των:

Μπρέντα Αλέξη, υποψήφιου με την ΟΚΔΕ στο ν. Άρτας, υποψήφιος διδάκτορας χημείας, εργαζόμενος στα φροντιστήρια

Νάντιας Τζώρτζη, υποψήφιας με την ΟΚΔΕ στο ν. Ιωαννίνων, φοιτήτρια ιατρικής, πρόεδρος του Συλλόγου Εστιακών Φοιτητών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Αυτή η επέμβαση πρέπει να γίνεται με τη μέθοδο του μεταβατικού προγράμματος, δηλαδή προωθώντας:

α) Αιτήματα ενοποιητικά, που επίσης δείχνουν τη σύνδεση κάθε επιμέρους προβλήματος με την αιτία, το καπιταλιστικό σύστημα και την κρίση του.

β) Την αυτοοργάνωση και τον μαχητικό χαρακτήρα αυτών των κινημάτων.

Τέτοια κινήματα και αγώνες είναι: Η υπεράσπιση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα κοινωνικών υπηρεσιών/αγαθών και η καθολική επέκτασή τους (υγεία, παιδεία, νερό κ.λπ.). Το φοιτητικό κίνημα και γενικότερα το κίνημα της νεολαίας. Το αντιπολεμικό κίνημα. Η πάλη ενάντια στην καταστολή, τον ρατσισμό και τον φασισμό. Ενάντια στην καταπίεση των γυναικών. Για τη σωτηρία του περιβάλλοντος. Η συμμετοχή σε τέτοια κινήματα είναι υποχρέωση των επαναστατών μαρξιστών – διαφορετικά η «πολιτικοποίηση» των εργαζομένων και της νεολαίας αδυνατίζει ή γίνεται μια διαδικασία εντελώς προπαγανδιστική και αφηρημένη.

Η «απλότητα» αυτών των καθηκόντων μπορεί να φαντάζει αυτονόητη. Για παράδειγμα, το να προωθούμε αγώνες για αιτήματα όπως: Όχι στις ιδιωτικοποιήσεις. Λεφτά για δημόσια δωρεάν παιδεία και υγεία για όλους. Διάλυση των ειδικών σωμάτων καταστολής, αφοπλισμός της αστυνομίας. Καμία συμμετοχή στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, να φύγουν οι βάσεις και να βγούμε από το ΝΑΤΟ. Κατάργηση κάθε ρατσιστικής διάκρισης ενάντια σε πρόσφυγες και μετανάστες. Μέτρα για την πραγματική προστασία του περιβάλλοντος από την καπιταλιστική λεηλασία. Ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες, χρηματοδότηση-ενίσχυση των δημόσιων δομών εκπαίδευσης και ανατροφής των παιδιών και των ηλικιωμένων, προώθηση της ενεργούς συμμετοχής των γυναικών στους αγώνες και ιδιαίτερα στις οργανώσεις του εργατικού κινήματος (κοινωνικές και πολιτικές) κ.ο.κ.

Ωστόσο απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή. Τα τελευταία χρόνια, η κρίση του εργατικού κινήματος έχει κάνει την υλοποίηση αυτών των καθηκόντων πιο περίπλοκη. Το πρόβλημα είναι ότι έχει αδυνατίσει η πολιτική ηγεμονία της εργατικής τάξης. Με πιο απλά λόγια: όλα τα παραπάνω δεν θεωρούνται «αυτονόητα» ως μέρη ενός «όλου», ενός προγράμματος και μιας πάλης για τη συνολική αλλαγή της κοινωνίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαστρεβλώνεται και να χάνεται ο πολιτικός χαρακτήρας αυτών των κινημάτων. Να χάνεται η κρίσιμη σύνδεση του «μερικού» με το «γενικό» – και αυτό καταλήγει να αθωώνεται ο πραγματικός ένοχος, το καπιταλιστικό σύστημα και η κρίση του.

Έτσι, στην πράξη βλέπουμε πολύ συχνά να κυριαρχούν αποπροσανατολιστικές λογικές, πρακτικές και συνθήματα. Μερικά παραδείγματα:

1) Ενάντια στην καταστολή, προτάσσεται ο «εκδημοκρατισμός» του αστικού κράτους ή «νομικές ενέργειες». Με αυτό τον τρόπο, όμως, αποκρύπτεται η πραγματική αιτία του φαινομένου, που δεν είναι άλλη από τη χειροτέρευση της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος. Η σημερινή γιγάντωση του Κράτος Έκτακτης ανάγκης προβάλλεται σαν ιδιαιτερότητα ή εκτροπή της εκάστοτε πολιτικής δύναμης, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί για τις αστικές δυνάμεις μια αδήριτη αναγκαιότητα ώστε να θωρακίσουν το μαύρο καθεστώς των Μνημονίων και της Αποικίας Χρέους. Γιατί η ιστορική οπισθοδρόμηση των εργασιακών δικαιωμάτων, που επιχειρούν τα αστικά νεοφιλελεύθερα κόμματα, των κοινωνικών κατακτήσεων σε υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση κ.λπ. και του βιοτικού επιπέδου, δεν μπορεί εν τέλει να συνυπάρξει με την πραγματική ελευθερία του συνδικαλισμού, της απεργίας ή με την «ανοχή» σε μαχητικά μέσα πάλης (απεργίες, καταλήψεις κ.ο.κ.) – ακόμα και με την ελευθερία του τύπου ή την προστασία των «προσωπικών δεδομένων» και της ιδιωτικής ζωής (που ούτως ή άλλως είναι κολοβωμένα ή φαλκιδευμένα, σε κάθε αστική δημοκρατία). Η νικηφόρα αντίσταση στο Κράτος Έκτακτης Ανάγκης απαιτεί σπάσιμο κάθε αυταπάτης για «αποκατάσταση της δημοκρατίας» ή εναλλακτική διαχείριση με «δικαιοσύνη και διαφάνεια». Απαιτεί την οικοδόμηση της μαζικής αυτοάμυνας του κινήματος, μέσα από τις δικές του δομές, χωρίς να έχουμε καμία εμπιστοσύνη στην ταξική δικαιοσύνη ή τους σάπιους θεσμούς της σημερινής Δημοκρατίας των Πλουσίων.

2) Στην πάλη ενάντια στην καταπίεση των γυναικών, η ατζέντα όλου του «δημοκρατικού τόξου» δείχνει μια χαρακτηριστική επιλεκτικότητα και μονομέρεια. Λίγο ή πολύ αποσιωπάται η αιτία της γυναικείας καταπίεσης, χάνονται οι ταξικές ρίζες της, το πρόβλημα μετατοπίζεται τεχνητά στην ευθύνη ή την ενοχή του ενός από τα δύο φύλα. Τέτοιες λογικές δημιουργούν μόνο διαίρεση στο εσωτερικό της εργατικής τάξης και ακόμα αφοπλίζουν το γυναικείο κίνημα. Γιατί το πιο δύσκολο, που πρέπει να κατανοηθεί στην πράξη, είναι ότι η γυναικεία χειραφέτηση δεν είναι ατομική υπόθεση, αλλά περνάει μέσα από την όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στα κινήματα και τους αγώνες, τον αυξημένο ρόλο και χώρο τους σε αυτά – που είναι η βάση για τη δημιουργία δεσμών αλληλεγγύης και συντροφικότητας. Το κυριότερο, η γυναίκα μπορεί να απελευθερωθεί μόνο όταν αποκτήσει ισότητα στην εργασία και απαλλαγεί από την σκλαβιά του νοικοκυριού (με τη δημιουργία δημόσιων δομών, μείωση του εργάσιμου χρόνου κ.λπ.). Είναι απύθμενη αλλά και δηλητηριώδης η υποκρισία των νεοφιλελεύθερων «δικαιωματιστών», όλων των αποχρώσεων: που από τη μια σκλαβώνουν τη γυναίκα και προωθούν μια ακραία ατομικοποίηση, και από την άλλη ανεμίζουν τις σημαίες της αντίθεσης στις «διακρίσεις».

3) Στο χώρο της εκπαίδευσης, αντί για την ανάγκη ενός αγώνα διαρκείας, με μαχητικό περιεχόμενο και μορφή, απέναντι στις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις που τσακίζουν όλες τις βαθμίδες της παιδείας, βλέπουμε συχνά τις κινητοποιήσεις να περιορίζονται σε «συμβολικές κινήσεις» (που μετά ανακηρύσσονται φανταστικές «νίκες») ή σε έναν «φοιτητοκεντρισμό», π.χ. στην επιδίωξη «συμμαχιών» με «καλούς» πρυτάνεις. Οι δε λύσεις που προβάλλονται από τις κυρίαρχες αριστερές ή «αριστερές» δυνάμεις είναι κοινοβουλευτικού τύπου. Π.χ. με έναν άλλο υπουργό παιδείας ή περισσότερους βουλευτές, μπορούμε να ασκήσουμε πιέσεις. Η διάλυση και ιδιωτικοποίηση/εμπορευματοποίηση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας δεν αναδεικνύεται έτσι ως μια ταξική αναγκαιότητα για τον χρεωκοπημένο ελληνικό καπιταλισμό, αλλά μόνο σαν ακραία «επιλογή» των ούλτρα «δεξιών» και νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων. Λογική και πρακτική που χτυπάει την ανασύνταξη του φοιτητικού κινήματος.

4) Στο κίνημα ενάντια στην περιβαλλοντική καταστροφή, συχνά η διέξοδος αναζητείται σε αντιδραστικές ουτοπίες, παραλλαγές του νεοφιλελεύθερου ιδεολογήματος ενός «πράσινου καπιταλισμού». Το πρόβλημα παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα των καταναλωτικών και ατομικών συνηθειών των εργαζομένων, των λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας. Στην πραγματικότητα, καμία καπιταλιστική οικονομία δεν φαίνεται διατεθειμένη να εγκαταλείψει τα ορυκτά καύσιμα – και σίγουρα όχι επειδή θα το γράψουν ή θα το «τιτιβίσουν» δυνάμεις «προοδευτικές» ή «τεχνοκρατικά ρεαλιστικές». Ειδικά με την όξυνση των παγκόσμιων ανταγωνισμών, οποιαδήποτε περιβαλλοντικό μέτρο, ακόμα και μετριοπαθές, δεν εφαρμόζεται ή αχρηστεύεται. Για να μην μιλήσει κανείς για τη λεγόμενη «πράσινη μετάβαση / οικονομία», που έχει γίνει ένα νέο πεδίο κρατικής επιδότησης και κερδοσκοπίας του μεγάλου κεφαλαίου. Απαιτείται μια άλλη διαχείριση/οργάνωση της οικονομίας της κοινωνίας, που θα βασίζεται στις ανθρώπινες ανάγκες και όχι στο κέρδος – και αυτό μας φέρνει στο ζήτημα «ποιος θα την επιβάλλει σε ποιον – και πως»: έτσι, χωρίς τον στόχο της σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης, το κίνημα ενάντια στην καταστροφή του περιβάλλοντος απειλείται με αδιέξοδο από όλες τις γραμμές που προωθούν οι αστικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις, δεξιές ή «προοδευτικές».

5) Ενάντια στον πόλεμο, βλέπουμε συχνά αφηρημένα συνθήματα για «ειρήνη», «διεθνές δίκαιο», «αφοπλισμό», για «αδέσμευτη» και «πολυδιάστατη» πολιτική. Χωρίς να τονίζεται το πρώτο και κύριο, ότι η αστική τάξη της χώρας μας είναι πλήρως ενταγμένη στο στρατόπεδο των δυτικών ιμπεριαλιστών ΗΠΑ-ΕΕ-ΝΑΤΟ – και επομένως προέχει η πάλη ενάντια στους «δικούς μας» ιμπεριαλιστές και αστικές κυβερνήσεις, στις βάσεις, το ΝΑΤΟ, τους εξοπλισμούς.

Το αποτέλεσμα ή ο κίνδυνος από όλα τα παραπάνω: η ενέργεια τέτοιων κινημάτων κατακερματίζεται, διασκορπίζεται σε έναν ατέρμονο «θεματικό ακτιβισμό» ή σε αταξικούς και ατομικίστικους «δικαιωματισμούς» και «ταυτοτικά κινήματα». Αντί να χύνονται σε μια κοινή κοίτη και να φουσκώνουν ένα αντικαπιταλιστικό ρεύμα, εκτρέπονται και χάνονται σε χιλιάδες παραπόταμους. Και καθώς δεν αναζητούν μια συνολική διέξοδο και ανατροπή, αντικειμενικά καταλήγουν στην υποταγή στο νεοφιλελεύθερο δόγμα «Δεν υπάρχει εναλλακτική», στη διαίρεση των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων υψώνοντας αξεπέραστα τείχη ανταγωνισμών ανάμεσά τους. Όλα τα παραπάνω οδηγούν πάντα στην ηγεμονία της αστικής πολιτικής (που οι ρεφορμιστές αποτελούν αγωγό της μέσα στο εργατικό κίνημα). Αυτή δεν παρακολουθεί αμέτοχη αλλά προσπαθεί συστηματικά να επιβάλλεται μέσα από ιδεολογήματα και μηχανισμούς όπως: «πολιτικοποίηση, όχι κομματικοποίηση», «μη κυβερνητικές οργανώσεις» (όλες είναι κρατικά σιτιζόμενες και ελεγχόμενες), «εταιρική ευθύνη», «πράσινη ανάπτυξη», «συμπεριληπτικότητα» κ.λπ. Αυτά αποτελούν σήμερα κοινό λόγο όλων των αστικών δυνάμεων, τόσο της «ακροδεξιοκεντρώας» ΝΔ όσο και των «προοδευτικών» σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Αποτελούν μάλιστα ένα από τα πιο βασικά κομμάτια της κυρίαρχης ιδεολογίας, όσο παλιότερες εκφράσεις της χάνονται ή βρίσκονται σε κρίση και αδυνατίζουν (πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, ατομική ιδιοκτησία κ.ά.).

Πρέπει να πούμε και ότι αυτές οι ψευτοπροοδευτικές «μόδες» ταιριάζουν και στη φυσιογνωμία σχηματισμών αστικών, όπως π.χ. το ΜεΡΑ25, στους νεολογισμούς ότι «δεν έχουμε καπιταλισμό αλλά ένα σύστημα ολιγαρχών και τεχνοφεουδαρχίας». Είναι δε γεγονός ότι, σήμερα, ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς, ακόμα και της άκρας και ριζοσπαστικής, δεν μπορεί να αναγνωρίσει αυτό το μέτωπο πάλης. Έχει επομένως σοβαρό πρόβλημα να προτάξει μια σθεναρή αντίσταση – και γι’ αυτό βλέπουμε τη φυσιογνωμία οργανώσεων ή σχημάτων να μετατοπίζεται από εργατική / κομμουνιστική σε καμπάνιες θεματικές ή δικαιωματισμού.

Πρόκειται για σοβαρή απειλή, που πρέπει να αντιμετωπιστεί πολιτικά προβάλλοντας την κεντρικότητα της εργατικής τάξης και την υπαγωγή όλων των επιμέρους στόχων στον κεντρικό, τη σοσιαλιστική επανάσταση.