Είναι συγκινητικός και όμορφος ο τρόπος που οι περισσότεροι γύρω μου, οι φίλοι κι αγαπημένοι, αντέδρασαν στην υπόθεση της 70χρονης κυρίας η οποία μηνύθηκε από τα Lidl, γιατί έκλεψε φαγητό. Η τωρινή επανάληψη του Γιάννη Αγιάννη, η υπόθεση των σύγχρονων Αθλίων και ο Ιαβέρης των μανατζαραίων του Lidl προκάλεσε τα αντανακλαστικά της κοινωνίας, όπως συνηθίζουμε να λέμε, αντανακλαστικά υγιή και ευγενή για τους περισσότερους από μας.

Γιάννης Αγιάννης. Η εξαθλίωσή του φτωχού κόσμου, και η ανάγκη για δικαιοσύνη, ψωμί και ελευθερία, είναι η πολλοστή φορά που καταγράφονται στα δυτικά προάστια, ειδικά στα μνημονιακά χρόνια.

Μια από τις πιο γνωστές καταγραμμένες περιπτώσεις εκείνη του Θανάση Καναούτη. Το 19χρονο αγόρι σκοτώθηκε πέφτοντας από το τραμ για ένα γαμοεισιτήριο, στο Περιστέρι. Τότε που οι μνημονιακές κυβερνήσεις δίναν μπόνους σε όποιον ελεγκτή έπιανε τους λαθρεπιβάτες της ανάγκης, και ο Θανάσης το πλήρωσε με τη ζωή του.

Τότε, γράφαμε στο ΤΡΡ: «Δεν πρόκειται για δολοφονία, τουλάχιστον εκ προθέσεως ― το 19χρονο παιδί σκόνταψε πέφτοντας στο κενό, λένε οι ως τώρα ενδείξεις. Πρόκειται όμως για τραγωδία. Μια τραγωδία η οποία δεν αποτελεί απλό αποτέλεσμα της «κακιάς στιγμής» ή της νεανικής παρόρμησης. Αποτελεί ταυτόχρονα εκδήλωση μιας μακρόχρονης και επίμονης διαδικασίας συντριβής και της χώρας μας και ημών, των κατοίκων της. Οι ηθικολογούντες επί της τιμής του εισιτηρίου και οι συμπολιτευόμενοι διανοούμενοι μπορεί να μην το αισθάνονται, αλλά ο απλός κόσμος το ένιωσε από την πρώτη στιγμή: ο Θανάσης συνετρίβη.

Ο Θανάσης συνετρίβη στο Περιστέρι. Τον τρίτο μεγαλύτερο Δήμο της χώρας (και σπίτι μου). Δήμο εργατών, οικοδόμων, υπαλλήλων, που εργάστηκαν χρόνια για να αποκτήσουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους και να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Ένα φτωχό, λαϊκό προάστιο ― με ανθρώπους και ιστορίες που έλειπαν πάντα από την εκσυγχρονιστική προπαγάνδα της Ελλάδας «στους ισχυρούς της Ευρώπης», όπως έλειπαν και από τις ταινίες, τα βιβλία και τις αφηγήσεις της κυριλέ μας διανόησης.

Οσες κατηγορίες ανέργων χωρά μια φράση, κι ακόμη περισσότερες, χωράει το Περιστέρι. Τα εκατοντάδες λουκέτα, η ανεργία, οι περικοπές, η εξάντληση της αυστηρότητας στους αδυνατούντες να πληρώσουν, η απειλή της εφορίας και της κατάσχεσης, η αίσθηση πνιγμού δίχως καμμία διέξοδο ― όλα αυτά είναι η καθημερινότητα (και) στο Περιστέρι. Όλα αυτά κατασκεύασαν το σκηνικό στο οποίο εξελίχθηκε η τραγωδία, το σκηνικό μιας παράστασης που έστησαν η κυβέρνηση με την Τρόικα και διαφήμισαν ως αναγκαία οι δημοσιολογούντες μνημονιακοί, οι συμπολιτευόμενοι και οι «κοινωνικοί αυτοματιστές».

Ο Θανάσης δεν πλήρωσε το αντίτιμο του εισιτηρίου. Όπως και ο Γιάννης Αγιάννης είχε όντως κλέψει εκείνο το ψωμί. Ναι, ο ελεγκτής «απλώς» έκανε τη δουλειά που του είχαν αναθέσει. Όπως άλλωστε και ο επιθεωρητής Ιαβέρης. Και, ναι, ο Θανάσης μπορούσε να επιλέξει να μην πηδήξει από το τρόλλεϋ. Το βάρος όμως των 80 ευρώ του προστίμου δεν είχε επιλογή να μην το νιώσει. Ιδιαίτερα σε μια εποχή που αυτά τα 80 ευρώ αντιστοιχούν στο 1/4 του μηνιάτικου πολλών από τους νέους που έχουν την τύχη να εργάζονται.

Ο 19χρονος Θανάσης ― που αγχώθηκε για ογδόντα ευρώ πρόστιμο ― δεν είναι περίπτωση μοναδική.

Είναι ένας από τα εκατομμύρια των ανέργων που αγχώνονται για τα χρήματα του μήνα, για το νοίκι, για το φαγητό, για τα έξοδα των παιδιών. Ένας από τα εκατομμύρια ηλικιωμένων που μετράνε τα λεφτά, και ζυγιάζουν αν θα πάρουν τα ψώνια του μήνα ή τα φάρμακα που χρειάζονται. Ένας από τα εκατομμύρια των ελεύθερων επαγγελματιών που τρέμουν τις απειλητικές επιστολές του ΟΑΕΕ. Ένας από τις εκατοντάδες χιλιάδες μικρέμπορους και καταστηματάρχες που έβαλαν ή ετοιμάζουν το λουκέτο. Ένας από τις εκατοντάδες χιλιάδες δημοσίων υπαλλήλων που, ύστερα από περικοπές 40%, περιμένουν τις μουσικές καρέκλες των απολύσεων που διέταξε η τρόικα. Και αν στην περίπτωση του Θανάση ήρθε αποπάνω και η «κακιά η ώρα», στις χιλιάδες αυτοκτονίες συμπολιτών μας, συχνά με σημειώματα περί οικονομικής και κοινωνικής ασφυξίας, το έγκλημα είναι προμελετημένο.

Το κυνήγι των ογδόντα ευρώ από το σύγχρονο Ιαβέρη ― ξημερώματα, σε λαϊκή γειτονιά όπου η κρίση θερίζει, σε νέο παιδί όπου η ανεργία θερίζει, με το τσαμπουκά του κυνηγού κεφαλών ― είναι μικρογραφία της πολιτικής του Μνημονιακού κράτους. Ενός κράτους το οποίο ξετινάζει τους ασθενέστερους ενώ στηρίζει τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα, το οποίο απαιτεί όλο και περισσότερα χωρίς να αναγνωρίζει κρίση και ανεργία, το οποίο απειλεί (με απολύσεις, κατασχέσεις και πλειστηριασμούς) ― ενός κράτους, εντέλει, για το οποίο το εισιτήριο που δεν έκοψε ο Θανάσης αποτελεί μια ακόμη αφορμή για να φωνάξει «μαζί τα φάγαμε».».

Για την ιστορία, πέντε χρόνια μετά το θάνατο του Θανάση, το Συμβούλιο Εφετών με αμετάκλητο βούλευμά του έβαζε την υπόθεση στο αρχείο. Δεν έφταιγε κανείς για το θάνατο του 19χρονου…

Κατά σύμπτωσιν, οι γονείς του Θανάση δούλευαν σε σουπερ μάρκετ. Ελληνικής ιδιοκτησίας. Στο «Σκλαβενίτη», που τους έδωσε όση άδεια χρειάζονταν για να κλάψουν το παιδί τους, που έστειλε στεφάνια στην κηδεία. Την κηδεία που μαζί με το Νίκο Βεντούρα είχαμε καλύψει τότε για το ΤΡΡ. Εμείς και οι άνθρωποι της γειτονιάς, κι οι εργαζόμενοι του Σκλαβενίτη εκεί, περιστεριώτες οι ίδιοι.

Η ανέχεια που οδήγησε την 70χρονη να κλέψει είναι και πάλι η συγκάτοικός μας στα δυτικά. Εκεί που σταματήσαμε και τις πρώτες κατασχέσεις σπιτιών, εμείς, οι σύντροφοι και οι γείτονες – θυμάμαι το μήνυμα που έλαβα από τα παιδιά στο Εργατικό Κέντρο Περιστερίου όταν ξεκίνησαν οι τραπεζικές ενέργειες κι έπρεπε να είμαστε «όλοι εκεί». Εκεί που σήμερα δεν μπορούμε να σταματήσουμε την ανέχεια και χάνουμε και την μικρή μας, τόση δα, ανεξαρτησία, την χτισμένη με τα ίδια μας τα χέρια.

Η φτώχεια στα δυτικά προάστια της Αθήνας, εκεί που το κράτος των αρίστων βλέπει υδραυλικούς, είναι εγγενής. Αν δεν υπήρχε η μικροϊδιοκτησία, το δικό μαw κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας, δεν θα ανασαίναμε ποτέ, έστω όσο ανασάναμε, και όσο πρόλαβαν και ανάσαναν οι γονείς κι οι παππούδες μας. Αυτό το κεραμίδι που είχε γίνει και η υπόσχεση ενός καλύτερου μέλλοντος από τους γονείς μας προς εμάς.

Στα δυτικά, μια ιστορία επαναλαμβάνεται από οικογένεια σε οικογένεια: οι πρώτοι ήρθαν από τα χωριά, εργάτες και οικοδόμοι, τη δεκαετία του ’50 και του ’60, να χτίσουν την Αθήνα του Καραμανλή. Πήραν με δόσεις ένα οικόπεδο κάπου κοντά στους χωριανούς τους, το σπίτι χτίστηκε παράνομο από τον νέο πατριάρχη και τους φίλους του, με τα ίδια τους τα χέρια, με τη γυναίκα να μαγειρεύει το φτηνό φαγητό, μια κατσαρόλα φασολάδα για όλους που βοηθούσαν. Ύστερα, νομιμοποιήθηκε ελέω ψήφων, ήρθαν τα δύο παιδιά, νέο δάνειο με το που είχε εξοφληθεί το οικόπεδο, να γίνει το σπίτι εκείνο τριόροφο, ένας όροφος για τους γονείς, από ένας για τα παιδιά, που σπούδασαν με αγώνες σε κάποια σχολή του (ταξικού) πανεπιστημίου, στηριζόμενα στους ώμους που λυγίζαν χρόνια από το βάρος της επιβίωσης, για να μην λυγίσουν τα παιδιά τους.

Με τη στήριξη των χωριανών που γίναν γείτονες, με σκληρή δουλειά, με τον ιδρώτα και τις μετρημένες πενταροδεκάρες. Και με μικροκλοπές από το μπακάλικο της γειτονιάς, του κυρίου Χανδρινού, του μπακάλη στην Ελαιών. Για εκείνο που δεν είχαμε. Χωρίς αστυνομία. Με το κο Χανδρινό να κάνει τα στραβά μάτια ή να ενημερώνει ώστε να βοηθηθεί ο άνθρωπός μας. Με την ανθρωπιά της μικρής κλίμακας, ακόμη και αν υπήρχε μέσα της ένα «εγώ ξέφυγα»: ακόμη κι αν ξέφυγε, δεν ξέχασε και στέκεται στο διπλανό. Όχι πάντα. Αλλά πολύ περισσότερο από άλλες κοινωνίες, και ας πέρασαν «διαφωτισμό».

Με τον δικό μας τρόπο κι ό,τι αυτός έσωσε – κι ας αφήσουμε για λίγο στην άκρη τη σνομπαρία επί των λαϊκών νοικοκυραίων (λες και οι σνομπάροντες ήταν κατα τα άλλα στο τσαφ να φέρουν την επανάσταση και τους κρατάνε πίσω οι υδραυλικοί των λαϊκών προαστίων και όσοι με χίλιους κόπους «έβαλαν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους»).

Λέω συχνά μια ιστορία από την παιδική μου ηλικία.

Εκεί, στην κομμουνιστική Πετρούπολη που μεγάλωσα, εκεί που πολλοί πατεράδες ήταν στις φυλακές και τις εξορίες, που η ανεργία είχε πολιτικά χαρακτηριστικά, υπήρχε ένας ψηφοφόρος της δεξιάς, γείτονας, που δούλευε στη Βαρβάκειο. Τα Σάββατα έφερνε κεφαλάκια, το πιο φτηνό κομμάτι που θα το πετούσαν, για να δώσει στις οικογένειες των κομμουνιστών που βρίσκονταν στην υποχρεωτική ανέχεια ενός εκδικητικού βάρβαρου κράτους. Ήταν δεξιός κι ήταν γείτονας κι άνθρωπος. Κι ήταν το μόνο κρέας που έμπαινε στα σπίτια των κομμουνιστών. Κοινωνικός ιστός. Που όσο κι αν έχει διαρραγεί, κάτι έχει αφήσει. Μακριά από τη στάση του Ιαβέρη. Που μας βλέπει σαν κλέφτες από τα Lidl.

Μεγαλώσαμε με το κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας ως πρώτο ζητούμενο της εργατικής ή μικροαστικής μας οικογένειας. Για όλους. Κι αυτό το κεραμίδι τώρα βγαίνει στο σφυρί. Αυτό το κεραμίδι μάθαμε ότι είναι η αξιοπρέπειά μας, μαζί με τη δουλειά. Και τα δύο είναι οι μεγάλες απουσίες στα σημερινά δυτικά προάστια. Τα σπίτια που χτίστηκαν για παιδιά ή εγγόνια βγαίνουν στο σφυρί των τραπεζών, οι δουλειές είναι λίγες, κακοπληρωμένες και στραγγαλιστικές, η ανέχεια στα προάστια των «υδραυλικών» τσακίζει. Κι εμείς, «γέννημα θρέμμα δυτικής Αττικής», γινόμαστε έρμαιο των συνθηκών. Ή δουλεύουμε για τα Lidl ή ψωνίζουμε από τα Lidl ή κλέβουμε από τα Lidl. Που δεν έχουν καμμία σχέση με τον κύριο Χανδρινό. Που δεν αποτελούν κομμάτι κανενός κοινωνικού ιστού, αλλά είναι γνήσια τέκνα του γερμανού μας Ιαβέρη.

Δουλεύουμε για τα Lidl. Έμαθα, από ασφαλή πηγή, ότι όποιος υπάλληλος των Lidl αφήσει να περάσουν της γης οι κολασμένοι με κάτι «κλεμμένο», ξεχασμένο στο καλάθι «δύο ή τρεις φορές» απολύεται – είναι δουλειά τους να ελέγχουν αν το καλάθι άδειασε όλο και πληρώθηκαν όλα. Έχεις δικαίωμα να κάνεις τα στραβά μάτια ή να αφαιρεθείς, δουλεύοντας σαν το σκυλί, μόνο μια φορά: η δεύτερη μπορεί να σου κοστίσει τη δουλειά σου, η τρίτη θα στην κοστίσει σίγουρα. Οι υπάλληλοι είναι, επίσης, σε μεγάλο ποσοστό, άνθρωποι των ίδιων προαστίων, των ίδιων καταβολών, πιθανώς γείτονες των «κλεφτών». Είναι άνθρωποι που προσπαθούν να στηρίξουν οικογένειες και που χρειάζονται τη δουλειά, την αξιοπρέπειά τους, όσο το χρειαζόμαστε όλοι, όπως χρειαζόμαστε όλοι το ψωμί. Αυτό το ψωμί που ο Κροπότκιν έκανε σημαία των αγώνων μας.

Ψωνίζουμε από τα Lidl. Όσο ευγενική και αν είναι η παρόρμηση όλων μας να ζητήσουμε «μποϊκοτάζ» η σκληρή αλήθεια παραμένει: τα πέντε, δέκα, είκοσι ευρώ το μήνα που γλιτώνεις ψωνίζοντας από τα φτηνότερα σούπερ μάρκετ είναι πολύτιμα για ένα σωρό νοικοκυριά. Μπορεί η Μανωλίδου να έχει βρει πως ζεις μια οικογένεια με τρία παιδιά με 38 ευρώ σουπερ μάρκετ την εβδομάδα, όμως εμείς ξέρουμε πως αυτό δε γίνεται. Δεν μπορείς να πληρώσεις παραπάνω από ό,τι έχεις για φαγητό, όπως δεν μπορείς και να ζεσταθείς ή να πάψεις να ανησυχείς για το σπίτι που θα σου αρπάξουν οι τράπεζες, όπως δεν μπορεί να πάψουν να σε τσακίζουν τα τηλέφωνα των εισπρακτικών και το ότι τώρα πια δεν μπορείς καν να στείλεις το παιδί σου να σπουδάσει εκτός Αθηνών σε αυτό το ταξικό πανεπιστήμιο. Κι αυτά, αν είσαι υγιής.

Κλέβουμε από τα Lidl. Η κυρία Σπυράκη, η 70χρονη που το Lidl ήθελε να διώξει σώνει και καλά, και χρειάστηκε παρέμβαση υπουργείου για να μην το κάνει, είπε στο open: «Σκότωσα την αξιοπρέπειά μου, όλο αυτό είναι ανάξιο. Είχα πεθυμήσει να πάρω δύο – τρία κιλά κρέας, να φωνάξω τα παιδάκια μου να φάμε όλοι μαζί μια μέρα, όχι να με φωνάζουν μόνο αυτά. Ήθελα να φτιάξω κάτι με τα χεράκια μου όπως παλιά. Πήγα μέχρι το ράφι, τα είδα και έφυγα και ο διάολος με γύρισε πίσω. “Άντε βρε”, λέω, “πάρε να κάνεις στα παιδάκια σου ένα φαΐ. Έχω πρόβλημα με ένα δάνειο. Το πήρα για να παντρέψω τα παιδάκια μου πριν από 15 χρόνια. Άμα μου φύγει αυτός ο βραχνάς θα ξαναγεννηθώ, θα προσφέρω στον κόσμο με αυτά τα λεφτά. Για αυτό δεν ήθελα να μάθουν τίποτα. Είναι δύο επιστήμονες, αλλά άτυχα τα φουκαριάρικα από τις δουλειές τους. Πήραν και αυτά δάνεια γιατί εγώ μέχρι τα μπετά τους έφτασα με κάτι ψιλά που είχε αφήσει ο μπαμπάς τους και δούλεψα κι εγώ…. 800 ευρώ το μήνα, αλλά θέλω 400 μόνο για την υγεία μου, ούτε 100 ευρώ για φαΐ δεν έχω αλλά δε με νοιάζει, το ορκίζομαι στα κόκκαλα του παιδιού μου».

Τα μπετά που δεν γίναν σπίτι. Τα δάνεια. Το τραπέζι που δε βλέπει πια κρέας, το κρύο που σου περονιάζει το κόκκαλο, οι λογαριασμοί που σε πλακώνουν. Η αξιοπρέπεια που αρνείσαι να αρνηθείς. Και η προτεστάντικη λογική των Ιαβέρηδων αυτού του κόσμου, η οποία εξαπλώνεται παντού, από τα Lidl έως τον Ιανό, και από την δικαιοσύνη που συλλαμβάνει πλανόδιους πωλητές έως τους ελεγκτές που κυνηγούν τους θανάσηδες. Κι εμείς δεσμώτες, να χάνουμε την ελάχιστη, μικρή μας, μικροαστική μας έστω, ελευθερία.