Δανείζεται ένα επεξηγηματικό μοντέλο από την ιστορία της επιστήμης και της τεχνολογίας, στην οποία, σύμφωνα με μια σχολή σκέψης, η γνώση και η τεχνογνωσία όντως προχωρούν με προοδευτικό ρυθμό, και την εφαρμόζει στην κοινωνική και πολιτισμική ιστορία της ανθρωπότητας. Στην ιστοριογραφία, αυτή την οπτική την ονομάζουμε «Whighistory» (από τους Whigs, δηλαδή τους Ουίγους, το κόμμα των φιλελευθέρων στην Αγγλία του 18ου αιώνα). Στην καθομιλουμένη, θα μπορούσαμε απλά να την πούμε «πλάνη οικτρά».
Στον πρώτο τόμο της Ιστορίας της Σεξουαλικότητας, ο Μισέλ Φουκώ αποδομεί την υπόθεση των σύγχρονών του δυτικών, «ημών των άλλων βικτωριανών» όπως λέει χαρακτηριστικά, για τη σεξουαλικότητα. Σύμφωνα με αυτούς, η σεξουαλικότητα ήταν καταπιεσμένη και απωθημένη μέχρι τη σεξουαλική απελευθέρωση μετά τα μέσα του 20ου αιώνα. Ο Φουκώ υποστηρίζει αντίθετα ότι ποτέ δεν ήταν απόλυτα καταπιεσμένη η σεξουαλικότητα και ότι μια τέτοια προοδευτική θέαση της ιστορίας της σεξουαλικότητας εξυπηρετεί μονάχα την ουτοπική πεποίθηση ότι αναπόφευκτα και νομοτελειακά, μονάχα χάρη στην προοδευτική κίνηση της ιστορίας στο μέλλον η σεξουαλικότητα θα είναι απόλυτα ελεύθερη και χωρίς αναστολές.[1] Αυτό που μας λέει ο Φουκώ είναι ότι στον άξονα συντήρηση-πρόοδος η στάση απέναντι στη σεξουαλικότητα, όπως και άλλα κοινωνικά φαινόμενα, διανύει μια πορεία από ασυνέχειες, βήματα μπροστά και πισωγυρίσματα· η ιστορία των ανθρώπων είναι, με άλλα λόγια, πολύ πιο περίπλοκη από ένα παραμύθι και είναι γεμάτη από παραδείγματα από το παρελθόν όπου τα μυαλά ήταν πιο ανοιχτά και οι σχέσεις πιο απελευθερωμένες. Ένα τέτοιο παράδειγμα από την ελληνική εμπειρία αποτελεί η περίπτωση της Ρόζας Ιμβριώτη, μιας γυναίκας που συνέβαλε όσο λίγοι στην εκπαίδευση αλλά και στους κοινωνικούς αγώνες για την προάσπιση των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης και των γυναικών.
Τα πρώτα βήματα
Η Ρόζα Ιμβριώτη το γένος Ιωάννου γεννήθηκε το 1898 στην Αθήνα σε μια αστική οικογένεια. Ο πατέρας της, Νικόλαος Ιωάννου, ήταν φιλόλογος και ιδιαίτερα προοδευτικός άνθρωπος. Όπως αποκαλύπτει η ίδια, ήταν πολύ υποστηρικτικός στην προοπτική να σπουδάσει η κόρη του, σε μια εποχή που κάτι τέτοιο δεν ήταν καθόλου αυτονόητο, καθώς το ποσοστό αναλφαβητισμού των γυναικών άγγιζε το 98%. Ιδιαίτερα υποστηρικτικός στην ανεξάρτητη πορεία της ήταν αργότερα και ο άντρας της Γιάννης Ιμβριώτης, Μαρξιστής φιλόσοφος και πανεπιστημιακός. Σε ηλικία 16 ετών, λοιπόν, η Ρόζα παίρνει το απολυτήριο Γυμνασίου από το Αρσάκειο και γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.[2]Διαβάζουμε από τα δικά της λόγια για εκείνη την εποχή:
Είμαι γέννημα θρέμμα Αθηναία. Στα 15 1/2 χρόνια μου ήμουν ένα ευτυχισμένο και ισορροπημένο παιδί. Τότε ακριβώς με φώναξε να μου δώσει η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία το «πτυχίον της διδασκαλίσσης». Στεκόμουν ανάμεσα στα ιερά για μένα πρόσωπα που έφτιαξαν με γαλήνη και ηρεμία τη γερή βάση της ζωής μου, το τετράξανθο και πρόσχαρο πρόσωπο της μητέρας μου, και το σοβαρό επιδοκιμαστικό χαμόγελο του πατέρα μου. Ευλογημένη στιγμή για όλους μας! Τρεις μήνες αργότερα πήρα και το απολυτήριο του Γυμνασίου και γράφτηκα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου.
Διάβαζα ό,τι έπεφτε στο χέρι μου τότε. Το πρώτο ήταν το «Κβο Βάντις» του Σιέγκεβιτς. Έπειτα οι «Άθλιοι» του Ουγκώ και μεγάλη για μένα ταραχή ο «Άμλετ» που μου χάρισε τότε ο θείος μου. Ντύθηκα τις Αποκριές μάλιστα Άμλετ! Δεκάξη χρόνων πρωτάκουσα συμφωνική συναυλία κι ήταν για μένα επίσης συνταραχτικό γεγονός. Άρχισα να σκέπτομαι σοβαρά αν θα γίνω θεατρίνα ή μουσικός. Έγραψα 5-6 ποιήματα που άρεσαν και δημοσιεύτηκαν σε σοβαρά περιοδικά, και τα έκρινε ευμενέστατα ο I. Ζερβός. Έγραψα κι’ ένα μυθιστόρημα «Όρκος επί τάφου». Αυτό φυσικά δε δημοσιεύτηκε. Πόσα δάκρυα μου κόστισε τούτο το φιάσκο![3]
Το γυναικείο κίνημα
Κατά τη διάρκεια των σπουδών της στη Φιλοσοφική, η Ρόζα Ιμβριώτη γνωρίζεται με την Αύρα Θεοδωροπούλου, φεμινίστρια μουσικό και αδελφή της γνωστής ποιήτριας Μυρτιώτισσας, και, μέσω αυτής, ξεκινά να διδάσκει στο Κυριακόν Σχολείον Εργατριών το 1914. Το Κυριακόν Σχολείον Εργατριών ήταν ένα αυτόνομο μορφωτικό ίδρυμα που διαπνεόταν από τις σοσιαλιστικές ιδέες για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη και στόχευε στη δωρεάν εκπαίδευση των εργαζόμενων κοριτσιών 12 ετών και πάνω. Ιδρύθηκε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1911 με πρωτοβουλία της συνδικαλιστικής οργάνωσης Εργατικό Κέντρο Αθηνών. Το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών σχεδιάστηκε από τον Δημήτρη Γληνό, πρωτεργάτη του Δημοτικισμού και της γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και έναν από τους ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου, ενώ η οργάνωση και η λειτουργία του Σχολείου Εργατριών ανατέθηκε στην Αύρα Θεοδωροπούλου.[4]
Αφού αποφοιτά από τη Φιλοσοφική το 1916, η Ρόζα Ιμβριώτη διορίζεται έναν χρόνο αργότερα ως τριτοβάθμια ελληνοδιδασκάλισσα στο 1ο Ελληνικό Σχολείο Θηλέων Αθηνών. Επόμενος σταθμός στην αγωνιστική της δράση είναι το 1920 με τη συμμετοχή της στον Συνδέσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, το πρώτο αποκλειστικά φεμινιστικό Σωματείο στην Ελλάδα που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της Αύρας Θεοδωροπούλου και της Μαρίας Νεγρεπόντη.[5]Το 1922 και 1923 εκδίδει τα βιβλία της Η Αθηναία, στον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. και Η γυναίκα στο Βυζάντιο, αντίστοιχα. Εκείνη την περίοδο ξεκινά και η αρθρογραφία της για τα δικαιώματα των γυναικών σε φεμινιστικά περιοδικά του Μεσοπολέμου όπως το Ελληνίς (1921-1935), μηνιαίο όργανο του Εθνικού Συμβουλίου Ελληνίδων Γυναικών που συνδέεται με το Διεθνές Συμβούλιο Γυναικών, και Ο Αγώνας τη Γυναίκας (1923-), επίσημο όργανο του Συνδέσμου Υπέρ των Δικαιωμάτων των Γυναικών, τα οποία αποτέλεσαν οχήματα για την προώθηση των πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων των γυναικών, και ειδικά τη θέσπιση της γυναικείας ψήφου.[6] Διαβάζουμε από το άρθρο της «Γύρω από την Ψήφο» που εμφανίστηκε στο πρώτο τεύχος του Αγώνα για τη Γυναίκα το 1923:
Ίσως θα πουν «αυτή η έξοδο [για την ψήφο] είταν ανάγκη παροδική, η γυναίκαπρέπει να γυρίσει στο σπίτι της». Εγώ τουλάχιστο δεν φαντάζομαι ότι θα γίνει αυτό γρήγορα. Οι οικονομικές συνθήκες θα κρατήσουν για πολύν καιρό, ίσως για πάντα, τη γυναίκα έξω από το σπίτι, Μα κι αν γυρίσει η γυναίκα στο σπίτι τι μ’ αυτό; Πρώτα θα γυρίσει πια αφού θα έχει γνωρίσει την αλήθεια, αφού θα έχει αναπνεύσει τον αέρα της ηθικής ανεξαρτησίας. Τότε θα ξέρει ότι και μέσα στο σπίτι της όντας είναι εργάτης της κοινωνικής μηχανής, ότι η δουλειά της μέσα σ’αυτό είνε επίσης υψίστης σημασίας όσο και η δουλειά του πιο μεγάλου μέσα στην κρατική μηχανή, αφού αυτή με τα χέρια της, το μυαλό της, την καρδιά της, την ψυχικότητά της θα διαπλάττει, θα παρασκευάζει, θα διαθέτει συνειδητά πια το υλικό της μηχανής, τους πολίτες. Και τότε ποιος θα της αρνηθεί τα δικαιώματά της και ποιος φαντάζεται ότι δεν θα ζητεί πιο εντατικά τα δικαιώματα που δεν είναι χτήμα του άντρα, μα που είναι χτήμα κάθε ανθρώπου; Είτε μέσα στο σπίτι της λοιπόν μένει η γυναίκα, είτε έξω απ’ το σπίτι, είνε δικαίωμά της η ψήφος αφού μοιράζεται τη δουλειά στην πολιτεία με τον άντρα. Κι ακόμα η ψήφος της είναι καθήκον απέναντι του εαυτού της, του σπιτιού της, των παιδιών της, της κοινωνίας.[7]
Τα λόγια αυτά της Ιμβριώτη από το 1923 θυμίζουν τη συνονόματή της Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία υποστήριξε το δικαίωμα ψήφου των γυναικών, πολλές φορές κόντρα και στους Μαρξιστές συντρόφους της, καθώς θεωρούσε ότι η ψήφος δεν ήταν απλά ένα αστικό δικαίωμα αλλά θα ενδυνάμωνε τον κοινωνικό αγώνα της εργατικής τάξης γιατί θα την διπλασίαζε σε επίπεδο συνείδησης και πράξης.
Τα «Μαρασλειακά»
Παράλληλα με τη δράση της στο γυναικείο κίνημα, η Ιμβριώτη εγγράφεται και στον Εκπαιδευτικό Όμιλο, σωματείο που ιδρύθηκε το 1910 στην Αθήνα από διάσημους λογοτέχνες, εκπαιδευτικούς και πολιτικούς της εποχής με σκοπό την προώθηση της Δημοτικής και τη μεταρρύθμιση της παιδείας. Εκεί έχει την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον Γληνό αλλά και άλλους διανοούμενους του Εκπαιδευτικού Ομίλου, όπως τον πρωτοπόρο παιδαγωγό Αλέξανδρο Δελμούζο και τον διάσημο γλωσσολόγο Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Ο Δελμούζος επιχειρεί να εφαρμόσει το όραμά του για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ως διευθυντής στο Μαράσλειο Διδασκαλείο Αθηνών το οποίο λειτουργεί ως πρότυπο υπό την καθοδήγησή του από το 1923 και εξής. Έναν χρόνο αργότερα λειτουργεί στο ίδιο κτήριο η Παιδαγωγική Ακαδημία με διευθυντή τον επινοητή της Δημήτριο Γληνό.
Το 1924, λοιπόν, η Ρόζα Ιμβριώτη προσλαμβάνεται ως δασκάλα στο Μαράσλειο και τον Μάρτιο του 1925 γίνεται αφορμή για μια ιστορική πολιτική και διανοητική διαμάχη που ξέσπασε τότε και διήρκεσε δυο ολόκληρα χρόνια, τα «Μαρασλειακά», που έθεσαν υπό αμφισβήτηση το συνολικό μεταρρυθμιστικό έργο που επιτελούνταν στο Μαράσλειο, ακυρώνοντας την προοπτική της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. [8]Η αφετηρία των Μαρασλειακών αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο η Ιμβριώτη φερόταν να διδάσκει την Επανάσταση του 1821 χρησιμοποιώντας συμπεράσματα του Μαρξιστή ιστορικού Γιάνη Κορδάτου και κυρίως το γεγονός πως, όπως υπογραμμίζει και η ιστορικός Έφη Γαζή, αντί «να υπογραμμίζει την εποποιία του έθνους και να αναδεικνύει την αρραγή ενότητα της εθνικής κοινότητας, η Ιμβριώτη συζητούσε την Επανάσταση του 1821 στο πλαίσιο της ανάπτυξης των εθνικών ιδεολογιών κατά τον 19ο αιώνα ενώ παράλληλα εστίαζε στην κοινωνική δυναμική της επαναστατικής διαδικασίας και εντόπιζε τις απαρχές της συγκρότησης της εθνικής ιδεολογίας στην άνοδο ελληνόφωνων αστικών στρωμάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία».[9] Το 1927, μάλιστα, βγήκε μια αναφορά εκ μέρους του κράτους για τα Μαρασλειακά. Διαβάζουμε σχετικά από ένα φύλλο της εθνικόφρονος εφημερίδας Σκριπ από τις 27 Φεβρουαρίου 1927 υπό τον γλαφυρό τίτλο «Το αίσχος των Μαρασλειακών: πώς επεδιώκετο η διαφθορά εις το Μαράσλειον υπό της σπείρας των άθεων και κομμουνιστών Δελμούζου, Γληνού &Σιας»: «Το τμήμα τούτο της εκθέσεως της επιτροπής στηρίζεται… επί της ομολογίας της κ. Ιμβριώτου, ήτις εδήλωσεν απροκαλύπτως, ότι διδάσκει την ιστορίαν κατά τας αρχάς του ιστορικού υλισμού».
Ο ιστορικός υλισμός, δηλαδή μια μαρξιστική ανάγνωση της ιστορίας ή έστω μια ανάγνωση της ιστορίας η οποία δεν θα βασίζεται μονάχα στη δημιουργία εθνικών μύθων περί μεγαλείου του γένους και στην καλλιέργεια μίσους στους μαθητές για τους εκάστοτε γεωπολιτικούς «εχθρούς» αντιμετωπιζόταν ως απειλή από τους φορείς της κυρίαρχης ιδεολογίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί, όμως, κι ένα άλλο σημείο της έκθεσης για τα Μαρασλειακά, το οποίο υπογραμμίζει το γεγονός ότι η Ιμβριώτη ήταν γυναίκα. Διαβάζουμε σχετικά:
Εάν καθηγήτριαι είναι ικαναί να διδάσκουν Ιστορίαν και δη εις Διδασκαλεία, δεν έχομεν ανάγκην άλλων μακρών αποδείξεων. Μας αρκεί το γεγονός ότι εν Ιταλία απηγορεύθη κατά το τέλος του 1926 να διδάσκουν γυναίκες εις πάντα τα δημόσια σχολεία μέσης εκπαιδεύσεως Φιλοσοφίαν, Ιστορίαν και Λογοτεχνίαν…Μόνον το ανδρικόν πνεύμα είναι ικανόν να δονήση και να συγκινήση την ψυχήν των μαθητών και να κάμη αυτούς να αισθανθούν και να κατανοήσουν τους μεγάλους του κόσμου σοφούς, τα σπουδαία σύγχρονα θρησκευτικά, πολιτικά, κοινωνικά γεγονότα ή ρεύματα, ώστε ν' αποβώσιν οι αγαθοί κυβερνήται της αύριον, οι οποίοι θα δημιουργήσουν τα εθνικά μεγαλουργήματα. Ο κ. Δελμούζος αντιθέτως εκάλεσε γυναίκα διά να διδάξη την Ιστορίαν εις το Μαράσλειον.
Λίγο καιρό μετά την αποπομπή της από το Μαράσλειο, η Ιμβριώτη φεύγει μαζί με τον σύντροφό της Γιάννη Ιμβριώτη στη Γερμανία όπου ακολουθεί παιδαγωγικές σπουδές σε γερμανικά πανεπιστήμια και σχολεία για να επιστρέψει στη χώρα το 1930 και να ξαναδιοριστεί στο σχολείο. Το 1934 γίνεται η πρώτη γυναίκα γυμνασιάρχης στη δυσμενή της μετάθεση στο Κιλκίς και το 1937 ιδρύει και διευθύνει το Πρότυπο Ειδικό Σχολείο το οποίο λειτούργησε ως τον Οκτώβριο του 1940 στην Καισαριανή.
Αντίσταση και εξορία
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η Ιμβριώτη παίρνει μέρος στην Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Συμμετέχει στη σύνταξη του εκπαιδευτικού προγράμματος της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης ή Κυβέρνησης του Βουνού και στη συγγραφή του αναγνωστικού «Τα αετόπουλα». Τον Ιούνιο του 1944 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του «Φροντιστηρίου της Τύρνας» στα Τρίκαλα, το οποίο είχε ιδρυθεί στην Ελεύθερη Ελλάδα, με πρωτοβουλία του καθηγητή Πέτρου Κόκκαλη και του παιδαγωγού Κώστα Σωτηρίου. Το σχολείο απευθυνόταν σε τελειόφοιτους του Γυμνασίου και τα μαθήματα περιλάμβαναν παιδαγωγική, αγωγή του πολίτη, ψυχολογία και ιστορία, ενώ το απόγευμα, μετά το συσσίτιο, γίνονταν διαλέξεις για τη λογοτεχνία, την τέχνη και την υγιεινή.
Μετά την Απελευθέρωση, στην Ελλάδα ξέσπασε, ως γνωστόν, Εμφύλιος Πόλεμος. Λόγω των πολιτικών της φρονημάτων, η Ρόζα Ιμβριώτη διώχθηκε κατά την περίοδο του Εμφυλίου με αποκορύφωμα την εξορία της στο νησί Τρίκερι, ένα σχεδόν ακατοίκητο μικρό νησί στην άκρη του Πηλίου όπου έγινε τόπος εξορίας 5000 γυναικών από το 1948 ως το 1953. Στις αρχές του 1950 μεταφέρθηκε, μαζί με άλλες συγκρατούμενές της στη Μακρόνησο και κατόπιν, το καλοκαίρι, πάλι πίσω στο Τρίκερι, με όσες αρνήθηκαν να υπογράψουν «δήλωση». Σύμφωνα, μάλιστα με την ιστορικό Τασούλα Βερβενιώτη, από το 1950 και εξής, στο «δεύτερο Τρίκερι», «όπως συνηθίζουν να το ονομάζουν, αφού τον Αύγουστο μετέφεραν από τη Μακρόνησο, όσες δεν είχαν υπογράψει δήλωση», η Ρόζα Ιμβριώτη ήταν υπεύθυνη μιας ομάδας που άρχισε να καταγράφει οργανωμένα τις συλλογικές εμπειρίες γυναικών εξόριστων, «τα γνωστά ως «εννέα θαμμένα τετράδια», τα οποία έκρυβαν/έθαψαν στη ρίζα μιας ελιάς».[10]
Το τέλος
Όταν επέστρεψε από την εξορία, η Ιμβριώτη έγινε στέλεχος της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ), δηλαδή του μοναδικού νόμιμου κόμματος της Αριστεράς μεταξύ 1951 και 1974, και διετέλεσε μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του κόμματος έως το 1967. Μετά τη Μεταπολίτευση ως στέλεχος του ΚΚΕ συνέβαλε στη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού προγράμματός του ενώ συνέχισε ως το τέλος της ζωής της να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην εκπαίδευση και την ειδική αγωγή. Πέθανε σε ηλικία 79 ετών στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 στην Αθήνα. Διαβάζουμε από το ρεπορτάζ του Ριζοσπάστη για την κηδεία της:
Άνθρωποι του Πνεύματος και της Τέχνης, καθηγητές Πανεπιστημίου, ποιητές, συγγραφείς, εκπαιδευτικοί, εκπρόσωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, επιστήμονες, πολιτικοί και πρώτα απ’ όλα στελέχη και μέλη του ΚΚΕ με τον Α’ Γραμματέα του σ. Χ. Φλωράκη συνόδεψαν την αγωνίστρια και μεγάλη παιδαγωγό Ρόζα Ιμβριώτη. Νέεςκοπέλλες στάθηκαν τιμητική φρουρά δίπλα στο φέρετρό της. Κνίτες τη μετέφεραν μέσα στο ναό κι από κει στον τάφο. Νιάτα παντού, τριγύρω της νιάτα κομμουνιστικά – αυτά τα νιάτα που τόσο αγαπούσε και φρόντιζε ως τα προχθές που γι’ αυτά έγραψε την τελευταία φράση της ζωής της (στο μήνυμα της προς το 3ο Φεστιβάλ): «Σε σας εμπιστευόμαστε το μέλλον». Και μαζί με τους νέους, οι παλιοί συναγωνιστές κι οι συναγωνίστριες, κείνοι που βάδισαν μαζί της το δύσκολο δρόμο του μαρτυρίου και της εξορίας στα μαύρα χρόνια του κατατρεγμού.[11]
Τι ήταν τελικά η Ρόζα Ιμβριώτη; Ήταν μια φωτισμένη δασκάλα μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου; Μια παντοτινά νέα γυναίκα; Μια πρωτεργάτρια της ειδικής αγωγής στην Ελλάδα; Μια φεμινίστρια ταγμένη στο γυναικείο κίνημα; Μια μαρξίστρια ιστορικός; Ένα μέλος του ΕΑΜ και της Κυβέρνησης του Βουνού; Μια κομμουνίστρια; Μια γυναίκα εξόριστη στο Τρίκερι; Είναι όλα αυτά μαζί, χωρίς ιεραρχική σειρά. Και κυρίως είναι ένα παράδειγμα που δείχνει πως η ιστορία των ανθρώπων δεν προχωρά σε μια γραμμική τροχιά ανόδου και στο παρελθόν έζησαν μυαλά πολύ πιο ανοιχτά, απελευθερωμένα και γενναία από τα δικά μας. Αλλά ας αφήσουμε καλύτερα να μας τα πει η Ρόζα Ιμβριώτη με τα δικά της λόγια:
Τα όνειρά μου ήταν πολλά. Ήθελα…και τι δεν ήθελα να γίνω! Ποιήτρια. θαύμαζα τη Μυρτιώτισσα, λογοτέχνης, θάυμαζα την Ειρήνη την Αθηναία, καλλιτέχνις, θαύμαζα την Κοτοπούλη, μουσικός, εδώ δεν είχα πρότυπο, ήθελα να γίνω καθηγήτρια Πανεπιστημίου σαν την Παναγιωτάτου. Βλέπετε, δεν γίνηκα τίποτα από όλα αυτά, που τα νόμιζα όμως πολύ εύκολα. Όπως δεν απόχτησα το χρυσό ρολόγι και το γούνινο παλτό, που για καιρό ήταν ένα από τα όνειρά μου.Τι θα έκανα τώρα αν γινόμουνα 16 χρόνων: Μα θαρρώ πάλι θα είμαι γεμάτη όνειρα τρανά και μεγάλα, που θα μου φαίνονται πάλι εύκολα, μα που είναι φυσικό να μη πραγματοποιούνται στη ζωή. Ήμουν τότε ένα πραγματικό παιδί και φυσικά, κι’ αν ξαναγυρίσω στα 16 μου χρόνια πίσω, θα θέλω να είμαι ένα ευτυχισμένο παιδί. Που δε θα του ταράξει όμως τη ζωή ένας άδικος μεγαλοκαρχαρίας, ούτε θα συννεφιάζει το μέτωπο της μάνας και του πατέρα μου καμμιά αγωνία, πως τούτο δω το αγαπημένο παιδί, μπορούν να δουν με σκορπισμένα τα μυαλά και τις σάρκες του από ένα νέο φριχτό πόλεμο. Γι' αυτό αγωνίζομαι! Θέλω να δω τα παιδιά των κάθε φορά 16 χρόνων να ζουν μια ειρηνική ζωή, γεμάτη όνειρα και ελπίδες, γεμάτα εμπιστοσύνη για το μέλλον, ν’ αγωνίζονται για την προκοπή τους και τη γνώση.[12]
Βιβλιογραφία
Foucault, Michel. The Will to Knowledge: The History of Sexuality Volume I. London: Penguin Books, 1978.
“Αθάνατη η Μνήμη Σου Ρόζα Ιμβριώτη.” Ριζοσπάστης, September 21, 1977.
Βερβενιώτη, Τασούλα. “Μια Αδημοσίευτη Μαρτυρία.” Επιστήμη Και Κοινωνία 11 (2003): 143–69.
Γαζή, Έφη. “Ο Ευνουχισμός Της Ιστορίας.” Το Βημα, June 16, 2002.
Ιμβριώτη, Ρόζα. “Γύρω Από Την Ψήφο.” Ο Αγώνας Της Γυναίκας 1–2 (1923).
Νιξαρλίδου, Ελένη. “Το Περιοδικό «Ελληνίς» (1921-1940): η Αναπαράσταση Των Γυναικείων Ταυτοτήτων Στην Ελλάδα Του Μεσοπολέμου.” Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, 2013.
Ρεπούση, Μαρία. Τα Μαρασλειακά 1925-1927. Αθήνα: Πόλις, 2012.
Χρονοπούλου, Χρυσάνθη. “Παιδαγωγική Και Εκπαιδευτική Δράση Της Ρόζας Ιμβριώτη.” Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Φιλοσοφίας – Παιδαγωγικής – Ψυχολογίας, 2002.
———. Ρόζα Ιμβριώτη, Της Ζωής Και Του Σχολείου. Αθήνα: Εμπειρία Εκδοτική, 2011.