Ο Δρόμος για τη Δαμασκό
«Εμείς την πατρίδα μας θα την ξαναχτίσουμε! Ήδη ξαναχτίζουμε την πατρίδα μας! Είδες ότι τα έχουμε καθαρίσει όλα! Κατέπεσε η συνομωσία!».
Η Σοσάν. Σαραντάρα, ευφυής, ευγενής, άριστα αγγλικά. Κοντούλα, περιποιημένη, ρούχα απλά, κλασσικά, ακριβή τσάντα. Ζεστή, μεσανατολίτισσα, γελαστή, εδώ. Συνέχεια. Όλα τα χρόνια του πολέμου. Πως είναι να συνηθίζεις τον πόλεμο; να ζεις με τον πόλεμο τόσα χρόνια; πως γίνεται να έχεις τέτοιο αισιόδοξο πείσμα ακόμη;
«Ευτυχώς μας βοήθησαν οι Ρώσοι και, μετά τους Ρώσους, οι Ιρανοί», λέει. Τα μάτια της λάμπουν. «Δεν μου αρέσει να μιλώ πολιτικά», λέει.. Και συζητάμε όλη την ώρα πολιτικά. Είναι περήφανη για το λαό της, που τον εκφράζει ο ηγέτης του. Νά ξέρω πως, τα χωράφια δεν σταμάτησαν ποτέ να καλλιεργούνται, πως όλοι προσπάθησαν για τον τόπο τους κι έμειναν εδώ για να τον υπερασπίσουν, πως ακόμη και τις πιο δύσκολες μέρες η αγορά είχε τα απαραίτητα. H Συρία είναι αγροτική χώρα με μεγάλη παραγωγή, η Συρία έχει και πετρέλαιο – το μισό ΑΕΠ της χώρας είναι αυτά τα δύο, από 25% έκαστο. Οι γερές βάσεις χάρη στις οποίες «και αντέξαμε, και νικήσαμε!» Σφίξαν τα δόντια και συνέχισαν να ζουν και να, τώρα, τώρα ξαναχτίζουν την πατρίδα τους! Χαίρεται, μα νοιώθω πως απλά δεν με ξέρει ακόμη τόσο, που να μπορεί να μιλήσει για τον πόνο που προηγήθηκε. Χαρμολύπη και πείσμα και ακεραιότητα.
Η Σοσάν, η δεύτερη σύρια φίλη μου, η πρώτη στη Δαμασκό. Γιατί, ο Γκασάν είναι από τη Χομς. Άφησε τον τόπο του κι ήρθε στη Δαμασκό με την καταστροφή. Τώρα η Χομς είναι καθαρή, φεύγουν και τα τελευταία συντρίμμια, ετοιμαζόμαστε να την ξαναχτίσουμε, λέει.
Τα λόγια του Άσαντ, προχτές, στη συνέντευξή του στο RT, επαναλαμβάνονται ξανά, ηθελημένα ή αθέλητα. Γιατί νίκησαν. Με εκατό χιλιάδες νεκρούς στρατιώτες, εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και εκτοπισμένους, νοιώθουν πως δικαιούνται να περηφανεύονται και να ελπίζουν. Κι όμως, ναι, τους πιστεύω. Θα ξαναχτίσουν την πατρίδα τους, και με το κεφάλι ψηλά, είναι φανερό ήδη, από την πρώτη μέρα στους δρόμους. Κι όπως είπε ο Άσαντ, ας ξεχάσουν ρόλο στην ανοικοδόμηση οι ευρωπαίοι, οι αμερικάνοι και ορισμένοι άραβες. «Μόνο όσοι μας συμπαραστάθηκαν».
Το Ιράν, με πετρέλαιο, προμήθειες, χρήματα και στρατιωτικό know how. Οι Ρώσοι με όπλα και διπλωματία. Μια συμμαχία με πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά διαμορφώνεται, μετά την νίκη της συριακής κυβέρνησης, μια συμμαχία που αλλάζει τις ισορροπίες στην περιοχή και μαζί τις οικονομίες των χωρών που την συναποτελούν. Η ανοικοδόμηση της Συρίας σημαίνει ανοικοδόμηση των μισών κύριων δομών παιδείας και υγείας και του ενός τρίτου των κατοικιών της χώρας, και βεβαίως συγκοινωνιακές υποδομές, κανάλια και φράγματα…
Ήρθα για να μάθω πως πέρασαν, τόσα χρόνια, εδώ. Μα δεν θέλουν να μου πουν αυτό. Θέλουν να μου μιλήσουν για το όνειρο του Αύριο, γιατί τώρα νοιώθουν πως υπάρχει αύριο. Εδώ και λίγους μήνες.
Όταν, τον περασμένο Μάιο, η έκτακτη Σύνοδος των Αραβικών Κρατών συζήτησε τη σαουδαραβική πρόταση για «καταδίκη της Ιρανικής ανάμειξης στη Συρία», ήταν η ίδια η Συρία που τους απάντησε πως, καταδικαστέα ανάμειξη αποτελούσε η πρόταση της Σαουδικής Αραβίας, η οποία «έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθώςη Ιρανική Παρουσία είναι νόμιμη, ως αποτέλεσμα της πρόσκλησης της ίδιας της κυβέρνησης της Συρίας, ώστε να την ενισχύσει στον αγώνα της κατά της Τρομοκρατίας, την οποία [τρομοκρατία] χρηματοδοτούν κάποιοι εντός της Συνόδου» – ήταν προφανές για ποιόν χτυπούσε η καμπάνα. Όταν, μόλις τον Αύγουστο, οι ΗΠΑ κάλεσαν τους ενδιαφερόμενους ανοικοδομητές να μη μετέχουν στην Διεθνή Έκθεση της Δαμασκού, απειλώντας και αυτούς με κυρώσεις, απάντησαν η Ρωσία και η Κίνα, και όχι η Συρία, ότι η Αμερικάνικη θέση ήταν απαράδεκτη, ότι η Συρία είναι κυρίαρχο κράτος και ότι οι ρωσικές και κινεζικές εταιρίες θα συμμετείχαν. Οι κύριοι παίκτες στην ανοικοδόμηση ήταν ήδη γνωστοί, όπως και η τροπή που είχε πάρει το παιγνίδι.
Στρατός, λαός και σύνορα
Με τον Γκασάν γνωριστήκαμε στον μεταφορικό σταθμό. Εκεί που μοιράζεσαι ταξί, για τη διαδρομή Βηρυτός- Δαμασκός, αφού οι συνήθεις σε όλο τον κόσμο μορφές συγκοινωνίας σπανίζουν στο Λίβανο. Ένα ΚΤΕΛ των ταξί, σα να λέμε, μεσανατολίτικο, με την οσμή του ΚΤΕΛ Ιωαννίνων του ’70, ίσως περισσότερη καθαριότητα μα και περισσότερη φτώχεια. Ο οδηγός δε μιλάει λέξη αγγλικά κι ο Γκασάν προσφέρεται να βοηθήσει, με τα σπασμένα του αγγλικά. Συστηνόμαστε, κάνουμε τσιγάρο, μου δείχνει φωτογραφίες από το ταξίδι του στο Μιλάνο, πριν τον πόλεμο. Είναι νέος εκεί, ξένοιαστος, χαρούμενος. Να έρθεις και στην Ελλάδα, του λέω. Κατεβάζει το κεφάλι. Τι λέω κι εγώ; Μες στο γκρι του κοστούμι, με γυαλισμένα τα μαύρα παπούτσια, ευθυτενής αλλά κουρασμένος, ξέρει πως δεν θα μπορέσει εύκολα να ξαναβγεί από τη χώρα. Είμαι προκλητική, η κούραση με κάνει αγενή.
Το ξεπερνάμε. Περιμένουμε περίπου μια ώρα, να μαζευτούμε όλοι, να ξεκινήσουμε. Δεν έρχονται άλλοι. Οι βαριεστημένοι ταξιτζήδες παίζουν χαρτιά και τάβλι. Κανά δυό μόνο, οι πρώτοι στη σειρά, κυνηγάνε τους περαστικούς φωνάζοντας άγνωστα σε μένα ονόματα πόλεων. Ταλαιπωρημένες φυσιογνωμίες, πολύ διαφορετικές από των διαδηλωτών που αντίκρυζα πριν λίγες μέρες. Συζήτηση και χάζι. Ο νους μου δεν ηρεμεί: η διαπίστευση ασφαλείας, το χαρτί που λέει ότι μπορώ να εισέλθω στη χώρα, να βγάλω τη βίζα, δεν έχει έρθει ακόμη στα χέρια του οδηγού. Καλά που δεν έχω ίντερνετ. Θα υπέφερε κόσμος.
Δείχνω την ανησυχία μου και ο Γκασάν με ρωτάει. Γιατί ήρθα εγώ εδώ; Έχω ετοιμάσει την ιστορία – εν μέρει αληθινή- για να καλύψω την τουριστική μου βίζα και το ταξίδι μου προς τα βόρεια, αν το μπορέσω. «Είσαι χριστιανός ή μουσουλμάνος;». Γελάει, κάνει την χαρακτηριστική κίνηση με την παλάμη, έτσι κι έτσι, «ας πούμε μουσουλμάνος» λέει, «αλλά το σκωτσεζικο ουίσκυ πολύ μου αρέσει». Εμείς οι χριστιανοί κάνουμε τάματα, του λέω. Κι έχω τάμα το προσκύνημα στο μοναστήρι της Αγίας Θέκλας, στη Μααλούλα, από τότε που απήγαγαν τις μοναχές οι ισλαμιστές. Από το 2013, έπρεπε να περιμένω ως το 2019, την όποια ειρήνη.
Τα μάτια του γεμίζουν. Ντρέπομαι. «Πρεπει να μιλήσουμε», μου λέει έντονα. «Πρέπει να γνωρίσεις τη γυναίκα μου, που μιλάει άριστα αγγλικά», και χτυπάει το χέρι με δύναμη στο μπράτσο του καθίσματος. «Εσύ είσαι φίλη της Συρίας!». Ο μουσουλμάνος φίλος μου, με υιοθετεί, την ψεύτρα και γι’ αυτόν τη χριστιανή του προσκυνηματικού τουρισμού, μιας αιχμής στην τραγωδία της Συρίας. Όταν ο ταξιτζής πάει να τον βάλει στο κόλπο για να μου πάρει περισσότερα, τον μαλώνει και καθαρίζει για μένα. Μου δείχνει, μου εξηγεί χρησιμοποιώντας το κομπιούτερ στο iPhone X που κρατάει.
Ο οδηγός μπαίνει στο ταξί. Ανοίγει και τα τέσσερα παράθυρα, και βάζει τσιφτετέλια διαπασών. Ξεκινάμε. Τα κατάμαυρα κουρτινάκια που έχει περάσει στα παράθυρα ανεμίζουν, ο Γκασάν κι ο ταξιτζής – σύριος κι αυτός – το ρίχνουν στο τραγούδι. Διασχίζουμε το Λίβανο προς Συρία, στη πλούσια Στούρα, την οικονομική καρδιά της κοιλάδας Μπεκά, μας κερνάει ο ταξιτζής νερό και καφέ, σταματάει να ψωνίσει κάτι που του ζήτησε η γυναίκα του από το σουπερ μάρκετ, και παρατηρώ τα ονόματα των δύο καταστημάτων ρούχων της γωνίας που σταθήκαμε. «Νάρκος» και «Μαφία». Διαδηλώσεις ξεδιαδηλώσεις, το Νέτφλιξ κυριαρχεί.
Δίνω στον Γκασάν τα χρήματα για τη βίζα, όπως μου ζητάει, όταν φτάνουμε στα σύνορα. Οι ουρές είναι μικρές, προχωράνε γρήγορα, όμως εκείνος πάει στον άδειο γκισέ των διαβατηρίων για διπλωμάτες και κανονίζει εκεί τα πάντα μες σε δύο λεπτά. Κι ύστερα μου λέει, «έλα, έλα να χαιρετίσω κι ένα φίλο μου, να τον δεις κι εσύ!». Ο φίλος του είναι ο διοικητής. Κάθεται στο ακριβό του γραφείο, με τις δερμάτινες πολυθρόνες ένα γύρο και με καλοσωρίζει στη Συρία στα αγγλικά. Θυμάμαι τα καλογυαλισμένα παπούτσια- νυν ή συνταξιούχος στρατιωτικός, υποψιάζομαι, ο καινούριος μου φίλος.
Οι φωτογραφίες στα σύνορα αποφεύγονται, ως γνωστόν. Όμως, από μέσα από το ταξί κλέβω στα γρήγορα μία: το καλοσώρισμα στην Συρία – «με αγάπη και ειρήνη»… Πολύ πιο αναμενόμενο από τις δεκάδες γιγαντοαφίσσες του Πούτιν στη λιβανέζικη πλευρά των συνόρων. Δεν είναι οι ίδιες των προηγούμενων λιβανέζικων εκλογών – όταν ο Πούτιν συμβόλιζε την ισχυρή Συρία και άρα την αντίσταση, για κάποιους-, είναι αλλοιώτικες, φρέσκες. Ο Πούτιν συμβολίζει ακόμη, όμως, την ισχυρή Συρία. Στο Λίβανο. Οι εικόνες του εξαφανίζονται μετά το Λίβανο, στα σύνορα, για να αντικατασταθούν από αυτά των δύο Άσαντ, πατρός και υιού, με τα πρώτα χιλιόμετρα στη Συρία. Ο μορφή του σημερινού ηγέτη συχνότερη, άλλοτε με πολιτικά, άλλοτε με παραλλαγή, σε τοίχους, αψίδες, φυλάκια.
Η πρώτη εικόνα της Συρίας δείχνει μια χώρα πολύ πιο συγκροτημένη και οργανωμένη από τον Λίβανο, κι ας την συντάραξε πιο πρόσφατα πολυετής πόλεμος. Κτίρια πεντακάθαρα, φρεσκοβαμμένα, υπάλληλοι δραστήριοι και προσεκτικοί, κόσμος που εξυπηρετείται σχεδόν αμέσως, ευγενικοί φαντάροι και αστυνομικοί, αν και δεν αφήνουν τίποτε να περάσει απαρατήρητο. Στα σύνορα αυτό. Γιατί, στα τέσσερα από τα πέντε μπλόκα που μας σταματούν πριν μπούμε στη Δαμασκό, ο έλεγχος είναι μάλλον τυπικός. Διαβατήριο, άνοιγμα το πορτμπαγκάζ, κλείσιμο το πορτμπαγκάζ, γεια σας. Μόνο στο τελευταίο μπλόκο, μόλις μπούμε στην πόλη, ελέγχουν το διαβατήριο, βγαίνουν φακοί, η βαλίτσα ανοίγει, σηκώνουν το μπουφάν, κοιτάνε τι κουβαλάω. Με ευγένεια, αλλά προσεκτικά.
Μπαίνουμε στην πόλη με το φεγγάρι ολόγιομο, κόκκινο σχεδόν. Θυμάμαι τη γιαγιά τη Βιργινία «Αν το φεγγαρι είναι κόκκινο, αδελφικό αίμα χύνεται». Αυτές τις κουβέντες της γιαγιάς πάντα τις θεωρούσα σαχλαμάρες… Ως τη Δαμασκό.