Η απεργία της Πέμπτης του βρετανικού δημόσιου τομέα ήταν η μαζικότερη εδώ και 30 χρόνια. Εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές πλημμύρισαν τους δρόμους του Λονδίνου και άλλων μεγάλων πόλεων της χώρας δρόμους, σε συνολικά χίλιες διαδηλώσεις, πικετοφορίες και συγκεντρώσεις, ενάντια στην πολιτική αυστηρής λιτότητας που εφαρμόζει η συγκυβέρνηση υπό τον Ντέιβιντ Κάμερον.
Η συμμετοχή στην απεργία κρίνεται απολύτως ικανοποιητική από τα συνδικάτα που διοργάνωσαν την απεργία και τις κινητοποιήσεις. Τουλάχιστον το 60% των σχολείων έμειναν κλειστά και ακόμα ένα 30% αυτών λειτούργησαν με προβλήματα – νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, δήμοι και πολλές δημόσιες υπηρεσίες υπολειτούργησαν, ενώ τελικά η απεργία των ελεγκτών διαβατηρίων στα αεροδρόμια δεν προκάλεσε τελικά τα υπερβολικά προβλήματα που φοβόταν η κυβέρνηση.
Η βασική διαδήλωση έγινε στο Λονδίνο, χωρίς έκτροπα, με μια μικρή εστία έντασης σε γραφεία κοντά στο Πικαντίλι τα οποία κατελήφθησαν προσωρινά από μέλη του κινήματος «Occupy London».
Συνταξιοδοτικό και θέσεις εργασίας στο επίκεντρο
Βασική αιτία της απεργίας είναι οι ριζικές αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα του Δημοσίου. Ο υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Όσμπορν, μία ημέρα πριν από την απεργία, είχε ανακοινώσει την επίσπευση της αύξησης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης κατά μία δεκαετία. Η αλλαγή από τα 66 στα 67 έτη θα ισχύσει από το 2026 αντί για το 2036. Σύμφωνα με όσα αναφέρουν τα συνδικάτα, η μελλοντική μέση σύνταξη θα διαμορφωθεί στις 500 λίρες.
Επιπλέον, οι εργαζόμενοι αντιδρούν στην πρόταση να αυξηθούν οι δικές τους εισφορές έναντι της σύνταξής τους κατά 3,2%, καθώς και ο καθορισμός του τελικού ποσού με βάση το μέσο όρο των απολαβών κατά το σύνολο της σταδιοδρομίας τους αντί για τη σύνδεση της σύνταξης με τον τελικό μισθό.
Ταυτόχρονα, λάδι στη φωτιά έριξε η ανακοίνωση Όσμπορν περί αύξησης των θέσεων εργασίας που θα χαθούν στο Δημόσιο την επόμενη τετραετία από 400 σε 710 χιλιάδες.