του Άλεξ Παζαΐτη

Και οι δύο συνεντεύξεις είχαν πολιτικό ενδιαφέρον, λόγω της πολιτικής “απόστασης” των δύο πλευρών που αναμέναμε να συγκρουστούν γύρω από την επικαιρότητα. Πέρα από την έξαψη, το δράμα, και την ίντριγκα της πολιτικής αντιπαράθεσης, αυτό που είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο τρόπος που αναπτύσσεται ο πολιτικός λόγος. Στην εποχή της υπερπληροφόρησης και της διάσπασης προσοχής, αυτό που βάζει τάξη στο χάος είναι μία ωραία ιστορία. Αν μπορούμε να μάθουμε κάτι από την προπαγάνδα και το μάρκετινγκ, είναι ότι οι άνθρωποι, όπως και οι κοινωνίες τους, είναι πλάσματα φτιαγμένα από ιστορίες.

Πάμε, να δούμε δύο διαφορετικές ιστορίες που διαμορφώνουν τη σημερινή ελληνική πολιτική κοινωνία και τί μπορεί να μάθει το πολιτικό σύστημα από αυτές.

Κουναλάκη εναντίον Τσίπρα

Στην πρώτη του δημόσια εμφάνιση από την παραίτησή του από αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ και μετά από αρκετό καιρό ηχηρής απουσίας από τον δημόσιο διάλογο, ο Αλέξης Τσίπρας βρέθηκε απέναντι από την Ξένια Κουναλάκη. Στο πλαίσιο των 50 χρόνων από τη μεταπολίτευση, ο κος Τσίπρας μίλησε ως ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές σε (τουλάχιστον) πέντε από αυτά, αλλά όχι μόνο. Μίλησε και ως ένα “γνήσιο τέκνο” της Μεταπολίτευσης, γεννημένος μόλις τέσσερις ημέρες μετά από αυτήν, αλλά και ως γείτονας της κας Κουναλάκη, έχοντας μεγαλώσει στην ίδια πολυκατοικία στους Αμπελόκηπους. Ήδη πολύ ωραία η ιστορία, έτσι;

Κι εδώ αρχίζει να ξεδιπλώνει το αφηγηματικό της ταλέντο η κα Κουναλάκη. Έχοντας καλοπιάσει με ανέκδοτες ιστορίες και χωρατά τον κο Τσίπρα, συνέχισε με πολύ όμορφα τοποθετημένες ερωτήσεις που δημιουργούν ένα πλαίσιο φτιαγμένο γύρω από “διαχρονικές παθογένειες της Μεταπολίτευσης”, “αριστερά στεγανά”, λίγο “παρωχημένο αντιαμερικανισμό” και μία τζούρα διακυβέρνησης Μπάιντεν ως “μία από τις πιο προοδευτικές κυβερνήσεις διεθνώς”, κλιμακώνοντας την “πολιτική” αντιπαράθεση με συγκρίσεις όπως το Μάτι με τα Τέμπη, τη “σκευωρία Novartis” με τις υποκλοπές, και τη Μόρια με την Πύλο.

Ωστόσο, το σημαντικό είναι το πώς αποκρίθηκε το “γνήσιο τέκνο της Μεταπολίτευσης” σε αυτά – ή μάλλον, το πώς τα άφησε να περάσουν ως δροσερό αεράκι. Αντίθετα, έσπευσε να απολογηθεί για τους “ατυχείς” χειρισμούς σχετικά με το σκάνδαλο της Novartis (οκ, τουλάχιστον αναφέρθηκε σε αυτό ως σκάνδαλο) και στο πώς επήλθε “ομαλοποίηση” των σχέσεων με τις ΗΠΑ, όταν αυτός, ένας “πούρος αντιαμερικανός των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης”, δέχτηκε τα συγχαρητήρια του Ομπάμα για το ρόλο της χώρας στο προσφυγικό.

Η απόλυτη κλιμάκωση ήρθε όταν ο κος Τσίπρας εξομολογήθηκε ότι η μεγαλύτερή του απογοήτευση από την κυβέρνηση 2015-19: η “ενοχική διαχείριση” που έδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην μεγάλη επιτυχία του, που δεν ήταν άλλη από την εφαρμογή και ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου. Μία επιτυχία που έγινε με τόσο “θάρρος απέναντι στο πολιτικό κόστος κόντρα στις δικές μας προηγούμενες θέσεις”. Έτσι, “στρώσαμε το τραπέζι και κάθισε άλλος να γευτεί τους καρπούς του δείπνου” που έφερε η “ανάκτηση της διεθνούς αξιοπιστίας” της χώρας απέναντι στις αγορές και την ευρωζώνη.

Είναι σίγουρα μία θαρραλέα κίνηση να πηγαίνει κάποιος απέναντι στις αξίες του και να ανατρέπει τις θέσεις που του έδωσαν τη λαϊκή εντολή. Και επόμενο είναι να αναμένει να γευτεί ως “καρπούς” αυτής της προσπάθειας την αναγνώριση από “τις αγορές”, που κατά τα άλλα θα χόρευαν όσο εμείς βαρούσαμε το νταούλι. Ό,τι και να πιστεύει κανείς για τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, για όσα πέτυχε ή δεν πέτυχε και ό,τι ακολούθησε από εκεί και μετά, η ιστορία της ανόδου και της καθόδου του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεκινάει, το 2019, αλλά το 2012. Και αυτό που έχει σημασία έχει η ιστορία, και η ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα είναι πρωτίστως μία ιστορία ελπίδας και προδοσίας, όχι η ιστορία μιας επιτυχημένης εφαρμογής μνημονίου. Για τον ίδιο λόγο που όταν πιαστείς να απατάς τον/την σύντροφό σου, δεν το σώζεις αν έχεις στο μεταξύ φτιάξει το καζανάκι που έσταζε.

Οπότε, αν το πολιτικό διακύβευμα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αν οι αγορές τους αγαπούν περισσότερο από την ΝΔ, τότε ο κος Τσίπρας μάλλον γαβγίζει στο λάθος δέντρο. Γι’ αυτό, πάμε να μάθουμε λίγη μπαλίτσα από ένα γνήσιο τέκνο των αγορών.

Πιερρακάκης εναντίον Γιάμαλη

Η κα Γιάμαλη υποδέχτηκε τον κο Πιερρακάκη για να συζητήσουν ένα πιο φλέγον ζήτημα της επικαιρότητας, και, πιθανότατα, ένα από τα θέματα που αποτελούν διαχρονικά σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ δεξιάς και αριστεράς: Τα πανεπιστήμια. Η κα Γιάμαλη, αρχικά αναγνώρισε το θάρρος του κου Πιερρακάκη, όντας ο μόνος που αποδέχτηκε την πρόσκληση να απαντήσει σε ερωτήσεις που δεν θα έχει υπαγορεύσει το γραφείο τύπου της ΝΔ. Οπότε έκανε εκτενή μελέτη, προετοιμάστηκε και μπήκε δυναμικά να φέρει τον Υπουργό απέναντι στα πολύ σοβαρά ερωτηματικά που τις ανησυχίες που εκφράζονται από την φοιτητική και ακαδημαϊκή κοινότητα και την ευρύτερη κοινωνία.

Και ο κ. Πιερρακάκης στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και με πειστικό τρόπο, με συνέπεια και δομημένο λόγο απέφυγε να δώσει οποιαδήποτε απάντηση. Αντ’ αυτού, έφτιαξε με συστηματική δουλειά μία πολύ ξεκάθαρη και αδιαμφισβήτητη ιστορία που τα είχε όλα, εκτός από ένα πράγμα: επαφή με την πολιτική πραγματικότητα. Πώς γκένεν αυτό;

Είναι εμφανές ότι η επικοινωνιακή στρατηγική της ΝΔ έχει αναπτυχθεί σε εργαστήρια με τεχνολογία αιχμής και έχουν δουλευτεί στην προπόνηση. Στην προκειμένη περίπτωση, τρεις βασικές τακτικές ήταν που έκαναν τη διαφορά απέναντι στις, κατά τα άλλα, δομημένες και μελετημένες ερωτήσεις της κας Γιάμαλη:

1) Ντετερμινισμός: Σε όλες τις τοποθετήσεις του ο κος Πιερρακάκης αναφέρεται σε “δεδομένα”, με στοιχεία και αριθμούς, διορθώνοντας μάλιστα την κα. Γιάμαλη σε κάποια νούμερα που κανείς δεν θα κάτσει να ψάξει. Αλλά, όπως ξαναείπαμε, σημασία δεν έχουν τα νούμερα, έχει η ιστορία, και η ιστορία εδώ είναι “ξέρω τί λέω”. Επιστέγασμα αυτής της ιστορίας είναι ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν δημιουργεί μία νέα κατάσταση. Αντίθετα, κοιτάζει κατάματα μία πραγματικότητα όπως ήδη είναι: “Κάνουμε σαν να μην υπάρχει ιδιωτική – όχι μη-κερδοσκοπική – τύποις τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά τα κολλέγια”. Έτσι η ΝΔ, σε αντίθεση με όλους τους άλλους που “στρουθοκαμηλίζουν” έρχεται να διαμορφώσει ένα πλαίσιο για να ρυθμιστεί η ιδιωτική εκπαίδευση που μέχρι τώρα λειτουργεί με όρους “Ελ Ντοράντο”. Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι μία πραγματικότητα και απλά δεν το ξέρουμε! Μάλιστα “[…] δεν έχουμε άλλο το προνόμιο της καθυστέρησης. Έχουμε καθυστερήσει δραματικά συζητώντας θέματα ιδεολογικά”. Η ιστορία πηγαίνει μπροστά, έχει ήδη γραφτεί κι εμείς ασχολούμαστε με ιδεολογίες και σχαλαμάρες!

2) Έλεγχος της συζήτησης: Σε ερωτήσεις που στριμώχνουν λίγο την ιστορία με το Γέιλ και τη Σορβόννη που θα ανοίξουν παραρτήματα στην Ελλάδα, η απάντηση ξεκινάει με “ένα βήμα πίσω” για να τοποθετηθεί η συζήτηση στην σωστή της βάση. Ποιά είναι αυτή; Οποιαδήποτε τοποθετεί το πρόβλημα σε όρους που το νομοσχέδιο δημιουργεί λύσεις. Έτσι, ποιός νοιάζεται αν το Γέιλ κλείνει το αντίστοιχο παράρτημά του στη Σιγκαπούρη; Το ζήτημα είναι ότι δίνουμε τη δυνατότητα στα ξένα ιδρύματα να κάνουν αυτό που ήδη κάνουν τα Ελληνικά! Κι έτσι παρέχουμε περισσότερη στήριξη στα Ελληνικά πανεπιστήμια, βρε κουτά, δεν το καταλάβατε! Επίσης, η συζήτηση γύρω από την τύχη των περιφερειακών πανεπιστημίων είναι μία “συζήτηση επιχειρημάτων φόβου” και η Ελληνική κοινωνία πάει μπροστά με το θάρρος! Όσοι διαφωνούν με αυτό το νομοσχέδιο απλώς φοβούνται την αλλαγή, οπότε δεν θα κάτσουμε να χαϊδεύουμε τις ανησυχίες τους. Εξάλλου, εμείς απλά δημιουργούμε το πλαίσιο, στο τέλος της ημέρας θα επιλέξει η προσφορά και η ζήτηση, υπό τον έλεγχο της Ανεξάρτητης Αρχής (τί μπορεί να πάει στραβά;)! Το πώς θα δημιουργηθεί αυτό το πλαίσιο είναι το μόνο που οφείλουμε να συζητάμε. Όλα τα άλλα είναι απλώς υπεκφυγές και χάσιμο χρόνου, που δεν μας περισσεύει (βλ., σημείο 1).

3) Δεν παίζουμε ποτέ άμυνα! Για ό,τι μπορεί ακόμη να ξεγλιστράει ανάμεσα από τα δύο παραπάνω, υπάρχει πάντα το παλιό καλό “whataboutism” ή στα Ελληνικά το “για τη Μαρφίν δεν λέτε τίποτα”. Ωστόσο, εδώ έχει σημασία το μέτρο. Ο κος Πιερρακάκης δεν είναι Άδωνις Γεωργιάδης ή Θάνος Πλεύρης να δυναμιτίζει απλά τη συζήτηση με σκοπό να δημιουργηθεί το χάος στο οποίο γνωρίζουν να κυριαρχούν. Ο κος Πιερρακάκης ελέγχει τη συζήτηση. Έτσι, με σύνεση και ψυχραιμία και με χειρουργικές παρεμβάσεις εκτρέπει τη συζήτηση όσο χρειάζεται για να την βάλει ξανά στο ρυάκι που την παίζει μετά μπάλα με τις άλλες δύο τακτικές. Έτσι, όταν τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας του νόμου, έχει σημασία να αναφερθεί ότι το ΠΑΣΟΚ έχει αλλάξει τη θέση του σε σχέση αυτά που υποστήριζε αρχικά, που, εξάλλου, οι θέσεις των κ. Βενιζέλου και Λοβέρδου είναι ξεκάθαρα υπέρ της κυβέρνησης. Οπότε μήπως η θέση τους έχει να κάνει με εσωτερικά τους θέματα; Τί λέγαμε; Α, ναι, η σωστή ερμηνεία του Άρθρου 16 είναι η ακόλουθη: αυτή που λέμε εμείς! Επίσης, ε όχι και να μας κουνάει το δάχτυλο ο ΣΥΡΙΖΑ για την υποχρηματοδότηση των δημοσίων πανεπιστημίων! Επί της κυβέρνησής τους έγιναν μόνο περικοπές στον προϋπολογισμό της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης! Προφανώς υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες και για διαφορετικούς λόγους, αλλά σημασία έχει ότι έχουν χάσει το δικαίωμα κριτικής! Άρα, οι επενδύσεις που έχουμε κάνει στη δημόσια παιδεία δεν κρίνονται με βάση του τί θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει, ή στο τί συνθήκες δημιουργήσαμε, αλλά (πάμε ένα βήμα πίσω, βλ. σημείο 2) στη βάση του ότι εμείς επενδύσαμε!

Έτσι, φτιάχνεται μία ωραία ιστορία όπου η ΝΔ: αντιμετωπίζει την πραγματικότητα, με θάρρος και σύνεση, και δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της, γνωρίζει ποιά είναι η σωστή διάσταση των πραγμάτων και προχωράει ατρόμητα μπροστά, και, στην τελική, αν δεν σε πείθουμε, τί θέλεις, τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ που απλά αποφεύγουν τη συζήτηση;

Διαβάζοντας ανάμεσα σε δύο ιστορίες

Παρακολουθώντας τις δύο συζητήσεις, αποκρυπτογραφώντας τις “ιστορίες” πίσω από τα γεγονότα και τα δεδομένα, βρίσκω κι εγώ τον εαυτό μου παγιδευμένο ανάμεσα σε δύο παράλληλες πραγματικότητες. Το χειρότερο: καμία από τις δύο δεν βγάζει κανένα νόημα. Γιατί και οι δύο στερούνται πολιτικού περιεχομένου.

Βλέπετε, η πολιτική δεν είναι ιστορία. Είναι το υλικό που φτιάχνει τις ιστορίες, και τις τοποθετεί σε μία σειρά για να βγάλει νόημα ο χρόνος και η πραγματικότητα. Αυτή η διαδικασία δεν είναι “ουδέτερη” ούτε προκύπτει αυτόματα από τα “δεδομένα”. Γιατί δεδομένα υπάρχουν πολλά και παντού. Το ποιά από αυτά επιλέγουμε, με ποιά κριτήρια και ποιά σειρά είναι μία πολιτική επιλογή. Οι δύο παραπάνω πολιτικοί άνδρες έχουν κάνει ήδη αυτές τις επιλογές και η “ιστορία” έχει γραφτεί. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε τον σκοπό της, που ήταν η εφαρμογή του τρίτου μνημονίου! Τί όχι; Όπως και το νομοσχέδιο της ΝΔ αφορά το δημόσιο πανεπιστήμιο και έχει κυρίως εκπαιδευτική στόχευση! Το λύσαμε αυτό, μη χάνουμε άλλο χρόνο!

Όμως, αυτό που έχει πολιτική σημασία είναι ποιός ήταν όντως ο σκοπός που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, καθώς και το ποιοί στόχοι έχουν εκπαιδευτική αξία. Και ακόμα πιο σημαντικό: πώς απαντώνται αυτά τα ερωτήματα και από ποίους. Η πολιτική δεν είναι αυτή η αφαιρετική, σχεδόν φολκλόρ αισθητική που περιβάλλει απλώς αποφάσεις που έχουν ήδη παρθεί. Η πολιτική είναι η βάση στην οποία επιλέγουμε τί έχει σημασία στη ζωή και στην κοινωνία, με ποιόν τρόπο οργανώνεται η ζωή μας, από τα πιο μικρά και καθημερινά έως τα πιο μεγάλα. Από το πού θα κοιτάνε τα παγκάκια στο πάρκο, μέχρι το πόσα χρήματα χρειάζεται να δώσουμε σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς.

Γι’ αυτό η πολιτική αξία των δύο συνεντεύξεων κρύβεται πίσω από την ιστορία τους. Ο Κος Πιερρακάκης δεν επιλέχθηκε τυχαία για Υπουργός Παιδείας αυτής της κυβέρνησης. Όπως έγινε ξεκάθαρο προεκλογικά, στόχος είναι να καθαρίσει η μπουγάδα με το δημόσιο πανεπιστήμιο, που με κάποιο τρόπο εξακολουθεί και αντιστέκεται στην απόλυτη ηγεμονία του νεο-αποικισμού που υπηρετεί η ΝΔ, παρά την υποχρηματοδότηση, τις διαλυμένες υποδομές, τη διαφθορά και την επισφάλεια. Έτσι έχουν ήδη διαμορφωθεί οι συνθήκες που θα αφήσουμε “όλα τα λουλούδια να ανθίσουν” όπως λέει χαρακτηριστικά στη συνέντευξη ο κος Πιερρακάκης. Αυτό που έχει πολιτική αξία είναι ότι κάποια λουλούδια έχει δύο δεκαετίες που τα έχουμε αφήσει απότιστα και τα ποδοπατάμε με αρβύλες, ενώ έχουμε αφήσει να φυτεύουν άλλα πιο “εξωτικά” παραδίπλα. Και τώρα πάμε να ρυθμίσουμε “το πλαίσιο” με βάση τις ανάγκες των νέων λουλουδιών. Οπότε αν τα άλλα μαραζώσουν, είναι δικό τους πρόβλημα.

Αλλά δεν περιμέναμε τίποτα διαφορετικό από αυτήν την κυβέρνηση. Γι’ αυτό έχει πολιτική αξία το ότι “η αριστερά κρίνεται πάντα πιο αυστηρά”, που αναφέρει ο κος Τσίπρας, αντίστοιχα, στη δική του συνέντευξη. Γιατί από την αριστερά είχαμε και έχουμε προσδοκίες! Η πολιτική αξία του να θεωρείται μία παράταξη “δεξιά” ή “αριστερή” έχει να κάνει με το πώς απαντάει στα παραπάνω ερωτήματα: ποιά λουλούδια φροντίζουμε και πώς, και ποιοί έχουν πρόσβαση στους καρπούς τους. Η δεξιά, δυστυχώς για την υπόλοιπη κοινωνία, κάνει εξαιρετική δουλειά απέναντι σε αυτούς που εκπροσωπεί. Γι’ αυτό η αριστερά θα πρέπει να αποφασίσει ποιούς θέλει να εκπροσωπεί όταν απαντάει αυτά τα ερωτήματα.

Γιατί εάν στις απαντήσεις σου αποζητάς την αποδοχή (φεύ! Την αγάπη!) της Καθημερινής, του ΣΚΑΪ, και των αγορών, τουλάχιστον κάνε το σωστά. Κάνε το όπως ο Πιερρακάκης.