της Δανάης Καρυδάκη
μέρος του αφιερώματος του TPP στη δίκη της Χρυσής Αυγής
Οκτώ χρόνια πριν από αυτή την ιστορική ημέρα, στις 15 Ιουνίου 2012, βρέθηκα στη νυχτερινή πτήση της Aegean από Λονδίνο για Αθήνα. Στις εκλογές του Μαΐου του 2012, αυτές τις εκλογές που άλλαξαν το πολιτικό τοπίο όπως πάνω κάτω το γνωρίζαμε από τη Μεταπολίτευση και μετά, δεν είχα ψηφίσει επειδή έλειπα λόγω σπουδών, και με το που ανακοινώθηκαν οι επαναληπτικές έβγαλα αμέσως εισιτήριο, θεωρώντας, ίσως κάπως αφελώς τώρα που το ξανασκέφτομαι με τη σοφία του γήρατος, ότι μου δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία να συναντηθώ με την Ιστορία.
Νυσταγμένη αλλά πολύ χαρούμενη, είχα, φυσικά, διαλέξει παράθυρο και περίμενα με ανυπομονησία την απογείωση αλλά, κυρίως, αυτό το κεσεδάκι με τις άθλιες πένες ναπολιτάνα και το τριγωνάκι λα βας κι ρι, το φαγητό ως event κάθε μοναχικού ταξιδιώτη που σέβεται τον εαυτό του. Λίγο πριν ανάψει η φωτεινή ένδειξη «Προσδεθείτε» ήρθε και έκατσε στη διπλανή θέση ένας κύριος σένιος, κουστουμαρισμένος και παρφουμαρισμένος, γύρω στα 40 (ναι, κύριος μου φαινόταν τότε, μην βαράτε), με το πουκάμισο και τη γραβάτα του και το ακριβό του το ρολόι που με μέγιστη επιμέλεια φρόντιζε να επιδεικνύει κοιτώντας την ώρα καθ’ εκάστη. Κλασικός Έλληνας του Λονδίνου, σκέφτηκα με αποδοκιμασία, αναλογιζόμενη τις διηγήσεις για διάφορα πάρτυ με γαρύφαλλα και σπασμένα πιάτα καταμεσής του Λονδίνου που οργάνωναν διάφορες Hellenic κοινότητες (και ποτέ Greek – μάλλον η ρήση του Αθανάσιου Διάκου «εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω» αντηχούσε λίγο από Μπύθουλα στ’ αυτιά των μεγαλοαστών γόνων αλλά και των μικροαστών που έβλεπαν εαυτούς ως επίδοξα golden boys, σβήνοντας μονοκοντυλιά ό,τι μπορεί να θύμιζε την ταξική θέση των προγόνων τους).
Πριν προλάβουν οι αεροσυνοδοί να ολοκληρώσουν την παντομίμα τους, ο κουστουμαρισμένος κύριος μού έπιασε την κουβέντα. Πώς σε λένε, τι σπουδάζεις, α πας για τις εκλογές κι εσύ, κι εγώ. Είμαι πολιτικός μηχανικός, μου λέει, χρόνια στο Λονδρέζικο κουρμπέτι, δουλεύω σε μεγάλη εταιρία, καθαρίζω πολλά λεφτά τον μήνα, δεν πρόκειται ποτέ να γυρίσω στην Ελλάδα. Ως εδώ καλά, δηλαδή όχι καλά, αλλά αναμενόμενα. Και μετά μου ξεφουρνίζει αυτό που στα δικά μου αυτιά τότε δεν ήταν καθόλου αναμενόμενο, κρίνοντας, φυσικά, από την εμφάνιση του συνομιλητή αλλά και τις αναπαραστάσεις που είχα ως τότε με το φτωχό και μαθημένο στους δυισμούς και τις εύκολες κατηγοριοποιήσεις μυαλό μου: «Είμαι μέλος της Χρυσής Αυγής». Βρίσκομαι, λοιπόν, στη στρατόσφαιρα, να έχω καταπιεί τη γλώσσα μου στα 36.000 πόδια περίπου, στριμωγμένη σε ένα παράθυρο που το διάλεξα για καλό αλλά μου βγήκε σκάρτο, να συνομιλώ με έναν κουστουμαρισμένο φασίστα. Η Χρυσή Αυγή είναι νεοναζιστικό κόμμα, ψελλίζω, ψάχνοντας τα κίτρινα σωσίβια και τις εξόδους κινδύνου που μας υπέδειξαν οι αεροσυνοδοί μπας και βρω διαφυγή. «Κάνεις λάθος. Η Χρυσή Αυγή δεν είναι Ναζί, είναι το πιο αυθεντικό ελληνικό εθνικιστικό κόμμα, θα ξεβρωμίσει τον τόπο από τους μετανάστες που έρχονται και μας κλέβουν τις δουλειές» μου λέει, χωρίς καν να πεταρίσει τα βλέφαρα στη σκέψη ότι κι εκείνος είναι μετανάστης σε άλλη χώρα και «έκλεψε», σύμφωνα με τη λογική του, τη δουλειά κάποιου Άγγλου. Η μέθοδός τους είναι η ωμή βία, του λέω, πιστεύω μετά το περιστατικό με τον Κασιδιάρη που χτύπησε την Κανέλλη on air, ο κόσμος θα καταλάβει τι είναι και θα τους καταψηφίσει. Ο συνομιλητής μου αρχίζει να γελάει. «Οι δημοσκοπήσεις μετά το περιστατικό με τον Ηλία, δείχνουν το κόμμα στο 10%, το ποσοστό ανέβηκε. Γι’ αυτό εμείς, τα μέλη του Κόμματος, πήραμε εντολή από τον Αρχηγό να ψηφίσουμε Σαμαρά για να μην έρθουν τα κομμούνια στην εξουσία. Σκέψου το πάντως κι εσύ τώρα που θα πας να ψηφίσεις, Ελληνίδα είσαι, είναι η πιο συμφέρουσα, η πιο λογική απόφαση. Η Χρυσή Αυγή είναι η μόνη πραγματική λύση για τα προβλήματα της χώρας».
Αυτή η τυχαία και ατυχής εναέρια συνάντησή που είχα με έναν Χρυσαυγίτη τον Ιούνιο του 2012 είναι, νομίζω, αρκετά διαφωτιστική ως προς τις σύνθετες δομές της ιστορίας, δηλαδή την κατάσταση που ήμασταν πριν την έναρξη αυτής της 5ετούς και πλέον δίκης που, πέραν της στοιχειοθέτησης της καταδίκης της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης, κατάφερε, μαζί με τη δράση του αντιφασιστικού κινήματος, να βάλει τη Χρυσή Αυγή όχι απλά στη φυλακή αλλά και στο περιθώριο της νομιμοποίησης στα μάτια του κόσμου. Και επιτρέψτε μου να εξηγηθώ, ξεκινώντας από το τέλος.
Η Χρυσή Αυγή είναι η μόνη πραγματική λύση για τα προβλήματα της χώρας.
Περίπου μισό εκατομμύριο ψηφοφόροι έφτασαν μέσα στην προηγούμενη δεκαετία να πιστέψουν ότι η Χρυσή Αυγή ήταν η μόνη πραγματική λύση για τα προβλήματα της χώρας, δηλαδή τη βαθιά οικονομική ύφεση και τις συνέπειες που αυτή επέφερε στον κοινωνικό ιστό. Αντί να στρέψουν τον θυμό τους προς τα δομικά αίτια της κρίσης, τη βαθιά κοινωνική ανισότητα που γιγαντώθηκε με την πτώχευση και την επιβολή της λιτότητας, προτίμησαν πιο απλά και εύπεπτα να τον στρέψουν προς τον ξένο, τον μετανάστη, τον διαφορετικό, τον Άλλο, αλλά και τη δημοκρατία. «Μας είπανε Ναζί. Μία, δύο, δέκα» έλεγε ο Μιχαλολιάκος στη 12η γιορτή της «Ελληνικής Νεολαίας» στο Άλσος Γουδή τον Οκτώβριο του 2012 «Δεν μας είπανε, όμως, ποτέ κλέφτες. Αυτά τα χέρια μπορεί να χαιρετάνε έτσι [ναζιστικός χαιρετισμός] αλλά είναι καθαρά χέρια». Μέσα σε αυτούς που προτίμησαν τα «ναζιστικά αλλά καθαρά χέρια» υπήρχαν και κουστουμαρισμένοι και εργάτες, και νέοι και μεσήλικες, και ακροδεξιοί και κεντρώοι και αριστεροί. Σύμφωνα με έρευνα της GPO με τότε πρόεδρο τον νυν Υπουργό Εσωτερικών Τάκη Θεοδωρικάκο που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή τον Οκτώβριο του 2013, δηλαδή λίγο μετά τις συλλήψεις της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής, το 75% των ψηφοφόρων είναι άνδρες, το 67% από 25 έως 55 ετών, το 40% δηλώνουν κεντρώοι ενώ μόνο το 4% είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αφήνοντας το υπόλοιπο 96% των ψηφοφόρων σε μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, ανέργους, συνταξιούχους και ελεύθερους επαγγελματίες χωρίς επιστημονική κατάρτιση.
Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι η πρόθεση σε αυτή τη δημοσκόπηση, τον Οκτώβριο του 2013, παραμένει στο 8% με 9% σαφώς ενισχυμένο από το ποσοστό 6.92% που είχαν λάβει το 2012. Αυτό, άλλωστε, αποτυπώνεται και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 (πριν και λίγο μετά την έναρξη της δίκης), όπου η Χρυσή Αυγή λαμβάνει 6,28% και 6,99& αντίστοιχα. Με άλλα λόγια, η δολοφονία Φύσσα μπορεί να συντάραξε τους ανθρώπους που έχουν αφιερώσει τη δράση τους στον αντιφασισμό, να έκοψε τον βήχα σε όσους χωρίς πρόθεση να την ψηφίσουν φλέρταραν με τη Χρυσή Αυγή ως προϊόν που πουλάει στα κανάλια και τα περιοδικά, αλλά δεν φαίνεται να επηρέασε σημαντικά εκείνους που ήδη ψήφιζαν ή είχαν αποφασίσει να ψηφίσουν Χρυσή Αυγή. Η μετατροπή των συλλήψεων, μάλιστα, σε φαντασμαγορικό θέαμα από την κυβέρνηση Σαμαρά ενδέχεται ακόμα και να έκανε ορισμένους να δουν τους συλληφθέντες ως μάρτυρες και ήρωες σε ένα διεφθαρμένο σύστημα που τους καταδιώκει.
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι και ο ήρως του Μιχαλολιάκου, ο Hitler που είχε ήδη από το 1921 αναρριχηθεί στην αρχηγία του μικρού ακόμα NSDAP (Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei), δηλαδή του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος των Γερμανών Εργατών, κοινώς Ναζιστικού Κόμματος, επιχείρησε να ανατρέψει την εκλεγμένη κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Gustav Stresemann τον Νοέμβριο του 1923 με το επονομαζόμενο Κίνημα (ή Πραξικόπημα) της Μπυραρίας στο Μόναχο. Αφού απέτυχε παταγωδώς, συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία με την επιεικέστατη ποινή των 5 ετών φυλάκισης, εκ των οποίων υπηρέτησε μονάχα 9 μήνες – διάστημα που του προσέφερε άπλετο χρόνο και ηρεμία για να συγγράψει το μανιφέστο του, αυτή την επιτομή αντισημιτισμού και αντι-κομμουνισμού διανθισμένου με αποτυχημένες επιρροές γερμανικού ρομαντισμού, το περίφημο Mein Kampf. Είναι μετά την αποφυλάκισή του και το πώς εργαλειοποίησε τη δίωξή του που κατάφερε δια της νόμιμης πλέον οδού, των εκλογών δηλαδή, να πάρει την Καγκελαρία της Γερμανίας τον Ιανουάριο του 1933. Είναι, λοιπόν, σε μεγάλο βαθμό η δίκη, και κυρίως ο αγώνας της Πολιτικής Αγωγής επί 5,5 χρόνια, παρά τις τόσες ενστάσεις για τις καθυστερήσεις, που οδηγεί τη Χρυσή Αυγή έξω από το κοινοβούλιο τον Ιούλιο του 2019 και πέραν της ηθικής νομιμοποίησης ενός «κανονικού» κόμματος.
Σκέψου το πάντως κι εσύ τώρα που θα πας να ψηφίσεις, Ελληνίδα είσαι, είναι η πιο συμφέρουσα, η πιο λογική απόφαση.
Λόγω του τρόπου που έχει μάθει το ανθρώπινο μυαλό να λειτουργεί, να κατατάσσει δηλαδή και να κατηγοριοποιεί, να βρίσκει αντιθέσεις, πάλες και δυισμούς—το καλό και το κακό, το μαύρο και το άσπρο, το αρσενικό και το θηλυκό— έχουμε μάθει και να σκεφτόμαστε το συναίσθημα ως το αντίθετο της λογικής. Το συναίσθημα συνδέεται συχνά με τον παραλογισμό, με την αδυναμία, τη δεισιδαιμονία αλλά και το πάθος, τη θέρμη, τη γιορτή. Η λογική με την επιστήμη, την ορθότητα, την ψυχραιμία αλλά και την ψυχρότητα, το καθήκον, τον υπολογισμό. Στην Ιστορία των Ιδεών, θεωρείται, μάλιστα, ότι ο Διαφωτισμός είναι σημείο καμπής στο οποίο το συναίσθημα, το υπερφυσικό, η καταδυνάστευση από μαγικές, μυστικιστικές δυνάμεις αλλά και από τη θρησκεία ως αίσθημα, εξοβελίζονται για χάρη της λογικής και της επιστήμης που έρχονται να μας απαλλάξουν από τα δεσμά του σκοταδισμού, ως φόβου αλλά και πάθους, εισάγοντάς μας στη Νεωτερικότητα. Ειδικά ως προς τον Ναζισμό, μάλιστα, υπάρχει ένας μακρύς κατάλογος διαφωνούντων στην ιστοριογραφία αλλά και ευρύτερα ανάμεσα στους διανοητές ως προς το αν αυτή η ιδεολογία διακατέχεται κυρίως από το συναίσθημα ή από τη λογική.
Για παράδειγμα, με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Άγγλος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας H. G. Wells υποστήριζε ότι η Ναζιστική ιδεολογία, που είναι στον πυρήνα της αντι-φιλελεύθερη, θα σταθεί στο πλευρό του αντιδραστικού Ρομαντισμού και των πρώιμων, πρωτόγονων συναισθημάτων και θα απορρίψει οποιαδήποτε τεχνολογική ή επιστημονική εξέλιξη ή λογικό σχήμα. Ο George Orwell, στο δοκίμιό του «Wells, Hitler and the World State» από το 1941 απάντησε στον Wells λέγοντας πως οι Ναζί είναι «οι πραγματικά μοντέρνοι άνθρωποι», και η σύγχρονη Γερμανία είναι «πολύ πιο επιστημονική από την Αγγλία αλλά και πολύ πιο βάρβαρη». Με άλλα λόγια, δεν διαχώρισε τεχνητά, όπως πολλοί φιλελεύθεροι διανοητές της εποχής του, τη Νεωτερικότητα από τον Φασισμό, καθώς διέβλεπε ότι όχι μόνο γίνεται χρήση της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας από τη ναζιστική μηχανή αλλά και ότι η ίδια η ναζιστική ιδεολογία περί ανωτερότητας της Αρίας φυλής αντλεί το δόγμα της από την θεωρία του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών που είχε γίνει λάβαρο της σύγχρονης επιστήμης από τον 19ο αιώνα. Ο Orwell, επίσης, δεν διαχώρισε, όπως πολλοί έκαναν, το συναίσθημα από τη λογική – ειδικά στην περίπτωση του Ναζισμού, είπε ότι ο Ναζισμός και έχει λογική και είναι βάρβαρος.
Διότι στην πραγματικότητα, όταν καλούμαστε να πάρουμε μια απόφαση, το συναίσθημα με τη λογική δεν είναι τόσο διαχωρισμένα όσο το μυαλό μας τα κάνει. Όσοι υποστήριξαν, συνδέθηκαν ή ακόμα και απλά ψήφισαν τη Χρυσή Αυγή κινήθηκαν τόσο από συναισθηματικούς λόγους, η οργή, η απογοήτευση, η απελπισία, ο φόβος, το μίσος, όσο και από τη λογική – η Χρυσή Αυγή παρουσιαζόταν ως το κόμμα που θα εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των Ελλήνων έναντι των ξένων, ενός δυισμού, μιας κατηγοριοποίησης που έχει κτιστεί με «λογικά» και επιστημονικοφανή χαρακτηριστικά όπως το αίμα, το DNA, η φυλή, ο τόπος γέννησης και έχει συμβολικά επενδυθεί με συναισθήματα υπεροχής του ενός (ελληνικού, λευκού, γηγενούς) έναντι του άλλου (ξένου, μελαμψού, μετανάστη). Και είναι το πάντρεμα αυτό της λογικής με το συναίσθημα που φτάνει να νομιμοποιήσει, στο μυαλό και την καρδιά, την— επιτρέψτε μου μια κατάχρηση του λόγου – εγγενή, δηλαδή κοινωνικά συνδιαμορφωμένη, βία του φασισμού: τους τραμπουκισμούς, τα μαχαιρώματα, τα πογκρόμ, τις δολοφονικές απόπειρες και, τελικά, τον φόνο. Αυτό που λογικά και επιστημονικά τίθεται στη σφαίρα του παράνομου και συναισθηματικά στη σφαίρα του απάνθρωπου, φτάνει να θεωρείται κανονικό.
Είναι, όμως, εξίσου κρίσιμο να σκεφτούμε, στον απόηχο της καταδίκης της Χρυσής Αυγής, ότι όχι μόνο ο φασισμός αλλά και ο αντιφασισμός αντλεί τα εργαλεία του τόσο από το συναίσθημα όσο και από τη λογική. Οι τουλάχιστον 20.000 διαδηλωτές έξω από το Εφετείο, ανυπόμονοι, άυπνοι, αγχωμένοι σαν να έδιναν εξετάσεις, που φώναζαν συνθήματα και σιγοτραγουδούσαν το «Σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ» γνωρίζοντας πολλοί ότι τα έχουν και τα δύο αυτά κάνει στην αντιφασιστική τους δράση, μικρή ή μεγάλη, ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές με την ανακοίνωση της καταδίκης της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης. Και αυτό είναι ένα συναίσθημα συλλογικό και σπουδαίο που κανένα δακρυγόνο ή αύρα δεν μπορεί να πνίξει ή να νικήσει. Είναι όμως η διαδικασία του ποινικού δικαστηρίου, η αγωνιώδης και σχολαστική δουλειά της Πολιτικής Αγωγής που κατάφερε να στοιχειοθετήσει, κόντρα, μάλιστα, στην αθωωτική πρόταση της Εισαγγελέως, ότι η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση. Ότι δρούσε σαν μαφία. Ότι ακόμα και εάν δεν αναγνωριστεί ηθική αυτουργία από την ηγεσία σε καθένα από τα εγκλήματα που τελέστηκαν, ήταν έτσι η δομή και η λειτουργία της οργάνωσης που τα μέλη είχαν εντολή για επίθεση, όχι φυσικά ως μεμονωμένα περιστατικά. Ότι, πέραν πάσης αμφιβολίας, η Χρυσή Αυγή δεν καταδικάστηκε για τις ιδέες της –όσο άρρηκτα συνδεδεμένες κι αν είναι αυτές με τη βία και την παρανομία—αλλά για την αποδεδειγμένη εγκληματική της δράση.
Γι’ αυτό εμείς, τα μέλη του Κόμματος, πήραμε εντολή από τον Αρχηγό να ψηφίσουμε Σαμαρά για να μην έρθουν τα κομμούνια στην εξουσία.
Η φήμη ότι οι Χρυσαυγίτες είχαν πάρει εντολή το 2012 να ψηφίσουν Νέα Δημοκρατία στο νέο δικομματικό κλίμα που αναδύθηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ στον άλλο πόλο κυκλοφορούσε αρκετά εκείνη την περίοδο. Το εάν αυτό ήταν προϊόν του φανατικού αντι-κομμουνισμού της Χρυσής Αυγής (που, όσο αστείο κι αν μας ακούγεται σήμερα, τότε έβλεπε τον ΣΥΡΙΖΑ ως κομμουνιστική απειλή) ή μιας συμφωνίας κάτω από το τραπέζι με τη Νέα Δημοκρατία παραμένει άγνωστο. Οι μετέπειτα συνομιλίες του Τάκη Μπαλτάκου, γενικού γραμματέα της κυβέρνησης Σαμαρά, με τον Κασιδιάρη και λοιπούς Χρυσαυγίτες αν και μπορεί να γείρει τη ζυγαριά προς μια κατεύθυνση, είναι, κυρίως, διαφωτιστική ως προς το εξής: η Δεξιά και Κεντροδεξιά έχει ιστορικά επιδιώξει αν όχι σύγκλιση τότε τουλάχιστον ανοχή προς τον φασισμό με την ελπίδα να καρπωθεί κάποιο εκλογικό ή άλλο όφελος (πχ τη διαρροή της «αντισυστημικής» ψήφου προς τα εκεί και όχι προς την Αριστερά ή τη συναίνεση σε αντεργατικά και φιλοεργοδοτικά νομοσχέδια, ακριβώς επειδή ο φασισμός δεν επιδιώκει αλλαγή του οικονομικού συστήματος και άρα δεν αποτελεί ευθεία απειλή στο status quo) αλλά και τη σιγουριά ότι μπορεί να τον ελέγξει. Όταν συνειδητοποιεί ότι το τελευταίο δεν είναι αληθές, με τη δολοφονία Φύσσα για παράδειγμα στην Ελλάδα του 2013 ή με την κατάργηση του Reichstag στη Γερμανία τον Μάρτιο του 1933, ίσως είναι πια ήδη αργά.
Η σχέση της Χρυσής Αυγής με το επονομαζόμενο «βαθύ κράτος» και τους μηχανισμούς του είναι δεδομένη και μία από τις νίκες της δίκης είναι όχι μόνο ότι την έφερε στην επιφάνεια αλλά ότι έδωσε βήμα εντός του ηγεμονικού λόγου να εκφραστεί ένας αντιφασιστικός λόγος που αποδομεί το αφήγημα περί «μεμονωμένων περιστατικών» και «περιθωριακής συμμορίας» και αναφέρεται στις δομικές αιτίες ανόδου, κυριαρχίας και ασυλίας που απολάμβανε η Χρυσή Αυγή από κρατικούς μηχανισμούς και θεσμούς που υποτίθεται εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Ο Δημήτρης Κουσουρής, θύμα της δολοφονικής βίας της Χρυσής Αυγής ήδη από το 1998, μπορεί να λέει κατά πρόσωπο στον Ευαγγελάτο ότι μην μας λέτε ότι δεν ξέρατε τι ήταν η Χρυσή Αυγή εφόσον με καλείτε στην τηλεόραση ως θύμα από το 1998 και μην λέτε ότι αν δεν ήταν η κυβέρνηση Σαμαρά δεν θα είχαμε την καταδίκη όταν όλος ο μηχανισμός κράτους και ΜΜΕ ξέπλενε την οργάνωση με όρους lifestyle έως και τη δολοφονία Φύσσα. Και ο Θανάσης Καμπαγιάννης, εκπρόσωπος Πολιτικής Αγωγής για την οικογένεια των Αιγύπτιων αλιεργατών, μπορεί να λέει ενώπιον του συνδικαλιστικού εκπροσώπου της Αστυνομίας ότι οι θύτες της επίθεσης εναντίον του Αμπουζίτ Εμπάρακ άλλαξαν τα μπλουάκια της Χρυσής Αυγής μέσα στη ΓΑΔΑ.
Ένας, ίσως, από τους κυριότερους λόγους για τους οποίους μπορεί να χαρακτηριστεί αυτή η δίκη ιστορική, είναι ότι σημείωσε μια νίκη στην ιστορία των καταπιεσμένων. Δύο εργατικές οικογένειες από δύο εργατικές γειτονιές, μία Ελλήνων και μία μεταναστών, και συνδικαλιστές κομμουνιστές εργάτες τα έβαλαν με ένα εκλεγμένο πολιτικό κόμμα, με άκρες και πόρους και πλοκάμια στο βαθύ κράτος. Και νίκησαν. Όπως το λέει ο Θανάσης Καμπαγιάνης στην αγόρευσή του:
Εμείς, κυρία πρόεδρε, σε αντίθεση με τους κατηγορούμενους, που κοκορεύονται ότι «οι καλύτερες δουλειές γίνονται τη νύχτα», εμείς σ’ αυτή τη δίκη εκπροσωπούμε όντα της ημέρας: μια οικογένεια Αιγύπτιων αλιεργατών και τον συμπατριώτη τους Αμπουζίτ Εμπάρακ, που στις 10 μ.μ. κοιμούνται για να ξυπνήσουν αχάραγα και να φορτώσουν ψάρια στην Ιχθυόσκαλα. Μια λαϊκή οικογένεια στο Κερατσίνι, ανθρώπους που έχασαν το παιδί τους και που με την αξιοπρέπειά και τον αγώνα τους κέρδισαν τη συμπάθεια της συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας. Και εργάτες, που δουλεύουν για να ζήσουν τις οικογένειές τους και την ίδια στιγμή είναι συνδικαλιστές και κομμουνιστές, μαχητές της τάξης τους.
Δεν έχουμε άλλα όπλα. Ούτε με κρατικές υπηρεσίες μιλάμε ούτε με ιδιώτες που έχουν βαλιτσάκια για να κάνουν τις μπίζνες τους. Δεν μπορούμε να παρέμβουμε σε αυτό το επίπεδο. Απέναντι σε μαφιόζικους εκβιασμούς, εμείς έχουμε τα μολύβια μας, τα σημειωματάριά μας, το λόγο μας. Με αυτόν θα σας απευθυνθούμε και είναι το μόνο που μπορούμε και ξέρουμε να κάνουμε.[1]
Η 7η Οκτωβρίου 2020 είναι, λοιπόν, μια ημέρα που θα γραφτεί στα βιβλία της Ιστορίας. Μια μέρα που ένας θεσμός της Πολιτείας, η Δικαιοσύνη, έβαλε την υπογραφή του στη σελίδα που κατοχυρώνει μια νίκη στην ιστορία των καταπιεσμένων. Μια μέρα που ο κόσμος έξω από το Εφετείο, που πέραν των συνήθων υπόπτων του αντιφασιστικού αγώνα περιλάμβανε ανθρώπους που δεν είχαν ξανακατέβει ποτέ σε διαδήλωση, νέους και μεγαλύτερους, σελέμπριτις και ινφλουένσερ, αριστερούς και λιγότερο αριστερούς, που σύσσωμος ο ηγεμονικός Τύπος ανέμενε την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, που ο ίδιος ο ακροδεξιός Σαμαράς πρόδωσε δημόσια την παλιά του αγαπημένη. Η μνήμη μπορεί να είναι κοντή αλλά επειδή ο λύκος καιροφυλακτεί και αλλάζει περιβολή, όνομα και ΑΦΜ, ένα πλατύ αντιφασιστικό μέτωπο απαιτείται για να αργήσει να γίνει πάλι κανονικότητά μας ο φασισμός.
[1] Θανάσης Καμπαγιάννης, Με τις Μέλισσες ή με τους Λύκους: αγόρευση στη δίκη της Χρυσής Αυγής, Αντίποδες: 2020, σ. 15-16.