Πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε αυτό που κατηγορούσαμε ως “φούσκα” και μικρόκοσμο, ως έναν κόσμο που δεν είναι ανάποδος, έναν κόσμο όπου άνθρωποι νοιάζονται και δρουν για το καλό του διπλανού τους. Δεν είναι μόνο για να αντέξουμε ψυχολογικά αυτό, είναι αντίσταση στην πλύση εγκεφάλου που πάει να μας πείσει ότι εμείς θα πνιγόμαστε κι εκείνοι θα μένουν για λίγο αξύριστοι και θα κερδοσκοπούν πάνω στην καταστροφή.
«Χαρακτηριστικό ενός φυσικού κινδύνου είναι ο συνδυασμός τυχαίου (δηλαδή του γεωλογικού γενεσιουργού φαινομένου) και ευπάθειας (του αποτελέσματος στις ανθρώπινες εγκαταστάσεις). Πολύ μεγάλοι σεισμοί δεν γίνονται αντιληπτοί επειδή συμβαίνουν σε ακατοίκητες περιοχές. Το χαρακτηριστικό του κινδύνου σήμερα, από την άποψη του αντίκτυπού του, αυτό που το μετατρέπει σε καταστροφή, είναι ότι ο άνθρωπος είναι εκτεθειμένος. Σε σημείο που ένα από τα συμπεράσματα της δεκαετούς συνάντησης της διεθνούς κοινότητας για την πρόληψη των φυσικών καταστροφών (DIPCN) που ολοκληρώθηκε το 2000 ήταν πως δεν έπρεπε πια να μιλάμε για “φυσική καταστροφή”. Βεβαίως, υπάρχει το τυχαίο στη φύση και δεν μπορούμε να το αποτρέψουμε, ωστόσο αυτό που κάνει το φαινόμενο να είναι καταστροφικό είναι ο τρωτός χαρακτήρας των κοινωνιών».
Από το βιβλίο «Ελάσσων μεταφυσική των τσουνάμι» (δεν είναι η άποψη του συγγραφέα).
Η κυβερνητική στάση απέναντι στην καταστροφή συνοψίζεται στους στίχους από τον Βασιλιά Ληρ: «Είμαστε για τους θεούς ό,τι είναι οι μύγες για τα παιδιά: μας σκοτώνουν για την πλάκα τους». Μπροστά σε φαινόμενα που περιγράφονται πάντοτε ως μοναδικής έντασης, με τη γελοιογραφική συνδρομή πρόθυμων επιστημόνων, η καταστροφή εμφανίζεται ως ενσάρκωση της μοίρας, κι εμείς ως αυτοί που μόνιμα πολιτικολογούν, ακόμα και για τη βροχή.
Φωτιές, πλημμύρες, ασθένειες – δεν είναι μόνο η φτώχεια. Οι ενδεείς αυτού του κόσμου έχουν να αντιμετωπίσουν ένα κάρο απειλές, στις οποίες ο δημόσιος λόγος τους εκπαιδεύει να συνηθίσουν ότι είναι εντελώς απροστάτευτοι. Αναρωτιέσαι κάθε φορά από πού προκύπτει τόση δημόσια αδιαφορία για τον πόνο των άλλων. Την αδιαφορία την καταλαβαίνω. Αλλά η επίδειξη της αδιαφορίας πώς εξηγείται; Η δημόσια σκληρότητα και επιδεικτική αναλγησία; Μας μαθαίνουν ότι το κράτος δεν θα είναι ποτέ εκεί όταν χρειαζόμαστε βοήθεια. Δεν θα είναι εκεί αν καιγόμαστε, αν πνιγόμαστε, αν αρρωσταίνουμε, θα είναι εκεί μόνο ως φόβητρο και ως πηγή της διαφθοράς. Όπως το έλεγε ο Τσουκαλάς, στον νεοφιλελευθερισμό όλο το δημόσιο συρρικνώνεται, με εξαίρεση την καταστολή.
Εσάς το χωράει ο νους σας ότι αυτή τη στιγμή το κράτος στήνει τις μπίζνες της ανάπλασης; Ότι την ώρα που δεν έχουμε μετρήσει ακόμα τις σορούς, κάποιοι γεμίζουν τις τσέπες τους; Δεν το χωράει, είμαι σίγουρος. Μετά το βιβλίο της Κλάιν για την καπιταλιστική χαρά της καταστροφής, κανείς δεν μπορεί να εκπλήσσεται όμως όταν ένα τσουνάμι είναι ευκαιρία για να μοσχοπουλήσεις γεννήτριες στη μαύρη αγορά μετά. Οι φίλοι της κυβέρνησης από τον τομέα των υποδομών είναι στην πρώτη γραμμή της ευαισθησίας. Αυτό είναι λίγο πολύ η “πραγματικότητα”. Καταστροφές, δημόσιος λόγος αποχαλινωμένης σκληρότητας και πρακτική αδιαφορία για τα πάντα. Δεν υπάρχει διαχειριστική επάρκεια στο παραμικρό, όλα είναι αφημένα στην τύχη τους, σπίτια, δέντρα, ζωές, υγεία, όλα.
Την Παρασκευή παρακολούθησα μια εκδήλωση από την Οργανωτική Επιτροπή του Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ, με τους δικηγόρους της υπόθεσης του Έβρου, Κατερίνα Γεωργιάδου και Γιάννη Πατζανακίδη και τον Κώστα Παπαδάκη, που συντόνισε η Ασημίνα Ηλιοπούλου.
Κράτησα μια αφήγηση για έναν 18χρονο πρόσφυγα που έλεγε:
Θέλω να πάω στη μαμά μου στη Δανία,
Θέλεις κάτι;
Θέλω ασφάλεια.
Η μόνη “ασφάλεια” που βλέπουμε εμείς είναι ο ρατσισμός των συνόρων, των καμερών και των ολοένα και περισσότερων αστυνομικών. Κανείς μας όμως δεν θα νιώσει ασφάλεια απέναντι στην πυρκαγιά και την πλημμύρα.
Όλα τα θύματα καθυβρίζονται και λοιδορούνται, με μια σκληρότητα που δεν ξέρεις με ποιο καύσιμο τη συντηρεί ο άλλος, τον ακούς και χαζεύεις. Πιστεύω ότι ο δημόσιος λόγος, ως μηχανή προπαγάνδας ενός απάνθρωπου συστήματος, έχει ακριβώς αυτόν τον στόχο. Να μας κάνει να ξεχνάμε ότι αυτό δεν είναι ο κόσμος, δεν είναι η κοινωνία, είναι μόνο η χειρότερη όψη της κοινωνίας. Δημόσια πρόσωπα που μας εκπαιδεύουν στο “Και τι να έκανα; Να πω να μη βρέξει;” Κοιτάμε γύρω μας τις εικόνες συντέλειας του κόσμου, με ανυπολόγιστες καταστροφές και τώρα και θύματα, και μας απαντούν: έβρεξε.
Ενοχλούμαι όταν ακούω για τη φούσκα μας. Μας εγκαλούν οι δικοί μας άνθρωποι ότι ζούμε στον κόσμο μας, λες και ο κανονικός κόσμος είναι η πασαρέλα των επικοινωνιακών μηχανισμών της ολιγαρχίας. Χρειάζεται να αντιληφθούμε τη ρητορική της απανθρωπιάς ως στρατήγημα. Έλεγαν οι δικηγόροι που ανέφερα στην εκδήλωση της Παρασκευής ότι ήταν μεγάλο στήριγμα τα μηνύματα από όλη την Ελλάδα και το γεγονός ότι σύλλογοι στην Αλεξανδρούπολη πήγαν ρούχα στους κρατούμενους εκεί που κρατούνταν, όπως και το crowdfunding που μάζεψε τα χρήματα σε έξι ώρες.
Τι σημασία έχουν αυτά; Τι σημασία έχουν οι εθελοντές, που από τη Ρόδο ως τη Θεσσαλία τώρα είναι εκεί για να βοηθούν; Όλα μας καλούν να ξεχάσουμε ότι αυτό που είμαστε είναι κανονικός κόσμος ανθρώπων που νοιάζονται, δεν είναι μια παράλογη περιθωριακή φούσκα. Ο εκλογικός θρίαμβος του Μητσοτάκη σέρνει το άρμα της χώρας με χαμόγελο στην άκρη του γκρεμού. Μαζί με τα αποκαΐδια και τις λάσπες, θα υπάρξει βία και ρεμούλα, αυτά στα οποία ειδικεύεται η κυβέρνηση δίπλα στις επικοινωνιακές ασκήσεις.
Αυτό που έχουμε όμως δεν είναι καθόλου μια μικρή συγκέντρωση ιδιόρρυθμων. Νομίζω ότι πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε αυτό που κατηγορούσαμε ως “φούσκα” και μικρόκοσμο, ως έναν κόσμο που δεν είναι ανάποδος, έναν κόσμο όπου άνθρωποι νοιάζονται και δρουν για το καλό του διπλανού τους. Δεν είναι μόνο για να αντέξουμε ψυχολογικά αυτό, είναι αντίσταση στην πλύση εγκεφάλου που πάει να μας πείσει ότι εμείς θα πνιγόμαστε κι εκείνοι θα μένουν για λίγο αξύριστοι και θα κερδοσκοπούν πάνω στην καταστροφή.
Ο κόσμος μας είναι πραγματικός, και φαίνεται ότι θα τον χρειαστούμε περισσότερο και σε πιο επείγουρες συνθήκες απ’ όσο είχαμε ποτέ φανταστεί.