Στο πρώτο αυτό άνοιγμα των δράσεων του Κέντρου σε διαφορετικές ελληνικές πόλεις, διαβάζουμε στη ιστοσελίδα του,  έχει ως συνεργούς:

  • τον Κωνσταντή Πιστιόλη ο οποίος βάζει στη λούπα μια γκάμα πνευστών, έγχορδων και κρουστών μουσικών οργάνων, τα οποία παίζει ο ίδιος, σε ένα πρόγραμμα με ποικίλα παραδοσιακά ακούσματα από τη Μικρά Ασία μέχρι την Ήπειρο,
  • την Ήρα Κατσούδα και τη Δήμητρα Νικητέα σε ένα stand up comedy show από δύο γυναίκες που θέτουν την θεραπευτική ενέργεια του χιούμορ στην υπηρεσία μιας κριτικής αναμέτρησης με τον περίγυρο,
  • τον Θωμά Αγραφιώτη, ο οποίος συνυφαίνει το δημοφιλές κωμικό έργο του Ηπειρώτικου Θεάτρου Σκιών του 19ου αιώνα “Ο Καραγκιόζης και το Φάντασμα” με τη σύγχρονη πολιτικο-κοινωνική πραγματικότητα.

Θελήσαμε λοιπόν να συζητήσουμε με τη Δανάη Στράτου όλα τα ερωτήματα που γεννά μια τέτοια δράση. Την επιλογή των καλλιτεχνών, του τρόπου παρουσίασης, του πολιτικού πλαισίου που εμψυχώνει αυτές τις δράσεις και κάνει τους καλλιτέχνες να θέλουν να αναμετρηθούν με τις προκλήσεις της εποχής.

 

1. Ας ξεκινήσουμε από την ιδέα για το μπουλούκι. Τα μπουλούκια του θεάτρου είχαν έναν χαρακτήρα αυτοσχέδιο και περιπετειώδη, και είχαν βεβαίως το στοιχείο της περιπλάνησης. Πώς και επιλέξατε να ξεκινήσετε τις δραστηριότητες του κέντρου με ένα μπουλούκι;

Χρησιμοποιείς εδώ τρεις λέξεις (αυτοσχέδιο, περιπετειώδες, περιπλάνηση), οι οποίες έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι πιστεύω ότι χαρακτηρίζουν την εποχή την οποία διανύουμε: αυτό το μεταίχμιο για το οποίο μιλάμε εμείς, μεταξύ μιας εποχής και της επόμενης, χωρίς να μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα τι θα ξημερώσει – εκτός αν αφήσουμε τα πράγματα στον αυτόματο πιλότο, οπότε θα ξημερώσει μια ακόμα βαθύτερη δυστοπία. Και σε αυτή την εποχή χρειάζεται και το αυτοσχέδιο, το να αυτοσχεδιάσουμε και να περιπλανηθούμε. Είναι μια νέα περιπέτεια το να φανταστούμε το μέλλον αλλιώς, κάτι το οποίο σε μια τόσο ρευστή εποχή είναι επιβεβλημένο. Είναι τέτοια η έκταση των ανακατατάξεων, που πρέπει να εφεύρουμε εξαρχής νέους τρόπους, για να υπάρξουμε ως κοινωνία. Κάτι τέτοιο μας έδωσε την ιδέα να ξεκινήσουμε ακριβώς με ένα τέτοιο σχήμα, με ένα «μπουλούκι» και τον νομαδικό του χαρακτήρα, αυτόν της περιπλάνησης. Μας ενδιέφερε να επιστρέψουμε στη «βάση» της κοινωνίας, να πάμε στις γειτονιές της Ελλάδας, σε άλλα σημεία πέραν της αυτοαναφορικής πρωτεύουσας, να μιλήσουμε με τους ανθρώπους, να περιπλανηθούμε, να αφουγκραστούμε μάλλον. Να πλησιάσουμε τους νέους στον δημόσιο χώρο που τόσο στερήθηκαν δύο χρόνια τώρα, να καταλάβουμε, να πιάσουμε τον παλμό του τι συμβαίνει σε διαφορετικά σημεία σε όλη την Ελλάδα. Αλλά και να προσφέρουμε, με τον τρόπο της γιορτής, μια ανακούφιση μετά από τα δύο σχεδόν χρόνια της δυστοπικής περιπέτειας όπου έχουμε όλοι μπει, με τον εγκλεισμό και την απομόνωση που έχουμε βιώσει.

Στόχος λοιπόν είναι να βγούμε στην κοινωνία με μια επαναδιεκδίκηση του δημοσίου χώρου, μετά από δύο χρόνια αποκλεισμού στο ιδιωτικό δωματιάκι του καθενός με μια οθόνη. Επειδή υπάρχει ο σωστός χρόνος για το κάθε τι, όχι όμως για «πολιτικά κηρύγματα», αλλά για ένα πανηγύρι ανοιχτό σε όλους. Να προσφέρουμε ένα «μεικτό» καλλιτεχνικό δρώμενο, στο οποίο ίσως να ξαναθυμηθούμε το «μαζί». Και με αυτό το μείγμα μουσικής, κωμωδίας, θεάτρου σκιών και κριτικής να χλευάσουμε το ζόφο. Φέρνοντας μαζί και σύγχρονες μορφές και παραδοσιακές με έναν τρόπο πειραματικό και περιοδεύοντα, προσπαθούμε να θυμηθούμε συλλογικά ποιοι είμαστε, για να δούμε προς τα πού θα πάμε. Είναι μια «επιστροφή στα βασικά» την οποία, νομίζω, χρειαζόμαστε όλοι, μέσα στον αποπροσανατολισμό που μας έχει επιβληθεί.

Η «επιστροφή στα βασικά», για να δούμε ποιοι είμαστε και πού θέλουμε να πάμε, εμπεριέχει και την αντίσταση στον συγκεντρωτισμό – και τον γεωγραφικό συγκεντρωτισμό, αλλά και την «τακτοποίηση» των μορφών έκφρασης σε διαφορετικά «είδη», τα οποία εν τέλει πάλι λειτουργούν συγκεντρωτικά. Τα παλαιότερα χρόνια, κάποιος που έφτιαχνε κιούπια, πιθάρια ή οτιδήποτε άλλο πήγαινε από χωριό σε χωριό και πούλαγε την πραμάτεια του, δεν υπήρχε η έννοια της «κεντρικής αγοράς» όπως το κατανοούμε σήμερα. Έτσι λειτουργούσαν και τα μπουλούκια, στην Ελλάδα και αλλού, στο καλλιτεχνικό αντίστοιχο. (Προσωπικά, το νομαδικό στοιχείο το έχω και λίγο μέσα μου, από τα πρώτα χρόνια που έκανα έργα μεγαλύτερης κλίμακας και που χρειάστηκε να ταξιδέψω ανά τον κόσμο για να τα υλοποιήσω). Το «μπουλούκι» βγάζει τη γλώσσα στον πρωτευουσιάνικο συγκεντρωτισμό και στην αυστηρή κατανομή σε «είδη»: περιοδεύουμε με ένα μεικτό δημόσιο καλλιτεχνικό γεγονός, από τη μουσική μέχρι το θέατρο σκιών, την κωμωδία και την κριτική. Με τη διαφορά ότι δεν «πουλάμε πραμάτεια», αλλά καλούμε τους πάντες σε μια (Χαρδαλιά επιτρέποντος) ανοιχτή γιορτή με ελεύθερη είσοδο. Οπότε μας άρεσε αυτή η ιδέα, δηλαδή να ρίξουμε μια νέα ματιά στο παρελθόν για να ξανακοιτάξουμε προς το μέλλον.

Όμως, δεν ξεκινάμε τώρα, με το μπουλούκι, τις δραστηριότητες του mέta. Προηγήθηκαν τα ψηφιακά μας «εγκαίνια», όπου προσπαθούμε να δείξουμε τη σύζευξη ανάλυσης και τέχνης που επιχειρούμε – αλλά και σειρά εκδηλώσεων και συζητήσεων, που μπορείτε να βρείτε στο κανάλι μας στο YouTube. Εντελώς ενδεικτικά, τη χρονιά που πέρασε κάναμε ψηφιακές εκδηλώσεις με θέματα όπως «Μετακαπιταλισμός, Μεταναρχισμός και Πανδημία», «Το μέλλον της Ιστορίας του Καπιταλισμού», «Η φυλακή του χρέους είναι πάντα εδώ και εμείς εντός της», «Αστυνομική βία, Νόμος και Τάξη και μεταλλάξεις της έννοιας της ασφάλειας», «Σεξουαλική βία και κακοποίηση των ευάλωτων: Διαχρονικά προβλήματα με επίκαιρη αφορμή», «Ελλάδα 2021: Το «αναπτυξιακό μοντέλο» του τζόγου, της εκποίησης και της φτηνής εργασίας» και, φυσικά, «Άνοιξη 2015: τα ενδότερα μιας υπονομευμένης διαπραγμάτευσης».

 

2. Να μιλήσουμε λίγο για το ίδιο το κέντρο. Μιλώντας για «μετακαπιταλιστικό πολιτισμό», αντιλαμβάνεται κανείς ότι έχουμε να κάνουμε με έναν πολιτιστικό θεσμό ο οποίος θέλει να έχει λόγο για το πώς είναι η εποχή μας και να συνδιαλέγεται με αυτήν. Πώς αλλάζει το καλλιτεχνικό αίτημα που εκφράζει αυτός ο θεσμός, επειδή ζούμε σε μια “μετακαπιταλιστική” εποχή; Υπάρχει ένα όραμα αισθητικό, καλλιτεχνικό, που να ανταποκρίνεται ειδικά σε αυτή την εποχή;

 

Ο στόχος του mέta είναι ακριβώς το να κατανοήσουμε, αλλά και να συνδιαμορφώσουμε, την εποχή που έρχεται με ορμή. Διότι εδώ δεν έχουμε μια έτοιμη συνταγή, που υποσχόμαστε ότι θα λύσει όλα τα προβλήματα, και την οποία συνοψίζουμε με μια λέξη. Όχι. Εδώ έχουμε μια τελείως διαφορετική προσέγγιση. Το πρώτο που διαπιστώνουμε είναι ότι ο κόσμος που ξέραμε -αν θέλετε να το πούμε με οικονομικούς όρους τότε θα λέγαμε “ο καπιταλισμός”- έχει ήδη τελειώσει. Με την έννοια ότι αυτό που ζούμε δεν μπορεί πλέον να περιγραφεί ως καπιταλισμός με την κλασσική κατανόηση του όρου. Ανεξάρτητα από το πώς αξιολογεί κανείς αυτήν την εξέλιξη, το να ορίζουν τα πράγματα οντότητες οικονομικά χρεοκοπημένες και πτωχευμένες, όπως γίνεται με τις μεγάλες τράπεζες ή εταιρείες που είναι too big to fail (και αυτό το είδαμε με πανηγυρικό τρόπο μετά την διεθνή κρίση του 2008) δεν μπορεί να περιγραφεί ως καπιταλισμός. Είναι κάτι άλλο. Το να εκτοξεύεται το βρετανικό χρηματιστήριο στα ύψη την ίδια ακριβώς ημέρα που η πραγματική οικονομία έπεφτε στα τάρταρα επίσης δεν είναι ο καπιταλισμός που ξέραμε. Οι προκλήσεις που έρχονται, ή μάλλον που είναι ήδη εδώ, όπως η οικολογική αυτο-καταστροφή της ανθρωπότητας, αλλά και ο αυτοματισμός/ρομποτική ή η τεχνητή νοημοσύνη και οι όποιες αλλαγές που αυτά θα φέρουν στους χώρους εργασίας, ούτε αυτά μπορούμε να τα βρούμε σε κάποιο εγχειρίδιο που περιγράφει τον καπιταλισμό όπως τον γνωρίζαμε μέχρι πριν από όχι και τόσο πολλά χρόνια. Αυτό όμως δεν ισχύει μόνο στο πεδίο της οικονομίας, ήδη μιλήσαμε για το ζήτημα του φυσικού περιβάλλοντος της ανθρωπότητας, οι διεθνείς πολιτικές εξελίξεις και οι νέες ανισορροπίες είναι επίσης άνευ προηγουμένου, και ούτω καθεξής: βλέπουμε παντού, σε κάθε πτυχή, το τέλος μιας εποχής. Εμείς ως Κέντρο Μετακαπιταλιστικού Πολιτισμού είμαστε εδώ για να μελετήσουμε και να ερευνήσουμε την επόμενη μέρα, η οποία δεν έχει ακόμα πλήρως διαφανεί. Γιατί η επόμενη μέρα μπορεί κάλλιστα να είναι δυστοπική, ακόμη χειρότερη από ό,τι γνωρίζαμε μέχρι τώρα (κάτι που έχει περιγραφεί διεθνώς με διάφορες παραλλαγές ως “τεχνοφεουδαρχία”, μεταξύ άλλων), αλλά μπορεί να αποδειχθεί η ευκαιρία για μια απελευθέρωση ακριβώς από τις ανισότητες και τις δομικές αδικίες της περιόδου που αφήνουμε εκ των πραγμάτων πίσω μας. Δεν έχουμε αυταπάτες, βλέπουμε και εμείς ότι αυτό στο οποίο μεταμορφώνεται το τέλος της περιόδου που διανύουμε κάθε άλλο παρά όμορφο είναι. Εξ ου όμως και η ανάγκη κέντρων, ομάδων και προσώπων που θα μελετούν ακριβώς αυτά τα ζητήματα, ώστε να μπορεί να διατυπωθεί εναλλακτική και διέξοδος: τίποτα δεν έχει τελειώσει. Και μιλάμε για μετακαπιταλιστικό πολιτισμό ακριβώς για αυτό τον λόγο: όπως και αν μοιάζει αυτό που θα ακολουθήσει, δεν θα μπορεί να περιγραφεί απλά ως ένα οικονομικό σύστημα. Ούτε απλώς ως μια νέα διεθνής ισορροπία ή τάξη. Και ούτω καθεξής. Αυτό που θα λάβει χώρα, και το ερώτημα είναι σε ποια κατεύθυνση θα λάβει χώρα, είναι μία συνολική πολιτισμική αλλαγή. Και είμαστε εδώ για να φέρουμε κοντά ανθρώπους που θέλουν να την μελετήσουν και να έρθουν αντιμέτωποι με αυτήν τόσο με τον τρόπο της θεωρητικής ανάλυσης όσο και με τον τρόπο της τέχνης. Για να βρούμε διέξοδο – να μην πέσουμε στη δυστοπία. Διεθνής η προσπάθεια, διεθνές και το κέντρο που την υποστηρίζει.

Ως προς τη δεύτερη ερώτηση. Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που ψάχνουμε πειραματικά σχήματα, νέες μορφές έκφρασης και δημιουργίας και δεν πάμε στα καθιερωμένα που περιμένει κανείς να δει, αλλά σε εναλλακτικές μορφές τέχνης. Και αυτό φάνηκε και από το launch μας, τα ψηφιακά εγκαίνιά μας, όπου συνεργαστήκαμε και κάναμε παραγωγές με ομάδα ακροβατισσών, με street artist performers και με μια ομάδα νέων μουσικών, οι οποίοι κάνουν ένα μη συνηθισμένο είδος δουλειάς. Αυτά τα εναλλακτικά σχήματα πιστεύω ότι είναι μέσα στο πνεύμα του mέta, ακριβώς με την έννοια ότι ψάχνουμε και εμείς για να δούμε ποιο είναι το ύφος, το όραμα, που ανταποκρίνεται καλύτερα σε αυτή την εποχή που διανύουμε και στην επόμενη που θα έρθει, αν επιδιώξουμε να τη στρέψουμε σε μια άλλη κατεύθυνση. Συνεργαζόμαστε με καλλιτέχνες που διερευνούν νέους τρόπους έκφρασης ή νέους τρόπους «μετάφρασης» των παλαιότερων μορφών τέχνης στο σήμερα και στο αύριο. Άρα αυτή η αναζήτηση, αυτός ο πειραματισμός, είναι το «ανοιχτό» στοιχείο με το οποίο προχωράμε αναζητώντας το ύφος του αύριο. Ακριβώς αυτό είναι το σημείο που μας ενδιαφέρει, γιατί μέσα σε αυτό υπάρχει ο χώρος για κάτι νέο. Άλλωστε επιλέξαμε τη λέξη «μετακαπιταλισμός» διότι δεν περιγράφει μια κατάληξη ή μια συνταγή, αλλά μια εν τω γίγνεσθαι πραγματικότητα που ξεδιπλώνεται τώρα και που καλούμαστε να εξετάσουμε, αλλά και να συνδιαλλαγούμε μαζί της.

 

3. Εσείς έχετε μια ατομική καλλιτεχνική πορεία που περιλαμβάνει σημαντικές διεθνείς διακρίσεις. Πώς είναι η εμπειρία αυτής της διοργάνωσης; Συμμετέχετε σε δράσεις του DiEM25 από το 2016. Το αισθάνεστε ως κάτι ανταγωνιστικό προς την ατομική καλλιτεχνική δημιουργία, ως κάτι εξ ορισμού αντιδημιουργικό, ή νιώθετε ότι και με αυτόν τον τρόπο μπορείτε να σκεφτείτε και να παρέμβετε δημιουργικά στην εποχή;

 

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το αργότερο από τις αρχές του 2000 συζητούσαμε και βλέπαμε το πρόβλημα που δημιουργείται με την κατάχρηση του περιβάλλοντος, την περιβαλλοντολογική κρίση, η οποία ερχόταν ήδη και αυτή τη στιγμή έχει φτάσει σε όρια απολύτως κρίσιμα για την ανθρωπότητα, για τον πλανήτη, για τη ζωή πάνω στη γη. Από το 2008 και μετά, ο κόσμος άλλαξε με τόσους επιπλέον τρόπους: η όποια ισορροπία, είτε κανείς την έβλεπε ως ικανοποιητική είτε ως κτηνωδώς αντι-ανθρώπινη, δεν υπάρχει πλέον. Πανανθρώπινα, ήρθε η ώρα των αποφάσεων για το πώς θα συνεχίσουμε την πορεία μας σε σχέση με τον πλανήτη, αλλά και μέσα στις κοινωνίες μας, στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων – σε ένα πλαίσιο όπου σήμερα εξαφανίζεται η δημοκρατία, η όποια στοιχειώδης ισότητα υπήρχε, το ίδιο το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε. Ζούμε ένα τέλος. Θεωρώ λοιπόν μέσα σε αυτή τη συγκυρία ότι εμείς οι καλλιτέχνες πρέπει να αναμετρηθούμε με αυτά τα ζωτικής σημασίας προβλήματα. Και, με τον δικό μας τρόπο, με τη δική μας γλώσσα, να τα αναδείξουμε. Οπότε, όχι, βλέπω τη στράτευσή μου, αν είναι να το θέσουμε έτσι, ως προέκταση του καλλιτεχνικού μου έργου και όχι ως αποπροσανατολισμό από αυτόν. Διότι μια καλλιτεχνική δουλειά που δεν αντιλαμβάνεται τις κοσμοϊστορικές αλλαγές γύρω της αλλά ομφαλοσκοπεί θα ήταν, στις σημερινές συνθήκες, σχεδόν αντικοινωνική – σίγουρα, πάντως, τοξικά εγωκεντρική. Και θεωρώ ότι η καλλιτεχνική γλώσσα, κάθε καλλιτεχνικός λόγος σε όλες τις μορφές του, είναι εξαιρετικά νευραλγικής σημασίας να αναδείξει τα ζωτικά προβλήματα της εποχής μας. Θεωρώ λοιπόν υποχρέωσή μου να σταθώ, να αναγνωρίσω τα προβλήματα, να τα κατανοήσω με τον τρόπο μου και να τα εκφράσω, όχι μόνο μέσα από το καλλιτεχνικό έργο, αλλά και μέσα από τον καθαυτό πολιτικό αγώνα. Θεωρώ ότι πλέον οι καλλιτέχνες πρέπει να πάρουμε θέση, πρέπει να βγούμε μπροστά και πρέπει να αγωνιστούμε για την ανατροπή της δυστοπίας που ήδη ζούμε και της ακόμα βαθύτερης που ήδη έρχεται. Οι δράσεις αυτές και ο ρόλος που έχω προσπαθήσει να διαδραματίσω και μέσα στο DiEM25 και, παλαιότερα, με τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό Vital Space που συνίδρυσα το 2010, μια καλλιτεχνική-διεπιστημονική πλατφόρμα που δραστηριοποιείται μέσα από την καλλιτεχνική οπτική έχοντας όμως ως επίκεντρο ζητήματα ουσιωδώς πολιτικά, εντάσσονται σε αυτή τη λογική. Τώρα έρχεται το mέta, το Κέντρο Μετακαπιταλιστικού Πολιτισμού του ΜέΡΑ25, του πανευρωπαϊκού DiEM25 και της Progressive International. Προφανώς και προκύπτει κόπωση από κάτι τέτοιο, προφανώς και μειώνει το χρόνο που θα μπορούσα να επενδύω σε μια προσωπική τέχνη, προφανώς και θα ήταν πιο εύκολο για εμένα να καθόμουν σπίτι μου. Άλλωστε, θυμίζω ότι δεν λαμβάνω τον οποιοδήποτε μισθό ή αποζημίωση ή οτιδήποτε χρηματικό, ούτε από την προεδρία του Δ.Σ. του mέta ούτε, φυσικά, από την ενασχόληση με το ΜέΡΑ25, το DiEM25 ή την Progressive International, ενώ παράλληλα βρίσκομαι εκτεθειμένη σε μια ανθρωποφαγική πολιτική αρένα που βλέπει αυτονόητα τους καλλιτέχνες ως τεμπέληδες πολυτελείας και τις γυναίκες ως ετερόφωτες συζύγους. Νά μερικοί παραπάνω λόγοι, λοιπόν, για να σηκωθεί κανείς από την άνεση του καναπέ του και να δώσει μάχη ενάντια στη χυδαιότητα που μας κυβερνά, και ας έχει ζημία.

 

4. Οι ίδιοι οι καλλιτέχνες με ποιο κριτήριο έχουν επιλεγεί; Πρόκειται για έναν κλάδο που φαίνεται ότι είναι πραγματικά αόρατος για το υπουργείο πολιτισμού, που προσανατολίζεται στον πολιτισμό των μεγάλων ιδρυμάτων ή μιας τουριστικής αρχαιολατρίας, ακόμα και όταν φθείρει και υποβαθμίζει τις αρχαιότητες. Οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν σε αυτή την πρώτη δράση ασχολούνται με είδη που ήδη έχουν κατακτήσει ένα σημαντικό κοινό, σε είδη όμως που δεν ανήκουν λεγόμενη «υψηλή τέχνη». Ακόμη και η ίδια η χρήση της λέξης “μπουλούκι” παραπέμπει ηθελημένα σε ένα ταπεινό είδος, χωρίς τον στόμφο της υπερήφανης περιφρόνησης του λαϊκού κοινού. Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια για αυτές τις επιλογές;

 

Αν και όλοι οι συμμετέχοντες στο μπουλούκι έχουν διακριθεί στην τέχνη τους (o Κωνσταντής Πιστιόλης σε μια σύγχρονη και δυναμική ματιά στη λαϊκή μουσική με έναν πραγματικά δικό του ήχο, η Ήρα Κατσούδα και η Δήμητρα Νικητέα στο stand up comedy, ο Θωμάς Αγραφιώτης σε ένα νέο-παραδοσιακό και κοινωνικά ενσυνείδητο θέατρο σκιών), σε ιδανικές συνθήκες θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε με έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό καλλιτεχνών με τους οποίους θα μπορούσαμε να δουλέψουμε με τον τρόπο του μπουλουκιού και του πειραματισμού που συζητήσαμε ήδη. Στο πλαίσιο των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων μας και στη δέσμευσή μας (στους εαυτούς μας πρωτίστως) να προσφέρουμε ένα περιοδεύον γεγονός με ελεύθερη είσοδο, καταλήξαμε σε έναν μικρό αριθμό εξαιρετικών συνεργατών ψάχνοντας, ρωτώντας, βλέποντας, κρίνοντας, και βεβαίως έχοντας ιδία γνώμη. Όπως πολύ εύστοχα λες, η μορφή του μπουλουκιού είναι και μια υπονόμευση της διάκρισης ανάμεσα στην «υψηλή» και στη «λαϊκή» κουλτούρα, ως εάν η δεύτερη να είναι παρακατιανή: χλευάζοντας στην πράξη αυτόν τον ελιτισμό, περιοδεύουμε με το μπουλούκι μας ανά την επικράτεια, σε έξι σταθμούς, για μια γιορτή ανοιχτή σε όλους. Θα το συνόψιζα σε έξι λέξεις: μουσική – κωμωδία – κριτική – περιοδεία – ανοιχτή γιορτή. Και ίσως οι πιο σημαντικές λέξεις είναι αυτές που δεν αναφέρονται: ο φυσικός, δημόσιος χώρος. Η επανακατάληψή του μετά από δύο χρόνια ιδιώτευσης και ψηφιακής πραγματικότητας. Και η συλλογικότητα και η κοινότητα που τελικά φανερώνονται μόνο σε αυτόν, στον φυσικό, δημόσιο χώρο. Θέλουμε να στήσουμε μια γιορτή που χλευάζει το ζόφο, διερωτώμενες συλλογικά ποιοι είμαστε και πού πάμε, ξανακοιτώντας κριτικά τόσο την παράδοση του παρελθόντος όσο και νέες μορφές. Τώρα, για τη φρίκη του σημερινού Υπουργείου Πολιτισμού, του «πολιτισμού των ιδιωτικών ιδρυμάτων», της υπουργού την οποία πλέον εχθρεύεται σχεδόν κάθε άνθρωπος του πολιτισμού στη χώρα, για την ευτέλεια της αντιμετώπισης των καλλιτεχνών ως περίπου παρασίτων που δεν κάνουν κάτι «δημιουργικό» και μπορούν κάλλιστα να λιμοκτονήσουν ή έστω να σταματήσουν να είναι καλλιτέχνες σύμφωνα με τη ΝΔ, ας μη μιλήσουμε σήμερα. Ας το ξαναπιάσουμε το νήμα μετά τη γιορτή…

 

5. Τι άλλο οργανώνετε για τη συνέχεια; Υπάρχει σχεδιασμός για το μέλλον, έστω το άμεσο μέλλον, μετά το καλοκαίρι;

 

Μετά το καλοκαίρι οι μηχανές του mέta ξαναπαίρνουν μπρος δυναμικά, με σεμινάρια και εκδηλώσεις, εκδόσεις, μεταφράσεις σημαντικών κειμένων, επιμορφωτικές πρωτοβουλίες, πολιτική ακαδημία νέων, καλλιτεχνικά δρώμενα, και άλλα πολλά. Δεν είμαστε παρά στην αρχή!

 

 

Εδώ μπορείτε να δείτε το πρόγραμμα της περιοδείας:

12 Ιουλίου: ΑΤΤΙΚΗ Ανοικτό θέατρο πάρκου “Αντώνης Τρίτσης”, ώρα έναρξης: 21.00
(συνδιοργάνωση με τον Δήμο Ιλίου)

14 Ιουλίου: ΠΑΤΡΑ Παλαιά Σφαγεία, ώρα έναρξης: 21.00

15 Ιουλίου: ΙΩΑΝΝΙΝΑ Υπαίθριο Θέατρο Φρόντζου, ώρα έναρξης: 21.00

19 Ιουλίου: ΚΑΒΑΛΑ “Ακόντισμα”, ώρα έναρξης: 21.00

20 Ιουλίου: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Πλαζ Αρετσούς, ώρα έναρξης: 20.00

22 Ιουλίου: ΒΟΛΟΣ Lab art yard (Πολυχώρος Τσαλαπάτα), ώρα έναρξης: 20.30

Είσοδος ελεύθερη για το κοινό. Θα τηρηθούν τα προβλεπόμενα λόγω πανδημίας μέτρα ασφαλείας.

H κράτηση θα γίνεται μέσω της ticketservices:
https://www.ticketservices.gr/event/meta-mpoulouki/?lang=el