του Θάνου Καμήλαλη
Όπως έγινε γνωστό την Τετάρτη, το υπουργείο Άμυνας, κατόπιν πρωτοβουλίας της πολιτικής ηγεσίας» και «σύμφωνα με την εισήγηση της Στρατιωτικής ηγεσίας» ανακοίνωσε έκτακτη ενίσχυση 15 εκατομμυρίων ευρώ για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, εκτός των αποζημιώσεων που ήδη έχουν λάβει για την ανάκληση των αδειών τους. Ως ένα bonus για τις υπηρεσίες τους ας πούμε. Όπως ήταν αναμενόμενο βέβαια και καταγγέλλεται από τον «Σπάρτακο», από το μέτρο εξαιρέθηκαν οι φαντάροι, παρά η σειρά υποχρεώσεων και στέρησης δικαιωμάτων που υπέστησαν από τον περασμένο Μάρτιο.
Aς αφήσουμε εδώ το ιδεολογικό πλαίσιο και τα «πρέπει – δεν πρέπει» να λάβουν έξτρα χρήματα και ας δούμε τη γενική εικόνα. Έχουμε λοιπόν μία κατάσταση μηνών που παρουσιάζεται ως κρίση και έναν τομέα του κράτους που κρίνεται (δικαίως ή αδίκως) ότι χρειάζεται σοβαρή και δυσβάσταχτη ενίσχυση, τόσο σε εξοπλισμό όσο και σε προσωπικό, μαζί με την υλική επιβράβευση τον ατόμων που υπηρετούν. Πώς απαντάει η κυβέρνηση σε αυτά; Με το πρόγραμμα μαμούθ των τουλάχιστον 10 δισεκατομμυρίων για τα επόμενα χρόνια σε αγορά «αμυντικών» εξοπλισμών, με την αναγγελία 15.000 προσλήψεων, με την αύξηση της θητείας (για περισσότερο δωρεάν εργατικό δυναμικό φαντάρων), το σχέδιο για αναγκαστική θητεία στα 18, αλλά και με δωράκια στο προσωπικό.
Παράλληλα βέβαια, υπάρχει και ένα ζητηματάκι που λέγεται πανδημία, ή αλλιώς Covid-19, ή αλλιώς μία πρωτοφανής υγειονομική κρίση. Πώς απαντάει η κυβέρνηση σε αυτό; Τον Μάρτιο με χειροκροτήματα στα μπαλκόνια, τον Σεπτέμβριο με ξύλο σε εκπροσώπους των εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία. Με μπαλώματα, όπως οι προσλήψεις, ή καλύτερα ενοικιάσεις, επικουρικού προσωπικού, για συμβάσεις μικρής διάρκειας, που πρόσφατα μερικές από αυτές ανανεώθηκαν μέχρι το τέλος του 2020. Έπειτα, υπάρχει η υπόσχεση της μονιμοποίησης, για κάποιους. Με αδιαφορία για τις απλήρωτες εφημερίες και αργίες των υγεινομικών και του υπόλοιπου προσωπικού, εκτός από όσους έτυχε να προσληφθούν μέσω ΕΣΠΑ. Με εξοντωτικές ώρες εργασίας για το προσωπικό των δημόσιων νοσοκομείων και σχέδιο να καλύπτει, με παχυλές αποζημιώσεις κερδοσκοπίας, ο ιδιωτικός τομέας τις ανάγκες που προκαλεί η κρατική ανεπάρκεια σε τεστ και Μονάδες Εντατικής Θεραπείας.
Που είναι εδώ οι «πρωτοβουλίες της πολιτικής ηγεσίας» κατόπιν των «εισηγήσεων» των αρμοδίων. Πουθενά, πέρασαν έξι μήνες ώστε να μπορέσουν οι νοσοκομειακοί γιατροί της ΟΕΝΓΕ να συναντηθούν με εκπροσώπους του υπουργείου Υγείας και να λάβουν ένα μεγαλοπρεπέστατο «τσου». Την επόμενη μέρα ενεργοποιήθηκε το κονδύλι για τις υπέρογκες αποζημιώσεις σε κλινικάρχες, προκειμένου να νοικιάζουν τις ΜΕΘ τους στο κράτος για ασθένειες που δεν είναι Covid 19 και «αν το επιθυμούν». Τον Μάρτιο ο Μητσοτάκης μιλούσε για «πόλεμο με έναν αόρατο εχθρό» και η ΟΕΝΓΕ του απαντούσε ότι «στον πόλεμο χρειάζονται στρατιώτες και όπλα». Ακόμα το ίδιο ζητάνε.
Στην Παιδεία επίσης οι συνθήκες είναι εκτάκτου ανάγκης και η Επιτροπή των λοιμωξιολόγων φέρεται να προειδοποίησε από τον Μάρτιο, σύμφωνα με τον καθηγητή κ.Βατόπουλο, για τα απαραίτητα μέτρα δημιουργίας μικρότερων τμημάτων και νέων αιθουσών. Τα μικρότερα τμήματα και οι ανάγκες του προσωπικού θέλουν και επιπλέον εκπαιδευτικούς, όπως μονίμως χρειάζεται το δημόσιο σχολείο εδώ και δεκαετίες, απαξίωση που κάνει την εκπαίδευση ταξική. Γιατί αυτό εμποδίζει την πρόσβαση στην εκπαίδευση πάνω απ’όλα, το γεγονός ότι πρέπει να έχεις να πληρώσεις για καλή παιδεία, σε φροντιστήριο, σε ιδιωτικό, για την μετακόμιση σε πανεπιστήμιο αργότερα. Πώς απαντάει η κυβέρνηση σε αυτά. Συκοφαντεί, στοχοποιεί, κάνει διάλογο με τον εαυτό της η Υπουργός και φτάνουμε στην κατάσταση του «αποφασίζομεν και διατάζομεν» σήμερα. Ούτε τα έξοδα μετακίνησης δεν πληρώνουν σε αναπληρωτές.
Ας μην μπούμε εδώ στη διαδικασία για το τι χρειάζεται και το τι χρειάζεται περισσότερο. Ό,τι και να πει ο πιο ενθερμός υποστηρικτής της «Ασφάλειας» δεν αμφισβητούνται οι τεράστιες ανάγκες σε Παιδειά και Υγεία. Και λαμβάνοντας υπόψιν τη διαχείριση στο πρώτο σενάριο, πολύ δύσκολα υποστηρίζει κανείς ότι ισχύει το «δεν μπορώ» και «αυτά δεν γίνονται». Δεν μιλάμε για ουτοπίες, μιλάμε για όσα θέτει η σκληρή αλλά ξεκάθαρη πραγματικότητα.
Τουλάχιστον, με τον εξόχως προβληματικο τρόπο της, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αποδεικνύει πως «γίνεται». Ας το κρατήσουμε.