Η ονοματοθεσία των οδών δεν είναι μια πράξη που λαμβάνει χώρα εν κενώ, μια απλή γραφειοκρατική υπόθεση που απασχολεί ελάχιστα τα δημοτικά συμβούλια των Δήμων και των εκάστοτε τοπικών αρχών ώστε να λυθούν άμεσα τα ζητήματα της δημόσιας σήμανσης των δρόμων. Η διαδικασία της ονομασίας ή μετονομασίας ενός δρόμου εξυπηρετεί, βέβαια, την αρχική και αυτονόητη χρηστική της λειτουργία, πρωτίστως, όμως, αντανακλά τις αντιλήψεις που ηγεμονεύουν τόσο στην κυρίαρχη πολιτική όσο και γενικά στη δημόσια σφαίρα σχετικά με το ιστορικό παρελθόν του κάθε τόπου.
Η επιλογή των οδωνυμίων συμβάλλει, λοιπόν, ενεργά στην παραγωγή της επίσημης συλλογικής μνήμης, τη σχηματοποιεί και την ευθυγραμμίζει με ένα συγκεκριμένο «αφήγημα», είτε αυτό συγκλίνει με την κυρίαρχη εθνική θεώρηση του παρελθόντος, είτε συγκρούεται με αυτή. Η ονομασία των οδών συναρθρώνει, δηλαδή, έναν συγκεκριμένο πολιτικό λόγο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αμέσως μετά την πτώση της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών το 1974 και την αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα, μια από τις πρωταρχικές αποφάσεις των τότε νεοσύστατων και εκλεγμένων δημοκρατικά δημοτικών συμβουλίων των Δήμων της κάθε περιφέρειας ήταν η μετονομασία πολλών οδών που είχαν θεσπιστεί την περίοδο της Χούντας ή και νωρίτερα.
Οι περισσότερες από τις μεταπολιτευτικές τοπικές αυτοδιοικήσεις -τουλάχιστον, αυτές όπου κυριαρχούσε το δημοκρατικό και προοδευτικό πολιτικό στοιχείο- θεωρούσαν ως βασικό χρέος τους να αλλάξουν τα χουντικά οδωνύμια, όπως εκείνα που έφεραν το όνομα «21η Απριλίου», ώστε να συμπεριληφθούν μέσα στο μνημονικό τοπίο της κάθε περιοχής τα ονόματα που θα φώτιζαν εκείνες τις πλευρές της ιστορικής μνήμης που μέχρι τότε ήταν εσκεμμένα λησμονημένες και επισκιασμένες. Έτσι, τα πρώτα μεταπολιτευτικά δημοτικά συμβούλια ξεκίνησαν μακροχρόνιες διαμάχες με τις Νομαρχίες ώστε ορισμένες οδοί είτε να ονομαστούν είτε να μετονομαστούν με τρόπο που θα αποτίνει φόρο τιμής στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, αλλά και στις νεότερες ηρωικές μορφές της αριστεράς, όπως ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ο Σωτήρης Πέτρουλας ή ο Αλέξανδρος Παναγούλης.
Βέβαια, αυτό υπήρξε αδιανόητο για την κυβέρνηση της δεξιάς και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που σε ένα μεγάλο βαθμό, απέρριψε συντριπτικά όλες τις προτάσεις των δημοτικών συμβουλίων για τις νέες ονοματοθεσίες των οδών μέσω του αυτοδιοικητικού της βραχίονα. Αλησμόνητη παραμένει μέχρι σήμερα η δικαιολογία που ανέφερε η Νομαρχία Ημαθίας όσον αφορά την απόρριψη της απόφασης του Δήμου Βέροιας να δοθεί σε έναν δρόμο το όνομα του Γρηγόρη Λαμπράκη, με μια ανακοίνωση όπου τονιζόταν πως «η ονομασία αυτή δημιουργεί κινδύνους αναζωπυρώσεως των πολιτικών παθών».
Αυτό το σκηνικό θα άλλαζε τη δεκαετία του 1980 με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, όπου και έγιναν καθοριστικά βήματα για την αποκατάσταση ενός μέρους της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας, με αποτέλεσμα πολλά οδωνύμια να μετονομαστούν με τρόπο που έδιναν τη δυνατότητα και σε άλλες κοινότητες μνήμης να εκφραστούν στο δημόσιο χώρο.
Με το πέρασμα των χρόνων της Μεταπολίτευσης, η ονοματοθεσία των δρόμων άρχισε να χάνει ένα μέρος από το πολιτικό φορτίο που έφερε, τις περισσότερες φορές κατέληγε να είναι μια τετριμμένη διοικητική διαδικασία διευκόλυνσης της σήμανσης και διάκρισης των οδών, χωρίς όμως να σταματήσει να αντανακλά τις επίσημες ιστορικές αφηγήσεις. Οι εκάστοτε πολιτικές συγκρούσεις που αναδύονταν μέσα στα τοπικά δημοτικά συμβούλια, συνήθως λύνονταν κεκλεισμένων των θυρών, χωρίς αυτές οι διενέξεις να λάβουν κάποια αξιοσημείωτη δημοσιότητα. Οι μηχανισμοί της μνήμης, δηλαδή, που συσχετίζονται άμεσα με τη διεκδίκηση του δημόσιου χώρου ακόμα και σε σημειολογικό επίπεδο, άρχιζαν να αδρανοποιούνται και να ξεφτίζουν.
Αυτοί οι μηχανισμοί της μνημοσύνης, όμως, άμεσα συνδεδεμένοι με τις ατραπούς του παρελθόντος, όσο και να σκουριάσουν μέσα στην ιστορική τους αδράνεια, είναι αδύνατο να εξαφανιστούν πλήρως. Έτσι, όταν αυτοί αναμοχλευθούν από κάποιους που επιμένουν στη διατήρησή και τη διάσωσή της, εμφανίζονται στο προσκήνιο όλοι πολιτικοί ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις που κάποιοι θεώρησαν, εντελώς βολικά, πως είχαν εξαφανιστεί.
Οι δρόμοι των φαντασμάτων
Η Θεσσαλονίκη, η «πόλη των φαντασμάτων» όπως την είχε ονομάσει ο ιστορικός Mark Mazower, αποτελεί μια τέτοια ιδιαίτερη περίπτωση περιφέρειας όπου οι μετεμφυλιακές αρχές φρόντισαν να προωθήσουν τη συνθήκη της ιστορικής «λήθης» με σκοπό κανένας υπεύθυνος να μην έρθει αντιμέτωπος με τα κρίματα και τα εγκλήματα που διέπραξε. Ο αφανισμός των Εβραίων της Θεσσαλονίκης που στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η εξάλειψη των Εβραϊκών συνοικιών και η οικειοποίηση των περιουσιών των Εβραίων που χάθηκαν στη Σοά, είναι μια από τις πιο μιαρές και σκοτεινές σελίδες της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης που το αντισημιτικό στοιχείο δεν έπαψε ποτέ να ενυπάρχει μέσα στη ραχοκοκαλιά της.
Αντίστοιχα, τα εγκλήματα των Ταγμάτων Ασφαλείας και των συνεργατών δωσίλογων των Γερμανών καταχτητών, όπως του διαβόητου Δάγκουλα, του πρώτου «Δράκου» της Θεσσαλονίκης και της ομάδας του (οι τρομεροί «Δαγκουλαίοι»), βούλιαξαν την πόλη στο αίμα και στον πόνο, αμαυρώνοντας μια για πάντα τη συλλογική μνήμη των κατοίκων, αφήνοντας εις το διηνεκές ανοιχτά τραύματα που κακοφόρμισαν με το πέρασμα των χρόνων. Για να δανειστούμε τους στίχους του Κώστα Λαχά, «και η πόλη μοιάζει γενικώς τάφος οικογενειακώς», έτσι ήταν τα πράγματα στη Θεσσαλονίκη την περίοδο της Κατοχής, της Λευκής Τρομοκρατίας και του Εμφυλίου.
Αυτές τις κακές μνήμες ήρθαν να αναμοχλεύσουν τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2010 ορισμένοι δημοτικοί σύμβουλοι προερχόμενοι από το χώρο της αριστεράς, αγωνιστές της αντίστασης την περίοδο της Χούντας. Πιο συγκεκριμένα, το 2013, ο τότε δημοτικός σύμβουλος και μετέπειτα βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Τριαντάφυλλος Μηταφίδης είχε καταθέσει πρόταση ενώπιο του δημοτικού συμβουλίου ώστε να λάβει μια οδός στη Θεσσαλονίκη το όνομα του σπουδαίου συγγραφέα, μελετητή της εβραϊκής ιστορίας και απογόνου θυμάτων του Ολοκαυτώματος, Αλμπέρτου Ναρ. Μάλιστα, ο κ. Μηταφίδης είχε υποδείξει και το δρόμο στον οποίο έπρεπε να δοθεί το όνομα του Ναρ και δεν ήταν άλλος από αυτόν που σήμερα ονομάζεται οδός Στρατηγού Αθανασίου Χρυσοχόου και βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της Σχολής Τυφλών.
Ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης είχε τεκμηριώσει την πρότασή του, υποστηρίζοντας πως ο στρατηγός Αθανάσιος Χρυσοχόου, ο οποίος διορίστηκε με ενέργειες του κατοχικού πρωθυπουργού, Γ. Τσολάκογλου, στη θέση του γενικού επιθεωρητή νομαρχιών Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη, με την έγκριση των Ναζί, τροφοδοτούσε τους ταγματασφαλίτες με γερμανικό οπλισμό, ενώ υπερασπίστηκε τους δωσίλογους στα δικαστήρια που έγιναν για τους εγκληματίες πολέμου μετά την Κατοχή. Το όνομά του δόθηκε σε δρόμο της πόλης από το δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης που είχε διοριστεί από τη Χούντα, ενώ η αλλαγή αυτού του ονόματος θα είχε και συμβολικό χαρακτήρα, καθώς προτάθηκε να γίνει ενόψει του πρώτου δημόσιου εορτασμού της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, που έλαβε χώρα στις 30 Οκτωβρίου 1944.
Το ζήτημα εκκρεμούσε για αρκετά χρόνια και επαναφέρθηκε πολλές φορές στις συνεδριάσεις των δημοτικών συμβουλίων του Δήμου Θεσσαλονίκης. Η κατάσταση άλλαξε το 2018, όταν η πρόταση για τη μετονομασία της οδού Χρυσοχόου εγκρίθηκε, τελικά, από το τότε δημοτικό συμβούλιο. Από εκείνη τη στιγμή, η Θεσσαλονίκη εξαναγκάστηκε να βγει από τον ωκεανό της λήθης στον οποίο έπλεε αμέριμνα, για να έρθει και πάλι αντιμέτωπη με το ιστορικό της παρελθόν, και, δυστυχώς, βρέθηκε πολύ κατώτερη των περιστάσεων.
Αλλά ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ποιος ήταν ο στρατηγός Αθανάσιος Χρυσοχόου που διχάζει μέχρι και σήμερα τη Θεσσαλονίκη
Ο Αθανάσιος Χρυσοχόου, γεννημένος στα Πράμαντα Ιωαννίνων, ήταν στρατιωτικός που συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και έφτασε να λάβει τον βαθμό του συνταγματάρχη ιππικού. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Γερμανικής Κατοχής, διετέλεσε Επιτελάρχης του στρατηγού και πρώτου δωσίλογου πρωθυπουργού Γεωργίου Τσολάκογλου, τοποθετήθηκε έμμισθος Γενικός Επιθεωρητής Νομαρχιών Μακεδονίας και ορίσθηκε ένα μήνα πριν από την αποχώρηση των ναζί από την Ελλάδα ως Υπουργός-Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, που υπήρξε κλάδος της Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας, δηλαδή του μετέπειτα υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης.
Κύρια δραστηριότητα της Γενικής Επιθεώρησης Νομαρχιών Μακεδονίας, ήταν η συγκέντρωση αναφορών της Χωροφυλακής και των Νομαρχιών κυρίως για τις αντιστασιακές δράσεις κατά των Γερμανών στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά και η αντιμετώπιση των αποσχιστικών τάσεων που εκπορεύονταν από βουλγαρικούς, ιταλικούς και ρουμανικούς κύκλους.
Αυτό που έκανε όμως, πράξη, ο Αθανάσιος Χρυσοχόου, όπως φαίνεται από τα ίδια του κείμενα πρωτίστως, ήταν η πάταξη των «Εαμοβούλγαρων», δηλαδή των κομμουνιστών αντιστασιακών που μάχονταν εναντίον των Γερμανών.
Γράφει ο δημοσιογράφος Τάσος Κωστόπουλος στην «Εφημερίδα των Συντακτών», στο φύλλο της 18ης Μαρτίου 2018: «Κεντρικό πυλώνα της δραστηριότητάς του αποτέλεσε η πλήρης ταύτιση με τις γερμανικές κατοχικές αρχές, με αμείλικτη καταστολή κάθε αντιστασιακής ενέργειας που έθετε σε κίνδυνο αυτή την ισορροπία. Το πιστοποιούν, μεταξύ άλλων, οι αναλυτικές «οδηγίες» του προς τους νομάρχες και επάρχους (19/3/1942, αρ. Ε.Π. 666) που φυλάσσονται στο Αρχείο του (φ. 7, εγγρ. 127), επικυρωμένες από τον Τσολάκογλου με την εντολή προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας και «άπαντα τα Υπουργεία» να «αποτελέσωσι βάσιν των υμετέρων εκάστοτε διαταγών και των ενεργειών των υφ’ υμάς οργάνων» (Εν Αθήναις 6/4/1942, αρ. 370 εμπ.)».
Την ίδια θέση υποστηρίζει και ο δημοσιογράφος Σπύρος Κουζινόπουλος σε εκτενές ρεπορτάζ του: «Στους κόλπους αυτής της υπηρεσίας (σ.σ. της Γενικής Επιθεώρησης Νομαρχιών Μακεδονίας) δημιουργήθηκε και άρχισε να δραστηριοποιείται από το καλοκαίρι του 1941 η οργάνωση ‘ΥΒΕ/ΠΑΟ’ που είχε συγκροτηθεί από πρώην αξιωματικούς στην πλειοψηφία. Πραγματικός αρχηγός της, ήταν ο Χρυσοχόου, ενώ στην ηγετική ομάδα μετείχαν οι ταγματάρχες Ι. Παπαθανασίου, Ε. Δόρτας, Θ. Μπάρμπας και ο λοχαγός Α. Σακελλαρίδης. Πολύ γρήγορα και καθώς η Εθνική Αντίσταση φούντωνε στη Βόρεια Ελλάδα, όπως και στην υπόλοιπη χώρα, η ΥΒΕ/ΠΑΟ πήρς μια καθαρά αντιΕΑΜική στάση, αντιπαλεύοντας τις οργανώσεις του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ και της Εθνικής Αλληλεγγύης που είχαν αναπτυχθεί στις πόλεις, τα χωριά και τα βουνά της Μακεδονίας, εξυπηρετώντας στην ουσία τις δυνάμεις του κατακτητή».
Είναι χαρακτηριστική μία είδηση που δημοσίευσε στις 24 Απριλίου 1943 η μυστική εφημερίδα της Αντίστασης «Ελευθερία», αναφέροντας την περίπτωση του ανθυπασπιστή του Στρατού, Αντώνιου Αντωνίου. Και όπως τονίζοντας: «Ο αξιωματικός αυτός παρασύρθηκε και προσχώρησε στην κλίκα του Χρυσοχόου, αλλά γρήγορα επείσθη για τους αντεθνικούς σκοπούς της από διάφορα γεγονότα που με σαφήνεια εκθέτει και έφυγε για να υπηρετήσει κάτω από τη σημαία του ΕΛΑΣ».
Επίσης, σύμφωνα με τον Γερμανό ιστορικό Χάγκεν Φλάισερ, ο Χρυσοχόου πιθανόν να εμπλέκεται με τη στάση του στα πρώτα αντισημιτικά μέτρα των γερμανικών δυνάμεων Κατοχής στη Θεσσαλονίκη. Με βάση την εκτίμησή του, κατά τα μέσα του 1942 φαίνεται να πρότεινε την απασχόληση Εβραίων πολιτών σε καταναγκαστικές εργασίες, στις οποίες μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά χριστιανοί. Το συγκεκριμένο -μη επιβεβαιωμένο – αίτημα του Χρυσοχόου, συνδέθηκε με την ανάγκη αντικατάστασης, ενόψει εποχικών εργασιών, των αγροτών που είχαν επιστρατεύσει μέχρι τότε οι αρχές Κατοχής. Αυτή η «διαμαρτυρία» του Χρυσοχόου, οδήγησε με βάση τον Γερμανό ιστορικό, στο «Μαύρο Σάββατο», δηλαδή τη συγκέντρωση 9.000 αρρένων Εβραίων στην Πλατεία Ελευθερίας στις 11 Ιουλίου του 1942 προκειμένου να καταγραφούν για να σταλούν σε καταναγκαστικά έργα υπό την δικαιοδοσία της οργάνωσης Τοτ. Οι περισσότεροι στάλθηκαν και εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Στα τέλη του ίδιου έτους ξεκίνησε η συνεργασία του Χρυσοχόου με την κατασκοπευτική οργάνωση «Ζευς», η οποία υπαγόταν στη βρετανική Intelligence Service.
Λίγες ημέρες πριν το τέλος της Κατοχής, ο Χρυσοχόου συνελήφθη από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στη Θεσσαλονίκη, κρατήθηκε για αρκετό διάστημα με διάφορες κατηγορίες εις βάρος του, δικάστηκε από λαϊκό δικαστήριο ως δωσίλογος για να απελευθερωθεί από τους Άγγλους μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας.
Μετά το πέρας του πολέμου, ο Αθανάσιος Χρυσοχόου προσπάθησε να νομιμοποιήσει τη δράση που ανέπτυξε κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, εκδίδοντας ένα πολύτομο έργο στο οποίο αποτύπωνε και αποκαθιστούσε τις πράξεις του, ενώ ανέπτυξε και πολιτική δραστηριότητα με την ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, κατεβαίνοντας υποψήφιος βουλευτής Θεσσαλονίκης το 1958, χωρίς, όμως, να εκλεγεί.
Στις 11 Φεβρουαρίου του 1959, παρότι ο Χρυσοχόου είχε κληθεί από την εισαγγελία να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του κατηγορούμενου για εγκλήματα πολέμου, αξιωματικού των Ναζί και σφαγέα της Θεσσαλονίκης, Μαξ Μέρτεν, η κατάθεση του υπεράσπιζε και δικαιολογούσε τις ενέργειες του ναζί αξιωματούχου. Να σημειωθεί ότι ο Μαξ Μέρτεν την περίοδο 1942-1944 ήταν ο αξιωματικός των Ναζί που διέταξε το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, καθώς επίσης βασανιστήρια, εκτελέσεις αγωνιστών της Αντίστασης, αλλά υπήρξε και ο εμπνευστής επέκτασης της βουλγαρικής κατοχής στη Μακεδονία.
Ο Τύπος της εποχής αναπαρήγαγε με πιστότητα και αξιοπιστία την ακροαματική διαδικασία, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα μεγάλο αρχειακό υλικό με τις μαρτυρίες του Αθανάσιου Χρυσοχόου κατά τη διάρκεια της δίκης του διαβόητου Μέρτεν.
Ο στρατηγός Αθανάσιος Χρυσοχόου, αφότου αναβαπτίστηκε στην «κολυμπήθρα» της εθνικοφροσύνης μετά τον πόλεμο, και από συνεργάτης των Γερμανών και δωσίλογος, μετατράπηκε σε «Έλληνα πατριώτη», συνέχισε τις δραστηριότητές του για την πάταξη του κομμουνισμού στη χώρα. Για αυτές τις ενέργειές του, τιμήθηκε από τη χούντα των Συνταγματαρχών, η οποία έδωσε το όνομα του στην περιβόητη οδό στη Θεσσαλονίκη, στις 29 Ιανουαρίου του 1971, σε μια συνοικία που κάποτε κατοικούσαν Εβραίοι πολίτες που εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Το χρονικό της υπόθεσης στο Δήμο Θεσσαλονίκης
Όπως ειπώθηκε προηγουμένως, η υπόθεση της μετονομασίας της οδού στρατηγού Αθανάσιου Χρυσοχόου σε οδό Αλμπέρτου Ναρ, ξεκίνησε να συζητιέται στο δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Θεσσαλονίκης από το 2013.
Η πρώτη απόφαση για μετονομασία του συγκεκριμένου δρόμου λήφθηκε στις 23 Αυγούστου του 2016 από την επιτροπή που είχε συσταθεί από το δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης για την ανάδειξη της ιστορικής μνήμης της πόλης, επί δημαρχίας του Γιάννη Μπουτάρη.
Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς από το συμβούλιο της πέμπτης δημοτικής κοινότητας. Ωστόσο, τον Ιούνιο του 2017 η Επιτροπή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης ζήτησε να προσκομιστούν περισσότερα στοιχεία και ιστορικές αναφορές που να συνηγορούν υπέρ της αναγκαιότητας μετονομασίας της οδού [ΑΔΜΘ (6/6/2017)].
Η πέμπτη δημοτική κοινότητα, όπως είχε αναφέρει τότε η πρόεδρός της, Αργυρώ Κουράκη, έπειτα από το συγκεκριμένο αίτημα της επιτροπής, απευθύνθηκε στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, το οποίο και απέστειλε συμπληρωματικά υπόμνημα 32 σελίδων με στοιχεία σχετικά με το βιογραφικό του Αθανασίου Χρυσοχόου.
Στο 32 σελίδων υπόμνημα του ΚΙΘ που συνέταξε ο ιστορικός Θεοδόσης Τσιρώνης, επισημαίνονται, μεταξύ των άλλων, ότι ο Χρυσοχόου συνδέθηκε με τον δωσιλογισμό και υπήρξε μάρτυρας υπεράσπισης στο Ειδικό Στρατοδικείο Εγκλημάτων Πολέμου του Μαξ Μέρτεν, που κατηγορήθηκε ως ο κύριος υπεύθυνος για την εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης.
Γράφει τότε ο δημοσιογράφος Απόστολος Λυκεσάς στην «Εφημερίδα των Συντακτών» στο φύλλο της 7ης Ιουνίου 2017: «Δύσκολα φεύγουν οι σκιές δωσίλογων από τους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Η αρμόδια επιτροπή ονοματοθεσίας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας απέρριψε χθες με ψήφους τρεις έναντι μίας την πρόταση του Δήμου Θεσσαλονίκης να μετατραπεί η οδός Χρυσοχόου σε Αλβέρτου Ναρ».
Ο Λυκεσάς συνεχίζει στην ανταπόκρισή του: «Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, οι δημοσιογράφοι Χρήστος Ζαφείρης και Σπύρος Κουζινόπουλος και ο παλαίμαχος της Αριστεράς Σπύρος Σακέττας κατέθεσαν στην επιτροπή στοιχεία και ντοκουμέντα για το ποιόν του Χρυσοχόου.
Μάλιστα παρουσιάστηκαν από τον Σπύρο Κουζινόπουλο δύο άγνωστα έγγραφα που αποδείκνυαν ότι ο Χρυσοχόου ‘όχι μόνο δεν απολάμβανε την εμπιστοσύνη της εξόριστης στο Κάιρο ελληνικής κυβέρνησης, όπως ο ίδιος πομπωδώς διακήρυσσε, αλλά ακόμη και ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου είχε εκφράσει την αποδοκιμασία του για τις δοσοληψίες του Χρυσοχόου με τους ναζί’.
Τα συγκεκριμένα στοιχεία αναιρούν τη μυθολογία που ο ίδιος ο Χρυσοχόου καλλιέργησε μετά την απελευθέρωση, εκδίδοντας ο ίδιος βιβλία και γράφοντας ότι οι ενέργειές του ήταν αποτέλεσμα έγκρισης της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και του Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής».
Μετά την κατάθεση του υπομνήματος από το ΚΙΘ, ως αποτέλεσμα στις 16/2/2018 η επιτροπή της ΑΔΜΘ γνωμοδότησε υπέρ της μετονομασίας, απόφαση που αμέσως χαιρετίστηκε από τον Σύλλογο Φυλακισθέντων-Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974 (ΣΦΕΑ).
Δύο πρώην πολιτικοί κρατούμενοι της χούντας, οι δικηγόροι Αλέκος Γρίμπας και Σπύρος Σακέττας, σε ανοιχτή επιστολή τους προς τον δήμαρχο και τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου Θεσσαλονίκης, με αφορμή τη μετονομασία της οδού Αθανάσιου Χρυσοχόου σε Αλβέρτου Ναρ, υπογράμμισαν ότι αποτελεί «ιστορική πρόκληση να υπάρχει το όνομά του στρατηγού Αθ. Χρυσοχόου σε δρόμο της πόλης», που είχε δοθεί με απόφαση της χουντικής δημοτικής αρχής. Η επιστολή τους είχε κοινοποιηθεί το 2018 και από τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Τριαντάφυλλο Μηταφίδη.
https://www.facebook.com/tmitafidis/posts/10213630990323555?ref=embed_post
Η επιστολή τους ήταν ένα δριμύτατο «κατηγορώ» εναντίον του στρατηγού Αθανάσιου Χρυσοχόου, καταδεικνύοντας τον ως δεξί χέρι του σφαγέα Μέρτεν, που εξολόθρευσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της, τους εβραϊκής καταγωγής συμπολίτες μας, στέλνοντάς τους στο Άουσβιτς, και λίγο πριν σε εξοντωτική καταναγκαστική εργασία, ενώ καταδίκασε σε θάνατο από πείνα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της. Ότι ήταν επίορκος αξιωματικός γιατί τέθηκε υπό τις διαταγές των κατοχικών κυβερνήσεων και των δημίων του Χίτλερ. Ότι προσπάθησε να αποτρέψει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τις αντιστασιακές δυνάμεις, οπλίζοντας και κινητοποιώντας τους δωσίλογους των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Η αγωγή των απογόνων του Αθανασίου Χρυσοχόου εναντίον Μηταφίδη, Σακκέτα και Γρίμπα
Στις 5 Μαρτίου του 2018, ο εγγονός του Αθανασίου Χρυσοχόου, δικηγόρος Ηρακλής Σπανός, απευθύνει εν ονόματι και των λοιπών απογόνων του -της κόρης και του γιου του Χρυσοχόου- επιστολή στον συντάκτη της έκθεσης του ΚΙΘ κατηγορώντας τον πως όχι μόνο «στερείται της αναγκαίας ιστορικής αντικειμενικότητας και τεκμηρίωσης», αλλά υπηρετεί εσκεμμένα «τον στόχο εκπροσώπων συγκεκριμένης ιδεολογικής αντίληψης για τη σπίλωση και βάναυση προσβολή της μνήμης του Αθανασίου Χρυσοχόου». Προειδοποίησε, μάλιστα, ότι προτίθενται «να ασκήσουν όλα τα νόμιμα δικαιώματά τους για την αποκατάσταση της μνήμης του στρατηγού». Προηγουμένως, οι απόγονοί του είχαν ζητήσει από το δημοτικό συμβούλιο την προσκόμιση παραπάνω αποδεικτικών στοιχείων για τον δωσιλογισμό του προγόνου τους.
Πράγματι, λίγο αργότερα, οι απόγονοι του Χρυσοχόου, κατέθεσαν αγωγή εναντίον των δικηγόρων Αλέκου Γρίμπα και Σπύρου Σακκέτα, λόγω της επιστολής που έστειλαν στον Δήμο Θεσσαλονίκης, όπως και εναντίον του Τριαντάφυλλου Μηταφίδη, που κοινοποίησε την εν λόγω επιστολή, με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμισης του προγόνου τους. Τη δράση τους υποστήριξε το σωματείο «Ηπειρωτική Εστία Θεσσαλονίκης», πρόεδρος του οποίου είχε υπάρξει κάποτε και ο ίδιος ο Χρυσοχόου.
Όπως αναγράφει η επίσημη ανακοίνωσή της οικογένειας Χρυσοχόου: «Η αγωγή που υποβάλαμε κατά των συγκεκριμένων υβριστών είναι νόμιμη άμυνα εναντίον της σπίλωσης της μνήμης ενός αγαπημένου μας προσώπου.
Όσοι επιθυμούν να τους μιμηθούν, ας λάβουν υπόψη ότι ο εμφύλιος τελείωσε πριν ακριβώς 70 χρόνια».
Μάλιστα, εκτός από την ακύρωση της απόφασης μετονομασίας της Οδού Χρυσοχόου, οι απόγονοι του Αθανάσιου Χρυσοχόου, με την αγωγή που κατέθεσαν, διεκδικούν να τους επιδικαστεί αποζημίωση συνολικού ύψους 600.000 ευρώ για προσβολή της μνήμης του εκλιπόντος, αλλά δεν σταμάτησαν μόνο εκεί. Ζητούσαν, ταυτόχρονα, και την προσωπική κράτηση, διάρκειας έξι μηνών, για τον καθένα από τους τρεις εναγόμενους ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης.
Η ιστορία στο εδώλιο
Μέσα από αυτή την αλληλουχία των γεγονότων, η σύγχρονη ιστορία της Θεσσαλονίκης κατέληξε να βρίσκεται στο εδώλιο, ενώ εκείνοι που αναμόχλευσαν τη μνήμη και «αναζωπύρωσαν τα πολιτικά πάθη», βρέθηκαν στον ρόλο του κατηγορούμενου, μέσα σένα κακοφτιαγμένο σκηνικό που μας θυμίζει περισσότερο κακοστημένη φάρσα, παρά πραγματικότητα. Γιατί η πραγματικότητα συνηγορεί ότι η Θεσσαλονίκη όχι μόνο δεν ήρθε ποτέ αντιμέτωπη με το παρελθόν της, αλλά επί πολλά συναπτά έτη οι ταγματασφαλίτες, οι συνεργάτες των Γερμανών και οι απόγονοί τους έκαναν κουμάντο, μην αφήνοντας σπιθαμή χώρου για κανέναν άλλο.
Ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος γράφει χαρακτηριστικά: «Είναι θέμα επιστημονικής φαντασίας τι θα συνέβαινε στα δικαστήρια της Γερμανίας και της Ευρώπης αν ο Χίτλερ είχε αφήσει απογόνους δικηγόρους. Είναι θέμα όμως πραγματικό τι θα κάνουν τα ελληνικά δικαστήρια με την υπόθεση αυτή. Γιατί η υπόθεση έχει γίνει «μπαλάκι» από δικαστήριο σε δικαστήριο».
Τόσο οι εναγόμενοι όσοι και οι δικηγόροι τους έμειναν εμβρόντητοι με την απόφαση που ανακοίνωσε το Διοικητικό Εφετείο της Θεσσαλονίκης τον Απρίλιο του 2022, το οποίο αποφάσισε να κάνει δεκτή την προσφυγή των απογόνων του φρουράρχου Θεσσαλονίκης. Το δικαστήριο, όμως, δεν έμεινε μόνο εκεί, ακύρωσε την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου για τη μετονομασία του δρόμου, επειδή έκρινε ότι τα ιστορικά στοιχεία στα οποία βασίστηκε «δεν συνιστούν το στοιχείο του εξαιρετικού και της αναγκαιότητας για τη μετονομασία, αφού οι ιστορικές αναφορές και πληροφορίες για το πρόσωπο και τη δράση του Στρατηγού Αθανασίου Χρυσοχόου είναι αντικρουόμενες και αντιφατικές».
Το δικαστήριο, δηλαδή, ανέλαβε τον ρόλο ιστορικού και έβγαλε πόρισμα για το εάν τα ιστορικά στοιχεία είναι επαρκή ή όχι!
Για την παρουσίαση των γεγονότων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της αγωγής των απογόνων του Αθανασίου Χρυσοχόου εναντίον των Μηταφίδη, Γρίμπα και Σακκέτα, επικοινώνησα με τους δικηγόρους των τριών εναγόμενων, την κ. Ιφιγένεια Καμτσίδου, Συνταγματολόγου και καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ και τον κ. Βασίλη Τσιγαρίδα, διδάκτορα Νομικής και μέλους του Δ.Σ του ΔΣΘ, ώστε να διασαφηνίσουν τις σημαντικές πτυχές της διαδικασίας.
Αρχικά, ο Βασίλης Τσιγαρίδας αναφέρει: «Ουσιαστικά υπάρχουν δύο δίκες. Μια αστική δίκη που έχουν ξεκινήσει οι απόγονοι του Χρυσοχόου εναντίον Μηταφίδη, Γρίμπα και Σακκέτα για την προσβολή της μνήμης του προγόνου τους, δηλαδή του πατέρα τους. Υπάρχει και η δεύτερη δίκη, η Διοικητική δίκη, στην οποία οι απόγονοι Χρυσοχόου αμφισβητούν τη νομιμότητα της διαδικασίας της μετονομασίας της οδού.
Η διαδικασία της αστικής δίκης ανεστάλη μέχρι να αποφανθεί το διοικητικό δικαστήριο».
Η Ιφιγένεια Καμτσίδου συμπληρώνει: «Αυτό συμβαίνει διότι οι απόγονοι Χρυσοχόου θεωρούν ότι η ανάγνωση της ιστορίας από εξαιρετικά έγκυρους και διακεκριμένους επιστήμονες, όπως ο Χάγκεν Φλάισερ, είναι μεροληπτική. Υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία ότι ήταν συνεργάτης των Ναζί, αλλά υπάρχει και μια αφήγηση που υποστηρίζει ότι ο Χρυσοχόου έδρασε ώστε να διατηρήσει ένα προστατευτικό κλοιό γύρω του, ότι δεν έδρασε αυτοβούλως εξέφρασε την κυρίαρχη αντίληψη της αστικής τάξης της Θεσσαλονίκης».
Ο Βασίλης Τσιγαρίδας τονίζει: «Το κεντρικό πρόβλημα, όμως, ξεκινάει από το γεγονός ότι τα δικαστήρια χρειάστηκε να επεξεργαστούν αυτή την ερώτηση, εάν ο Αθανάσιος Χρυσοχόου υπήρξε δωσίλογος ή όχι, να κρίνουν την ιστορική προσωπικότητά του. Υπάρχει ένα consensus της ιστοριογραφίας ότι ο Χρυσοχόου υπήρξε συνεργάτης των Ναζί, ούτως ή άλλως, ήταν φρούραρχος της Θεσσαλονίκης στη Ναζιστική Κατοχή».
«Το ζήτημα είναι ότι το διοικητικό δικαστήριο ένιωσε την ανάγκη να εισχωρήσει σε αυτή την ιστορική συζήτηση. Σε μια τόσο σύνθετη διαδικασία, θα μπορούσε να είχε εντοπιστεί κάποιο άλλο νομικό πρόβλημα. Αντί αυτού, το δικαστήριο εισήλθε στην ουσία της υπόθεσης και αξιολόγησε τα ιστορικά δεδομένα, κάτι που απαγορεύεται, είναι εναντίον του Συντάγματος και του νόμου», τονίζει ο κ. Τσιγαρίδας.
«Και είναι εύλογο που απαγορεύεται σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία», συμπληρώνει η Ιφιγένεια Καμτσίδου. «Εάν οι επιστημονικές θέσεις καθορίζονται με δικαστική κρίση, δηλαδή με κρίση ενός κρατικού οργάνου, η ελευθερία της επιστήμης συρρικνώνεται σημαντικά!».
«Για να γίνουν αντιληπτά κάποια πράγματα, πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι το Διοικητικό δικαστήριο της Θεσσαλονίκης που έκρινε την υπόθεση είναι ένα ακυρωτικό δικαστήριο», προσθέτει ο κ. Τσιγαρίδας. «Βάση του Συντάγματος και του νόμου, το ακυρωτικό δικαστήριο δεν επιτρέπεται να εισέλθει σε ζητήματα πραγματικά, σε ζητήματα σκοπιμότητας και σε ζητήματα τεχνικά, όπως σε ζητήματα επιστημονικής και ιστορικής κρίσης».
Στην ερώτηση αν το Εφετείο της Θεσσαλονίκης έδρασε αντισυνταγματικά, οι δύο δικηγόροι απαντούν:
«Κατά τη γνώμη μας, το δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία που προσδιορίζει το Σύνταγμα και ο νόμος. Δεν γίνεται σε ένα Διοικητικό Εφετείο της Ελλάδας να λαμβάνει χώρα μια ιστορική δίκη και να αποφασίζεται εάν ο Χρυσοχόου ήταν ναζί ή όχι. Αυτό είναι αδιανόητο, είναι άνευ προηγουμένου!»
Όσον αφορά την έφεση που σκοπεύουν να κάνουν οι εναγόμενοι στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ο Βασίλης Τσιγαρίδας αναφέρει: «Εδώ υπάρχει ένα δεύτερο πρόβλημα. Κανονικά η δίκη μετονομασίας μιας οδού διεξάγεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο Διοικητικό δικαστήριο. Αυτό σημαίνει πως κανονικά δεν έχουμε κανένα ένδικο μέσο στη διάθεσή μας, δεν υπάρχει δυνατότητα έφεσης».
«Ωστόσο, εμείς κάναμε έφεση στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ελπίζοντας ότι θα γίνει αντιληπτό το μέγεθος της παράβασης του Συντάγματος και του νόμου, καθώς η απόφαση του Διοικητικού δικαστηρίου διαρρηγνύει τα όρια που βάζει το Σύνταγμα και ο νόμος στα ίδια τα δικαστήρια».
«Το ΣτΕ οφείλει να επιληφθεί την κατάσταση ώστε να αποκατασταθεί η Συνταγματική νομιμότητα», τονίζουν οι δύο δικηγόροι.
Όταν ο Δήμος Θεσσαλονίκης επέλεξε ιστορική πλευρά
Άμοιρη ευθυνών δεν είναι η δημαρχία του Κωνσταντίνου Ζέρβα, που υποστηρίζεται από τη Νέα Δημοκρατία. Ο ίδιος, μάλιστα, είχε δηλώσει «παρών» στην επίμαχη συνεδρίαση του Συμβουλίου της Ε’ Κοινότητας πραγματοποιήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2018 και επικύρωσε την απόφαση για μετονομασία της Οδού Χρυσοχόου.
Όταν εκδόθηκε η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, η δημαρχία του Κωνσταντίνου Ζέρβα ανέθεσε στον Ευάγγελο Χεκίμογλου, πρώην Έφορο του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης, να συντάξει νέα έκθεση για τον Χρυσοχόου, στην οποία, ασπάζεται την άποψη του ιστορικού Βάιου Καλογρηά, η οποία συμπεραίνει πως: «… η πολιτική του (Χρυσοχόου) δεν αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση γερμανικών συμφερόντων, αλλά στη διατήρηση του κρατικού μηχανισμού και στη διαφύλαξη του ελληνικού εθνικού χαρακτήρα της Μακεδονίας».
Πρόκειται, δηλαδή, για μια ακόμα προσπάθεια νομιμοποίησης των πράξεων των συνεργατών των Γερμανών, ενός αδίστακτου ιστορικού αναθεωρητισμού που εδώ και δεκαετίες προσπαθεί να στέψει με το φωτοστέφανο της «εθνικοφροσύνης» τους συνεργάτες των καταχτητών οι οποίοι έλαβαν άφεση αμαρτιών από τις μετεμφυλιακές δεξιές κυβερνήσεις.
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης, όμως, επέλεξε και αυτός με τη σειρά του, να λάβει ξεκάθαρη ιστορική θέση στην υπόθεση Χρυσοχόου και στη διαμάχη των ιστορικών. Επέλεξε και αυτός να συνταχθεί με την πλευρά που «αθωώνει» τον Αθανάσιο Χρυσοχόου από την κατηγορία του δωσιλογισμού, και με συνοπτικές διαδικασίες, αποκαθήλωσε το όνομα του Αλμπέρτου Ναρ και επανάφερε το όνομα του Χρυσοχόου στον επίμαχο δρόμο.
Όσον αφορά την ίδια την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ανακοινώθηκε πως δεν ήταν επαρκή τα ιστορικά στοιχεία και πέταξε το μπαλάκι στην κρίση της τοπικής αυτοδιοίκησης, τόσο η Ιφιγένεια Καμτσίδου όσο και ο Βασίλης Τσιγαρίδας αναφέρουν:
«Πράγματι, ο Δήμος Θεσσαλονίκης με δήμαρχο τον Κωνσταντίνο Ζέρβα που παρότι είχε ασκηθεί η έφεση, έσπευσε να «συμμορφωθεί» στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου και με τη βοήθεια των απογόνων του Χρυσοχόου που προσκόμισαν τη γνωμοδότηση του Ευάγγελοι Χεκίμογλου, χωρίς καμία περαιτέρω συζήτηση, ακύρωσε την προηγούμενη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου και αποκατέστησε το όνομα του Χρυσοχόου στον δρόμο που ζούσαν τα θύματα των Ναζί».
Για τη στάση του Δήμου Θεσσαλονίκης, η κ. Καμτσίδου σχολιάζει:
«Μετά την έκδοση της απόφασης, η Δήμος Θεσσαλονίκης ακολούθησε εξαιρετικά συνοπτικές διαδικασίες και το θέμα δεν συζητήθηκε διεξοδικά. Ο Δήμος αποδέχθηκε ότι έσφαλλε και με βάση μιας ιδιωτικής γνωμοδότησης, αυτή του κ. Χεκίμογλου, η οποία δεν έχει δημοσιευτεί σε κανένα επιστημονικό περιοδικό και δεν έχει κριθεί από την επιστημονική κοινότητα, μετέβαλλε την απόφαση του».
«Αυτή είναι μια στάση εξαιρετικά καινοφανής για την τοπική αυτοδιοίκηση», καταλήγουν οι δύο δικηγόροι.
Η Ιφιγένεια Καμτσίδου συμπληρώνει: «Απογοητευτική ήταν και η στάση των απογόνων του Αλμπέρτου Ναρ, οι οποίοι αποδέχθηκαν την πρόταση του Δήμου Θεσσαλονίκης να λάβει το όνομα του προγόνου τους μια άλλη οδός ή ένα πάρκο, και όχι να μετονομαστεί η οδός Χρυσοχόου. Για εμάς αυτό ανοίγει και ηθικά ζητήματα».
«Προς το παρόν περιμένουμε τις αποφάσεις του ΣτΕ και τις αποφάσεις της αστικής δίκης. Αλλά και οι δύο θέλουμε να τονίσουμε πως το ΣτΕ επ’ ουδενί δεν φέρει το βάρος της υπόθεσης. Το ΣτΕ καλείται να αποκαταστήσει μια αδικία, να κατασκευάσει τα δικονομικά όπλα για να κάνει κάτι τέτοιο. Το ΣτΕ έχει τη δική του αρμοδιότητα, μέσα στα δικά του όρια, που θα την ασκήσει όπως κρίνει. Το νομικό πρόβλημα υπάρχει στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου», ξεκαθαρίζουν η Ιφιγένεια Καμτσίδου και ο Βασίλης Τσιγαρίδας.
Η ανακοίνωση του ΚΙΣΕ για την αποκαθήλωση της Οδού Αλμπέρτου Ναρ
Ενδιαφέρουσα είναι και η στάση του Κεντρικού Ισραηλίτικου Συμβουλίου Ελλάδος (ΚΙΣΕ) για την ακυρωτική απόφαση του Δήμου Θεσσαλονίκης στη μετονομασία της Οδού Χρυσοχόου σε Αλμπέρτου Ναρ.
Όπως αναφέρει η ανακοίνωσή του:
«Ο Αλμπέρτος Ναρ, ήταν ένας επιφανής λογοτέχνης και ιστορικός ερευνητής της Θεσσαλονίκης, παιδί που γεννήθηκε από γονείς που επέστρεψαν ζωντανοί από την κόλαση του Άουσβιτς, ο άνθρωπος που κατέγραψε την κουλτούρα, τη μουσική, τα ήθη και έθιμα των Εβραίων της πόλης, τις μαρτυρίες των επιζώντων του Ολοκαυτώματος, που σημάδεψε με το έργο του τον πολιτισμό της πόλης.
Αυτός ήταν ο λόγος που ο Δήμος της Θεσσαλονίκης, το 2018, έδωσε το όνομά του σε δρόμο της πόλης. Μετά την πρόσφατη δικαστική απόφαση, που ακύρωσε την ονοματοδοσία Αλμπέρτου Ναρ στον συγκεκριμένο δρόμο, είμαστε βέβαιοι ότι ο Δήμος της Θεσσαλονίκης θα προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες έτσι ώστε το όνομα «Αλμπέρτος Ναρ», αυτού του Σαλονικιού λογοτέχνη, να κοσμήσει και πάλι οδό της συμπρωτεύουσας για να θυμίζει στους Σαλονικιούς την πολιτιστική κληρονομιά των Εβραίων της πόλης»
Αθήνα, 11 Απριλίου 2022
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΙΣΡΑΗΛΙΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ενδιαφέρον προκαλεί, λοιπόν, πως σε ολόκληρη την ανακοίνωση δεν αναφέρεται πουθενά το ζήτημα που προέκυψε με την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Αθανάσιου Χρυσοχόου, τη συνεργασία του με τους Γερμανούς Ναζί και της κατηγορίες για δωσιλογισμό.
Η επιλογή του ΚΙΣΕ να αφαιρέσει την υπόθεση Χρυσοχόου από την ανακοίνωσή της εγείρει ερωτήματα και ανοίγει το δρόμο για άλλου είδους συζητήσεις όσον αφορά ένα ζήτημα που δεν είναι μόνο ιστορικό και πολιτικό, αλλά και ηθικό, από τη στιγμή που η αναμόχλευση των ιστορικών γεγονότων έχουν οδηγήσει σε εξανδραποδισμό τόσο ίδιας της ιστορικής μνήμης όσο και της επιστήμης της ιστορίας. Ένα ζήτημα που συσχετίζεται άμεσα με το τραύμα του Ολοκαυτώματος και τη συλλογική μνήμη τόσο της πόλης της Θεσσαλονίκης, όσο και της Εβραϊκής κοινότητας.
Σίγουρα, τα προβλήματα με την πολιτική θέση που έλαβαν ο Δήμος Θεσσαλονίκης και το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, παραμένουν πολύ ζωτικά και επείγοντα, αλλά η απομάκρυνση του ΚΙΣΕ από την εν λόγω υπόθεση δεν έχει σταθεί καθόλου καλός οιωνός για την εξέλιξη του ζητήματος. Ούτε η στάση του έχει προσφέρει κάποια χρήσιμα εργαλεία για τους τρόπους με τους οποίους θα διαχειριστούμε τα ιστορικά μας τραύματα ως κάτοικοι της ίδιας πόλης.
Η μνήμη είναι ζωντανή-Η Ιστορία δεν δικάζεται
Τελειώνοντας, θα ήθελα να σημειώσω πως όποια και αν είναι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και των αστικών δικαστηρίων, πρέπει να γίνει σαφές πως η ιστορία δεν δικάζεται σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Δεν ζούμε στη Νυρεμβέργη του 1945, αλλά στην Ελλάδα τη δεκαετία του 2020, στην οποία η δημοκρατία έχει αποκατασταθεί εδώ και πολλά χρόνια. Εάν ο Αθανάσιος Χρυσοχόου υπήρξε συνεργάτης των Γερμανών ή όχι, πέραν του ότι τεκμηριώνεται από την ίδια του την πολιτική πορεία ως φρούραρχου της Θεσσαλονίκης, είναι ένα ιστορικό ζήτημα και όχι ένα δημοσιονομικό ζήτημα, δεν είναι κάτι που μπορεί να αποφασιστεί ούτε σε οβάλ τραπέζια δημάρχων, ούτε και στις δικαστικές αίθουσες.
Η ιστορική μνήμη, λοιπόν, δεν μπορεί να σπιλωθεί επειδή κάποιοι επέλεξαν είτε να μη χαλάσουν χατίρια, είτε να την αδρανοποιήσουν πολύ βολικά για να μη χάσουν ψήφους ή επαγγελματικό κύρος. Ούτε, αντίστοιχα, όπως πολύ σωστά ανέφερε ο Αντώνης Λιάκος, η οικογενειακή μνήμη μπορεί να επισκιάσει τη θεσμική και τη συλλογική μνήμη, τα ιδιωτικά συμφέροντα να πληγώσουν για ακόμα μια φορά το συλλογικό τραύμα.
Γιατί το συλλογικό τραύμα της Θεσσαλονίκης δεν έκλεισε ποτέ. Απλά οι ιθύνοντες και οι απόγονοί τους, πολιτικοί και κανονικοί, περιμένουν πότε θα πεθάνει και η τελευταία γενιά που διατηρεί ακόμα μέσα της τις μνήμες της Κατοχής, του Εμφυλίου και της δολοφονικής μετεμφυλιακής δεξιάς.
Περιμένουν τη λήθη να σκεπάσει για ακόμα μια φορά την ιστορία, μέχρι να χρειαστεί να τη ξαναδικάσουν.
*Ευχαριστώ πολύ τους δικηγόρους Ιφιγένεια Καμτσίδα και Βασίλη Τσιγαρίδα για την καθοριστική βοήθεια τους στη συγγραφή του συγκεκριμένου άρθρου.