Η επικαιρότητα, βεβαίως, του βιβλίου οφείλεται στη συνεχιζόμενη τις δύο τελευταίες δεκαετίες τζιχαντιστική τρομοκρατία εναντίον στόχων στην κυρίαρχη Δύση, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, καθώς και σε μια μεγάλη πολλαπλότητα αντιδράσεων που αυτή προκαλεί. Οι αντιδράσεις μπορεί να κυμαίνονται από τον αμυντικό και ταυτοτικό πανηγυρισμό των αξιών της Δύσης ενάντια σε αυτούς που τις επιβουλεύονται μέχρι μια ορισμένη «χαιρεκακία» από ορισμένους (όχι πολλούς ευτυχώς) για τα αντιδυτικά πλήγματα που βγάζουν με τραγικό τρόπο από τη ρουτίνα τους αστούς της Δύσης, υπενθυμίζοντας ότι τελικά η Ιστορία δεν τέλειωσε, ενώ σε έναν μεγάλο ενδιάμεσο χώρο βρίσκουμε θα λέγαμε μια αμηχανία από όσους θλίβονται για τα τραγικές απώλειες ζωών, χωρίς από την άλλη να θέλουν να προσχωρήσουν σε μια αμυντικώς οριζόμενη ταυτότητα. Το συγκεκριμένο βιβλίο του Μυρέ αποτελεί τροφή για σκέψη, όντας καυστικό και προκλητικό, ανοικτό σε πολλαπλές ερμηνείες. Αυτό που κάνει, θα λέγαμε, ο Μυρέ είναι ένα εγχείρημα αυτοκατανόησης της Δύσης σε σχέση με τον ιδιότυπο εχθρό που την υπονομεύει και έξωθεν και ένδοθεν: Έξωθεν γιατί η ταυτότητα των τζιχαντιστών θεωρείται ως ο Άλλος της Δύσης που δεν θέλει να μιανθεί από τη μολυσματική της παγκόσμια επέκταση· ένδοθεν, γιατί εντέλει οι σύγχρονοι τζιχαντιστές είναι μεταποικιακά υποκείμενα υποτελών, που αυτοπροσδιορίζονται σε σχέση με τον παγκόσμιο κυρίαρχο λόγο της Δύσης, χρησιμοποιούν την τεχνολογία της από τον οπλισμό μέχρι το Διαδίκτυο και τον κόσμο του θεάματος στον οποίο βασίζεται η λογική των τρομοκρατικών χτυπημάτων. Εξάλλου, οι επιθέσεις γίνονται συνήθως υπονομευτικά σε μεγάλα αστικά κέντρα της Δύσης, συχνά από μετανάστες δεύτερης ή τρίτης γενιάς που είναι υβριδικά υποκείμενα. Το βιβλίο περιγράφει μια κατάρρευση εκ των ένδον της Δύσης. Γενικά μάλλον καταφάσκει στο νεωτερικό πρόγραμμα και στις αξίες του Διαφωτισμού, αλλά καταδεικνύει το πώς αυτές έχουν έσωθεν ακυρωθεί σε μία ύστερη νεωτερική ή μετανεωτερική εποχή. Με λίγα λόγια η επιστολή του Μυρέ προς τον φανταστικό τζιχαντιστή συνομιλητή του θα μπορούσε να συνοψιστεί σε ένα «αξίζεις χειροκρότημα παρατεταμένο, που μπόρεσες και σκότωσες έναν πεθαμένο», όπως λέει το λαϊκό άσμα. Ο θάνατος, βέβαια, της Δύσης βαίνει παραλλήλως προς την παγκοσμιοποιητική επέκτασή της, μια διαδικασία που είχε λάβει χώρα, ας θυμηθούμε, και με έναν αντίστοιχο θάνατο του πολιτικού Ελληνισμού όταν επεκτάθηκε στην ελληνιστική και ρωμαϊκή οικουμένη.
Αυτό που πενθεί ο Μυρέ είναι κατά τον Λάκη Προγκίδη «το ελεύθερο, αυτόνομο και δημιουργικό άτομο», ο άνθρωπος που μοχθεί για την αυθυπέρβασή του και η Ιστορία ως ένα πεδίο αυτοπραγμάτωσης αυτού του ατόμου (σ. 120). Εδώ ο Μυρέ ίσως θα συμφωνούσε με μια θεώρηση «Τέλους της Ιστορίας», αλλά θρηνώντας και πενθώντας, όχι επιχαίροντας, όπως ο πρώιμος Φουκουγιάμα. Το ερώτημα που τίθεται, βεβαίως, είναι αν η τζιχαντιστική τρομοκρατία που προκαλεί επανέκκριση αδρεναλίνης στις κοινωνίες της Δύσης αίρει το Τέλος της Ιστορίας ή αν αποτελεί, αντιθέτως, μέρος της μεταϊστορικής συνθήκης. Κατά τον Μυρέ, τόσο η Δύση όσο και ο κόσμος που πρεσβεύουν οι τζιχαντιστές είναι δύο κόσμοι νεκροί και στη μεταξύ τους αναμέτρηση, αυτός που θα νικήσει θα είναι ο πιο πεθαμένος από τους δύο, δηλαδή μάλλον η Δύση.
Η σκέψη του Μυρέ γενεαλογείται προσφυώς από τον Προγκίδη στον ανάλογο στοχασμό των ΠολΒαλερύ, Έντμουντ Χούσερλ, Λουι-Φερντινάν Σελίν, Ζορζ Μπερνανός, Φλάννερι Ο’ Κόννορ, Φίλιπ Ροθ, Μίλαν Κούντερα με απώτερο πρόγονο τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Πρόκειται δηλαδή για έναν συνδυασμό κοφτερού χιουμορίστα ανατόμου κοινωνικών εξελίξεων στην μπαλζακική γραμμή και ενός νοσταλγού του κραταιού Συμβολικού που θα συνείχε τις δυτικές κοινωνίες, αν και αυτό το Συμβολικό το βλέπει περισσότερο στη δυναμική του να προκαλεί διαλεκτικώς την υποκειμενοποίηση των ανθρώπων και όχι σε μια χυδαία εκδοχή της κατεστημένης ισχύος. Αυτό που κυρίως θίγει ο Μυρέ είναι η παιδικότητα του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου, απόρροια ακριβώς της υποβάθμισης του Συμβολικού των κοινωνιών του, μια παιδικότητα που μάλλον συμβαδίζει με την ολοένα και μεγαλύτερη εμβύθισή του στον κόσμο της ψηφιακής τεχνολογίας. (Χρησιμοποιούμε τον όρο «Συμβολικό» με μια βασικά λακανική έννοια γλωσσικών, θεσμικών και άλλων οριοθετήσεων που προωθούν την υποκειμενοποίηση).Ο Μυρέ ενίοτε μάλλον συνδέει τη δικαιωματική δημοκρατία με μία συμβολική μητριαρχία (σ. 18), η οποία συνδέεται με το Τέλος της Ιστορίας ως μία διηνεκή παιδικότητα στην οποία καθηλώνεται ο δυτικός άνθρωπος θεωρώντας τον εαυτό του «αθώο» για όσα συμβαίνουν. Οι τζιχαντιστές γίνονται ένα «ψεύτικο άλλο εντός του κόσμου δίχως Άλλο» που προωθεί η Δύση (σ. 21).
Με άλλα λόγια, ο Μυρέ μάλλον θεωρεί τόσο τον σύγχρονο δυτικό, όσο και τον τζιχαντιστή ως δύο διαφορετικές εκφάνσεις του μεταϊστορικού αθώου που ωθεί έξω του την ενοχή ή που παλινδρομεί σε μία φαντασιακή παιδική ολότητα. Το οποίο γίνεται βέβαια με πολύ διαφορετικό τρόπο στις δύο περιπτώσεις. Ο Σλάβοϊ Ζίζεκ έχει παρατηρήσει ότι αυτό που συμβαίνει στην περίπτωση του ακραίου Ισλάμ είναι η κατάρρευση της αριστοτελικής διάκρισης ανάμεσα στη δυνατότητα και την ενέργεια. Για τους ακραίους Ισλαμιστές, αν κάτι είναι απλά δυνατό, τότε έχει ήδη γίνει. Με αυτή τη λογική λ.χ. απλά και μόνο η θέα της γυμνότητας ενός μέρους του γυναικείου σώματος μπορεί να δικαιολογήσει ακόμη και τον βιασμό[1] στη λογική ότι στην «πρόκληση» ακολουθεί κατά απόλυτη αναγκαιότητα η σεξουαλική «αντίδραση», έτσι ώστε να μην υπάρχει καν ανδρική ευθύνη. Αυτό, όμως, μήπως δεν σημαίνει την απόλυτη παιδικότητα του άνδρα, την απόλυτη ανευθυνότητα και εντέλει μη ανδρισμό – ενηλικίωσή του; Αυτό που περιγράφει ο Ζίζεκ ως κατάρρευση μεταξύ του αριστοτελικού δυνάμει και του ενεργείᾳ με όρους Μυρέ θα το ονομάζαμε επίσης «μεταϊστορική αθωότητα». Σε μια λογική πεπρωμένου όπου ό,τι είναι απλώς δυνατό δεν μπορεί παρά να έχει ήδη συμβεί, δεν υπάρχει χώρος για την ενδεχομενικότητα της ηθικής ευθύνης και την αντίστοιχη ενηλικίωση του ηθικού υποκειμένου.
Τον αντίστοιχο σύγχρονο δυτικό άνθρωπο ο Μυρέ τον περιγράφει ως «παιδήλικα». Παιδήλικες, δηλαδή ενήλικες που συμπεριφέρονται ως παιδιά είναι κατά τον Μυρέ «τα άτομα που παθιάζονται με τον Χάρι Πότερ και βουρκώνουν παρακολουθώντας τις περιπέτειες της καλής νεράιδας ΑμελίΠουλέν. Είναι όλοι εκείνοι που «ανακαλύπτουν ξανά τα λούτρινα ζωάκια και τις κουβερτούλες των παιδικών τους χρόνων», «διοργανώνουν βραδιές Μονόπολης, συνοδευόμενες από μια μεγάλη κούπα ζεστής σοκολάτας» και συναντιούνται σε «βραδιές για κέικ με στρουμφόμουρα», προκειμένου να δουν όλοι μαζί «τα αγαπημένα κινούμενα σχέδια της πιο τρυφερής τους ηλικίας» (σ. 26-27). Σύνθημά των παιδηλίκων είναι αυτό που ένας δημοσιογράφος συνόψισε ως «διασκεδάζουμε, δεν σκεφτόμαστε τίποτα, περνάμε τέλεια». Τα παραδείγματα του Μυρέ είναι εμφανώς από τις αρχές των ζέρος. Στην τρέχουσα Ελλάδαθα μιλούσε κανείς για την gentrification, τον «εξευγενισμό» που μετατρέπει άλλοτε κακόφημες συνοικίες με τραυματικό punctumσε διασκεδουπόλεις και παιχνιδουπόλεις, όπως το Γκάζι στην Αθήνα, ή, ακόμη πιο ύπουλα, το Μεταξουργείο, όπου χιψτέρια Μάρκο Πόλο εντοπίζουν τον τελευταίο καιρό το «TheNextBigThing»ως νομαδικοί φλανέρ. Θα μιλούσε για τις κουγκαρομπεμπέκες που πίνουν potarew ή για το πώς κλαρινοποιούνται στην Ελλάδα όλεςοι διεθνείς φυλές, από τους κλαρινοχιψτεράδες μέχρι τους κλαρινογκοθάδες. Σημειωτέον, παρεμπιπτόντως, ότι «Ιστορίες ενός παιδήλικα» είναι τίτλος βιβλίου του Χρήστου Ζαμπούνη. Χαρακτηριστικό της αλληλοσυμπλήρωσης των δύο πολιτισμών είναι κατ’ εξοχήν ότι όπως κάπως προκλητικά είχε παρατηρηθεί από σχολιαστές της 11/9, όπως ο Μυρέ, το θέαμα των αεροπλάνων να κατέρχονται και να χτυπούν τους δύο πύργους αποτελούσε μια οιονεί performanceartασύγκριτα πιο σκληρή και «ολοκληρωμένη» από αυτήν που εκπροσωπεί ο πολιτισμός του Μανχάταν με την επίδειξη αυτοτραυματισμών με αιχμηρά αντικείμενα ή κακαδιών από μύξα.
Ο Μυρέ δείχνει να διακατέχεται από μία νοσταλγία του Συμβολικού, που τον κατατάσσει μάλλον σε μια παράδοση από«γοητευτικούς αντιδραστικούς» (réactionnairescharmants) που δεν αντέχουν την κατάρρευση των ωριμαντικών οριοθετήσεων με την επέλαση της μετανεωτερικότητας. Με κάποια διάθεση τρολαρίσματος, θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι είναι ο Μυρέ αυτός που αναλαμβάνει μια παιδική στάση, όταν επιθυμεί μια παλινδρόμηση σε μια προγενέστερη εποχή όπου οι συμβολικοί δεσμοί ήταν όχι μόνο πρόξενοι ιστορικότητας, αλλά και μια ζεστή προστατευτική θαλπωρή. Το ενδιαφέρον στον στοχασμό του είναι ο τρόπος με τον οποίο δείχνει ότι οι δύο κύριοι θεωρούμενοι αντίπαλοι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, ήτοι η μετανεωτερική φιλελεύθερη Δύση και το ακραίο Ισλάμ είναι εν πολλοίς κατοπτρικοί, οδηγώντας την ανθρωπότητα από δύο τελείως αντιτιθέμενες αφετηρίες σε μία συνθήκη παιδικότητας. Από τη μια έχουμε τον άνθρωπο της «φιλελεύθερης συναίνεσης», που θεωρεί ότι είναι μονίμως αθώος και ότι οι άλλοι απλώς τον «φθονούν» για τις αξίες του, έναν άνθρωπο που παλιμπαιδίζει γιατί θεωρεί ότι έχουν υπερβαθεί τα ιστορικά διακυβεύματα και ότι ουσιαστικά οι αντίπαλοί του είναι κάποιοι δαιμονοποιημένοι παρίες εκτός παγκοσμιοποιημένου κόσμου και εκτός διαβούλευσης. Από την άλλη έχουμε τον άνθρωπο των τυφλών τρομοκρατικών χτυπημάτων, που βασίζεται στην κατά Ζίζεκ κατάρρευση της αριστοτελικής διάκρισης μεταξύ δυνάμει και ενεργείᾳ, ήτοι στην αρχή «αν κάτι είναι δυνατό είναι πεπρωμένο και έχει ήδη συμβεί», ένα διαφορετικό Τέλος της Ιστορίας που φτάνει από την επίρριψη ευθύνης στα θύματα βιασμών μέχρι τη θεώρηση ότι οι άλλοι είναι άπιστοι που αν μπορούν να σκοτωθούν θα έπρεπε να είναι ήδη σκοτωμένοι.
Τα ενδιαφέροντα ερωτήματα που τίθενται είναι αφενός ποια θα ήταν η θέση του Έλληνα παιδήλικα μεταξύ των δύο αυτών κατοπτρικών παιδηλίκων της τρέχουσας συνθήκης μας, καθώς θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο ιδιαζόντως Νεοέλληνας παιδήλικας ζώντας σε ένα μεταίχμιο μεταξύ Ανατολής και Δύσης επιτυγχάνει να συνδυάσει χαρακτηριστικά και των δύο μορφών παιδήλικα. Και αφετέρου πώς θα μπορούσε να νοηθεί σήμερα η ωρίμαση με τρόπο που να συνιστά χειραφέτηση προς το μέλλον και όχι παλινδρόμηση στη ζεστασιά μιας παρωχημένης εποχής, όπως επιθυμούν πολλοί «συντηρητικοί προοδευτικοί», ήτοι νοσταλγοί που θέλουν να συντηρήσουν την πρόοδο. Ερωτήματα για ένα μελλοντικό σημείωμα.