Στους «Τέσσερις συνένοχους», μια από τις Ιστορίες του Λοχαγού Μαρκ που δημοσίευε το περιοδικό Περιπέτεια, ο Λοχαγός Μαρκ, ο Μίστερ Μπλουφ και ο Θλιμμένος Μπούφος έχουν αφήσει το φρούριό τους στη λίμνη του Οντάριο και αναζητούν στο χωριό Μπέβερ Πόιντ τον φίλο τους, δάσκαλο Φούλτον. Βρίσκουν τον Φούλτον νεκρό και διερευνούν τον περίεργο θάνατό του. Μέχρι να φτάσουν στο συμπέρασμα ότι πίσω από όλα κρύβονται πράκτορες των Άγγλων που επιβουλεύονται τον αγώνα της Ανεξαρτησίας, έχουν να διαχειριστούν τους μαθητές του Φούλτον, οι οποίοι όπως μαθαίνουμε στην αρχή της ιστορίας, πειθαρχούσαν μόνο σ’ αυτόν. Κάθε προσπάθεια τιθάσευσής τους αποτυγχάνει, μέχρι που αναλαμβάνει ο Θλιμμένος Μπούφος. Αντί για τα τετριμμένα, αφηρημένα μαθήματα, ο Θλιμμένος Μπούφος μαθαίνει στα παιδιά πώς να φτιάχνουν τόξα και βέλη. Εκστασιασμένα αυτά προσφέρουν τον σεβασμό τους και γίνονται κυριολεκτικά αρνάκια. «Εμείς οι Ινδιάνοι μαθαίνουμε πράγματα χρήσιμα και διασκεδαστικά στα παιδιά. Να γιατί μας σέβονται. Ουγκ!», συνοψίζει ο Θλιμμένος Μπούφος στο επιμύθιο.

Δημιουργημένη στην Ιταλία στα μέσα της δεκαετίας του 1960, η ιστορία του Λοχαγού Μαρκ που πολεμά τους Άγγλους με τους φίλους του προσφέρει μια αρχετυπική περιγραφή των γεγονότων και πρωταγωνιστών της Βόρειας Αμερικής την περίοδο της Ανεξαρτησίας. Ειδικά στην περίπτωση του Θλιμμένου Μπούφου θα συναρμοστούν στον ίδιο χαρακτήρα οι εικόνες του Ευγενούς και του Βάρβαρου Αγρίου, που αποίκισαν το ευρωπαϊκό φαντασιακό στην επαφή του με τους Ινδιάνους: καλοσυνάτος και αφοσιωμένος, την ίδια όμως στιγμή γεμάτος προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες προσφέρει ένα μείγμα διαθέσιμο για την εξαγωγή των πιο διαφορετικών συμπερασμάτων.

Ο Κώστας Γαλανόπουλος με το Ο κόσμος όλος ήταν Αμερική έρχεται να προσφέρει την καταγραφή αυτών των εναλλακτικών συμπερασμάτων στο σημείο που η κλασική ευρωπαϊκή πολιτική θεωρία, από τον Χομπς έως τον Μαρξ, συναντά την εικόνα του Ινδιάνου. Γνωρίζουμε φυσικά ήδη από το σχολείο ότι η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου υπήρξε καθοριστική για τη μεταμόρφωση του ευρωπαϊκού κοσμοειδώλου σαρώνοντας βεβαιότητες αιώνων της επιστήμης, της φιλοσοφίας και της θεολογίας. Ξέρουμε ότι από εκεί και έπειτα είναι που περνούμε από τον «κόσμο του περίπου στον κόσμο της ακρίβειας» (Κοϋρέ), ξέρουμε πως η επιστήμη μαθηματικοποιείται πλήρως κ.λπ. κ.λπ. Αυτό που ωστόσο προσπερνάτε σχεδόν αθόρυβα είναι η επίδραση της ανακάλυψης στο χώρο της ηθικής και της πολιτικής. Ερχόμενος ο Ευρωπαίος στον Νέο Κόσμο βρίσκει ανθρώπους που ζουν και οργανώνουν τον πολιτικό βίο τους σε ευθεία αντίθεση με τον δικό του, μακριά από συστήματα επιβολής, οργανωμένες δομές καθυπόταξης, κράτος. Και μακριά, φυσικά, από την ιδιοκτησία. Μπροστά σε αυτή την εικόνα, ο Γαλανόπουλος επιλέγει να ανασυγκροτήσει τον ευρωπαϊκό στοχασμό υπό το πρίσμα αυτής της έκπληξης, τονίζοντας τα επίδικα αυτής της συνάντησης, οι απολήξεις των οποίων μας αφορούν ακόμη και σήμερα, στο βαθμό που το πρόταγμα της νεωτερικότητας παραμένει ανοικτό.

Αν και το βιβλίο είναι πολύ πιο περίπλοκο, θεωρώ ότι μπορεί να παρουσιαστεί επαρκώς αν ακολουθήσουμε την τριμερή μορφή του ως εξής: σε μια πρώτη στιγμή ο Ινδιάνος επιδρά στον βρετανικό πολιτικό στοχασμό τη στιγμή που προσπαθεί να θεμελιώσει την ιδιοκτησία και το αστικό κράτος. Σε μια δεύτερη στιγμή γίνεται η ρομαντική καταφυγή ελευθερίας από τον γαλλικό διαφωτιστικό στοχασμό. Σε μια τρίτη στιγμή αποτελεί την αναδρομική ουτοπία που ο 19ος αιώνας της παγίωσης της αστικής και κεφαλαιοκρατικής νεωτερικότητας αναζητά ως εναλλακτική. Παρότι οι στιγμές δύο και τρία εφάπτονται η υλική διαφορά της κεφαλαιοκρατικής πραγμάτωσης οδηγεί σε διαφορετικές εκλεπτύνσεις του επιχειρήματος.

Οι φιλοσοφικοί ήρωες της πρώτης στιγμής είναι φυσικά ο Χομπς και ο Λοκ. Ο πρώτος έχει αναλάβει το τιτάνιο έργο της φιλοσοφικής θεμελίωσης του μοντέρνου εξουσιαστικού κράτους. Για να το κάνει αυτό προϋποθέτει μια φυσική κατάσταση που προηγείται της πολιτικής συγκρότησης. Σ’ αυτήν την κατάσταση οι άνθρωποι βρίσκονται μεν ελεύθεροι, αλλά σε μια συνθήκη διαρκούς επισφάλειας. Μόνοι εναντίον όλων, παλεύουν μεταξύ τους αλλά και την άγρια φύση διάγοντας έναν βίο «μοναχικό, ενδεή, βρώμικο, κτηνώδη και βραχύ». Και αν και φύσει μη πολιτικά όντα, αναγκάζονται να ρίξουν νερό στο κρασί τους και να εκχωρήσουν την ελευθερία τους μπροστά στον φόβο. Αυτή η στιγμή της παραίτησης από την ελευθερία της φυσικής κατάστασης προς την υποδούλωση της πολιτικής κοινωνίας είναι που ρητά επερωτούν τα εμπειρικά δεδομένα από τις περιγραφές του ινδιάνικου τρόπου ζωής. Ο Γαλανόπουλος θα περιγράψει γλαφυρά τις εντάσεις στη χομπσιανή επιχειρηματολογία όταν προσπαθεί να συνενώσει τα αντικρουόμενα εμπειρικά δεδομένα με τα θεωρητικά του αξιώματα, παλινδρομώντας ανάμεσα σε επαγωγικές και παραγωγικές μορφές επιχειρηματολογίας.

Το λοκιανό εγχείρημα είναι λίγο διαφορετικό. Σκοπός του Λοκ είναι να θεμελιώσει φυσικοδικαιικά την ατομική ιδιοκτησία και πάνω σ’ αυτήν την βάση την ελεύθερη ένωση των ιδιοκτητών σε κράτος. Εδώ τα εμπειρικά δεδομένα έρχονται να αναμετρηθούν πρωτίστως με την κοινοκτημοσύνη των Ινδιάνων. Αν ο Χομπς κατέφυγε στην κοπτοραπτική του στην έμφαση στον άγριο Ινδιάνο, ο Λοκ επεσήμανε την (υποτίθεται) άδεια επικράτεια γης του, που επέτρεπε την νομή της χωρίς το θεμέλιο της ιδιοκτησίας , που είναι ο μόχθος της αξιοποίησης. Στο βαθμό που οι Ινδιάνοι δεν τον αντιμετωπίζουν, δεν έχουν και την πρόσβαση στην πολιτική κοινωνία ως διαχείριση των αιτημάτων των πολλών ιδιοκτητών. Ο Γαλανόπουλος θα επισημάνει και εδώ τις εντάσεις που φέρνει στην επιφάνεια η επιχειρηματολογία, με πιο σημαντική ίσως εδώ τη δικαιολόγηση του εκτοπισμού των Ινδιάνων πάνω στη θεώρηση μιας γης άδειας από πληθυσμό.

Αν στο βρετανικό υπόδειγμα στοχασμού «ο κόσμος όλος ήταν Αμερική», η Αμερική δηλαδή εκφράζει την προπολιτική, φυσική κατάσταση που διήλθαμε μέχρι να ανέλθουμε στον τόπο της ιδιοκτησίας και του κράτους (είτε στη χομπσιανή είτε στη λοκιανή παραλλαγή), στη Γαλλία η Αμερική είναι η «χώρα των γυμνών φιλοσόφων». Θα περιοριστώ εδώ στην αναφορά στον Ρουσσώ, ως τον αντίποδα των προηγούμενων στοχαστών της φυσικής κατάστασης. Ενώ για τη βρετανική σκέψη η εμφάνιση της ιδιοκτησίας είναι η είσοδος στην πολιτική κατάσταση και στα καλά που αυτή επιφέρει, για τον Ρουσσώ η στιγμή της πρώτης περίφραξης γης που εξάγει τον άνθρωπο από τη φυσική κατάσταση είναι η αρχή του τέλους. Η Δεύτερη πραγματεία αποτελεί το «κατηγορώ» του Ρουσσώ απέναντι στο θεμέλιο της αλλοτρίωσης που φέρει ο πολιτισμός και η πολιτική κοινωνία. Αναμενόμενο είναι λοιπόν ο φιλόσοφος της διαφάνειας να δει στους Ινδιάνους της Βόρειας Αμερικής ένα υπόδειγμα κοινωνικού δεσμού που μας επαναφέρει πίσω από το εμπόδιο της μεσολάβησης που μας καταδικάζει στον πολιτισμό και τον εκφυλισμό των συναισθημάτων καλοσύνης. «Το παράδειγμα των αγρίων, που τους βρήκαμε όλους σε αυτό σχεδόν το σημείο, φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι το ανθρώπινο είδος ήταν φτιαγμένο για να παραμείνει εκεί και ότι η κατάσταση αυτή ήταν η αληθινή νεότητα του κόσμου» θα τονίσει με έμφαση ο πολίτης της Γενεύης, βρίσκοντας στους Ινδιάνους ένα προνομιακό σημείο ελέγχου και κριτικής του παρόντος.

Ωστόσο θα πρέπει να περιμένουμε ως τον 19ο αιώνα, οπότε και η κεφαλαιοκρατική οργάνωση της κοινωνίας ολοκληρώνεται, για να εμφανιστεί μια ολοκληρωμένη πρόσληψη των ινδιάνων ως σημείο κριτικής της κεφαλαιοκρατίας που δεν θα αναπολεί ρομαντικά αλλά θα προσβλέπει διαλεκτικά. Ένα από τα μεγαλύτερα προτερήματα του βιβλίου είναι ότι παρουσιάζει για πρώτη φορά στα ελληνικά τα Εθνολογικά σημειωματάρια του Καρλ Μαρξ. Μετά την ολοκλήρωση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου ο Μαρξ, μετά την επαφή του με το έργο του ανθρωπολόγου Μόργκαν, και στο συγκείμενο της διερεύνησης των δυνατοτήτων της Ρωσίας να προχωρήσει στην επανάσταση, μέσα από τις συνομιλίες του με τη Βέρα Ζάσουλιτς, θα καταφύγει στη διεξοδική μελέτη των αποκαλούμενων προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής. Αυτή τη φορά όχι για να ενταχθούν σε ένα σχήμα σταδίων που το ένα οδηγεί στο άλλο, όπως η Βουλγάτα του μαρξισμού θα κωδικοποιήσει αργότερα εκχυδαΐζοντας, αλλά αναζητώντας ενεργά υπόλοιπα αντίστασης απέναντι στο μισητό παρόν της καπιταλιστικής αλλοτρίωσης. Ο Γαλανόπουλος θα δείξει πειστικά πώς η ενασχόληση του Μαρξ με τους Ινδιάνους Ιροκουά επανεργοποιεί τον ουμανιστή Μαρξ των Χειρογράφων, ο οποίος πλέον μέσα από την εννοιολογική σκευή του Κεφαλαίου, προσφέρει ένα εναλλακτικό υπόδειγμα χειραφέτησης. «Ένα χωριό του Χομπς θα ήταν αδιανόητο», γράφει ο Μαρξ για να δώσει στον Γαλανόπουλο -και κατ’ επέκταση σε μας- τον μίτο της πρόσληψης της ινδιάνικης κοινωνίας στο σήμερα.

Όπως έχω ήδη γράψει το Ο κόσμος όλος ήταν Αμερική περιέχει πολύ μεγαλύτερο πραγματολογικό και ερμηνευτικό όγκο πληροφοριών, καθώς δεν υπάρχει ουσιαστικά στοχαστής και στοχάστρια από τον Χομπς έως τον Μαρξ που να μη καλύπτεται. Ανάμεσα στα πολλά ξεχωρίζουν μερικές επισημάνσεις-υπενθυμίσεις του Γαλανόπουλου που θεωρώ ότι έχουν αξία πέραν του καθαυτού πεδίου της πολιτικής θεωρίας. Θεμελιώδες θεωρώ να συνειδητοποιήσουμε ότι η πρώτη επαφή με τους Ινδιάνους από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό δεν έγινε στη βάση της διαφορετικότητας αλλά της ομοιότητας. Ο Γαλανόπουλος μας υπενθυμίζει ότι ο αναγεννησιακός στοχασμός δεν περιέχει τη διάκριση βάσει φυλής (τον ρατσισμό) αλλά και γενικότερα βασίζεται στην αναζήτηση της ομοιότητας έναντι της διαφοράς. Εξου και το κοσμοθεωρητικό σοκ: η εμφάνιση του Ινδιάνου είναι καταλυτική γιατί ανακαλεί το πώς θα πρέπει πλέον να στοχαζόμαστε μια ανθρωπότητα που τον περιέχει και αυτόν.

Ανακύπτει επομένως, και εδώ είναι νομίζω και ο πυρήνας της συνεισφοράς του βιβλίου, ένα ζήτημα ηθικό -και κατ’ επέκταση, όπως τονίζει ο Γαλανόπουλος, ένα ζήτημα πολιτικό. Αν σκεφτούμε τον Ινδιάνο ως ίδιο, τότε η απόστασή μας από αυτόν δρα απονομιμοποιητικά για τον τρόπο της πολιτικής μας οργάνωσης. «Ο Ινδιάνος μας βοήθησε στο παρελθόν να αναποδογυρίσουμε τις αυθεντίες, τα παραδεδομένα ήθη και τις κάθε μορφής εξουσίες, να αμφισβητήσουμε ό,τι θεωρούμε έγκυρο και καθολικό για τον άνθρωπο και τις κοινωνίες του […] Όπως λοιπόν μας βοήθησε στο παρελθόν, το ίδιο μπορεί να κάνει και σήμερα», λέει ο Γαλανόπουλος. Ενδιάμεσα έχει προσδιορίσει, στο φως της σύγχρονης έρευνας, αυτή τη βοήθεια και πιο εμπειρικά: από την επίδραση του τρόπου οργάνωσης των Ινδιάνων στο σύστημα οργάνωσης των νεοσύστατων τότε Ενωμένων Πολιτειών, έως την θεμελίωση της επιστήμης της εθνολογίας.

Το πλέον πολιτικό ωστόσο είναι να δούμε τη μορφή του Ινδιάνου ως την απόλυτη μετωνυμία για κάθε ίδιο που παρουσιάζεται σήμερα ως διαφορετικό: από τον λούμπεν παρία που κατοικεί στις πόλεις, μέχρι τους εξαθλιωμένους πληθυσμούς ανά τη Γη. Ο δρόμος προς την αμφισβήτηση της νομιμότητας και αποτελεσματικότητας του δυτικού μοντέλου ανάπτυξης γίνεται έτσι οδοδείκτης προς την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης του ημιτελούς προτάγματος της νεωτερικότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι η τελευταία λέξη του βιβλίου είναι «Διαφωτισμός!». Το μόνο που χρειάζεται είναι να αφεθούμε σ’ αυτή τη διαδικασία παιδαγώγησης σε ένα διαφορετικό μοντέλο. Στο δεύτερο τεύχος της Κατάκτησης της Δύσης του εμβληματικού γουέστερν κόμικ, ο Μπρετ ΜακΝτόναλτ, Ιρλανδός μετανάστης που τυχαία μπήκε σε μια αποστολή χαρτογράφησης της Άγριας Δύσης για να γνωρίσει, ερωτευτεί και παντρευτεί μια Ινδιάνα, εγκαταλείποντας την αποστολή και εγκαθιδρύοντας το σπιτικό του, σώζει έναν Ινδιάνο αρχηγό από δολοφονική  επίθεση. Τον πηγαίνει σπίτι για να τον περιθάλψει. Στο στάδιο της ανάρρωσης αυτός μεταλαμπαδεύει στον γιο του Μπρετ, Πατ, τις γνώσεις του για την κατασκευή τόξου. Η διάσωση του Ινδιάνου συντηρεί μια παράδοση πρακτικής σοφίας που δεν υπάρχει απλώς μουσειακά αλλά επιδρά ενεργητικά στην ανάπτυξη και εξέλιξη του λευκού -εφόσον αυτός αφεθεί να δεχτεί τη γονιμοποιό επίδραση.