Ο γεωργικός τομέας «έχει καταστραφεί από τις μάχες», δήλωσε ο Σερζ Τισό αξιωματούχος του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO), σύμφωνα με ανακοίνωση που δόθηκε στη δημοσιότητα μετά τη δημοσιοποίηση μιας νέας έκθεσης για την ανθρωπιστική κατάσταση στο Νότιο Σουδάν.
 
Μπροστά στον υπερπληθωρισμό που έχει προκληθεί από τη σύγκρουση, «η αναζήτηση μιας ειρηνικής λύσης σε αυτή την τραγωδία που έχει προκληθεί από τον άνθρωπο πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα, διαφορετικά η κατάσταση θα είναι ακόμη χειρότερη την επόμενη χρονιά», πρόσθεσε ο Σ. Τισό.
 
Ο αριθμός των Νοτιοσουδανών που χρειάζονται διατροφική βοήθεια αναμένεται να φτάσει τα 4,8 εκατομμύρια την περίοδο Οκτωβρίου- Δεκεμβρίου, έναντι 6 εκατομμύρια που ήταν τον Ιούνιο, σε σύνολο πληθυσμού 12 εκατομμυρίων, χάρη σε κάποιες συγκομιδές που έγιναν παρά τις συγκρούσεις, ανέφερε ο FAO σε κοινή ανακοίνωσή του με το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα (PAM) και τη Unicef.

Όμως η κατάσταση αναμένεται να επιδεινωθεί στις αρχές του 2018, με τους ειδικούς να εκτιμούν ότι η μεταβατική περίοδος μεταξύ των δύο συγκομιδών θα ξεκινήσει τρεις μήνες νωρίτερα.
 

Η πρόσφατη έκθεση είναι η τελευταία μέχρι στιγμής η οποία αναφέρει ότι δεκάδες χιλιάδες Νοτιοσουδανοί ενδέχεται να υποφέρουν από «πείνα», χωρίς όμως το ποσοστό τους να φτάσει στα επίπεδα μετά τα οποία μια χώρα ή μια περιοχή κηρύσσεται σε κατάσταση λιμού.
 
Κατάσταση λιμού είχε κηρυχθεί σε πολλές περιοχές του βόρειου Νότιου Σουδάν στις 20 Φεβρουαρίου, όμως τεχνικά τελείωσε στις 21 Ιουνίου.«Μια τεράστια ανθρωπιστική απάντηση βοήθησε στην ανάσχεση του λιμού σε κάποιες περιοχές της χώρας φέτος», υπογράμμισε ο Άντναν Καν, αξιωματούχος του PAM. «Είναι τρομακτικό να πούμε ότι στη χειρότερη περίπτωση παρόμοιες συνθήκες ενδέχεται να παρουσιαστούν σε πολλές περιοχές» το 2018.
 
Υπενθυμίζεται ότι κατάσταση λιμού κηρύσσεται όταν περισσότερο από το 20% του πληθυσμού μιας περιοχής έχει πολύ περιορισμένη πρόσβαση σε βασική τροφή, το ποσοστό θνησιμότητας είναι μεγαλύτερο από δύο ανθρώπους ανά 10.000 ημερησίως, ενώ οξύς υποσιτισμός πλήττει περισσότερο από το 30% του πληθυσμού.