … βουρκωμένο) σημείωνε, μεταξύ άλλων: «Θέλω να πω, αυτοκριτικά, ότι στα χρόνια που ήμουν βουλευτής δεν ασχολούμουν αρκετά με τα εσωτερικά του κόμματος […] θεωρούσα ότι άλλοι είναι αρμόδιοι […]. Διαπιστώνω, λοιπόν, ότι έχουν αλλάξει πολλά πράγματα και δυστυχώς προς το χειρότερο τα τελευταία χρόνια. […] Πιστεύω ότι κανείς μας δεν θέλει έναν Πρόεδρο να λειτουργεί μόνος του, […] θέλουμε έναν Πρόεδρο που να είναι πρώτος μεταξύ ίσων, εκφραστής συλλογικών οργάνων του κόμματος. Για να έχουμε τέτοιον Πρόεδρο, πρέπει να δημιουργήσουμε […] όργανα που να μπορούν να […] ελέγχουν τον Πρόεδρο. Εάν δεν το πετύχουμε αυτό, δεν μπορούμε να έχουμε το αποτέλεσμα το οποίο θέλουμε».
Κρίνοντας από την πρόσφατη απόφαση του 3ου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, για την απευθείας εκλογή του Προέδρου από τα μέλη του κόμματος και τη συνακόλουθη πλήρη αυτονόμησή του από τα συλλογικά όργανα, φαίνεται ότι εκείνος ο προ 12ετίας στόχος μάλλον δεν πήγε πολύ καλά.
Το εν λόγω στέλεχος ήταν ο Γιάννης Δραγασάκης.
Θυμήθηκα την παραπάνω ομιλία διαβάζοντας -με αρκετή καθυστέρηση- το πρόσφατο άρθρο του, με αφορμή την 7η επέτειο από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015.
Το ότι ο Γ. Δραγασάκης στήριξε την προαναφερθείσα απόφαση για τον τρόπο εκλογής του Προέδρου τού ΣΥΡΙΖΑ θα αρκούσε, ώστε η κριτική στα γραφόμενά του να μην έχει ιδιαίτερη πολιτική αξία.
Όμως, για λόγους εναντίωσης στον ιστορικό αναθεωρητισμό και προάσπισης του ύψιστου συμβάντος πολιτικής ανυπακοής και λαϊκής αντίστασης στη μεταπολιτευτική ιστορία της ελληνικής κοινωνίας, του εκκωφαντικού ΟΧΙ τού Ιουλίου 2015, σχολιάζω παρακάτω αποσπάσματα από το συγκεκριμένο άρθρο τού αντιπροέδρου της τότε κυβέρνησης, ο οποίος, 5 μόλις μέρες πριν το δημοψήφισμα, σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ (Τρίτη 30/6/2015) άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο η Ελληνική Κυβέρνηση να το ανακαλέσει ή να αλλάξει την εισήγησή της προς τον ελληνικό λαό, προτείνοντάς του τελικά να ψηφίσει ΝΑΙ.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Γ. Δραγασάκη «[τ]ο μαζικό “Όχι” του λαού ήταν αυτό που […] υποχρέωσε και τους πιο αντιδραστικούς στην Ευρώπη να αποδεχτούν αμετάκλητα τον Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργό της χώρας και να βάλουν στο συρτάρι τα όποια σχέδια ανατροπής του. […] Και ήταν η δική τους μετατόπιση αυτή την οποία θέλησαν να δικαιολογήσουν στα ακροατήριά τους ως δήθεν “μεταστροφή του Τσίπρα” ή δήθεν μετατροπή του “Όχι” σε “Ναι”».
Αυτή, βέβαια, είναι μία εκδοχή. Η σειρά με την οποία τοποθετεί κανείς τις λέξεις εξαρτάται από την πλευρά από την οποία κοιτά τα γεγονότα. Μια άλλη εκδοχή, με τις ίδιες σχεδόν λέξεις σε διαφορετική σειρά, είναι ότι ακριβώς επειδή η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μετατοπίστηκε, μετατρέποντας το ΟΧΙ του ελληνικού λαού σε ΝΑΙ, οι πιο αντιδραστικοί στην Ευρώπη αποδέχθηκαν τον Αλ. Τσίπρα και έβαλαν στο συρτάρι τα όποια σχέδια ανατροπής του.
Ο Γ. Δραγασάκης έχει απόλυτο δίκιο, ασφαλώς, όταν σημειώνει πως «[η] απεύθυνση στον λαό με το δημοψήφισμα […] ήταν μια προοδευτική τομή στην ως τότε διαχείριση της κρίσης στην Ευρώπη» και είναι ακριβώς γι’ αυτό που η ευθύνη της ανατροπής της απόφανσης του 62% του ελληνικού λαού αποτελεί ιστορικών διαστάσεων πολιτικό έγκλημα. Η αναγνώριση από την πλευρά του πως «η κοινωνική δυναμική που εξέφρασε το δημοψήφισμα δεν βρήκε πλήρη δικαίωση [και] […] προκάλεσε […] προβληματισμό και ερωτήματα για τη συνολική στρατηγική […] της κυβέρνησης» αποτελεί από αναντίστοιχα ήπια έως περιτέχνως εξουδετερωμένη αυτοκριτική.
Συμπληρώνοντας, δε, πως «το δημοψήφισμα και το ηχηρό αποτέλεσμά του ήταν ο καταλύτης […] που επέτρεψε στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια», (παγιώνοντας, βέβαια, τις μνημονιακές προβλέψεις -λιτότητα και πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς διαγραφή του δημόσιου χρέους- μέχρι το 2060) και να αποκαταστήσει «το αξιόχρεο της χώρας», ο Γ. Δραγασάκης φαίνεται να υποστηρίζει ότι με το ΟΧΙ του το 62% του λαού ζήτησε και πέτυχε τη νομοθέτηση του θεσμικού πλαισίου του χρηματιστηρίου της ενέργειας, των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, της 100% προπληρωμής φόρου, της εκχώρησης των υποδομών και της δημόσιας περιουσίας της χώρας στα αρπακτικά των “αγορών” και, κυρίως, την αντικατάσταση του αιτήματος για διαγραφή (μέρους, τουλάχιστον) του μη βιώσιμου χρέους με το αίτημα για αέναη διαιώνισή του (πρακτική που ο έτερος … γκουρού της κυβέρνησης, ο Ε. Τσακαλώτος, αποκήρυττε μετά βδελυγμίας, ως «extend and pretend» -παράταση και προσποίηση πως λύνεται κάτι που δεν λύνεται- μέχρι που ανέλαβε Υπουργός Οικονομικών και υπέγραψε ό,τι δεν υπογραφόταν).
Μια τέτοια ερμηνεία, όμως, έρχεται σε αντίθεση με μια προγενέστερη σχετική συνέντευξή του (24/1/2020), κατά την οποία παραδέχθηκε πως ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε την πολιτική εκείνων που χρεοκόπησαν τη χώρα, ενώ εκλέχθηκε για να την απαλλάξει από αυτούς και, αφού τους δικαίωσε και τους ανασυγκρότησε, τελικά τους την επέστρεψε εκ νέου πανηγυρικά και μάλιστα με γεμάτα ταμεία (και με ισοπεδωμένες τις κοινωνικές αντιστάσεις που η ελληνική κοινωνία είχε συγκροτήσει κατά τη μνημονιακή περίοδο, συμπληρώνω).
Το αποκορύφωμα είναι ότι στο πρόσφατο άρθρο του αναφέρεται στον Γ. Βαρουφάκη ως εκπρόσωπο «της αντιδραστικής ρητορικής», επειδή παρέμεινε συνεπής σε όσα ο ΣΥΡΙΖΑ διακήρυττε πριν γίνει κυβέρνηση, στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του τον Ιανουάριο του 2015 και στην εκφρασμένη βούληση του ελληνικού λαού. Σωστά, αναφέρεται στο «δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρώπης» και στις «θεσμοθετημένες ανισότητες ισχύος», αλλά φαίνεται να έχει καταλήξει ότι αυτά τελικά δεν είναι προς ανατροπή, αλλά προς αποδοχή.
Έτσι, η κατακλείδα του άρθρου του, όπου σημειώνει ότι «έχουμε χρέος ευρύτερο να υπερασπιστούμε την ιστορική αλήθεια μέσα από τα γεγονότα, όπως τουλάχιστον τα βιώσαμε και τα κατανοήσαμε, κυρίως ως μια ευθύνη για το μέλλον και όχι μόνο ως μια υποχρέωση για το παρελθόν» και καταλήγει με τη φράση «Θα χρειαστεί λοιπόν να επανέλθουμε.», φαντάζει μάλλον ως απειλή για τις δυνάμεις της κοινωνικής και πολιτικής ανυπακοής.
Δεν γνωρίζω αν ο Γ. Δραγασάκης, 12 χρόνια μετά την ομιλία του στο 6ο συνέδριο του ΣΥΝ, εξακολουθεί να «μην ασχολείται αρκετά με τα εσωτερικά» (του ΣΥΡΙΖΑ, πια) και να θεωρεί πως «άλλοι είναι αρμόδιοι» να το κάνουν.
Γνωρίζω, όμως, όπως και εκείνος, πως το γεγονός ότι δεν υπήρχε όργανο που να μπορεί να ελέγξει τον Πρόεδρο μάλλον βόλεψε, τελικά, ώστε να πετύχουν το αποτέλεσμα που ήθελαν ο Αλ. Τσίπρας και η παρέα του το καλοκαίρι του 2015, καθώς διαφορετικά το 3ο Μνημόνιο θα είχε απορριφθεί από την τότε Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, αφού 109 μέλη της (από τα 201, ποσοστό 54,2%) δηλώσαμε δημόσια τη διαφωνία μας και ζητήσαμε την καταψήφισή του. Το γεγονός ότι ο Πρόεδρος είχε τη δυνατότητα να αγνοήσει τη βούληση της πλειοψηφίας της τότε ΚΕ και να μην το θέσει σε ψηφοφορία, οδηγώντας στη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και στην αποχώρηση των περισσότερων εξ ημών, αποδεικνύει το πώς αντιλαμβάνονται ο ίδιος και οι συν αυτώ τα συλλογικά όργανα του κόμματος και την εσωκομματική δημοκρατία που ανέξοδα και προσχηματικά επικαλούνται κάθε τόσο.
Σίγουρα, επιπλέον, ο Γ. Δραγασάκης γνωρίζει την πολύ πρόσφατη έρευνα (του Ινστιτούτου ΕΝΑ), που καταγράφει τον ΣΥΡΙΖΑ ως το πλέον αντιπαθές κόμμα της ελληνικής πολιτικής σκηνής.
Το εύρημα αυτό, λογικά, δεν πρέπει να τον εκπλήσσει. Η ανάταση από το συντριπτικό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015, που αποτέλεσε την κορύφωση των αντιστάσεων που η ελληνική κοινωνία έχτιζε κατά τη δεκαετία της κρίσης, φαντάζει σήμερα μακρινή ανάμνηση. Το κύμα πολιτικής ανυπακοής, που ξεκίνησε με τις νικηφόρες φοιτητικές κινητοποιήσεις ενάντια στην αναθεώρηση του Άρθρου 16 το 2006 και είχε ως κεντρικούς σταθμούς τον Δεκέμβρη του 2008, τα πρωτοφανή αντιμνημονιακά συλλαλητήρια του 2010, τις πλατείες του 2011, την κατάρρευση των δύο κραταιών κομμάτων του μεταπολιτευτικού δικομματισμού στις εκλογές του 2012 και κορυφώθηκε με το δημοψήφισμα, καταπνίγηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ τής μνημονιακής συναίνεσης.
Όπως, άλλωστε, πρόσφατα δήλωσε ο Β. Σόιμπλε «ο Τσίπρας με την προκήρυξη νέων εκλογών έκανε ένα θαρραλέο βήμα και απέσπασε ξανά μία πλειοψηφία για την αντίθετη πολιτική, από εκείνην με την οποία είχε εκλεγεί. Ήταν αξιοσημείωτη η προσφορά του, η οποία διευκόλυνε τη διάδοχη κυβέρνηση στη διαμόρφωση της βάσης για τη σταθεροποίηση της Ελλάδας. Αυτό αξίζει να αναγνωριστεί!».
Η κυβέρνηση του Αλ. Τσίπρα και οι πρωτεργάτες της επιχείρησαν να πουλήσουν στον ελληνικό λαό το μεγαλύτερο ψέμα που επινόησε το πολιτικό προσωπικό της χώρας, μετά τον “σοσιαλισμό της ανάπτυξης, των Ολυμπιακών Αγώνων και του χρηματιστηρίου”: ότι δήθεν σεβάστηκαν και αξιοποίησαν το ΟΧΙ του, ενώ ενδόμυχα ήλπιζαν -και πίστευαν- ότι θα επικρατούσε το ΝΑΙ.
Προφανής συνέπεια αυτής της επιλογής ήταν η παλινόρθωση των πολιτικών εκπροσώπων του ΝΑΙ. Η σκοταδιστική Δεξιά, χάρη στην Κυβέρνηση της «Πρώτης Φοράς Αριστεράς», εφαρμόζει σήμερα ακάθεκτη, διά της ΝΔ του Κυρ. Μητσοτάκη, την αντιδραστική ατζέντα της σε όλο και μεγαλύτερο βάθος, με αυταρχισμό, με πλιάτσικο όπου φτάνει το χέρι και με στρατηγική επιλογή να στρέφονται οι φτωχοί εναντίον των φτωχών, ανενόχλητη από την Αξιωματική “Αντιπολίτευση”.
Το άρθρο τού Γ. Δραγασάκη επιχειρεί να προσφέρει στον ΣΥΡΙΖΑ ένα αφήγημα – άλλοθι, ως «την αλήθεια» για τα πεπραγμένα του που οδήγησαν, 7 χρόνια μετά, το δημοψήφισμα του 2015 να επιχειρείται να καταγραφεί ως μια “μαύρη στιγμή”, ακολουθούμενη από μια βαθιά ανάσα συστημικής ανακούφισης όσων “τα χρειάστηκαν” από την αποκοτιά του ελληνικού λαού να σκεφτεί ότι μπορεί να σηκώσει κεφάλι, αλλά τελικά γλίτωσαν τα χειρότερα.
Η αλήθεια, όμως, όπως είναι γνωστό ποτέ δεν είναι μία· εξαρτάται και αυτή από την πλευρά που κοιτά κανείς τα γεγονότα. Έτσι, υπάρχει και η αλήθεια όσων δεν ελπίζαμε στο ΝΑΙ, όσων πιστέψαμε στο ΟΧΙ και παλέψαμε για αυτό και εξακολουθούμε να το θεωρούμε μια σημαντική παρακαταθήκη, εγγεγραμμένη στο συλλογικό υποσυνείδητο του ελληνικού λαού. Το ζητούμενο, λοιπόν, για εμάς παραμένει η συγκρότηση του σχεδίου της επόμενης ρήξης με την εθελόδουλη λογική του ΣΥΡΙΖΑ, του Αλ. Τσίπρα, του Γ. Δραγασάκη και των έτερων μνημονιακών πολιτικών δυνάμεων (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ), χωρίς να επαναλάβουμε τα ίδια λάθη.
Έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας, αλλά “ακόμη κι αν αυτοί που θέλαμε δε γίναμε / ακόμη κι αν αυτοί που ήμασταν δε μείναμε / είμαστε ακόμα εδώ / ψάχνοντας στα τυφλά καινούριους τρόπους”. Και, μάλιστα, όχι ακριβώς “στα τυφλά”. Έχουμε ένα τρανό αντιπαράδειγμα, ως φωτεινό φάρο προς αποφυγή: το αντιπαράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έχοντας πλέον αποκηρύξει ως αντιδραστικό το παρελθόν του, δεν έχει τίποτα να συνεισφέρει στην υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης.