του Θάνου Καμήλαλη
Το μοτίβο πλέον είναι γνωστό. Πρώτα προκύπτει ένα θέμα που διχάζει ή έστω απασχολεί έντονα την κοινή γνώμη. Στη συνέχεια, υπουργοί και βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας ξεσαλώνουν δημόσια, απευθυνόμενα στο ακροδεξιό ακροατήριο της παράταξης, σε ένα κράμα λαϊκισμού, αυτοπροβολής και συχνά μισανθρωπιάς. Στο τέλος, έρχεται η Ντόρα Μπακογιάννη να διαφοροποιηθεί ρητά και ριζικά από τη μέχρι τότε «γραμμή» της ΝΔ, που είναι Σαμαρική ή και ακόμα χειρότερη.
Τελευταίο παράδειγμα είναι το ζήτημα που προέκυψε με την ακροδεξιά εκδήλωση των «Ενωμένων Μακεδόνων» με μπάρμπεκιου έξω από το hot spot στα διαβατά Θεσσαλονίκης και τον σάλο που ξέσπασε μετά την τοποθέτηση του Κωνσταντίνου Κυρανάκη. Ο βουλευτής της ΝΔ διαστρέβλωσε τις θέσεις του Χρήστου Γιαννούλη του ΣΥΡΙΖΑ κι επιχείρησε (μαζί με τα πάντα φιλικά ΜΜΕ) να παρουσιάσει το θέμα ως «επίθεση των Συριζαίων στο δικαίωμα των Ελλήνων στο χοιρινό και το αλκοόλ».
Η τοποθέτηση της Μπακογιάννη για το θέμα που προέκυψε είναι σχεδόν υποδειγματική:
«Η ανθρωπιά, η λεβεντιά, η αλληλεγγύη και ο σεβασμός στον αδύναμο δεν νομοθετούνται. Δεν υπάρχει νόμος που να σε κάνει άνθρωπο. Αυτό το μαθαίνεις ή στα πρώτα έξι χρόνια της ζωής του ή δεν το μαθαίνεις ποτέ. Με ενόχλησε αυτό το θέμα, όχι γιατί υπάρχει περίπτωση να πει κάποιος ότι δεν θα τρώμε χοιρινό ή δεν θα πίνουμε αλκοόλ, αλλά επειδή προκαλείς τον εξαθλιωμένο άνθρωπο και τον πατάς στο θρησκευτικό του συναίσθημα. Αυτό δεν υπάρχουν λόγια να το περιγράψεις»
Και λέμε «σχεδόν», γιατί αμέσως μετά το χάλασε:
«Έγινε μια κομματική αντιπαράθεση. Εγώ λέω ότι κάποιοι δικοί μας νέοι βουλευτές, πιστεύω ότι δεν κατάλαβαν για τι μιλούσαν. Ο κ. Γιαννούλης το έφερε στη Βουλή με άκομψο τρόπο, οπότε παρεξηγήθηκε αυτό που είπε και βγήκαν οι βουλευτές να αντικρούσουν κομματικά. Δεν υπάρχει βουλευτής της ΝΔ με αρχηγό τον Κυριάκο Μητσοτάκη που θα υποστηρίξει την έλλειψη ανθρωπιάς».
Η αλήθεια είναι ότι βουλευτές και υπουργοί της κυβέρνησης Μητσοτάκη που υποστηρίζουν την έλλειψη ανθρωπιάς υπάρχουν και μάλιστα μπόλικοι. Δεν έχει περάσει άλλωστε πολύς καιρός από τις ημέρες που υπουργοί όπως ο Γεωργιάδης και ο Βορίδης έδιναν ψευδή στοιχεία για τα ποσοστά των προσφύγων στην Ελλάδα, αναπαράγοντας παράλληλα το γνωστό ακροδεξιό hoax ότι «πρόσφυγες είναι μόνο οι Σύριοι».
Πριν από το θέμα του ακροδεξιού μπάρμπεκιου και του «προστάτη του χοιρινού και του αλκοόλ των Ελλών» Κυρανάκη υπήρξαν άλλα. Στο θέμα της καλλιτεχνικής παρέλασης παρέλασης αλά Monty Python στη Νέα Φιλαδέλφεια, η Μπακογιάννη χαρακτήρισε «υπερβολικές τις αντιδράσεις» και «μη κατανοητή» την στάση του δημάρχου, προσθέτοντας ότι «τα κορίτσια θέλουν διάλογο». Στο «Μακεδονικό» έσπευσε να απαντήσει σε ακραίες φωνές που βρήκαν αφορμή από το «όχι» της Ε.Ε στη Βόρεια Μακεδονία για να ζητήσουν ακύρωση της «Συμφωνίας των Πρεσπών», υποστηρίζοντας ότι σε μια τέτοια περίπτωση «τα αποτελέσματα θα είναι τα χειρότερα δυνατά». Βέβαια, συνεχίζει να υποστηρίζει ότι με τη ΝΔ η Συμφωνία θα ήταν καλύτερη, αλλά ας μην είμαστε αχάριστοι. Τέλος, στο θέμα της εισβολής αστυνομικών σε αίθουσες που παιζόταν η ταινία «Τζόκερ», μολονότι στην αρχή κατηγόρησε την πρώην γ.γ. του Υπουργείου Πολιτισμού, Μαρία Βλαζάκη, ακολουθώντας τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο, στη συνέχεια ζήτησε δημόσια συγγνώμη, καταρρίπτοντας το hoax κι αναγκάζοντας τον Μπογδάνο να απολογηθεί λίγα λεπτά μετά.
Τι δείχνουν όλα αυτά; Προφανώς, η Μπακογιάννη δεν είναι ούτε Άγια (το «η Χρυσή Αυγή μου φέρεται με το σεις και με το σας» δεν ξεχνιέται, ούτε το πρόσφατο θέμα με τον σταθμό «Ευαγγελισμός» του μετρό), ούτε ανυποψίαστη, ούτε ανόητη για να μην ξέρει σε ποιο κόμμα βρίσκεται και ποιοι κάνουν κουμάντο πλέον. Άλλωστε, ως επί χρόνια κορυφαίο στέλεχος της ΝΔ, ειδικά επί κυβέρνησης Καραμανλή μπορεί πολύ καλά να συγκρίνει το ύφος και τις πράξεις της τότε και τώρα «μεγάλης κεντροδεξιάς παράταξης».
Στην καλύτερη λοιπόν, η Μπακογιάννη και οι ομοϊδεάτες της εντός της Νέας Δημοκρατίας είναι πλέον μια μειοψηφία. Ίσως μάλιστα να έχει απαυδήσει κιόλας να βλέπει το κόμμα που έχει υπηρετήσει τόσα χρόνια να άγεται και να φέρεται από την Ακροδεξιά. Ένα ενδεχόμενο που δεν έχει και πολλή σημασία. Στη χειρότερη, λειτουργεί απλώς σαν το «κεντροδεξιό άλλοθι» της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε με τον Νίκο Φίλη επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που μονίμως διαφωνούσε σε ρυθμίσεις και νομοσχέδια (και παύθηκε από υπουργός Παιδείας για χάρη του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου), αλλά μονίμως ήταν εκεί, στήριζε και ψήφιζε.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια, είναι αυτονόητο ότι επιτελεί έναν ρόλο και απευθύνεται σε ένα διαφορετικό ακροατήριο, προσπαθώντας να το συγκρατήσει για να μην απομακρυνθεί από τη Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη και των Σαμαρικών, και να πείσει ότι η σημερινή Νέα Δημοκρατία είναι «πολυσυλλεκτική». Την ίδια στιγμή βέβαια, η κυβέρνηση της ΝΔ εκκενώνει την μία κατάληψη που φιλοξενεί πρόσφυγες μετά την άλλη, ενώ προωθεί νεοφιλελεύθερα νομοσχέδια όπως το «αναπτυξιακό» και ακροδεξιά όπως το περί Ασύλου.
Πάντως, το λες και τραγική ειρωνεία. Ο Αντώνης Σαμαράς είναι αυτός έριξε την κυβέρνηση του πατέρα της για να το παίξει Μακεδονομάχος και να κάνει καριέρα, ιδρύοντας την Πολιτική Άνοιξη στη συνέχεια. Ο Σαμαράς της έκοψε τον δρόμο για την αρχηγία του κόμματος και μάλλον την Πρωθυπουργία, νικώντας την στις εσωκομματικές εκλογές του 2009 και στέλνοντάς την στην εξορία, με το βραχύβιο κόμμα «Δημοκρατική Συμμαχία». Και από την επιστροφή της και μετά, η Μπακογιάννη είναι στο περιθώριο, ενώ ο Σαμαράς και τα «παιδιά» του κόβουν και ράβουν.
Κρίμα πάντως, γιατί ιδανικά, σε μια Δημοκρατία, μία κανονική Κεντροδεξιά, απαλλαγμένη από σκάνδαλα και με τις απόψεις ανθρώπων σαν της Ντόρα Μπακογιάννη να κάνουν κουμάντο, θα ήταν μια παράταξη χρήσιμη για τη χώρα και τον πολιτικό διάλογο. Δεν συμβαίνει αυτό όμως και δεν θα κλάψουμε κιόλας. Στην τελική, ο καθένας κρίνεται πάνω απ’όλα από τις πράξεις του και η μετριοπαθής «κεντρώα» πλευρά της ΝΔ θα πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβει και να κριθεί, τόσο για το πού βρίσκεται όσο και το ποιους ακολουθεί.