Του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη

Η λίστα που δημοσιεύτηκε από την ιστοσελίδα «The Intercept» περιέχει πάνω από 4.000 άτομα και ομάδες, συμπεριλαμβανομένων πολιτικών, συγγραφέων, φιλανθρωπικών οργανώσεων, νοσοκομείων, εκατοντάδων μουσικών και ιστορικών προσωπικοτήτων, επί των οποίων οικοδομείται η λεγόμενη πολιτική επικίνδυνων ατόμων και οργανισμών (Dangerous Individuals and Organizations ή DIO) του Facebook. Σύμφωνα με τον συντάκτη της ιστοσελίδας Σαμ Μίντλ, οι περιορισμοί εκκινούν από τις ανησυχίες στα Ηνωμένα Έθνη για διαδικτυακή στρατολόγηση τρομοκρατών μέσω της πλατφόρμας, με το Facebook να προσθέτει στους Όρους της Κοινότητας την απαγόρευση «οργανώσεων με ιστορικό τρομοκρατικής ή βίαιης εγκληματικής δραστηριότητας». Ο ίδιος συντάκτης αναφέρει  ανάλογη προειδοποίηση από το Κογκρέσο των ΗΠΑ, η οποία έγινε με αφορμή την κλιμάκωση της βίας στη Γάζα το 2012. Βεβαίως, στο στόχαστρο των Ρεπουμπλικάνων Γερουσιαστών δεν ήταν η κρατική τρομοκρατία του Ισραήλ, αλλά η Χαμάς και η Χεζμπολάχ, με το FBI να καλείται να καταργήσει τους λογαριασμούς των παραπάνω οργανώσεων, όπως και της Αλ Σαμπάμπ στης Σομαλίας.

Διατηρώντας δύο μέτρα και δυο σταθμά, τα διαδικτυακά μονοπώλια έδειξαν αμέριστη ανοχή στην ρατσιστική εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ, μέχρι το Γενάρη του 2021, οπότε αναγκάστηκαν να μπλοκάρουν τις αναρτήσεις στις ηττημένου Αμερικανού προέδρου με τις οποίες καλούσε σε ένα φασιστικό πραξικόπημα-οπερέτα. Υπενθυμίζουμε άλλωστε τις καταγγελίες της πρώην υπεύθυνης προϊόντος στο Facebook, Φράνσις Χόγκεν, η οποία διέρευσε  πρόσφατα πολλά εσωτερικά έγγραφα, που αποδεικνύουν ότι η εταιρεία ευννοεί την μετάδοση περιεχομένων μίσους, με σκοπό το κέρδος.

Η ίδια πολιτική φαίνεται πως διατηρείται και σήμερα, με τη «μαύρη λίστα» του Facebook να μοιάζει βγαλμένη από τα συρτάτια του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας» του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, παρότι η πλειοψηφία των χρηστών της πλατφόρμας διαμένουν εκτός Ηνωμένων Πολιτειών. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε πως η λίστα που δημοσιεύει το «The Intercept», διαχωρίζει την πολιτική DIO στις εξής κατηγορίες: Μίσος, Έγκλημα, Τρομοκρατία, Στρατιωτικοποιημένα Κοινωνικά Κινήματα και Βίαιοι Μη Κρατικοί Φορείς. Οι παραπάνω κατηγορίες διαρθρώνονται σε ένα σύστημα τριών βαθμίδων, σύμφωνα με τους κανόνες που τέθηκαν από το Facebook στα τέλη Ιουνίου, με κάθε βαθμίδα να αντιστοιχεί σε διαφορετικής βαρύτητας περιορισμούς έκφρασης. Το τελευταίο έχει σημασία καθώς, παρότι ανεξάρτητα από τη βαθμίδα κανένας στη λίστα DIO δεν επιτρέπεται να διατηρεί παρουσία στις πλατφόρμες του Facebook, ούτε επιτρέπεται στους χρήστες να εκπροσωπούνται ως μέλη των συγκεκριμένων ομάδων, ωστόσο τα διαφορετικά επίπεδα καθορίζουν τι επιτρέπεται να πουν οι άλλοι χρήστες του Facebook για τις απαγορευμένες οντότητες.

Η βαθμίδα 1 είναι η πιο αυστηρά περιορισμένη, με τους χρήστες να μην μπορούν να εκφράσουν οτιδήποτε θεωρείται ως έπαινος ή υποστήριξη για ομάδες και άτομα σε αυτήν, ακόμη και για μη βίαιες δραστηριότητες τους. Σε αυτή εντάσσεται η κατηγορία «Έγκλημα», η οποία περιλαμβάνει σχεδόν εξ ολοκλήρου καρτέλ ναρκωτικών από τη Λ. Αμερική και αμερικάνικες συμμορίες στην συντριπτική τους πλειοψηφία αφροαμερικανικής και λατινογενούς καταγωγής. Το 70% της βαθμίδας 1 αποτελεί η κατηγορία «Τρομοκρατία», με το 70% να αποτελείται από οργανώσεις και άτομα της Μέσης Ανατολής και της Νότιας Ασίας. Σχεδόν 1.000 από τις εγγραφές στον κατάλογο επικίνδυνων τρομοκρατικών οργανώσεων χαρακτηρίζονται ως «Ειδικά Ορισθέντες Παγκόσμιοι Τρομοκράτες» (SDGT), σύμφωνα με τον κατάλογο των κυρώσεων που εγκαινίασε η κυβέρνηση Μπους μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το «The Intercept», τα ονόματα στη λίστα του Facebook περιλαμβάνουν διαβατήρια και αριθμούς τηλεφώνου που βρίσκονται στην επίσημη λίστα SDGT, υποδηλώνοντας ότι οι καταχωρήσεις αντιγράφονται απευθείας.

Έτσι, εκτός από επικίνδυνες τρομοκρατικές ομάδες όπως η Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος, στην λίστα για τη «τρομοκρατία» συναντάμε μια σειρά ιδρύματα και εταιρείες όπως βιομηχανίες, τράπεζες, αεροδρόμια κλπ, που ελέγχονται από τους Φρουρούς της Ισλαμικής Επανάστασης (IRGC), τη Χεζμπολάχ και τη Χαμάς, όπως και φιλικά διακείμενες οργενώσεις αλληλεγγύης, το αριστερό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP), την Παλαιστινιακή Τζιχάντ κα. Κάποια παραδείγματα «επικίνδυνων τρομοκρατικών οργανώσεων» για τις οποίες απαγορεύεται να υποστηρίξει κανείς οποιαδήποτε ενέργειά τους, είναι η Ιρανική Εταιρεία κατασκευής τρακτέρ, το ιατρικό πανεπιστήμιο που εργάζεται για το εγχώριο εμβόλιο Covid-19 στο Ιράν, η Διεθνική Τράπεζα Ιραν-Βενεζουέλας και το Παλαιστινιακό Ταμείο Ανακούφισης και Ανάπτυξης. Την ίδια στιγμή, ο αριθμός των καταγεγραμμένων τρομοκρατικών ομάδων που εδρεύουν στη Βόρεια Αμερική ή τη Δυτική Ευρώπη ανέρχεται σε μερικές μόνο δεκάδες.

Στην βαθμίδα 2 για τις «Μη κρατικές βίαιες οντότητες», συγκαταλέγονται τζιχαντιστικές ομάδες που πολεμούν στη Συρία, πλάι σε Νατοϊκούς στρατούς, όπως ο αποκαλούμενος «Ελεύθερος Συριακός Στρατός», ο οποίος αποτελείται από μέρος της εξτρεμιστικής συριακής αντιπολίτευσης, υποστηρίζεται από την κυβέρνηση Ερντογάν και πρωταγωνίστησε στη φονική τουρκική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία το 2016. Περιλαμβάνει επίσης την ομάδα των «Ενωμένων Μουτζαχεντίν του Καυκάσου» και Τσετσένους τρομοκράτες στην Ρωσία. Οι ομάδες αυτές, προφανώς θεωρούνται για το Facebook λιγότερο επικίνδυνες από ένα ιρανικό κρατικό ίδρυμα, με τους χρήστες να μην μπορούν σε αυτή τη περίπτωση να εκφράσουν καμία «ουσιαστική υποστήριξη» για τις ίδιες τις ομάδες, αλλά μπορούν να τις επαινούν για τις μη βίαιες ενέργειές τους.

Ακόμα λιγότεροι περιορισμοί προβλέπονται στη βαθμίδα 3, για τις οντότητες της οποίας οι χρήστες μπορούν να συζητήσουν ελεύθερα. Σε αυτή εντάσσεται η κατηγορία «Στρατιωτικοποιημένα Κοινωνικά Κινήματα», τα οποία κατά πλεοψηφία είναι λευκές ακροδεξιές πολιτοφυκακές με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ομάδες αυτές δέχονται τις λιγότερες επεμβάσεις, παρά το ότι σύμφωνα με το γραφείο του διευθυντή των Εθνικών Μυστικών Υπηρεσιών των ΗΠΑ «παρουσιάζουν την πιο θανατηφόρα (εγχώρια βίαιη εξτρεμιστική) απειλή». Mάλιστα όπως ορθά αναφέρει το δημοσίευμα του Intercept, σε αντίθεση με τις ξένες τρομοκρατικές ομάδες, οργανώσεις όπως οι «Ορκοφύλακες» (Oath Keepers) και τα «Περήφανα Αγόρια» (Proud Boys) έχουν σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο και στήριξη στην αμερικανική δεξιά, γεγονός που φάνηκε στις βίαιες ένοπλες συγκεντρώσεις τους κατά των υγειονομικών μέτρων και των διαδηλωτών του Black Lives Matter τη χρονιά που μας πέρασε, με αποκορύφωμα τη συμμετοχή τους στην αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του Τραμπ.

Στους «λιγότερο επικίνδυνους» της 3ης βαθμίδας εντάσσονται και οι νεοναζιστικές ουκρανικές ομάδες, που εξαπέλυσαν τη σφαγή στο Κτίριο των Συνδικάτων της Οδυσσού το 2014, όπως το «Τάγμα Αζοφ», οι «Freikorps», το «Εθνικό Σώμα», οι «Πατριώτες της Ουκρανίας» και η «Ρεκονκίστα», που αναφέρεται στην αναγέννηση της Ευρώπης κάτω από μια «Μαύρη Διεθνή», αλλά και ελληνικές ακροδεξιές και νεοναζιστικές οργανώσεις, όπως η καταδικασμένη εγγκληματική οργάνωση «Χρυσή Αυγή», το ΕΛΑΜ στην Κύπρο, ο Χρυσαυγίτης «Καιάδας» και ο Κασσιδιάρης.

Ένα ακόμα ζήτημα είναι πως ο συγκεχυμένος ορισμός των «Ομάδων Υποστήριξης Βίαιων Πράξεων εν μέσω Διαμαρτυριών», οι οποίες εντάσσονται στην κατηγορία «Στρατιωτικοποιημένα Κοινωνικά Κινήματα», έχει οδηγήσει στην κατηγορία 3, ορισμένα αντικαπιταλιστικά μέσα ενημέρωσης όπως το «Crimethinc» και το «It’s Going Dow». Τα παραπάνω ΜΜΕ στοχοποιήθηκαν λόγω της αναπαραγωγής εικόνων από διαμαρτυρίες που κατέληξαν σε βίαιες συγκρούσεις, γεγονός που τα κατέταξε στο ίδιο επίπεδο επικινδυνότητας με ένοπλες φασιστικές οργανώσεις.

Το 2019, επικαλούμενο την πολιτική DIO, το Facebook απέκλεισε ένα διαδικτυακό συμπόσιο πανεπιστημίου με την Παλαιστίνια πολιτική ακτιβίστρια Λέιλα Καλέντ. Σήμερα, 77 ετών, εξακολουθεί να είναι παρούσα στην λίστα «τρομοκρατίας». Μια ανάρτηση της Λιβανοαμερικανίδας συγγραφέως Ράνια Χαλέκ το καλοκαίρι που μας πέρασε, διαγράφηκε από το Instagram καθώς εμφάνιζε μια πινακίδα έξω από το Διεθνές Αεροδρόμιο της Βαγδάτης που απεικόνιζε τον Ιρανό στρατηγό Κασέμ Σολεϊμανί και τον Ιρακινό στρατιωτικό διοικητή Αμπού Μαχντί αλ-Μουχάντις, που δολοφονήθηκαν και οι δύο από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά το θάνατο τους, στοιχειώνουν την βορειοαμερικανική αυτοκρατορία και ξυπνούν την αντίσταση του λαού τους, με αποτέλεσμα και οι δύο να συγκαταλέγονται ακόμα στον κατάλογο DIO. Ως «τρομοκράτης» αναφέρεται και ο θρησκευτικός ηγέτης του Λιβάνου και της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα, αλλά όχι ο Νετανιάχου, ο Τραμπ ή ο Μπάιντεν.

Όπως παραδέχεται ένας συντονιστικής-εργαζόμενος για το Facebook στο Intercept, η «μαύρη λίστα» του μέσου δικτύωσης αντικατοπτρίζει μια αμερικανοποιημένη αντίληψη του κινδύνου, η οποία βασίζεται στα συμφέρονται των Ηνωμένων Πολιτειών και των εταιρειών που καθορίζουν τι περιεχόμενο επιτρέπεται και τι όχι μέσα από τα γραφεία της Σίλικον Βάλει.