Η Τζίνα Χάσπελ, η οποία υπηρέτησε 33 χρόνια στους κόλπους της υπηρεσίας πληροφοριών των ΗΠΑ, στο Λάνγκλεϊ της Βιρτζίνια. Η υποψηφιότητά της έχει ήδη προκαλέσει πλήθος αντιδράσεων, καθώς ήταν επικεφαλής για κάποιο διάστημα το 2002 μιας μυστικής φυλακής της CIA στην Ταϊλάνδη, όπου αποδείχτηκε πως οι κρατούμενοι για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι είναι μέλη της Αλ Κάιντα υπόκειντο συχνά σε βασανιστήρια.
Όπως μεταδίδει ο Guardian, κατά την ακρόαση στο Κογκρέσο, η Τζ. Χάσπελ αντιμετώπισε την έντονη αμφισβήτηση από τους γερουσιαστές σχετικά με τις τεχνικές βασανιστηρίων, αρνούμενη επανειλημμένως να τις χαρακτηρίσει «ανήθικες». Παρά τις αμήχανες προσπάθειές της να πάρει αποστάσεις από τη συζήτηση, η έλλειψη ξεκάθαρων απαντήσεων φέρεται να αποθάρρυνε τους γερουσιαστές των Δημοκρατικών.
Υπενθυμίζεται πως ο Ντόναλντ Τραμπ είχε υποσχεθεί προεκλογικά να εγκρίνει εκ νέου τον εικονικό πνιγμό, κάνοντας λόγο για «μία κόλαση πολύ χειρότερη». Σε σχετική ερώτηση της Ρεπουμπλικανής, Σούζαν Κόλινς, για το τι θα έπραττε ως επικεφαλής της CIA εάν ο Πρόεδρος της ζητούσε να επαναφέρει αυτού του είδους τα βασανιστήρια, η ίδια ξεκίνησε την απάντησή της αναφέροντας πως «Γερουσιαστή, θα συμβούλευα…», για να ανασκευάσει την επόμενη στιγμή λέγοντας πως «δεν πιστεύω πως ο Πρόεδρος θα μου ζητούσε κάτις τέτοιο» προκαλώντας γέλια στην αίθουσα.
Παρακολουθήστε απόσπασμα της ακρόασής της στο Κογκρέσο:
Η Τζ. Χάσπελ επιχείρησε να υποστηρίξει πως υπό την ηγεσία της, η CIA δεν θα ξαναρχίσει ποτέ αντίστοιχα προγράμματα βασανιστηρίων όπως αυτά που έλαβαν χώρα το 2002. Παρά ταύτα και μετά από μία τρίωρη ακρόαση, η μοίρα της παραμένει αβέβαιη, καθώς αρκετοί γερουσιαστές έχουν ήδη προειδοποιήσει πως ενδέχεται να αντιταχθούν στον ορισμό της ως επικεφαλής της CIA εξαιτίας του παρελθόντος της.
Ακολούθως, η υποψήφια πρώτη γυναίκα για την ηγεσία της CIA υποσχέθηκε πως με την ίδια στο τιμόνι η υπηρεσία δεν θα ξεκινήσει εκ νέου ένα πρόγραμμα ανακρίσεων που θα χρησιμοποιεί τεχνικές βασανιστηρίων, υποστηρίζοντας πως «δεν θα επέτρεπα στη CIA να αναλάβει δραστηριότητα που θα θεωρούσα ανήθικη, έστω και αν ήταν τεχνικά νόμιμη. Δεν θα το επιτρέψω».
Παρά τις δεσμεύσεις, η Τζ. Χάσπελ παρέμεινε αμυντική και επιφυλακτική, ενώ όταν πιέστηκε να εκθέσει τις απόψεις της σχετικά με την ηθική της χρήσης βασανιστηρίων, αρνήθηκε να τα χαρακτηρίσει ανήθικα. «Η ηθική μου πυξίδα είναι ισχυρή» δήλωσε.
Σε άλλο σημείο της κατάθεσής της, η ίδια υποστήριξε πως «δεν πιστεύω πως τα βασανιστήρια λειτουργούν», λίγο πριν συμπληρώσει ότι πολύτιμες πληροφορίες αποκτήθηκαν από τις επίμαχες τεχνικές βασανιστηρίων στα οποία υποβλήθηκαν οι κρατούμενοι της Αλ Κάιντα.
Ακόμη, η Τζ. Χάσπελ συμφώνησε με το συμπέρασμα πως η Ρωσία παρενέβη στις αμερικανικές εκλογές για να βοηθήσει την εκλογή του Τραμπ, ενώ δέχτηκε εκ νέου τα πυρά των Δημοκρατικών, για την άρνησή της να αποχαρακτηρίσει ευαίσθητες πληροφορίες σχετικά με την καριέρας της, οι οποίες θα μπορούσαν να αποβούν επιζήμιες για την υποψηφιότητά της, με την ίδια να το αρνείται.
Σημειώνεται πως ο άνθρωπος που πρώτος αποκάλυψε τα προγράμματα βασανιστηρίων που υιοθέτησαν οι ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και φυλακίστηκε γι' αυτό, ο πρώην πράκτοράς της CIA, Τζον Κυριάκου, έχει επανειλημμένως επιτεθεί κατά της υποψηφιότητάς της, τονίζοντας πως είχε ενεργή εμπλοκή στο όλο αμερικανικό πρόγραμμα. Μάλιστα, σε πρόσφατη επιστολή του στην Washington Post, ο Τζ. Κυριάκου τόνισε πως η Τζ. Χάσπελ συμμετείχε στη συγκάλυψη των βασανιστηρίων.
«Δυστυχώς, υπήρχαν πολλοί άνθρωποι στην κυβέρνηση των ΗΠΑ που ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να επιτρέψουν τη συνέχεια αυτής της πρακτικής. Ένας από αυτούς ήταν η Τζίνα Χάσπελ, την οποία ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ όρισε πρόσφατα ως την επόμενη διευθύντρια της CIA» ανέφερε στην επιστολή του τον περασμένο Μάρτιο, υπό τον τίτλο «Πήγα στη φυλακή επειδή αποκάλυψα τα βασανιστήρια της CIA. Αντίθετα, η Χάσπελ τα κάλυψε».