Ειδικά σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη, η Ά. Μέρκελ θεωρεί ότι πρέπει να στηρίζεται «στην παιδεία, στην έρευνα, στη δύναμη της ανανέωσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, σε μια λογική εξέλιξη των μισθών και κυρίως στο άνοιγμα των αγορών εργασίας» και όχι σε «ακριβά προγράμματα».
Σε συνέντευξή της στην γερμανική εφημερίδα «Hamburger Abendblatt» ενόψει των εκλογών στο κρατίδιο του Σλέσβιγκ-Χόλσταϊν την ερχόμενη Κυριακή, η Άγγελα Μέρκελ τονίζει ότι η σταθερή δημοσιονομική κατάσταση είναι απαραίτητη προκειμένου «να απαλλαγούμε από την υπερχρέωση των τελευταίων ετών» και επαναλαμβάνει ότι η ανάπτυξη πρέπει να είναι βιώσιμη. «Για αυτό απαιτούνται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα άρουν τα εμπόδια για την ανάπτυξη και θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα των κρατών», εξηγεί η Καγκελάριος και αναφέρει ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου θα ασχοληθεί ακριβώς με αυτό το θέμα, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι «πρέπει να απαλλαγούμε από την αντίληψη ότι η ανάπτυξη κοστίζει πάντα πολλά χρήματα και πρέπει να είναι αποτέλεσμα ακριβών προγραμμάτων για την πραγματική οικονομία».
Σε ό,τι αφορά την ενίσχυση της απασχόλησης, η Γερμανίδα Καγκελάριος υποστηρίζει ότι η μοναδική λύση είναι να μειωθούν τα εμπόδια για την πρόσληψη νέων ανθρώπων και να βελτιωθεί το σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης. «Όλα αυτά είναι μέτρα, για τα οποία χρειάζεται πολιτικό θάρρος και δημιουργικότητα μάλλον, παρά δισεκατομμύρια ευρώ. Προγραμματίζουμε τώρα στην Ευρώπη να διαμορφωθεί πιο ευέλικτα η χρήση των κοινοτικών πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία, ώστε κατ' αυτόν τον τρόπο να μπορέσουν να δανειοδοτηθούν καλύτερα και μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις», δηλώνει κι εκφράζει την πρόθεση της κυβέρνησής της να ενισχύσει προς αυτή την κατεύθυνση την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικώς με το εάν υπάρχει ο κίνδυνος κάποια κράτη να «μαλακώσουν» το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, η Καγκελάριος εμφανίζεται πεπεισμένη ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί, καθώς 25 από τα 27 κράτη έχουν ήδη συμφωνήσει, «εκφράζοντας την κοινή αντίληψη ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί έναντι των επόμενων γενεών μια ζωή στηριγμένη σε διαρκώς αυξανόμενο χρέος». Επισημαίνει δε ότι «η εμπιστοσύνη, που θέλει να επανακτήσει η Ευρώπη παγκοσμίως, εξαρτάται και από την αξιοπιστία σε αυτό το ζήτημα».