Η Α. η ήρθε σε επαφή μαζί μας μέσω ενός κοινού φίλου, ο οποίος μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι μια γυναίκα θέλει να μιλήσει για ένα περιστατικό βιασμού. Τη βίασε σε ηλικία εννέα ετών, πριν από περισσότερα από 30 χρόνια, ένας φίλος του πατέρα της, μέσα σε έναν παιδικό σταθμό.

Και την πρώτη φορά που βρεθήκαμε για να μιλήσουμε αλλά και όταν τελικά κάναμε τη συνέντευξη, η Α. μίλησε πάρα πολύ λίγο για το ίδιο το γεγονός, και πάρα πολύ εκτεταμένα για το πώς έχει επηρεάσει τη ζωή της. Η επιθυμία της να μιλήσει αφορά όλους τους μηχανισμούς με τους οποίους αυτό το τραύμα πέρασε στη ζωή της και τη σημάδεψε μέχρι σήμερα.

Διαβάζοντας εκ των υστέρων το υλικό της απομαγνητοφώνησης νιώθω ότι περισσότερο αυτό που έχει πει είναι η περιγραφή της πορείας αυτής που καταλήγει στη στιγμή που μιλάει. Με αυτή την έννοια, αντί να εντάσσεται στη μεγάλη χορεία των παραινέσεων του τύπου «να μιλάτε», που εκφέρουν σχετικοί και άσχετοι, η συνέντευξη περιγράφει με λεπτομέρεια τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Τι περιλαμβάνει αυτή η διαδικασία, από τις πρώτες παιδικές και μετά εφηβικές συζητήσεις, μετά στις προειδοποιήσεις σε συντρόφους, ακόμη και περιστασιακούς, περνάει από τη δουλειά με ψυχίατρο, ψυχολόγο, τα σαράντα κύματα μιας ενδιάμεσης φάσης κατάθλιψης, ώσπου να πάρει την απόφαση να κάνουμε αυτή τη συνέντευξη. 

Αφού τελείωσε η συνέντευξη εξακολουθήσαμε να μιλάμε και μέσα στις επόμενες μέρες συνεχίζει να μου λέει πράγματα που θεωρεί πάρα πολύ σημαντικό να συμπεριληφθούν, παρότι δεν ειπώθηκαν εκείνη τη στιγμή. Μου έστειλε  ένα συμπληρωματικό μήνυμα στο οποίο περιγράφει την πενταετή περιπέτεια της ψυχολογικής και ψυχιατρικής δουλειάς που έκανε μέχρι να αναδυθούν ξανά αυτές οι μνήμες. Τη φάση της ισχυρότερης καταβύθισης στην κατάθλιψη και το ρόλο που έπαιξε ο πρώην σύζυγός της στο να μπορέσει να μπει σε αυτή διαδικασία της ψυχιατρικής και ψυχολογικής επεξεργασίας που ήταν απαραίτητη μέχρι να μπορεί σήμερα να πει ότι είναι καλά. 

Έχω την εντύπωση ότι μια τέτοια περιγραφή μπορεί να έχει στην προμετωπίδα της την παραίνεσή της να μιλήσουν όσοι και όσες έχουν υποστεί κάτι παρόμοιο, αλλά ταυτοχρόνως προκαλεί δέος η παρουσίαση της πραγματικής διαδρομής που χρειάστηκε να καλυφθεί μέχρι να γίνει αυτό. Στην πράξη απευθύνεται στις επόμενες που θα βρεθούν σε αυτή τη θέση, προκειμένου να μη χρειαστεί να διανύσουν όλη αυτή την απόσταση.

Το δεύτερο κομμάτι που έχει σημασία αφορά το παιδί της. Πώς αποφάσισε να του μιλήσει για αυτό που έχει συμβεί, προσέχοντας να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο από τα βιβλία για παιδάκια που του διάβαζε, προκειμένου να μάθει για τη συναίνεση, την προστασία του και το σώμα του, αλλά ακόμα και να διδαχθεί το ίδιο το παιδί να σέβεται τα όρια των άλλων. Δηλαδή να προσπαθήσει με προσοχή να συμβιβάσει την αγαθότητα ενός παιδιού με την επίγνωση της βαρβαρότητας του κόσμου. 

Έχω κάνει ελάχιστες παρεμβάσεις στη ροή της κουβέντας και νομίζω ότι λίγο-πολύ αυτό που έχω προσπαθήσει είναι να μπορέσω απλώς να δώσω τον χώρο προκειμένου να περιγράψει το βίωμα της όπως εκείνη το επιθυμεί.

Ένα ακόμα στοιχείο που έπαιξε ρόλο σε αυτή την απόφαση, εκτός από την ιδιωτική διαδρομή μέχρι να το αποφασίσει, είναι η επικαιρότητα. Από την υπόθεση Λιγνάδη μέχρι την υπόθεση Μίχου, οι ιστορίες αυτές εντάσσονται σε αυτόν τον μαζικό συλλογικό μηχανισμό αποκάλυψης που πυροδοτεί και την επιθυμία περισσότερων γυναικών να μοιραστούν δημόσια το τραύμα τους.

Κάποια στιγμή, αφού έχουμε σταματήσει να ηχογραφούμε, μου λέει ότι δεν περιέγραψε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τη στιγμή του βιασμού, όχι γιατί υποφέρει όταν τα ξαναφέρνει στο μυαλό της, αλλά γιατί δεν θέλει να σκέφτεται πως θα υπάρχουν αναγνώστες που θα το διαβάσουν και θα πουν: «Καλά πέρασε ο μπαγάσας!» Εγώ δεν σκέφτηκα αυτή την προφύλαξη. Ίσως αυτός να είναι ένας λόγος ακόμα για να ακούμε και για να δημοσιεύουμε τέτοιες μαρτυρίες. Ότι όσο κι αν νομίζουμε ότι καταλαβαίνουμε, στην πραγματικότητα καταλαβαίνουμε πάρα πολύ λίγο.

Τελειώνω λοιπόν με μια προτροπή προς αυτούς που βρίσκονται στην ίδια θέση με μένα: (αντί να νουθετούμε άλλους -και κυρίως άλλες- να μιλάνε) να ακούμε. 

– Θα ήθελα να ξεκινήσουμε με το πώς παίρνεις την απόφαση. Υπάρχει κάποιο επιφανειακό ερέθισμα, ας πούμε; Είναι μια επιθυμία που χτίζεται για χρόνια και μαζί έρχεται και ένα ερέθισμα επικαιρικό, τυχαίο;

 – Κοίτα να δεις. Ουσιαστικά τη σοβαρή, σοβαρότατη δουλειά με τον εαυτό μου, την έχω κάνει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Παρ’ όλο που ό,τι έχει συμβεί, έχει συμβεί στα εννιά μου και είμαι σαραντατρία κοντά.

Μου έχει βγει πάρα πολύ έντονα η ανάγκη να βοηθήσω. Να προκαλέσω κόσμο, να μη βιώσει αυτό που βίωσα εγώ. Όχι σαν συμβάν, γιατί το συμβάν όταν είναι να γίνει, θα γίνει. Δεν μπορείς να το αποφύγεις. Δηλαδή στην ηλικία που συνέβη, θα μπορούσαν να το είχαν αποφύγει οι γονείς μου για μένα.

Γιατί ας πούμε, η μαμά μου που με μεγάλωνε κυρίως, δούλευε σαν το σκύλο, για να μπορεί να αντεπεξέλθει σε δύο παιδιά. Στα οικονομικά δύο παιδιών, χωρίς καμία βοήθεια από πουθενά. Αυτή η γυναίκα, όσο και να ήθελε να έχει το νου της, κάποια πράγματα τα ’χανε στην καθημερινότητα. Οπότε έχανε την πιθανή αλλαγή σε συμπεριφορά κ.τ.λ. κ.τ.λ.

Ο πατέρας μου απ’ την άλλη, εκείνη την περίοδο, που ήταν χωρισμένοι οι γονείς μου, μ’ έβλεπε σπάνια. Δεν ήταν το τυπικό «μια φορά την εβδομάδα», τα Σαββατοκύριακα, ήταν πιο σπάνιο. Επίσης, ο πατέρας μου είναι πρώην αλκοολικός. Εκείνη την περίοδο, επειδή ακόμη θρηνούσε τον γάμο του, γιατί ήταν ο πληγωμένος της υπόθεσης, θεωρητικά πάντα, έπινε παραπάνω. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ότι ο πατέρας μου τότε δεν ήξερε την καθημερινότητά μου, δεν ήξερε πώς είναι η συμπεριφορά μου στην καθημερινότητα. Οπότε και το Σαββατοκύριακο που με είχε, και νηφάλιος να ήτανε, δύσκολα θα καταλάβαινε κάποια αλλαγή στη συμπεριφορά. 

– Εσύ πώς φτάνεις να μιλήσεις; Μέσα από ποια διαδικασία φτάνεις να μιλήσεις; 

– Τώρα, είναι όλα μαζί. Γι’ αυτό σου τα λέω τώρα. Είναι όλα μαζί. Είναι και η δουλειά που έχω κάνει εγώ και νιώθω ότι… Πάντα το ανέφερα, ποτέ δεν το ανέλυα, αλλά και το ανέφερα, περισσότερο για να προστατέψω κάποιον σύντροφο, απ’ το να τρομάξει, από το να σοκαριστεί από την αντίδρασή μου ή οτιδήποτε, και απ’ το να με προσέξει. Έχω μπει στην ανάγκη να με προσέξει.

 – Μπορώ να σε ρωτήσω τι σημαίνει να σοκαριστεί απ’ την αντίδρασή σου;

– Ε, εντάξει, μπορεί όταν με κάποιον έχεις σεξουαλική επαφή ή σχέση, είτε είναι σύντροφος μόνιμος, είτε είναι one night stand ας πούμε, αν εσύ μπορεί ξαφνικά νιώθοντας κάτι που σε τρομάζει εκείνη τη στιγμή, και τον σπρώξεις, θα πει «όπα τι έγινε εδώ…», είτε γιατί έχει καταλάβει ότι κάτι σου έχει συμβεί, οπότε αυτό τον σοκάρει, είτε να τρομάξει ότι έκανε κάτι ο ίδιος. Εντάξει, δε μου φταίει σε κάτι ο άλλος άνθρωπος.

– Οπότε αυτό υπάρχει ως σκέψη σε κάθε συνάντηση που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια;

– Ναι υπήρχε. Πάντα υπήρχε στο μυαλό μου. Παρ’ όλο που σε πολύ μεγάλο βαθμό μου είχε λειτουργήσει ανάποδα. Δηλαδή έχω ακούσει από πάρα πολλές γυναίκες και από άντρες φυσικά, ότι «δεν ήθελα να με πλησιάσει άνθρωπος». Ότι «φοβόμουν μη με πλησιάσει άνθρωπος». Εμένα μου είχε λειτουργήσει ανάποδα. Γιατί επειδή το είχα αφήσει πάρα πολύ καιρό, και με έτρωγε μεν, αλλά γενικά από την αρχή πάντα έψαχνα να βρω δικαιολογίες. Δικαιολογία γιατί μπορεί να έγινε αυτό. Σίγουρα έχει περάσει από το μυαλό μου… και πιο μικρή με θυμάμαι να το σκέφτομαι, όταν άρχισα να καταλαβαίνω τι είναι αυτό που μου έχει συμβεί βέβαια…

– Τι ήταν αυτό;

– Εννιά χρονών ήμουνα.

– Πότε άρχισες να καταλαβαίνεις;

– Άρχισα να καταλαβαίνω από τα 12, 13 και μετά.

– Η εικόνα που είχες στα 12, 13 ήταν εικόνα πλήρης και ενήλικη; Ήταν αυτή που θα είχες τώρα, ας πούμε; Ήταν πλήρης η συνειδητοποίηση; Ή ήταν μερική;

 – Όχι. Μερική. Αλλά στα 14 είχα την πρώτη μου σεξουαλική επαφή. Που είναι πολύ νωρίς. Και την είχα κιόλας με άνθρωπο που δεν ήμουνα μαζί. Δεν είναι το κλασικό, ένα κοριτσάκι που ένα δύο χρόνια τον αγαπούσε. Ήταν ερωτευμένο, ας πούμε, και αποφασίσανε να το δοκιμάσουνε μαζί. Ήτανε με ένα αγοράκι, τρία χρόνια μεγαλύτερό μου, και αυτό τότε δοκιμαζότανε, δοκίμαζε διάφορα, που δεν είχαμε σχέση. Ήμασταν φίλοι. Το σημαντικό όμως ήταν ότι ήμασταν φίλοι. Και παραμέναμε φίλοι.

– Αυτός ήξερε την ιστορία αυτή;

– Την έμαθε μετά. Αυτός ήταν ο μόνος ερωτικός σύντροφος, αν θέλουμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι, στην ηλικία των 14, που την έμαθε μετά. Ακόμα δεν είχα ανοιχτεί τόσο πολύ. Ήταν τότε που είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ τι είναι αυτό που έχει συμβεί ακριβώς. Τι σημαίνει. Επίσης έχω να σου πω, ότι δεν θυμόμουνα ακριβώς τι έχει γίνει…

 – Τώρα έχεις εικόνα του τι συνέβη;

 – Τώρα έχω πλήρη εικόνα του τι συνέβη.

 – Το αποκατέστησες βήμα, βήμα;

 – Ξεκίνησα την ψυχοθεραπέια… Φαντάσου ότι ξεκίνησα την ψυχοθεραπεία στα 30 γι’ αυτό το θέμα… με φόκους σ’ αυτό το θέμα… Και κάπου εκεί, μέσα σ’ αυτή τη δουλειά, αυτή η δουλειά πήρε 4 χρόνια, αλλά κάπου στο ενδιάμεσο – ολοκληρώθηκε δηλαδή στα 4 χρόνια ο κύκλος – ξαφνικά ένα βράδυ μου ήρθε καρέ καρέ. Μέχρι τότε είχα κενό μνήμης. Αυτό που λένε δηλαδή το μπλακ άουτ. Παθαίνεις μπλακ άουτ με το σοκ.

 – Ήξερες ότι έχεις βιαστεί αλλά δεν θυμόσουνα τι ακριβώς έχει γίνει; 

– Θυμόμουν τρία συγκεκριμένα πράγματα. Θυμόμουνα έναν ήχο από κλειδιά. Θυμόμουνα πίεση στο στήθος, εννοώ στο αναπνευστικό, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα και θυμόμουνα και πόνο χαμηλά στα γεννητικά όργανα, ας το πούμε έτσι. Οπότε λόγω του πόνου ήμουνα σίγουρη ότι έχω βιαστεί. Στα 30 μου τα θυμήθηκα όλα. Τριάντα κάτι. Εκεί, τριάντα κοντά.

 – Γιατί τα κλειδιά; Γιατί σου έμεινε η ανάμνηση των κλειδιών;

 – Τώρα είναι η στιγμή που λέω όλη την ιστορία.

 – Αν θέλεις. Ό,τι θέλεις.

 – Όχι. Θέλω, θέλω, θέλω. Γιατί, είναι αυτό που ξεκίνησα να σου λέω πριν, ότι θεωρώ ότι εάν ο γονιός είχε λίγο παραπάνω το νου του, και είναι και ένα μήνυμα που θέλω να περάσουμε και αυτό, ότι έχετε το νου σας στα παιδιά σας. Δηλαδή, πραγματικά. Και στον εαυτό μου το λέω πρώτ’ απ’ όλα. Να έχουμε τον νου μας στα παιδιά μας. Δηλαδή πιο σημαντικό είναι να βλέπουμε αν έχει εναλλαγές στη συμπεριφορά του και να ψάχνουμε το λόγο, παρά αν θα πάει μία μέρα αδιάβαστο στο σχολείο.

Η κοινωνία το ξέρω, είναι πάρα πολύ άγρια. Αυτό το ξέρουμε όλοι νομίζω. Ήμουνα ένα Σαββατοκύριακο στον πατέρα μου και αυτός ήταν φίλος του πατέρα μου, ήταν οικογενειακός φίλος, ένα ζευγάρι που κάνανε παρέα εκείνη την εποχή και έμενε στην διπλανή γωνία και αυτός είχε έναν γιο κοντά στην ηλικία μου, τώρα δεν θυμάμαι αν ήταν λίγο μικρότερος, λίγο μεγαλύτερος από μένα, νομίζω ότι ήταν λίγο μικρότερος, γιατί είναι και πολλά τα χρόνια και η μνήμη είναι πολύ επιλεκτική. Και ζητάγαμε με τον πιτσιρικά σαν παιδάκια να κοιμηθούμε παρέα, γιατί την επόμενη μέρα θα πηγαίναμε παρέα εκδρομή. Και είπε οκέι, πάμε, υπό τον όρο ότι θα πάμε μαζί να πάρουμε τις πιτζάμες του. Οκέι. Δηλαδή τι πιο αθώο σε μια οικογενειακή κατάσταση; Ε, είχανε φάει, είχανε πιει, ο πατέρας μου σαφέστατα ήταν μεθυσμένος μάλλον, και πήγαμε. Και όταν μπήκαμε μέσα, κλείδωσε την πόρτα και πέταξε τα κλειδιά.

– Το μέσα πού είναι; Στο σπίτι του; 

 – Το σπίτι του ήτανε παιδικός σταθμός. Ήτανε μέσα σε έναν παιδικό σταθμό. Είχε η γυναίκα του παιδικό σταθμό.

 – Ο άνθρωπος αυτός είχε σχέση με τον παιδικό σταθμό; Εργαζόταν στον παιδικό σταθμό;

 – Απ’ ό,τι ξέρω ναι. Εντάξει, ήμουν αρκετά μικρή για να ξέρω τέτοιες λεπτομέρειες. Ξέρεις, καμιά φορά δεν ξέρουμε τι δουλειά κάνουνε οι φίλοι των γονιών μας, σ’ αυτή την ηλικία, αλλά απ’ ό,τι θυμάμαι ναι είχε κάποιες σχέσεις.

Εκεί είναι οι τύψεις μου. Εκεί είναι οι τύψεις μου που δεν μίλησα τότε. Ότι μην τυχόν συνέβαινε και τίποτε άλλο εκεί πέρα. Αλλά προσπαθώ να το βάλω στην άκρη, γιατί δεν μπορώ να με κατηγορήσω κιόλας από πάνω. Δηλαδή ήδη πέρασα πολλά και δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να φτάσω στο σημείο που είμαι σήμερα, οπότε όχι, θα το βάλω στην άκρη αυτό το κομμάτι των τύψεων. Ας το έπαιρνε χαμπάρι η γυναίκα του, δηλαδή. Τόσο απλά. Αν όχι το παιδί, τότε η γυναίκα του.

Ναι, που λες, μπήκαμε μέσα, πέταξε τα κλειδιά και μετά με ξάπλωσε σε ένα από αυτά τα τραπεζάκια τα στρογγυλά που έχουν που κάνουν κατασκευές τα παιδάκια. Συγκεκριμένα τα κλειδιά… θυμάμαι χαρακτηριστικά… τώρα που το ’χω θυμηθεί δηλαδή, τα είχε πετάξει… είχαν ένα τζάκι. Είχε ένα τζάκι ο σταθμός. Δεν το χρησιμοποιούσανε, αλλά ήτανε οπτικό περισσότερο, διακοσμητικό, και τα είχε πετάξει εκεί μέσα. Δεν υπήρχε περίπτωση να τα φτάσω.

Και πήγαμε εκεί, με τσίμπησε, με έβαλε πάνω σε ένα τραπέζι και έγινε ό,τι έγινε. Εντάξει, σε τόσο ανατριχιαστική λεπτομέρεια δεν θέλω να μπω, όχι γιατί δεν νιώθω άνετα να το κάνω, περισσότερο γιατί δεν έχει και νόημα. Είτε ήταν ανατριχιαστικό σαν εικόνα ας πούμε είτε δεν ήτανε, το ίδιο αποτέλεσμα είχε. Εγώ εν τω μεταξύ είμαι ένα παιδί πάρα πολύ ανεπτυγμένο από μικρή, οπότε όταν ξεκίνησα να συνειδητοποιώ τι είναι αυτό που έχει συμβεί, στα 12, 13, μέχρι και στον εαυτό μου είχα επιρρίψει ευθύνες, ότι μήπως ήμουνα εγώ προκλητική. Δηλαδή είναι αστείο. Ναι. Τώρα πια μπορώ να σου πω ότι είναι αστείο. Να πεις ότι ένα παιδί εννιά χρονών είναι προκλητικό. Αλλά είναι σκέψεις που σου περνάνε από το μυαλό.

 – Αυτός ήταν στην ηλικία του πατέρα σου;

 – Ναι. Άντε να ήταν λίγο μικρότερος. Κάπου εκεί. Κάπου εκεί. Σαν τον πατέρα μου πρέπει να ήτανε. Κάπου εκεί. Το ωραίο είναι ότι την επόμενη μέρα πήγαμε μαζί εκδρομή, έτσι; Ήμουνα στο πίσω μέρος του καθίσματος, εγώ έτρεμα και αυτός με κοιτούσε καλά-καλά από τον καθρέφτη, τύπου δεν πιστεύω να σε έχει ενοχλήσει κάτι. Ξέρεις, με τέτοιο ύφος. Να έχεις μιλήσει κάπου, να έχεις κάνει κάτι. Τέλος πάντων.

 – Ένιωθες απειλή;

  – Ναι, ένιωθα απειλή. Ήτανε ξεκάθαρη η απειλή. Η απειλή ήταν ξεκάθαρη. Και αυτό το βλέμμα το θυμόμουν από τότε. Τις επόμενες ημέρες. Το θυμόμουνα. Όπως θυμόμουνα και μετά από ένα-δύο χρόνια που είχα πάει Πάσχα, είχαμε πάει να κάνουμε  με τον πατέρα  μου Πάσχα παρέα και επειδή ο πατέρας μου δεν ήταν σε οικογενειακό μουντ, κλείναμε σε κάποια ταβέρνα ξέρω γω με φίλους κτλ και κάναμε Ανάσταση, ας πούμε, και του λέω ποιοι θα ’μαστε και μου ξεφουρνίζει ότι θα ’ναι και η δικιά του οικογένεια. Και είμαι τώρα Πάσχα, μετά από δύο χρόνια, δεν έχω μιλήσει σε κανέναν, δεν ξέρει κανείς τίποτα και είναι απέναντί μου στο τραπέζι αυτός ο άνθρωπος. Και τρώμε μαγειρίτσα παρέα.

 – Δεν μίλησες; 

 – Όχι. Βασικά, η αφορμή που άλλαξε η συμπεριφορά μου και με πήρε χαμπάρι ένας ενήλικας, θα σου πω και ποιος, και μίλησα, ήταν όταν έμαθα, γιατί ο διάολος έχει πολλά ποδάρια, επειδή στην ίδια περιοχή που έμενε τότε ο πατέρας μου έμενε και ο θείος μου, ο αδερφός της μητέρας μου, ο οποίος είχε δύο παιδάκια, το ένα εφτά, το άλλο τεσσάρων, και το τεσσάρων τότε, όταν εγώ ήμουν πλέον δεκατριών χρονών, δεκατεσσάρων, πόσο ήμουνα, πήγε σε αυτόν τον σταθμό. Και με το που ακούω εγώ το όνομα του παιδικού σταθμού, έχει αρχίσει πλέον  και αλλάζει η συμπεριφορά μου, γιατί έχω πάθει… γιατί δεν ξέρω τι γίνεται τώρα εγώ εκεί μέσα; Και πλέον είμαι έφηβη και έχω καταλάβει τι μου έχει συμβεί. Για να μιλήσω σε ενήλικα ήταν αυτή η αφορμή. Ήταν ο σύντροφος της μητέρας μου τότε. Ο οποίος ήταν ο μοναδικός που είδε ότι έχει αλλάξει η συμπεριφορά μου.

 – Οπότε τον πήρες και του είπες;

 – Όχι. Αυτός με πήρε. Είχε δει ότι είχε αλλάξει η συμπεριφορά μου. Δεν ήξερε για ποιο λόγο. Πέρναγα και δύσκολη εφηβεία γενικά εγώ.

 – Είχε αλλάξει όταν συνάντησες τον άλλο σ’ αυτό το πασχαλινό τραπέζι που λες; Πότε άλλαξε η συμπεριφορά σου;

 – Η συμπεριφορά μου άλλαξε όταν έμαθα ότι πήγε ο μικρός παιδικό σταθμό εκεί. Αυτό ήτανε: Εννιά χρονών έγινε το σκηνικό, μετά από κάνα δύο χρόνια, δέκα έντεκα, ξέρω γω πόσο ήμουνα, ήταν αυτό το Πάσχα που σου λέω και αυτό που σου περιγράφω τώρα, που με πήρε χαμπάρι ο σύντροφος της μητέρας μου, ήτανε στα δεκατέσσερα. Έχει προηγηθεί και κάτι άλλο βέβαια. Όταν ήμουν στα δεκατρία, ένα χρόνο πριν. Δηλαδή ήταν πολλά μαζεμένα εκείνη την περίοδο για μένα, γι’ αυτό το σκηνικό.

Είχα μία κολλητή, όπου τότε κυκλοφορούσε στην περιοχή ένας δράκος, έτσι τον λέγανε, που μάλλον αυτό ήτανε, δεν το ξέρουμε, δεν το έχουμε μάθει ποτέ. Έχει γίνει ένα τρελό σκηνικό, που κάποιος της είχε ρίξει ένα μπουκέτο την ώρα που έμπαινε στο σπίτι και το επόμενο που θυμάται ήτανε να είναι στο κρεβάτι της. Σώα, αλλά στο κρεβάτι της. Δεν θυμάται κάτι άλλο. Δεν το έχει θυμηθεί, ακόμα και σήμερα.

Και με αφορμή αυτό και επειδή δεν ήτανε καλά, μου βγήκε και μένα και της μίλησα. Στην κολλητή μου. Τώρα δύο κοριτσάκια δεκατριάχρονα, έτσι; Η οποία όμως επειδή πήγαινε στην τότε ψυχολόγο του σχολείου μας, για το δικό της σκηνικό, γιατί αυτή το είπε κατευθείαν στη μητέρα της και η μητέρα της ξεκίνησε αυτή τη δουλίτσα με την ψυχολόγο του σχολείου, πήγε και με «ρουφιάνεψε», με την καλή έννοια, στην ψυχολόγο του σχολείου, και η ψυχολόγος του σχολείου τής έδωσε τον τρόπο για να με κάνει να πάω. Οπότε έκανα το χατίρι της Σ., πήγα στην ψυχολόγο του σχολείου. Η ψυχολόγος του σχολείου με χιλιοπαρακάλεσε να το πω σε έναν ενήλικα. Εγώ ήμουν κάθετη, ότι δεν πρόκειται να μιλήσω στην οικογένειά μου. Γιατί; Γιατί το άγχος μου ήταν μη γίνει ο πατέρας μου δολοφόνος και τον δω στην φυλακή, άκου τώρα… Αυτή ήταν η αγωνία μου. Ήμουνα κάθετη. Και μετά από λίγο καιρό, κάποιους μήνες, μαθαίνω ότι ο πιτσιρικάς έχει πάει στον παιδικό σταθμό αυτόν. Οπότε είναι ξέρεις, μπουπ, μπουπ, μπουπ, πολλά.

Και προφανώς άλλαξε η συμπεριφορά μου. Και με πιάνει ο σύντροφος της μαμάς μου μια μέρα, είχε μια κόρη που ήτανε ένα χρόνο μεγαλύτερή μου και είχε φίλους εκεί, και μου λέει: να σου πω, θα πάμε, μου λέει, εκδρομή. Θα έρθεις; Θα ’ρθεις να μου κάνεις και μένα παρέα; Άντε, του λέω εγώ, πάμε. Και πάμε και καθόμαστε, φεύγει η άλλη με τους φίλους της και έχουμε κάτσει στο τραπέζι και μου βγάζει τσιγάρα. Μου λέει έλα, το ξέρω ότι καπνίζεις. Του λέω τι τσιγάρα είναι αυτά… ξέρω ’γω…ξέρεις χαβαλέ κτλ, βγάζω τα δικά μου τα τσιγάρα, κάθομαι, καπνίζουμε, μου λέει «λέγε μου τι συμβαίνει τώρα». Του λέω «Τι εννοείς;» Μου λέει «Λέγε τι συμβαίνει, σε ξέρω και από την καλή και από την ανάποδη. Τι συμβαίνει; Τι έχεις; Κάτι σου συμβαίνει. Δεν είσαι εσύ». Και κάνω ένα μπραφ και του το ξεφουρνίζω. Ο οποίος είχε μία εξαιρετική αντίδραση. Εξαιρετική. Δηλαδή, δεν έχω λόγια.

 – Πώς είναι η εξαιρετική αντίδραση;

 – Ήταν πάρα πολύ ψύχραιμος. Ότι, οκέι, πάμε να δούμε τι κάνουμε από εδώ και πέρα. Δηλαδή κανένας πανικός, καμία υστερία, κανένα «Παιδί μου, τι έπαθες»; Τίποτα. Ψυχραιμότατος, παραγγείλαμε να πιούμε κιόλας. Δηλαδή ξέρεις, ότι… ωραία… πάμε. Έπαιρνε τις ανάσες του. Φοβερή, σου λέω, αντίδραση. Φοβερή. Και μου λέει ότι, θέλω να μου κάνεις μία χάρη. Θεωρώ ότι πρέπει να μιλήσουμε στη μητέρα σου. Εάν νιώθεις ότι δεν μπορείς να το κάνεις για τον οποιονδήποτε λόγο, μπορούμε να το κάνουμε μαζί. Άμα με εμπιστεύεσαι και άμα νιώθεις ότι θέλεις να το κάνω εγώ. Να κάτσουμε μαζί οι τρεις μας, να είσαι και εσύ όμως παρούσα και να της μιλήσω εγώ. Και του λέω αυτό θα κάνουμε. Γιατί, του λέω, πρέπει το παιδί να βγει από το σταθμό. Δεν μπορεί το παιδί να πηγαίνει σ’ αυτό το σταθμό. Δεν ξέρουμε τι συμβαίνει εκεί. Αλλά, του λέω, ο πατέρας μου δεν θέλω να το μάθει ποτέ. Ήμουνα κάθετη. Το σεβάστηκε. Και όντως, μετά από μια-δυο μέρες κάτσαμε στο μπαλκόνι με τη μητέρα μου.

Θέλει να σου μιλήσει, να σου πει κάτι κτλ, αλλά είναι πολύ δύσκολο, είναι πολύ δύσκολη η θέση της, έχει συμβεί αυτό και αυτό. Εντάξει. Η μητέρα μου είχε την χειρότερη αντίδραση, από την άλλη.

 – Πώς είναι η χειρότερη αντίδραση;

 – Σε ένα παιδί στην εφηβεία πάντα μιλάμε, έτσι; Γιατί αλλιώς θα αντιμετώπιζα και εγώ τώρα στα σαράντα μου μία κακή αντίδραση και αλλιώς τότε. Σηκώνεται όρθια, αρχίζει να τσιρίζει, να ουρλιάζει, «γαμώ την πουτάνα μου, γαμώ το κέρατο του πατέρα σου». Άρχιζε να κατηγορεί τον πατέρα μου. «Και ποιος είναι αυτός ο πούστης και θα τον κλείσουμε φυλακή και θα κάνουμε και…», αλλά τώρα υστερία, έτσι; Κανένα φόκους στο να έρθει να σε πάρει μια αγκαλιά, «παιδί μου, τι σου συνέβη» ή «παιδί μου, μίλησέ μου γι’ αυτό». Έμεινε σ’ αυτό που της είπε ο σύντροφός της και έπαθε υστερία. Και εγώ έπαθα κόκο μπλόκο εκεί πέρα.

Δηλαδή ήμουνα σε φάση… κοιτούσα τον φίλο της, τύπου, «Κατάλαβες γιατί δεν θέλω να μιλήσω σε κανέναν»; Είχα αυτή την αντίδραση. Δηλαδή ότι, καταλαβαίνεις τώρα; Και τη συνέφερε εκείνος, ότι, να σου πω, κάτσε κάτω. Τι είναι αυτά; Εδώ το παιδί τόσα χρόνια δεν είχε καταφέρει να σας μιλήσει γι’ αυτούς τους λόγους. Και εσύ έχεις αυτή την αντίδραση; Και την έβαλε λίγο…Και της λέει ότι πάμε λίγο να δούμε τι κάνουμε από εδώ και πέρα. Γιατί προτεραιότητα έχει να βγει το παιδί από τον παιδικό σταθμό. Αυτό έχει προτεραιότητα αυτή τη στιγμή.

Όλα τα άλλα θα τα δουλέψουμε μετά. Τέλος πάντων, την έκανα χρυσή τη μάνα μου. Τώρα δεν ξέρω αν η μάνα μου σεβάστηκε την επιθυμία μου να μην πει σε κανέναν τον λόγο. Δεν το ξέρω αυτό. Δεν το έχω μάθει ποτέ, δεν την έχω ρωτήσει και ποτέ. Εμένα με ενδιαφέρει ότι το παιδί βγήκε όντως από αυτόν τον παιδικό σταθμό. Αλλάξαμε σταθμό, οπότε ησύχασα. Ησύχασα σ’ αυτό το κομμάτι. Μετά, τίποτα. Είχα μείνει εκεί. Ή νόμιζα ότι είχα μείνει εκεί.

– Τι θα πει αυτό; Τι εννοείς; Τη ζωή σου;

 – Τη ζωή μου. Το μετά. Ναι. Το μετά.

 – Αυτό αφορούσε τις σχέσεις σου, την ερωτική σου ζωή, ας πούμε, ειδικά ή αφορούσε όλες τις πτυχές της ζωής σου;

 – Νομίζω, Κωνσταντίνε, πως είχε επηρεάσει τα πάντα. Αλήθεια σου λέω. Τα πάντα. Τα πάντα, τα πάντα. Από τις επιλογές μου σε συντρόφους, τις επιλογές μου σε φίλους. Τη δοτικότητά μου ή μη. Την ανεκτικότητα στην κακοποίηση οποιασδήποτε μορφής.

 – Είχες μεγαλύτερη ή μικρότερη ανεκτικότητα;

 – Μεγαλύτερη. Γιατί το είχα καταπιεί τόσο πολύ, το είχα εκλογικεύσει να πούμε; Δεν ξέρω τι το ’χα κάνει. Αυτό δεν το έχω απαντήσει ακόμα στον εαυτό μου. Πώς το είχα κάνει αυτό; Πώς το είχα κρατήσει όλο…αλλά ήταν ένα βάρος που πάντα το είχα, χωρίς όμως να το κάνω κάτι. Το οποίο με βάραινε, με βάραινε, με βάραινε και το ένα έφερνε το άλλο, το ένα έφερνε το άλλο,  εκπαίδευσα κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό μου να συγχωρώ. Κάποια στιγμή είπα ότι τον έχω συγχωρέσει. Αν με ρωτάς σήμερα, όχι δεν τον έχω συγχωρέσει αυτόν τον άνθρωπο, ούτε θα τον συγχωρέσω ποτέ.

 – Σε ενδιαφέρει;

 – Κοίτα να δεις, δεν με ενδιαφέρει αυτός. Με ενδιαφέρουν οι υπόλοιποι του περίγυρού του.

 – Πώς το σκέφτεσαι τώρα;

 – Τι εννοείς;

 – Η απόφαση να μιλήσεις έχει να κάνει με αυτόν; Έχει να κάνει με σένα; Έχει να κάνει με άλλες γυναίκες;

 – Έχει να κάνει με μένα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Είναι ένας τρόπος, μάλλον θα σου πω μετά από αυτό που κάνουμε, για να κλείσω τον κύκλο. Το πιο σημαντικό όμως για μένα είναι, ένας, ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος να ακούσει το τι έχει συμβεί, να διαβάσει ή ο,τιδήποτε, το τι έχει συμβεί στη δική μου τη ζωή και μέσα μου από παιδάκι μέχρι σήμερα, κουβαλώντας αυτό το φορτίο, επειδή δεν είχα μιλήσει τότε σε κάποιον ενήλικα, ώστε να το πιάσουμε, να το δουλέψουμε, να το…το ο,τιδήποτε, από το να το καταγγείλουμε, μέχρι το να δουλέψω το μέσα, το ψυχολογικό του παιδιού. ένας άνθρωπος, ένας, να το διαβάσει λοιπόν αυτό και να πει ότι «όχι ρε φίλε δεν θα το κάνω εγώ αυτό στον εαυτό μου. Πρέπει κάτι να κάνω».

 – Το «δεν θα το κάνω», αφορά το να μην μιλήσει αφού έχει συμβεί; Σε αυτό αναφέρεσαι;

 – Ναι. Ένα είναι αυτό. Το άλλο είναι, ένας γονιός που πιθανόν να διαβάσει κάτι τέτοιο, αυτό που σου είπα και στην αρχή, να έχει όσο το δυνατόν γίνεται περισσότερο τον νου του, γιατί υπάρχει πολλή ανωμαλία εκεί έξω. Πάρα πολλή. Δεν έχει να κάνει αν έχεις αγόρι, αν έχεις κορίτσι, αν είναι 5, αν είναι 15… υπάρχει πολλή ανωμαλία εκεί έξω. Πολλή ανωμαλία. Δεν πρέπει να βάλουμε τα παιδιά μας σε ένα χρυσό κλουβί, σε καμία περίπτωση. Δεν είναι υγιές για τα ίδια, ούτε και για μας, αλλά πρέπει να παρακολουθούμε οποιαδήποτε, οποιαδήποτε αλλαγή συμπεριφοράς. Οποιαδήποτε. Οτιδήποτε είναι αυτό. 

-Πώς επηρεάζει τη σχέση σου με το παιδί σου;

 – Η σχέση μου με το παιδί μου…

 – Δηλαδή ένα κομμάτι είναι αυτό που λες. Μια εγρήγορση ας πούμε. Το να έχεις τις κεραίες τεντωμένες προκειμένου να μπορείς να εντοπίσεις ένα σημάδι που μπορεί να σημαίνει κάτι. Υπάρχει κάτι άλλο εκτός από αυτό; Πώς παρεμβαίνει αυτό στην επικοινωνία σου με το παιδί σου;

 – Κοίταξε να δεις. Εγώ προσωπικά, έχοντας το βίωμα και επειδή είμαι πολύ αυτής της άποψης, ότι η ειλικρίνεια γενικά είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να έχουμε σε οποιαδήποτε μορφή σχέσης, εμένα το παιδί μου γνωρίζει τι έχει συμβεί με τα λόγια που μπορεί να το ξέρει ένα παιδί εξάχρονο.

Ναι, είμαι από αυτές τις τρελές που από τα δύο χρόνια του παιδιού μου, που ακόμα δεν καταλάβαινε λέξεις καλά καλά, του διαβάζω βιβλία παιδικά από συγκεκριμένες σειρές που εστιάζουν στο ότι το σώμα μου είναι δικό μου, στο «μαθαίνω να λέω όχι». Υπάρχουν πάρα πολλές τέτοιες σειρές, τις οποίες άλλοι γονείς τις ξεκινάνε αφού έχουν ακούσει ότι κάτι έχει γίνει στο σχολείο ή κάτι τους έχει πει το παιδί, ότι ο τάδε μου είπε ότι έχω στήθος ας πούμε, ξέρω ’γω ή ότιδήποτε. Εγώ το έχω ξεκινήσει αυτό από πάρα πολύ μικρό.

Γιατί θέλω να του είναι στο πίσω μέρος του κεφαλιού του συνέχεια. Παρόλο που είναι αγόρι. Γιατί ξέρεις, σου λένε σιγά μωρέ, αγόρι έχεις, πώς κάνεις έτσι; Τι; Αλήθεια τώρα; Καταρχήν, γιατί πρέπει ο ίδιος να μάθει να σέβεται είτε τις γυναίκες είτε τους άντρες, γιατί δεν ξέρω πού θα καταλήξει ο γιος μου, μικρός είναι ακόμα, αλλά ο ίδιος πρέπει να το μάθει. Για τους άλλους. Προς τους άλλους.

 – Πώς αντέδρασε;

 – Εντάξει, ο τρόπος που του το είπα ήτανε αρκετά παιδικός. Για μένα. Έτσι; Γιατί κάποιος άλλος άμα ακούσει τα λόγια που είπα στο παιδί μου, μπορεί να πει τι είναι αυτά που λες στο εξάχρονο, ας πούμε. Εγώ το είχα πει επειδή ήθελα να τον κάνω να μιλήσει. Ο τρόπος να κάνεις να μιλήσει κάποιος, είναι να ακούσεις, να του μιλήσεις πρώτος εσύ. Μου είχε πει κάποια στιγμή το καλοκαίρι ότι είχε συμβεί κάτι το οποίο δεν πρόκειται να το πω ποτέ στη ζωή μου ούτε σε εσένα ούτε στον μπαμπά, και εγώ είχα πάθει σοκ, γιατί κατευθείαν πήγε στο μυαλό μου, φυσικά, λόγω του δικού μου βιώματος, σε κάτι πολύ άσχημο, και μου το ’λεγε αυτό δυο μέρες.

 Και του είχα πει ότι αγάπη μου, μια μέρα που ήταν και ο πατέρας του μαζί, γιατί ο πατέρας του παρόλο που είμαι χωρισμένη είναι ένας φανταστικός μπαμπάς γενικά σε όλα του και ήξερα ότι μπορεί λίγο να συμμετέχει σε αυτή τη συζήτηση, μου είχε συμβεί, του λέω και μένα κάτι, όταν ήμουνα μικρή, κοντά στην ηλικία σου, λίγο μεγαλύτερη, που δεν μίλησα ποτέ σε κανέναν ενήλικα και μου τραυμάτισε όλη μου τη ζωή. Οπότε του λέω θα σε συμβουλεύσω με όλη την αγάπη που έχω για σένα να μην το κάνεις εσύ αυτό. Και μου γύρισε και μου είπε το παιδί, γιατί είναι και ένα πάρα πολύ έξυπνο παιδάκι, μαμά, για να με βοηθήσεις να σου πω, πρέπει πρώτα να μου πεις εσύ. Μου το ’πε στεγνά το παιδί.

Και με κοιτάζει ο πατέρας του, μου γουρλώνει τα μάτια ο πατέρας του, γιατί ξέρει ότι γενικά στα λόγια είμαι λίγο ωμή, γουρλώνει τα μάτια του τύπου «πρόσεχε τι θα πεις στο παιδί», ας πούμε, και του λέω… χρησιμοποίησα λέξεις, γιατί είναι καλό και για εμάς να διαβάζουμε από πολύ μικρά στα παιδιά που έχουνε μέσα τα βιβλία όλα αυτά που του διαβάζω από μικρός, και του λέω άκου να δεις, αγάπη μου, όταν ήμουν εννιά χρονών, ένας άντρας κακοποίησε το κορμί μου, το σώμα μου, χωρίς τη δική μου θέληση. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω, όχι γιατί δεν θέλω, αλλά επειδή είσαι σε μια ηλικία που δεν θα μπορέσεις να το καταλάβεις αυτή τη στιγμή τι σημαίνει αυτό, σου υπόσχομαι ότι όταν είσαι στην ηλικία που θα μπορείς να το καταλάβεις, από μόνη μου θα έρθω να σου εξηγήσω ακριβώς τι ήταν αυτό που δεν σου έχω πει. Σε καλύπτει αυτό; Ήρθε, με πήρε μια αγκαλιά, μου έδωσε ένα φιλί και μου λέει σ’ ευχαριστώ πολύ, μαμά, που το μοιράστηκες μαζί μου και κατευθείαν ξέρασε αυτό που είχε να μου πει, που ήταν αστείο βέβαια. Αστείο… Όχι για τη δική του ηλικία, αλλά σε σχέση με όλα αυτά που φανταζόμουνα εγώ. Ένα παιδάκι είχε πάει και του είχε ρίξει μια σφαλιάρα. Αυτό.

Όχι. Δεν είναι… Για τον ίδιο, δεν είναι ασήμαντο. Ήτανε σοκ. Αλλά γι’ αυτά που εμένα είχανε περάσει από το δικό μου το μυαλό ήτανε ότι ουφ οκέι, εντάξει, το έχουμε. Και πάμε μετά να αλλάξουμε τη μορφή, να μπούμε στη διαδικασία να συζητήσουμε για τη σφαλιάρα ας πούμε. Αυτό. Ναι.

– Είπες ότι αυτό το σκέφτεσαι σε σχέση με άλλες κοπέλες ή γυναίκες πιο μεγάλες που μπορεί να έχουνε ζήσει κάτι τέτοιο. Αν καταλαβαίνω καλά, αυτό το αντιλαμβάνεσαι ως μια παρότρυνση να μιλήσουν; Σωστά το καταλαβαίνω; 

 – Είτε είναι πέντε, είτε είναι δέκα, είτε είναι δεκαπέντε, είτε είναι εικοσιπέντε, σε οποιαδήποτε ηλικία, γιατί δεν ξέρεις πότε θα σου λάχει κάτι τέτοιο. Γιατί απ’ ό,τι έχω καταλάβει τελικά είναι πολύ λίγες οι γυναίκες που δεν τους έχει λάχει κάτι κοντινό έστω, απλά από κάποιο σημείο και μετά ίσως να έχεις τη δυναμική να το αντιμετωπίσεις, έτσι; Εννοώ να το αντιμετωπίσεις, να το αποφύγεις. Να τον στείλεις στο διάολο τον άλλον με τον οποιονδήποτε τρόπο. Μέχρι κάποια ηλικία δεν την έχεις αυτή τη δυνατότητα, γιατί δεν ξέρεις από πού σου ’ρθε. Ναι, ναι. Να μιλήσουνε. Και επειδή είναι και πολύ πρόσφατο, προχθεσινό, δεν με ενδιαφέρει να μιλήσουνε στην αστυνομία. Με ενδιαφέρει να πάνε να μιλήσουνε όπου αυτές νιώθουνε ότι θα βοηθηθούνε.

 – Λες τώρα για την υπόθεση για την γυναικοκτονία στους Αγίους Αναργύρους. Και θέλω να σε ρωτήσω. Η επικαιρότητα, οι ειδήσεις οι σχετικές πώς γράφουν στο δικό σου μυαλό πάνω σε μια τέτοια ανάμνηση;

 – Ας ξεκινήσουμε… πόσο; Τρία, τέσσερα χρόνια πριν; Με την υπόθεση του Λιγνάδη. Αυτό το έζησα πάρα πολύ δύσκολα. Το βίωσα πάρα πολύ δύσκολα. Ήτανε και περίοδος καραντίνας τότε, παρόλο που εγώ δεν ένιωσα έντονη καραντίνα γιατί δούλευα κανονικότατα. Εκεί ζορίστηκα πάρα πολύ.

 – Να σε ρωτήσω γιατί ζορίστηκες ειδικά με αυτό;

 – Γιατί ήτανε πάρα πολύ κοντά σε αυτό που έχω ζήσει. Πάρα πολύ κοντά. Ήτανε νέα παιδιά, δεν κοιτάμε φύλο, δεν υπάρχουν φύλα σ’ αυτά. Νέα παιδιά, αβοήθητα, γιατί το αβοήθητος δεν είναι μόνο το δεν έχω λεφτά, είναι και το δεν έχω πού να στραφώ.  Και εγώ ας πούμε τότε, και να ήθελα να στραφώ, δεν είχα πού να στραφώ. Γιατί, όπως σου είπα, η μαμά μου δούλευε σαν τρελή, ο πατέρας μου ήτανε απών κατά κάποιο τρόπο, οπότε δεν είχα πού να στραφώ. 

– Υπάρχει κάτι που νιώθεις ότι θα το χειριζόσουνα διαφορετικά τώρα; Κοιτάζοντας αναδρομικά στο πώς περάσανε τα χρόνια αυτά;

– Κοίταξε να δεις. Εάν είχα το μυαλό του τώρα τότε, που δεν θα μπορούσα να έχω το ίδιο μυαλό στα εννιά, με αυτό που έχω τώρα, την επόμενη μέρα θα είχε γίνει της πουτάνας. Θα τον είχα καταγγείλει, θα τον είχα βάλει φυλακή. Δεν υπήρχε περίπτωση. Μπορεί και τον επόμενο χρόνο. Από κάποιο σημείο και μετά, στα δεκατέσσερα πλέον που αποφάσισα να μιλήσω, που άρχισα να το λέω σε κάποιον… δηλαδή κάποια στιγμή ας πούμε η μητέρα μου μπήκε στη διαδικασία και μου λέει να τον καταγγείλουμε. Της λέω, μαμά, πέντε χρόνια, ποια αποδεικτικά στοιχεία; Εγώ έχω κάνει σεξ ας πούμε. Δεν είναι ότι είμαι ένα παιδί… στα δεκατέσσερα έκανα σεξ. Δεν… Πώς να το αποδείξεις;

 – Ούτε ασχοληθήκατε ποτέ να…

 – Εγώ όχι. Φαντάζομαι ότι αν είχε ασχοληθεί η μητέρα μου, θα μου το είχε πει. Εγώ όχι. Όχι, όχι. Ήτανε… ξέρεις τι; Ήμουνα… σου λέω… ακόμα και στα τριάντα μου που πήγα πρώτη φορά στην ψυχίατρο αυτή για να το δουλέψω έντονα, σωστά μάλλον, που με έψησε ο πρώην άντρας μου να το κάνω αυτό, γιατί με έβλεπε ότι με τριβέλιζε ακόμα, το πρώτο πράγμα που της είπα με το που μπήκα μέσα, αφού της είπα τι έχει συμβεί, και μου έκανε τη λογική ερώτηση, μου λέει «Μίλησες ποτέ»; Της λέω «όχι, και δεν πρόκειται». Και μου λέει γιατί είσαι τόσο κάθετη; Της λέω «Γιατί δεν θέλω να δω τον πατέρα μου στη φυλακή». Γιατί ο πατέρας μου δεν έχει κανέναν άλλον σ’ αυτό τον κόσμο και το πρώτο πράγμα που θα κάνει είναι να πάει να τον σκοτώσει. Δεν θα σκεφτεί τίποτε άλλο. Ακόμα και τότε. Μετά από τόσα χρόνια.

 – Το τότε είναι όταν ήσουνα τριάντα.

 – Τριάντα χρονών. Ναι. Ενήλικη πλέον. Εκατό τοις εκατό ενήλικη, πλέον.

– Εγώ νομίζω ότι δεν έχω κάτι άλλο να σε ρωτήσω. Αυτά είχα στο μυαλό μου, που ήθελα  να συζητήσουμε. Αν υπάρχει κάτι που εσύ θα ήθελες να συμπληρώσεις, που δεν το έχεις πει και σου φαίνεται σημαντικό.

 – Ναι. Δώσε μου λίγο χρόνο να πάω το μυαλό μου γιατί είναι… ξέρεις. Κάθε φορά που κάνω μία τέτοια συζήτηση, ναι μεν μπορεί να την κάνω πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι την έκανα πιο παλιά, αλλά πάντα, πάντα, πάντα μετά φεύγοντας σκέφτομαι άλλα τόσα. Είναι… σε μπλοκάρει λίγο. Μπλοκάρεις. Και νομίζω ότι πάντα θα μπλοκάρω. Ρε παιδί μου… μια τέτοια συμπεριφορά εμένα λειτούργησε πάνω μου… έγινα πιο… αντί να με αγριέψει, να πας εσύ να με αγγίξεις και να είμαι ας πούμε… μου έφερε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Ακριβώς το αντίθετο. Έψαχνα ας πούμε πιο πιτσιρίκα… ήτανε λες και έχω μειώσει εντελώς το κομμάτι ότι εγώ δεν αξίζω τίποτα. Το μόνο πράγμα που αξίζει πάνω μου είναι το κορμί μου, λες και είναι κανένα θεϊκό κορμί ας πούμε και κυνηγούσα να πάρω την επιβεβαίωση μέσα από το σεξ. Δεν ξέρω αν… είναι πολύπλοκο όπως το λέω;

 – Όχι. Όχι.

 – Το καταλαβαίνεις. Είχα εργαλειοποιήσει εγώ η ίδια τον εαυτό μου.

 – Αυτό νιώθεις ότι ήτανε ο τρόπος σου για να το διαχειριστείς; Ότι ήταν με κάποιο τρόπο αυτό που είχες…

 – Μάλλον τελικά. Σίγουρα δεν σεβόμουν τον εαυτό μου.

 – Αυτό γινόταν με έναν τρόπο που τον ένιωθες η ίδια απέναντι σε σένα ότι σε μείωνε; Ότι σε προσέβαλε ας πούμε; Δηλαδή προφανώς ήταν κάτι περισσότερο από το να κάνεις σεξ.

 – Τότε όχι οπωσδήποτε. Μετά όμως. Μετά ας πούμε, όταν είχα ξέρω ’γω μια σχέση που… καταρχήν να σου πω ότι προτιμούσα πάντα να μην έχω σχέση συναισθηματική. Να είμαι φίλη με τον άλλο, να νιώθω την οικειότητα, να κάνουμε σεξ, αλλά να μην… Λες και δεν το άξιζα να έχω την απόλυτη προσοχή από αυτόν.

– Οπότε ήταν περαστικές συναντήσεις.

 – Μπορεί να ήταν…να κρατάγανε και χρόνια. Ξέρεις αυτό που λένε, που καμιά φορά ονομάζουμε καβάντζα ή sex buddy. Μπορεί να κρατούσε και χρόνια. Αλλά… και να πίναμε και τις μπίρες μας και να μου ’λεγε και τα δικά του τα γκομενικά και να του ’λεγα και τα δικά μου τα γκομενικά, αλλά να κάναμε και σεξ. Μου ήταν πιο άνετη μια τέτοια σχέση. Δυσκολευόμουνα πολύ περισσότερο στις φυσιολογικές σχέσεις. Όπως επίσης τώρα που πλέον έχω καθαρίσει μέσα μου, γιατί νιώθω ότι είμαι καθαρή πλέον μέσα μου, είναι πολύ αξιοπερίεργο ότι όποιος σύντροφος μου έχει προσφέρει παραπάνω ασφάλεια, τρυφερότητα και φροντίδα, τον έχω διώξει.

 – Πώς το εξηγείς αυτό;

 – Θεωρούσα ότι δεν είχα μάθει να με φροντίζουνε; Μου ήτανε ξένο; Το back thought που δεν το συνειδητοποιούσα, το υποσυνείδητο έλεγε ότι δεν το αξίζεις. Έπρεπε να πληγώσω γιατί έχω πληγωθεί; Δεν ξέρω να σ’το απαντήσω. Ξέρω ότι συνέβαινε. Και είμαι σίγουρη ότι έχει να κάνει με όλο αυτό που συζητάμε τόση ώρα. Είμαι σίγουρη. Δηλαδή είναι ότι δεν σεβάστηκα τότε, δεν φρόντισα μάλλον – να το πούμε πιο σωστά – τον εαυτό μου και μου έγινε βίωμα. Και δεν το έκανα και στην πορεία.

 – Αυτό πρακτικά σημαίνει ροπή προς σχέσεις που ήταν κακοποιητικές κατ’ ουσίαν ή ήταν απλώς ξερές συναισθηματικά, ας πούμε;

-Από τον εργοδότη που θα επιλέξεις, από τον σύντροφο που θα επιλέξεις, από το πώς θα διαχειριστείς εσύ το παιδί σου, από το πόσο θα σε διαχειριστεί το παιδί σου. Γιατί μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά, με την καλή έννοια, είναι χειριστικά. Είναι στη φύση τους. Όλα παίζουνε ρόλο. Όλα επηρεάζονται. Αυτό. Ας μην το κάνει κανένας άλλος στον εαυτό του. Πραγματικά. Εμένα αυτό με νοιάζει. Με νοιάζει να μην το κάνει κανένας άλλος. Εγώ το ’κανα, το ’φαγα, το δούλεψα, άργησα, πάρα πολύ, πάρα πολύ, αλλά τώρα είμαι εδώ, εντάξει, οκέι, δεν έχω γεράσει εντελώς ακόμα, έχω λίγο ζωή ακόμη μπροστά μου για να πω ότι από εδώ και πέρα την ευχαριστιέμαι. Είναι τραγικό το να έχω σεξουαλικές σχέσεις από τα δεκατρία μου, από τα δεκατέσσερα, συγνώμη, και να ένιωσα πρώτη φορά καλά στο σεξ στα σαράντα μου.

Είναι τραγικό. Είναι κρίμα. Γιατί και το σεξ είναι κάτι το οποίο είναι μες στη ζωή μας και είναι κάτι που μας προσφέρει χαρά. Πρέπει να το χαιρόμαστε. Το κάνουμε γιατί το γουστάρουμε. Όχι εργαλειοποίηση του σώματός μας ή του εαυτού μας ή της προσωπικότητάς μας, όχι τέτοια πράγματα. Φτάνει.

 – Ηταν σαν να μην απολαμβάνεις; Ή ήταν αναζωπύρωση ενός τραύματος, κάτι χειρότερο από το να μην απολαμβάνεις;

 – Όχι, όχι, όχι. Εντάξει. Κάποιες φορές, απλά, επειδή κάποιες φορές ήτανε ενήμερος πάντα ο σύντροφος, αυτό που σου είπα και στην αρχή, ότι πάντα ενημέρωνα, ακόμα και σε one night stand. Πιτσιρίκα ήμουνα, πριν ξαπλώσουμε στο κρεββάτι, έλεγα «να σου πω, έχε στο νου σου ότι έχω κακοποιηθεί, οπότε λίγο μαλακές κινήσεις, γενικότερα».

Το ’χα έγνοια ρε παιδί μου, πάντα το είχα έγνοια. Πώς να σ’το πω. Αλλά βέβαια το ’χα έγνοια για να προστατέψω τον άλλον.  Όχι για να προστατέψω τον εαυτό μου. Δεν είναι τρομερό αυτό; Ότι, μην τρομάξεις, αν σε σπρώξω ας πούμε… Μην νομίζεις ότι έκανες εσύ κάτι λάθος. Δε φταις εσύ. Εγώ φταίω. Και αυτό συνέχισε και μπήκε και σε άλλα… σε όλα γενικά, σε όλους τους τομείς.

Εγώ όταν ήμουν εικοσιτριών, εικοσιτεσσάρων χρονών. Κλασσική περίπτωση, μέσα σε δουλειά, που με τσίμπησε σε μία γωνία ένας προϊστάμενος. Κλασική περίπτωση. Αυτό είναι η καθημερινότητα. Δεν είναι κάτι. Κλασική περίπτωση. Και σαν το χέλι, φσσσσιτ την έκανα. Οκέι. Το ξεπεράσαμε. Αλλά μπορούσα να το κάνω. Όταν είσαι παιδάκι δεν μπορείς να το κάνεις. Και μακάρι να φτάσουμε τα παιδιά μας στο σημείο, γιατί αυτό είναι το σημαντικό, δηλαδή μακάρι να με είχαν εκπαιδεύσει και μένα οι γονείς μου, ώστε εννιά χρονών ο άλλος πήγε να μ’ αγγίξει, να μπορώ να το αντιμετωπίσω. Σίγουρα, εάν ο άλλος το κάνει βίαια, δηλαδή ασκήσει δύναμη κ.τ.λ. δε μπορείς εύκολα, αλλά μετά θα βγεις τσιρίζοντας και θα το φωνάζεις παντού. Γιατί τώρα ξέρεις τι συμβαίνει. Γιατί, ξέρεις, καμιά φορά φοβόμαστε να μιλήσουμε στα παιδιά μας, μην τα τρομάξουμε. Τα παιδιά μας δεν τρομάζουνε. Γιατί δεν τρομάζουνε; Γιατί δεν έχουνε την πονηριά. Δεν έχουνε πονηριά. Τα μυαλουδάκια τους είναι αθώα. Οπότε απλά τι τους λες; Ότι, αν κάποιος σε πιάσει, δεν θα κάτσεις σαν το χαζό… Και με ρωτάει: Γιατί, μαμά, είμαι χαζό άμα κάτσω; Γιατί; Εκεί είναι που πρέπει να μπούνε τα βιβλία. Υπάρχουν πάρα πολλά βιβλία. Δεν μπορεί όμως το πεντάχρονο, το τετράχρονο, το εξάχρονο ή το δεκάχρονο ακόμα, που είναι στο τικ τοκ όλη μέρα, δεν είναι βρώμικο ακόμα το μυαλό του, να καταλάβει γιατί τον μάγκωσε. Θα νομίζει ότι πάει να τον δείρει, γιατί έχει έναν μπαμπά, ο οποίος του βάζει τις φωνές και του πιέζει το χέρι. Δεν μπορεί όμως να συνειδητοποιήσει τι είναι αυτό που συμβαίνει. Να μιλάμε… Να μιλάμε στα παιδιά μας. Να μιλάμε. Δεν είναι κακό. Είναι κάτι που υπάρχει εκεί έξω.

Και εννοείται ότι πρέπει να έχουμε το νου μας δυστυχώς, ακόμα και στους πιο έμπιστους ανθρώπους μας. Σου λέω τώρα, ο πατέρας μου, ας πούμε. Θα τον πω κακομοίρη σ’ αυτή την περίπτωση. Είχε βρει την πιο safe φάση, για να περνάει η ώρα και το παιδί του κι αυτός.

Ήτανε χωρισμένος, και είχε βρει ένα ζευγάρι να κάνουνε παρέα, αντρόγυνο, ένα παιδάκι κοντά στην ηλικία της κόρης του. Τι πιο νορμάλ. Κι εσύ έχεις παιδιά κι εγώ έχω παιδί. Δεν είναι πολύ νορμάλ; Πολύ φυσιολογικό. Όταν είσαι και κάθε μέρα μαζί με τον άλλον, μία στο σπίτι του ενός, μία στο σπίτι του αλλουνού, έχεις πλέον πιο πολλή εμπιστοσύνη και οικειότητα. Από κει το βρήκε όμως.

 – Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για την κουβέντα. Φαντάζομαι δεν είναι απλό πράγμα.

– Ναι, δεν είναι. Εντάξει είμαι εγώ. Να το λέμε στα παιδιά μας. Εγώ αυτό έχω να πω.

Αν χρειάζεσαι βοήθεια, μπορείς να απευθυνθείς εδώ:

https://womensos.gr/15900-24ori-tilefoniki-grammi/

ή να καλέσεις το 15900