του Μάκη Μαλαφέκα

Ας δούμε πώς το κάνει αυτό στην αρχή του διηγήματος «Μια λίβρα από τη σάρκα του» (σελ. 85):

Δεν ήταν αρχάριος. Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που είχε αγοράσει “έξυπνο κινητόˮ. Μόνο που αντί να ηρεμεί όσο το συνήθιζε, γινόταν όλο και πιο αγχώδης. Δεν μπορούσε να χωνέψει ότι υπάρχουν ασήμαντες ειδοποιήσεις. Κάθε φορά που κάτι από όλα κουδούνιζε, τον έπιανε χτυποκάρδι. Όλα στην εποχή μας έχουν αέρα δράματος και επείγοντος, αλλά θεωρούν ότι δεν τους πιστεύουμε. Δεν υπολογίζει κανείς ότι υπάρχει κάπου, κάποιος που παίρνει όλη αυτή την πρεμούρα τοις μετρητοίς.
Το πιο λογικό ήταν με τις ενημερώσεις των ειδησεογραφικών Μέσων. Είχε κατεβάσει την εφαρμογή του BBC στο κινητό του για να έχει μόνο σοβαρή ενημέρωση. Με αυτόν τον τρόπο, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να του περάσει στο ντούκου μια σοβαρή είδηση. Να μου πεις τώρα, τι τον νοιάζει ο σεισμός στην Τζακάρτα; Τον νοιάζει; Δεν τον νοιάζει, αλλά έτσι είναι με αυτές τις εφαρμογές. Σε νοιάζει-δεν σε νοιάζει, το κουδούνι βαράει.
Και δεν λέω για το λάθος, που είναι ανθρώπινο. Όπως τότε που είχε στείλει ειδοποίηση το BBC ότι το επόμενο επεισόδιο του Game of Thrones δεν είχε γυμνό. Αυτό μπορεί να συμβεί στον καθένα και πιστεύω ότι έχει συμβεί τουλάχιστον από μία φορά σε όλους μας. Λέω για τις πραγματικές ειδήσεις, τύπου “Τζακάρταˮ.
[…]
Πες ότι οι άλλοι ήταν υπομονετικοί – που δεν ήταν. Αλλά και για τον ίδιο ήταν πολύ δύσκολο, γιατί έβαζε με τον νου του μονίμως το κακό: Μήπως είναι καμία ειδοποίηση από το Taxis, κάποια ληξιπρόθεσμη οφειλή; Αν πέθανε κάποιος θείος; Ή, χειρότερα, κάποιος αγαπημένος καλλιτέχνης;

Ο «αφηγητής» εκπροσωπεί τέλεια μια ενδιάμεση συνείδηση ανάμεσα στην έκφραση της υποκειμενικής ψυχοσύνθεσης του ήρωα και στις προσλαμβάνουσες του αναγνώστη ως αντικειμενικό, «πλατύ» κοινό. Δεν προκειται εδώ να γίνει λόγος για αναγνωσιμότητα, επισκεψιμότητα, analytics, αλγόριθμους και echo chambers. Αυτά ανήκουν στο σύμπαν του συγγραφέα Πουλή, και ασφαλώς υπερανήκουν σε αυτό του δημοσιογράφου και αναλυτή Πουλή. Αυτοί ξέρουν το τεχνολογικό και κοινωνιολογικό υπόβαθρο της ιστορίας μας. Του συντετριμμένου και μαζοποιημένου ανθρώπου-έρμαιο της στρατιάς διαφημιστών, μάνατζερ και λοιπών νευροψυχολόγων που συνεδριάζουν καθημερινά σε κάποιο φιλικό-για-το-περιβάλλον γραφείο της Σίλικον Βάλεϊ ώστε να βρουν τρόπους να τον εθίσουν και να τον τρελάνουν λίγο περισσότερο. Μα αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ. Γιατί ο αφηγητής είναι στην από ‘δω πλευρά. Όχι δίπλα μας, αλλά σίγουρα αρκετά κοντά μας. Είναι μια οντότητα μεταμφιεσμένη, παρατηρητική, και σε κάποιες περιπτώσεις σχολιαστική της ίδιας της τής λειτουργίας. Ας το δούμε αυτό στο «Κουτσό μυρμήγκι» (σελ. 49):

[…] Ο Γιάννης υπερηφανευόταν ότι έχει “απόλυτο αυτίˮ. Απ’ έξω δεν φαινόταν κάτι ιδιαίτερο. Ένα αυτί σαν όλα τα άλλα. (Κι άλλο ένα από την ακριβώς απέναντι πλευρά του κεφαλιού.) Μπορούσε να βαράει το πόδι του στην άσφαλτο και να ξέρει ποια νότα παράγεται. Λίγο το έχεις; Πόσες φορές δεν είχε χρειαστεί αυτό σε μια πρόβα ή μια ηχογράφηση.
Όμως ρεμπέτης και να κυκλοφορεί με πατίνι δεν γίνεται. Και επειδή θεός δεν υπάρχει, ανέλαβε η Μοίρα να τιμωρήσει αυτή τη φρικτή παραφωνία. Έπεσε σε μια λακκούβα λοιπόν και σωριάστηκε στην άσφαλτο. Πέφτοντας έσπασε την κλείδα του και δύο πλευρά, οπότε για λίγο καιρό έπρεπε να μείνει στο σπίτι.
Και εκεί ξεκινάει η ιστορία μας. Που έχει ξεκινήσει ήδη πριν από λίγο, αλλά μόνο για να παρουσιάσουμε τον χαρακτήρα. Τώρα ξεκινάει και η πλοκή.

Ο αφηγητής σχολιάζει τον τρόπο της αφήγησης. Πρόκειται για ένα παιχνίδι μεταμφιέσεων και συμβόλων καθόλου άγνωστο στον Πουλή. Είναι, στην ουσία, το ίδιο πράγμα με ‘κείνο το άψογο κοστούμι-γραβάτα του ατσαλάκωτου άνκορμαν χάρη στο οποίο παρεισφρύει στο πεδίο της μηντιακής νομιμοποίησης για τις θρυλικές Ανασκοπήσεις τού The Press Project, όπου, πάλι, ο αφηγητής αποτελεί ταυτόχρονα την κριτική παρωδία και την απόλυτη κυριολεξία της εικόνας και του λόγου του.

Μια υπόγεια διάθεση βλασφημίας διαπνέει και συμπληρώνει το πανοραμικό τοπίο της Γουλιάς. Δεν είναι μόνο ο Γιωργάκης του κειμένου «Ξαφνικά αισιόδοξος» (σελ. 60), αυτό το «σκατόπαιδο», το «αρχιδάκι», «ο άνθρωπος που στην πόρτα του Άουσβιτς θα κούρευε μαλλιά, θα μάζευε δόντια και θα έλεγε “Καλώς ήρθατε, να ευχαριστηθείτε το μπάνιο σαςˮ σε αυτούς που μπαίνουν στο κρεματόριο», που μας το δείχνει αυτό. Το μικροδιήγημα «Ζητιάνα» (σελ. 83) ξεδιπλώνει την υπερβατική αυτή πρόθεση σε όλη της την ισχύ:

Η ζητιάνα ήταν γονατισμένη στα τέσσερα με τον κώλο τουρλωτό και το χέρι τεντωμένο. Αν δεν ήταν εξηντάρα, μαυροφορεμένη και ρακένδυτη, θα έλεγες ότι πρόκειται για μια πολύ αισθησιακή πόζα. Χάρη σε μια ροπή προς το εκκεντρικό χιούμορ, που τον χαρακτήριζε, πήγε από πίσω της και έκανε ότι την πηδάει. Είχε πάρει θέση σαν πορνοστάρ, κούναγε τη λεκάνη του μπρος-πίσω και γέλαγε στους φίλους του. Μετά σηκώθηκε όρθιος, έβγαλε το πουλί του και την κατούρησε την ώρα που εκείνη έκλαιγε. Αυτός γέλαγε και φώναζε στους φίλους του ότι θα καταφέρει να γράψει το όνομά του με τα κάτουρα, αν αυτή η μαλάκω μείνει για λίγο ακίνητη. Η γριά προσπαθούσε να φύγει, αλλά την κρατούσε ευτυχώς [sic] κάτω με το πόδι.

Η αφήγηση είναι, εδώ, ανελέητα υποκειμενική. Όχι μόνο μας δίνει σε απ’ ευθείας μετάδοση την εντύπωση που ο ήρωας έχει για τον εαυτό του από τη δική του οπτική γωνία («Χάρη σε μια ροπή προς το εκκεντρικό χιούμορ, που τον χαρακτήριζε», και όχι «που πίστευε ότι τον χαρακτηρίζει» ή κάτι τέτοιο), αλλά αποδίδει περίτεχνα και τον πιο ενδόμυχο και ελεεινό μικροσαδισμό της φαντασίωσης («την κρατούσε ευτυχώς κάτω…») όπως αυτός προκύπτει κατά τη στιγμή της φαντασίωσης. Καθώς, ναι, πρόκειται για φαντασίωση:

Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν πολύ τολμηρός. Ναι μεν τα σκεφτόταν όλα αυτά, λόγω της προκλητικής στάσης της ζητιάνας, αλλά δεν έκανε τίποτα. Την είχε μόλις προσπεράσει. Γύρισε πίσω, της έδωσε 50 ευρώ και συνέχισε τον δρόμο του για να πάει στη δουλειά του.

Οι ήρωες του Κωνσταντίνου Πουλή είναι πολύ τυχεροί (και μαζί τους, όλοι εμείς). Δεν στέκονται μόνο γυμνοί μπροστά στον αναγνώστη με όλες τους τις ολέθριες αδυναμίες και παθολογίες. Είναι αποκαθηλωμένοι σε βαθμό ολοσδιόλου ειλικρινή: τη στιγμή του οριστικού ξεσκεπάσματος, εκεί που πληρώνουν επί ματαίω 50 ευρώ για να ξαναγίνουν δεκτοί στο κλαμπ της ανθρωπίνου φυλής, στέκονται εκεί χάμω μόνοι κι έρημοι, χωρίς τους «φίλους τους» που είχαν προς στιγμή φανταστεί πως είναι στο πλευρό τους. Χωρίς όλους εμάς. Κι είναι, εκείνη την κρίσιμη στιγμή, ελεεινοί και βαθύτατα ανθρώπινοι.