
Η έκθεση της Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών για την Ευρώπη (Liberties) για το 2025 καταγράφει μία σειρά από ανησυχητικά δείγματα σχετικά με το μέλλον της ελευθερίας του Τύπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ αναφέρει πολύ συχνά την Ελλάδα ως παράδειγμα για την περιγραφή των προβλημάτων που επικρατούν στον χώρο των ΜΜΕ, όπως η αδιαφάνεια στη συγκέντρωση ιδιοκτησίας των ΜΜΕ, τα SLAPPs, οι επιθέσεις σε δημοσιογράφους κατά την διάρκεια διαδηλώσεων, η απόκρυψη σημαντικών πληροφοριών και η κατανομή της κρατικής διαφήμισης.
Η Έκθεση παρουσίαζει μία σειρά από πρακτικές που παρακωλύουν την ελεύθερη άσκηση της δημοσιογραφίας, όπως κρατική χρηματοδότηση από κυβερνήσεις σε φιλικά προς εκείνες μέσα ενημέρωσης, απειλές και βία κατά δημοσιογράφων, με τις γυναίκες δημοσιογράφους να αποτελούν τον μεγαλύτερο στόχο, και φυσικά την ελλιπή διαφάνεια στην ιδιοκτησία των μέσων ενημέρωσης.
Η παρούσα Έκθεση είναι η τέταρτη ετήσια έκθεση για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) που συντάσσεται από την Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών για την Ευρώπη (Liberties). Όπως ενημερώνει η ίδια η Ένωση, βασίζεται σε δεδομένα και στοιχεία από 43 οργανώσεις μέλη και εταίρους από 21 κράτη μέλη της ΕΕ και καλύπτει τέσσερις τομείς: ελευθερία και πλουραλισμός των μέσων ενημέρωσης, ασφάλεια και προστασία των δημοσιογράφων, ελευθερία έκφρασης και πρόσβαση στην πληροφόρηση και ευρωπαϊκή νομοθεσία που σχετίζεται με την ελευθερία και τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης.
Προειδοποιώντας ότι «η άλωση των μέσων ενημέρωσης είναι το πρώτο βήμα προς τον αυταρχισμό», η Έκθεση αναφέρει ως πρώτο παράδειγμα, τις επιθέσεις του ακροδεξιού Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στην ελευθερία του τύπου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι απαγόρευσε στο Associated Press (AP) να συμμετέχει σε προεδρικές ενημερώσεις και συνεντεύξεις Τύπου, επειδή το AP αρνήθηκε να αναφερθεί στον Κόλπο του Μεξικού ως Κόλπο της Αμερικής.
Ταυτόχρονα, «ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι θα επιλέγει με το χέρι τους δημοσιογράφους που θα καλύπτουν τον πρόεδρο, ενώ η απόφαση για τη διάλυση της αμερικανικής αναπτυξιακής υπηρεσίας USAID επιφέρει εκτεταμένες συνέπειες για τα μέσα ενημέρωσης σε χώρες όπου η ανεξάρτητη δημοσιογραφική εργασία είναι σχεδόν αδύνατη» σημειώνει ακόμα η έκθεση.
Το 2024 ήταν ένα από τα πιο θανατηφόρα έτη για τους δημοσιογράφους παγκοσμίως, με τον αριθμό των φυλακισμένων επαγγελματιών των μέσων ενημέρωσης να αυξάνεται, σύμφωνα με την Έκθεση (το ποσοστό βέβαια ανεβάζουν οι δημοσιογράφοι που δολοφονούνται, φυλακίζονται και βασανίζονται από τον Ισραηλινό στρατό στη Γάζα).
Ιδιοκτησία και ΜΜΕ
Η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης παραμένει υψηλή και συχνά αδιαφανής. Οι βάσεις δεδομένων που προορίζονται να καταστήσουν πιο διαφανή την οικονομική ιδιοκτησία των εταιρειών μέσων ενημέρωσης είτε απουσιάζουν εντελώς είτε στερούνται των απαραίτητων ενημερώσεων και πληροφοριών. Συχνά, μεγάλα τμήματα της αγοράς μέσων ενημέρωσης ανήκουν σε άτομα ή οικογένειες της ελίτ. Αυτό όχι μόνο καθιστά την ειδησεογραφική κάλυψη λιγότερο ποικιλόμορφη, αλλά αυξάνει και τον κίνδυνο μεροληπτικής πληροφόρησης, αναλύει η Ένωση.
Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, το επίπεδο εμπιστοσύνης στα μέσα ενημέρωσης είναι χαμηλό σε πολλές χώρες. Από τις 21 χώρες που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση, μόνο τρεις παρουσιάζουν σχετικά υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης.
Η ιδιοκτησία βέβαια δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα για την ελευθερία του λόγου, καθώς οι δημοσιογράφοι συχνά δέχονται σωματικές επιθέσεις, διαδικτυακή παρενόχληση, κακοποίηση ή αγωγές που αποτελούν καθημερινή απειλή. Ειδικότερα, το ρεπορτάζ από διαδηλώσεις εξακολουθεί να είναι επικίνδυνο, καθώς οι δημοσιογράφοι βιώνουν βία είτε από διαδηλωτές είτε από την αστυνομία. Κατά το 2024, αυτό συνέβη συχνά σε διαδηλώσεις υπέρ της Παλαιστίνης, διακρίνει η Ένωση.
Το αποκορύφωμα σε όλα αυτά είναι ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες προσφέρουν ελάχιστη νομική προστασία στους δημοσιογράφους ή ακόμη και αποδυναμώνουν τις υπάρχουσες. «Η πρόσβαση στην πληροφόρηση παραμένει επίσης προβληματική» αναφέρει η Έκθεση, συμπληρώνοντας ότι «όταν έκαναν αιτήματα για την ελευθερία της πληροφόρησης, οι δημοσιογράφοι σε πολλές χώρες ανέφεραν ότι αντιμετώπισαν αντίσταση.
Στο πεδίο αυτό, η Ελλάδα αποτελεί «λαμπρό» παράδειγμα. Η Έκθεση αναφέρει χαρακτηριστικά ότι:
«Ο αριθμός των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα είναι μεγάλος, τόσο που το συνολικό τοπίο φαίνεται αρκετά ποικιλόμορφο. Παρά την εμφάνιση αυτή, το σύνολο των μέσων μαζικής ενημέρωσης είναι αρκετά μεγάλο, ωστόσο, εξακολουθεί να ισχύει ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς των μεγάλων ομίλων μέσων ενημέρωσης της χώρας είναι συγκεντρωμένη σε μια χούφτα ισχυρών επιχειρηματιών με συμφέροντα και σε άλλες τομείς της οικονομίας. Πράγματι, στα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης η ιδιοκτησία χαρακτηρίζεται από ένα μικρό αριθμό πλούσιων και πολιτικά συνδεδεμένων οικογενειών με εκτεταμένα διασταυρούμενα ιδιοκτησιακά συμφέροντα σε βασικούς τομείς, συχνά εξαρτώμενες από δημόσιες συμβάσεις από την κυβέρνηση. Η κυρίαρχη δύναμη της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα αποτελείται πλέον από από εφοπλιστές και μεγαλοεπενδυτές στον βιομηχανία».
Ελλάδα και Τύπος: Αδιαφάνεια στην κατανομή κρατικής Διαφήμισης, Επιθέσεις σε Δημοσιογράφους και SLAPPs
Όσον αφορά την διαφήμιση, η Επιτροπή επίσης διακρίνει σημαντικά προβλήματα στις λειτουργίες της στην χώρας μας. Συγκεκριμένα, σημειώνει ότι «η κατανομή της κρατικής διαφήμισης στην Ελλάδα συνεχίζει να δέχεται επικρίσεις για την έλλειψη διαφάνειας και την πιθανή μεροληψία της. Κρατική διαφήμιση διανέμεται εδώ και αρκετό καιρό με τρόπους που φαίνεται να ευνοούν τα μέσα ενημέρωσης με συντακτική γραμμή που πρόσκειται στην κυβέρνηση, εγείροντας ανησυχίες για έμμεση επιρροή στο περιεχόμενο των μέσων ενημέρωσης. Το 2024 δεν υπήρξε κάποια αισθητή αλλαγή. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο ψήφισμά του για το 202452 , τόνισε ότι η Ελλάδα πρέπει να εξασφαλίσει δίκαιη και διαφανή κατανομή των κρατικών πόρων σε μέσων ενημέρωσης για την αποφυγή αθέμιτης επιρροής».
Το 2024, στην χώρα μας καταγράφηκαν αρκετά περιστατικά λεκτικής βίας κατά δημοσιογράφων. Οι λεκτικές επιθέσεις κατά δημοσιογράφων συχνά σημειώνονταν στο διαδίκτυο ή κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων και συχνά προέρχονταν από πολιτικούς ή υποστηρικτές τους. Άλλες χώρες όπου καταγράφηκαν τέτοια περιστατικά ήταν στην Κροατία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Ιρλανδία, την Ιταλία, τη Μάλτα, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία, τη Σλοβενία, τη Σουηδία και τη Τσεχία. Επίσης, δημοσιογράφοι στη Βουλγαρία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, Μάλτα, τις Κάτω Χώρες και την Ισπανία ανέφεραν αντίσταση ή άρνηση κατά την άσκηση της ελευθερίας πληροφοριών σε δημόσιους υπαλλήλους.
Mάλιστα, γίνεται αναφορά και στις επιθέσεις κατά δημοσιογράφων στη χώρα μας. «Κατά την κάλυψη της διαμαρτυρίας των εποχικών πυροσβεστών στην Αθήνα, ο δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη Γιώργος Ανδρούτσος δέχτηκε βίαιη επίθεση και κρατήθηκε βίαια από την αστυνομία. Ο Ανδρούτσος είπε ότι ήταν δημοσιογράφος αλλά παρόλα αυτά ξυλοκοπήθηκε από την αστυνομία η οποία του πέρασε χειροπέδες. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός για περίθαλψη και αργότερα πήρε εξιτήριο. Ο δημοσιογράφος αντιμετωπίζει κατηγορίες» γράφει χαρακτηριστικά η Έκθεση.
«Στην Ελλάδα, οι δημοσιογράφοι αντιμετώπισαν διάφορα περιστατικά λεκτικών και σωματικών επιθέσεων. Κατά τη διάρκεια ρεπορτάζ σε πυρκαγιά στην Αττική, ο δημοσιογράφος Φρίξος Δρακοντίδης, δέχτηκε μπουνιές από έναν άγνωστο άνδρα» προστίθεται ακόμα.
Σχετικά με τις εκδικητικές η εκφοβιστικές μηνύσεις κατά δημοσιογράφων, SLAPPs, για την Ελλάδα, γίνεται η εξής πολύ σημαντική αναφορά:
«Κάποια καλά νέα ήρθαν ωστόσο από την Ελλάδα, ακόμη και αν και οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερο SLAPPs. Στη διαδικασία που κινήθηκε από τον Γρηγόρη Δημητριάδη, ανιψιό του πρωθυπουργού, κατά των Reporters United, της Εφημερίδας των Συντακτών και τον δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη, το δικαστήριο απέρριψε την υπόθεση. Το δικαστήριο έκρινε ότι η δημοσιοποίηση των πληροφοριών σχετικά με την εμπλοκή του Δημητριάδη στο σκάνδαλο του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator ήταν προς το δημόσιο συμφέρον και προστατεύεται από την ελευθερία της έκφρασης. Η Ελλάδα δεν έχει ακόμη μεταφέρει την οδηγία σε εθνικό δίκαιο, ούτε έχει ευθυγραμμιστεί πλήρως με τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέμηση των SLAPPs. Αυτό αφήνει κρίσιμα κενά στην την προστασία της ελευθερίας του Τύπου και των δημοσιογράφων, σε μια χώρα όπου οι δημοσιογράφοι τακτικά».