Η ανακοίνωση του δεύτερου πακέτου αυξήσεων στις τραπεζικές προμήθειες μέσα σε διάστημα λίγων μηνών προκάλεσε τόσο έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό της κοινωνίας, που το «ρεύμα» της δυσαρέσκειας αναγκάστηκαν να καβαλήσουν αρκετά κυβερνητικά στελέχη, έως και ο πρωθυπουργός: «Έχετε αναγγείλει αυξήσεις. Αυτό δεν μπορούμε να το δεχθούμε. Είναι εξαιρετικά αρνητικό. Δεν δικαιολογούνται οι αυξήσεις, όταν μάλιστα γίνονται σε ένα οικονομικό περιβάλλον πολύ καλύτερο. Πρέπει να μείνουμε στο προηγούμενο πλαίσιο» γράφτηκε την περασμένη Πέμπτη πως ζήτησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνάντηση που είχε με τους εκπροσώπους της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.
Η απόκριση των τραπεζιτών που μεταφέρθηκε από το Αθηναϊκό Πρακτορείο ανέφερε πως «στόχος είναι η αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών στις οποίες οι τράπεζες έχουν επενδύσει ιδιαίτερα», με την υποσημείωση πως «δεσμεύθηκαν όμως να επανεξετάσουν τις αυξήσεις, ειδικά τις χρεώσεις σε περιοχές που υπάρχει ένα μόνο ΑΤΜ».
Υπενθυμίζεται πως οι νέες χρεώσεις στις προμήθειες των τραπεζών που έχουν ήδη ανακοινωθεί είναι: 6 ευρώ για την εφάπαξ συνδρομή επανέκδοσης κατόπιν δήλωσης απώλειας / κλοπής / φθοράς /μη αυτοματοποιημένης ανανέωσης, 0,20 ευρώ την κάθε φορά που ο καταναλωτής θα κάνει ερώτηση υπολοίπου σε ΑΤΜ εντός ευρωζώνης, 0,30 ευρώ θα κοστίζει η ερώτηση υπολοίπου σε ΑΤΜ εκτός ευρωζώνης, 0,15 ευρώ θα κοστίζει το αντίγραφο 7 τελευταίων κινήσεων σε ΑΤΜ ΕΤΕ (mini statement), 3 ευρώ η επανέκδοση PIN ανεξαρτήτως τρόπου παραλαβής του, ενώ 6 ευρώ θα χρεώνεται η εφάπαξ συνδρομή ανανέωσης.
Οι εν λόγω αυξήσεις ανακοινώθηκαν μόλις λίγους μήνες μετά από τις προηγούμενες, τον περασμένο Ιούλιο, που έφεραν αλλαγές στα τιμολόγια αναφορικά με τις «συναλλαγές ΔΙΑΣ» και τις χρεώσεις για αναλήψεις από ATM άλλης τράπεζας. Οι τράπεζες αποφάσισαν το περασμένο καλοκαίρι να καταργήσουν τις διμερείς συμφωνίες του συστήματος που κρατούσε χαμηλά τις χρεώσεις, κι έτσι η Eurobank και η Alpha Bank επέβαλαν 2,5 ευρώ ανά ανάληψη, η Εθνική Τράπεζα 2,6 ευρώ, και η Τράπεζα Πειραιώς 3 ευρώ ανά ανάληψη.
Αθροίζοντας κανείς τα ποσά που εισπράττουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στη χώρα μας και χωρίς να υπολογιστούν οι νέες χρεώσεις, το πρώτο εξάμηνο του έτους που διανύουμε έχουν ήδη καταγράψει 699,5 εκατ. ευρώ έσοδα από προμήθειες. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε το ΑΠΕ, το ποσό αυτό είναι κατάτι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του περσινού πρώτου εξαμήνου, που έφτασε τα 673,7 εκατ. ευρώ. Συνολικά, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η Καθημερινή, οι Eurobank, Alpha Bank, Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς έχουν εισπράξει από αμοιβές και προμήθειες περισσότερα από 2,5 δισ. ευρώ μέσα σε διάστημα τριών ετών.
Από τη «δέσμευση» των τραπεζιτών στον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι θα επανεξετάσουν τις νέες προμήθειες μπορεί να μην έχει περάσει ούτε μία εβδομάδα, όμως ήδη φαίνεται πως οι τραπεζίτες τα έβαλαν κάτω, τα μέτρησαν, τα υπολόγισαν, και δεν βγαίνουν. Τουλάχιστον, εάν πιστέψουμε τις διαρροές τους.
Διαπραγμάτευση ενός
Για το θέμα των ελληνικών τραπεζών και των υπέρογκων χρεώσεων που επιβάλλουν στους καταναλωτές έχει ερωτηθεί από το 2016 η Κομισιόν, ξεκαθαρίζοντας πως το ζήτημα των προμηθειών των τραπεζών είναι στη δικαιοδοσία των ελληνικών αρχών, επιτρέποντας μάλιστα «παρεμβάσεις» στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Όπως έχει διαμηνύσει η Κομισιόν, τα τέλη για τις υπηρεσίες πληρωμών δεν υπόκεινται στη νομοθεσία της ΕΕ, συνεπώς «εφόσον κριθεί αναγκαίο», είναι ζήτημα που χρήζει της παρέμβασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της Τράπεζας της Ελλάδας, έως και της Κυβέρνησης.
Παρά ταύτα, πέντε ημέρες μετά τη συνάντησή τους με τον πρωθυπουργό και το «αίτημά» του για επιστροφή στο παλιό πλαίσιο, δεν έχει καταγραφεί επίσημη αντίδραση ούτε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, ούτε από την Τράπεζα της Ελλάδας, ούτε και από τους τραπεζίτες, ενώ η θέση του αρμόδιου υφυπουργού για τον Χρηματοπιστωτικό Τομέα, Γιώργου Ζαββού, αγνοείται, αφού ακόμα και όταν εκλήθει στη Βουλή από τον Βασίλη Κεγκέρογλου του ΚΙΝΑΛ για να δώσει εξηγήσεις, δήλωσε «αναρμόδιος». Παρότι στο παραπολιτικό σχόλιο των Νέων όπου παρατίθεται η τοποθέτηση Κεγκέρογλου στη Βουλή κατά Ζαββού θαμπώνει με την ευθύτητα της, το πιο απολαυστικό σημείο είναι που τρεις και πλέον μήνες από την ανάληψη των καθηκόντων της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η αντιπολίτευση ρητορεύει στη Βουλή για το ποιες είναι οι αρμοδιότητες του υπουργικού χαρτοφυλακίου για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ωστόσο, ένα δημοσίευμα της Καθημερινής και ένα της Ναυτεμπορικής ήρθαν την Τρίτη να φωτίσουν τον διάλογο που διεξάγεται στο βάθος αυτής της υπόθεσης, την ώρα δε που οι τράπεζες ετοιμάζονται να ελαφρύνουν τα χαρτοφυλάκιά τους από πλήθος κόκκινων δανείων, με τους στόχους να προβλέπουν μείωσής τους κατά 30 δισ. ευρώ, με την παροχή κρατικής εγγύησης 9 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα της Ναυτεμπορικής που επικαλείται πηγή από την πλευρά των τραπεζών, οι τραπεζίτες είναι αποφασισμένοι να εισπράξουν τα ποσά που έχουν προϋπολογίσει από νέες και παλαιές προμήθειες, και οι όποιες αλλαγές γίνουν θα είναι επιλεκτικές. Με βάση της ίδιες πληροφορίες, εκτός του αυτονόητου για τα ΑΤΜ που βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές, οι τράπεζες φέρονται να εξετάζουν τη διαφοροποίηση των χρεώσεων για φοιτητές, αγρότες, άνεργους, υπερήλικες και άλλες αντίστοιχες πληθυσμιακές ομάδες, και την χρέωση της εκτύπωσης χαρτιού στο ΑΤΜ. Ακόμα, αναφέρονται σκέψεις όπως η μετακύλιση ενός μέρους των χρεώσεων στις επιχειρήσεις, καθώς και για «κλιμακωτά τιμολόγια».
Το δημοσίευμα τονίζει ότι «οι αλλαγές που αναμένονται δεν θα είναι ριζικές, αφού οι ελληνικές τράπεζες -δεδομένου ότι πρέπει να μειώσουν “κόκκινα” δάνεια ύψους 75 δισ. ευρώ- έχουν περιορισμένες άλλες πηγές εσόδων και προς το παρόν δεν μπορούν να προσβλέπουν σε δυναμική ανάπτυξη της πιστωτικής επέκτασης». Παράλληλα, μια ακόμα «τραπεζική σκέψη» που μεταφέρεται, είναι η «αποεθνικοποίηση» του συστήματος ΔΙΑΣ, δίνοντας τις λειτουργίες του συστήματος που διασυνδέει τις ελληνικές τράπεζες σε πολυεθνικές του εξωτερικού για «να γλιτώσουν κόστος». Αναφορικά με το σύστημα ΔΙΑΣ, σημειώνεται πως στην ιστοσελίδα της αναφέρεται πως «μέτοχοι της εταιρείας είναι πιστωτικά ιδρύματα και η Τράπεζα της Ελλάδος», ενώ για το έργο της, εκτός της διακίνησης και εκκαθάρισης των διατραπεζικών συναλλαγών, περιγράφεται πως «αναπτύσσει υπηρεσίες πληρωμών, σε συνεργασία με τις τράπεζες, που απευθύνονται στο Δημόσιο, σε δημόσιους οργανισμούς και ιδιωτικές επιχειρήσεις».
Την ίδια ημέρα, δημοσίευμα της Καθημερινής αναδείκνυε την «πραγματική ανάγκη για αύξηση εσόδων», παραθέτοντας μία σειρά από «βαρίδια του παρελθόντος» που κουβαλούν οι τράπεζες στην προσπάθειά τους να στραφούν σε εναλλακτικά δίκτυα. Βάρος, κατά τις ίδιες πληροφορίες, θεωρούνται για τις τράπεζες «η εκτεταμένη χρήση μετρητών στη χώρα μας, παρά τη σημαντική αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, ο τεράστιος όγκος των κόκκινων δανείων, τα βαριά τραπεζικά δίκτυα και, κυρίως, η άπνοια σε νέες τραπεζικές εργασίες».
Ακόμη, στο ίδιο δημοσίευμα τονίζεται η «ευρωπαϊκή εμπειρία, που συνήθως δείχνει τον δρόμο», θέτοντας ως παράδειγμα τις ευρωπαϊκές τράπεζες που χρεώνουν υπέρμετρα περιπτώσεις όπως η χρήση μετρητών και η επίσκεψη στο γκισέ, ενώ η ανάληψη μετρητών από κατάστημα ή ΑΤΜ θεωρείται «ασυνήθιστη πρακτική». Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί πως ενώ χρησιμοποιείται το επιχείρημα πως τα στοιχεία των ευρωπαϊκών τραπεζών δείχνουν πως τα έσοδά τους από προμήθειες είναι διπλάσια από τα συνολικά λειτουργικά έσοδα, σημειώνεται πως δεν προκύπτει από τα στοιχεία αυτά εάν τα έσοδα αυτά βασίζονται στην επενδυτική τραπεζική ή από τη λιανική. Σήμερα πάντως, στη χώρα μας, τα έσοδα από προμήθειες και αμοιβές αποτελούν περίπου το ένα πέμπτο των λειτουργικών εσόδων των τραπεζών.
Όσον αφορά τα ποσά που εξετάζουν οι τράπεζες όταν μιλούν για «στόχους», στην Καθημερινή υπογραμμίζεται πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες χρεώνουν με έξοδα τους λογαριασμούς, με ετήσια ή μηνιαία χρέωση, που ξεπερνάει τα 100 ευρώ τον χρόνο για έναν τραπεζικό λογαριασμό. Το αμέσως πιο προωθημένο σενάριο, που περιλαμβάνεται στο ίδιο δημοσίευμα, θέλει τις τραπεζικές υπηρεσίες σε «πακέτα» όπως της κινητής τηλεφωνίας, με τον καταναλωτή να αγοράζει το πακέτο που είναι «κοντά στις ανάγκες» του, πρόταση που καταγράφηκε και λίγες ημέρες νωρίτερα.
Σε επιβεβαίωση των παραπάνω, ή αντίστροφα, ρεπορτάζ του OPEN της περασμένης εβδομάδας, πριν τη συνάντηση του Κ. Μητσοτάκη με την ΕΕΤ, ανέφερε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες οι τράπεζες εξετάζουν επιπλέον νέες χρεώσεις, με την ετήσια χρέωση για χρήση web banking, τη χρέωση για εφαρμογές «έξυπνων» τηλεφώνων και την προμήθεια για συναλλαγές μέσω ίντερνετ (μεταφορές ποσών, πληρωμές) να βρίσκονται μέσα στους σχεδιασμούς τους.
«Ανάπτυξη» σε βάρος της αγοράς
Στο μεταξύ, τα αυξημένα έσοδα των τραπεζών βαρύνουν -απ’ ότι- υπέρμετρα και την αγορά, καθώς μόλις μία ημέρα μετά το ραντεβού του Κ. Μητσοτάκη με τους τραπεζίτες, ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, του θεσμικού εκπροσώπου του ελληνικού εμπορίου και της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, Γιώργος Καρανίκας, αρθρογραφούσε για την ανάγκη επιβολής χαμηλών τραπεζικών χρεώσεων «με ίσους όρους για όλες τις επιχειρήσεις», ενώ αντίστοιχες είναι οι διαμαρτυρίες και από άλλες πλευρές της αγοράς.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ αναφέρεται σε «φαινόμενα ασυδοσίας του τραπεζικού συστήματος σε βάρος ευάλωτων επιχειρήσεων και καταναλωτών», ενώ από τα όσα παραθέτει αναλυτικά, οι τράπεζες δεν μοιάζουν να ευνοούν ούτε τα σχέδια της κυβέρνησης για «ξαναζέσταμα» της αγοράς. Στα όσα αναφέρει, αναμφίβολα ξεχωρίζει μεταξύ άλλων, η επιβολή από 4,5 έως και 10 φορές μεγαλύτερων προμηθειών από όσες τους ζητά η Mastercard/Visa:
«Έτσι λοιπόν, οι τράπεζες χρεώνουν στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις για πληρωμές μέσω του συστήματος POS από 0,9% έως 2,0% επί της συναλλαγής, τη στιγμή που το μερίδιο που πρέπει να καταβάλλουν στην Mastercard/Visa είναι της τάξεως του 0,2% – 0,3%. Αντίθετα, οι χρεώσεις μέσω POS για τους «καλούς» πελάτες – βάσει ύψους τζίρου – ξεκινούν από 0,75% και πέφτουν και στα επίπεδα του 0,4% για τις αλυσίδες super markets και τα πολυκαταστήματα. Δηλαδή κατά κανόνα, μόνον οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχουν το «προνόμιο» σήμερα να λαμβάνουν “ευρωπαϊκά” επίπεδα χρεώσεων από τις τράπεζες, καθώς στο εξωτερικό μεσοσταθμικά παρατηρείται ένα μέσο επίπεδο χρεώσεων της τάξεως του 0,4% – 0,5% ανά συναλλαγή» ανέφερε συγκεκριμένα ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως ήταν ο πρώτος εκ των «κοινωνικών εταίρων» που εισήγαγε τη «λύση» του σχεδιασμού τιμολογιακών πολιτικών «ανά σύνολο/πακέτο παρεχόμενων υπηρεσιών».
Ένα ακόμα βάρος από τις τραπεζικές προμήθειες στον μικρομεσαίο επιχειρηματικό κλάδο συντελεί το αδικαιολόγητα υψηλό επιτόκιο των πιστωτικών καρτών, που όπως αναφέρει ο Γ. Καρανίκας, κυμαίνεται στο 17% και είναι αποτρεπτικό για τη χρήση «πλαστικού» χρήματος, την ώρα μάλιστα που η κυβέρνηση επιδιώκει την αύξηση του ορίου των ηλεκτρονικών συναλλαγών που θα «χτίζουν» το αφορολόγητο, ενώ ακριβή θεωρείται και η αποστολή εμβασμάτων εντός Ελλάδας.
Την αντίφαση των κυβερνητικών σχεδιασμών για την αύξηση της χρήσης πλαστικού χρήματος με τις υπέρογκες τραπεζικές αυξήσεις υπογραμμίζει και ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, Βασίλης Κορκίδης. Μάλιστα, ο εκπρόσωπος του Επιμελητηρίου αναφέρεται με δηκτικό τρόπο στο γεγονός πως οι τράπεζες δεν επιχειρούν μόνο να καλύψουν το κόστος των υπηρεσιών, αλλά να δημιουργήσουν και σημαντικές εισροές χρήματος.
«Πρόκειται για αδιαφανείς χρεώσεις με υπέρογκα ποσά. Θα ζητήσουμε παρέμβαση από τα συναρμόδια υπουργεία, Ανάπτυξης και Επενδύσεων και Οικονομικών, έτσι ώστε, οι τράπεζες να συνετιστούν. Εάν δε σταματήσουν να παραβιάζουν τη νομοθεσία, τότε θα προσφύγουμε με συλλογική αγωγή στα δικαστήρια» έχει προαναγγείλλει η αντιπρόεδρος της Ένωσης Καταναλωτών «Η Ποιότητα της Ζωής», Παναγιώτα Καλαποθαράκου, ενώ φέρονται να αυξάνουν οι προσφυγές καταναλωτών κατά των νέων αυξήσεων.
Μάχη γοήτρου με ξένο πορτοφόλι
«Στη συνάντηση που είχαμε με το προεδρείο της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, ο πρωθυπουργός έθεσε ορισμένα ζητήματα. Ένα από αυτά ήταν και η ανάκληση των αυξήσεων που πρόσφατα ανακοινώθηκαν. Το αίτημα ανακλήσεως δεν έγινε για λόγους λαϊκίστικους» ανέφερε ο Άδωνις Γεωργιάδης, σε μία από τις τελευταίες αναφορές κυβερνητικού στελέχους για το ζήτημα.
«Είμαστε μία κυβέρνηση που λύνει θέματα για τις τράπεζες, που πυροδοτεί την ανάπτυξη του ΑΕΠ, άρα μέσω αυτής αυξάνονται τα κέρδη και των τραπεζών. Σε αυτό το περιβάλλον μιας φιλικής προς το επιχειρείν κυβέρνησης και άρα ευνοϊκότερο για τις τράπεζες που ήδη απολαμβάνουν και χαμηλότερα επιτόκια, δεν δικαιολογούνται αυξήσεις για τους πολίτες. Δεσμεύτηκαν να το επανεξετάσουν και περιμένουμε σύντομα τις ανακοινώσεις τους» πρόσθεσε ο υπουργός Ανάπτυξης μιλώντας στην κρατική τηλεόραση.
Πράγματι, πλέον αναμένονται οι ανακοινώσεις από την πλευρά των τραπεζών, και σίγουρα θα έχουν ενδιαφέρον για μία σειρά από λόγους, ενώ έχει αρχίσει να διαφαίνεται πως η «ανάγκη» ενίσχυσης της κερδοφορίας των τραπεζών μοιάζει να γέρνει απότομα την πλάστιγγα προς το μέρος τους, ενάντι των αντιδράσεων της πλειοψηφίας των πολιτών, παραγόντων της αγοράς και πλήθους καταγγελιών ενώσεων καταναλωτών και άλλων πληθυσμιακών ομάδων. Ωστόσο, ήδη οι συγκρίσεις με την άμεση ανταπόκριση που επέδειξε η κυβέρνηση τον περασμένο Ιούλιο με την ανάληψη των καθηκόντων της απέναντι στο «αίτημα» των τραπεζιτών για την ποινική ασυλία των τραπεζικών στελεχών που λαμβάνουν αποφάσεις για την αναδιάρθρωση δανείων, προκαλούν θυμηδία.
«Η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών το πρώτο θέμα που έθεσε ήταν αυτό της «ποινικής ασυλίας» των τραπεζικών στελεχών που λαμβάνουν αποφάσεις, όπως για την αναδιάρθρωση δανείων. Καταλαβαίνω ότι έχουν δίκιο και ασφαλώς θα υπάρξει κυβερνητική πρωτοβουλία γι’ αυτό» είχε σπεύσει να δηλώσει πριν τη συμπλήρωση ενός μήνα στη διακυβέρνηση -και πάλι- ο Αδ. Γεωργιάδης, αφού μέσα στο κατακαλόκαιρο συνάντησε τους τραπεζίτες.
Σε κάθε περίπτωση, από τις αποφάσεις θα αποκαλυφθούν εν πολλοίς δύο πραγματικότητες.
Αφενός, θα κριθεί το «ανάστημα» στο οποίο τοποθετήθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από την πλειοψηφία των ΜΜΕ, ως πρωθυπουργός που «έδωσε εντολή» τους τραπεζίτες, καθώς και το κατά πόσο πράγματι εμπιστεύονται το αφήγημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη περί ανάπτυξης και βροχής επενδύσεων, αλλά και οι προθέσεις τους για το μέλλον των συναλλαγών καταναλωτών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αφετέρου, θα κριθεί και το γόητρο των ελληνικών τραπεζών και του τραπεζικού συστήματος, που την ώρα που υπερηφανεύονται πως μετά τις πολλαπλές διασώσεις επανέρχονται «υγιείς και δυνατές», διαρρέουν πως οι καταχρηστικές χρεώσεις δύνανται ακόμα και να επηρεάσουν αρνητικά τα αποτελέσματα στα επερχόμενα stress tests.
Εκείνο πάντως που έχει ήδη φανεί χωρίς αμφιβολία είναι πως οι θεσμικοί παράγοντες που έχουν οριστεί για να ελέγχουν το τραπεζικό σύστημα και τη διαφύλαξη του ανταγωνισμού, η Τράπεζα της Ελλάδας του Γιάννη Στουρνάρα και η νέα Επιτροπή Ανταγωνισμού του Ιωάννη Λιανού αντίστοιχα, συμπληρώνουν μαζί με την κυβέρνηση ένα τρίο, μοιραίων και άβουλων μαζί. Κυβέρνηση και τράπεζες, αγνοούν επιδεικτικά τις αντιδράσεις της πλειοψηφίας των πολιτών και της πραγματικής οικονομίας, και λαμβάνουν (ή δε λαμβάνουν) αποφάσεις με γνώμονα την «ανάγκη» ενίσχυσης της κερδοφορίας τους.