Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, το να δουλεύεις στο Δημόσιο σήμαινε, μεταξύ άλλων, μια δουλειά σε Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης του ΟΑΕΔ, με αμοιβή γύρω στις 85.000 το μήνα (σε δραχμές), χωρίς ένσημα και δουλειά έξι ωρών. Στη δουλειά αυτή θα έκανες ακριβώς ό,τι και ο κανονικός συνάδελφός σου (ο μη «καταρτιζόμενος», ασφαλισμένος και μόνιμος), μόνο που αντί μισθού, εσύ θα κέρδιζες χαρτζιλίκι και… εμπειρία.
Θυμάμαι ακόμα το κωμικοτραγικό περιστατικό, δικαιούχος οικογενειακού επιδόματος να απαιτεί να εξυπηρετηθεί σε μέρα μη συναλλαγής με το κοινό, και να μπινελικώνει το δυστυχή «καταρτιζόμενο», που ματαίως προσπαθούσε να τον πείσει: «Ε, βέβαια, τι ανάγκη έχεις εσύ; Δημόσιος υπάλληλος δεν είσαι; Καφεδάκι, περιοδικάκι και στ’ α…ια σου», σιχτίριζε ο ασφαλισμένος και βρόνταγε την πόρτα στα μούτρα του εμβρόντητου.
Από το ’90 και μετά, η εχθρότητα απέναντι στο Δημόσιο ήταν το νέο τρεντ. Από το ΚΛΙΚ του Κωστόπουλου μέχρι και τα Ημισκούμπρια και απ’ την εκσυχρονιστική αριστερά έως την εκσυγχρονιζόμενη ακροδεξιά, όλοι (μα όλοι) όσοι θέλαν να καυτηριάσουν τα κακώς κείμενα θεωρούσαν ιερή υποχρέωσή τους να ξεκινήσουν απ’ το Δημόσιο.
Υπήρχε βεβαίως καπνός διότι υπήρχε και φωτιά. Όμως η επικράτηση των «νέων ιδεών», η ορθοδοξία των σομόν σελίδων και ο πολιτισμός του Cayenne δεν αφήναν χώρο και χρόνο για να ξεχωρίσει ο καπνός απ’τη φωτιά – η ήρα των κρατικών αξιωματούχων και κομματικών εγκάθετων από το στάρι των δημόσιων λειτουργών.
Αξιοποιώντας το κλίμα που θριάμβευε το ‘90, το αντιεξουσιαστικό ΠΑΣΟΚ του 2010 μάς πέταξε το τυρί του χαραμοφάη δημοσιοϋπάλληλου, εμείς πειστήκαμε ότι ήταν αυτός ήταν δίκαιο να ξεσκιστεί μήπως και γλιτώσουμε τη χρεοκοπία ως έθνος, και μόνο το είχαμε φάει πια, ανακαλύπταμε ότι ο κανιβαλισμός δεν ήταν παρά μόνο στην αρχή του. Ύστερα ήρθε το Μνημόνιο.
Αυτό που ως τρεντ χτίζεται πάνω από 20 χρόνια, και που στηρίζεται τόσο στην προπαγάνδα των νεοφιλελεύθερων όσο και στην αθλιότητα σημαντικών τμημάτων της δημόσιας διοίκησης, δεν θα μπορούσε να καταρριφθεί μέσα σε μερικούς μήνες. Αυτό εξηγεί, μεταξύ άλλων, και το σεληνιασμό των «Αγανακτισμένων» τη στιγμή που υψώθηκε στο Σύνταγμα το πανό της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ. Σήμερα όμως, ένα χρόνο μετά το Μνημόνιο, μπορεί κανείς να δει πιο νηφάλια τις συνέπειες της ψύχωσης με το Δημόσιο, που για χρόνια καίει τα χλωρά μαζί με τα ξερά.
Να τα πάρουμε ένα-ένα;
– Στα τέλη του ’80, οι περισσότεροι πίστευαν ότι λύση στην (αφόρητα) κρατική τηλεόραση και την κομματικοποίηση του Τύπου ήταν η ιδιωτική τηλεόραση. Ξέρει κανείς σήμερα πιστότερο σύμμαχο του κράτους από αυτήν;
– Στα μέσα του ’90, όλο και πιο πολλοί θεωρούσαν ότι η μετοχοποίηση οργανισμών όπως ο ΟΤΕ θα έδινε ώθηση στην ελληνική οικονομία. Ακόμα κι αν ως «ελληνική οικονομία» λογίζονταν αποκλειστικά οι μέτοιχοι, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα για το κοινό, ιδίως όταν θα έσπαγε το μονοπώλιο. Πόσο επωφελείς για το κοινό υπήρξαν οι αλλεπάλληλες μετοχοποιήσεις και η ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ, όταν, εντελώς ενδεικτικά, μια πληροφορία τηλεφωνικού καταλόγου κοστίζει περίπου όσο ένα πακέτο μακαρόνια; Και πόσο επωφελής είναι για τους σημερινούς εργαζόμενους στις τηλεπικοινωνίες η νέα, «πλουραλιστική» κατάσταση με τις τόσες επιλογές;
– Το 2004 πήγαινες Αθήνα-Θεσσαλονίκη με 10 ευρώ φοιτητικό. Πόσα χρειάζεσαι σήμερα, στα χρόνια του ΟΣΕ των ιδιωτικο-οικονομικών κριτηρίων;
– Το 2011, ένα μεταπτυχιακό ενάμισι χρόνου στη Γεωπονική απαιτεί δίδακτρα 6000 ευρώ, γεγονός που δεν τεκμηριώνει ακριβώς το δημόσιο χαρακτήρα του. Την ίδια στιγμή, στο εργαστήριο του εν λόγω μεταπτυχιακού οι φοιτητές δεν έχουν μύλο. Πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό;
– Για πολλά χρόνια, τέλος, πολλοί υποστήριζαν ότι «δημόσιο νοσοκομείο ίσον φακελάκι –και τέλος». Εξαφάνισαν μήπως το φακελάκι το Ιατρικό Κέντρο και το Ερρίκος Ντυνάν; Βελτίωσαν μήπως τα δημόσια νοσοκομεία; Και πόσο ρεαλιστικό είναι σήμερα το δίλημμα «ή στο δημόσιο, κι ας βρίσκεται σε χάλια, ή στο ιδιωτικό, αλλά με μια περιουσία για έξοδα νοσηλείας»;
Πώς πειστήκαμε άραγε μέχρι να συμβούν όλα αυτά; Πώς έγινε και δεν ασχοληθήκαμε καθόλου με την εμπειρία από την Ευρώπη και γιατί η επιχειρηματολογία για το κακό Δημόσιο δεν κατέληγε ποτέ στην υπεράσπιση του καλού Δημόσιου, αλλά του «όπως να’ναι» ιδιωτικού; Πώς δεν αντιληφθήκαμε την από τα μέσα ιδιωτικοποίηση στο Δημόσιο (αυτή που ξεκίνησε με τις συμβάσεις και τις καταρτίσεις, τα stage, τα δεκάμηνα και άλλα τέτοια μεσαιωνικά) και γιατί δεν καταλάβαμε ότι ήταν ο πρόλογος για όσα χειρότερα θα συνέβαιαν στον ιδιωτικό τομέα; Γιατί συνηθίσαμε να λέμε «δημόσιο» ό,τι ήταν απλά κρατικό, λειτουργούσε χωρίς κοινωνικό έλεγχο και με την παντοδυναμία του διευθυντικού δικαιώματος; Πώς δεν προσέξαμε ότι οι πιο φανατικοί «αντικρατιστές» (βουλευτές ή διανοούμενοι) ήταν, την ίδια στιγμή, οι πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές της κρατικοδίατης καπιταλιστικής ανάπτυξης –των περίφημων Συμπράξεων Δημοσίου-Ιδιωτικού Τομέα;
Το μίσος για το Δημόσιο, οι ψεύτικες στατιστικές για τους δήθεν υπεράριθμους και οι ιστορίες για πολυεκατομμυριούχους υπαλλήλους, που διακινούν τον τελευταίο χρόνο με την ίδια ευκολία ψηφοφόροι του Κουβέλη και φαν του Άδωνη, συμπύκνωναν ιδανικά συγκεκριμένες κοινωνικές διαθέσεις. Όχι των ταλαιπωρημένων από τις ταπεινωτικές ουρές στο ΙΚΑ, ούτε των πολλών που έχουν να διηγηθούν (πραγματικές) ιστορίες με καρεκλοκένταυρους. Τις διαθέσεις των σύγχρονων ολιγαρχικών συμπύκνωναν. Αυτών που, ξεκινώντας πέρσι από τα «ρετιρέ» και τους «προνομιούχους» του Δημοσίου, σήμερα φτάνουν να απαιτούν το ξεπούλημα σε ιδιώτες ακόμα και του νερού που πίνουμε.
Αν η αντίστροφη μέτρηση μέχρι το Μνημόνιο ξεκίνησε απ’το Δημόσιο, ίσως αποκεί να έπρεπε να ξεκινήσει η αντιστροφή της: μια αφήγηση που θα μας επιτρέψει να δούμε τι έγινε τα τελευταία είκοσι χρόνια και να πούμε τι θα θέλαμε για τα επόμενα είκοσι. Δεν θα μπορούσαν άραγε όλα τα παραπάνω να αποτελέσουν ύλη για ένα θαυμάσιο ντοκυμανταίρ, επιτυχημένο όσο και το Debtocracy;
* Ο Δημοσθένης Παπαδάτος είναι αρχισυντάκτης του Rednotebook.gr