της Γεωργίας Κριεμπάρδη

«Έχουμε μάθει εδώ και ενάμιση χρόνο να φοβόμαστε» είπε στην εκπομπή του Νίκου Ευαγγελάτου Live News η πρόεδρος συλλόγου γονέων και κηδεμόνων 2ου Δημοτικού Ληξουρίου, Αθανασία Λουκέρη, μιλώντας για την απόφαση του συνόλου των γονέων της περιοχής να μη στείλουν για μια εβδομάδα τα παιδιά τους στο σχολείο, εξαιτίας της τεράστιας έξαρσης κρουσμάτων.

Στέκομαι στη φράση που είπε. «Έχουμε μάθει εδώ και ενάμιση χρόνο να φοβόμαστε». Γονείς φοβούνται να στείλουν τα παιδιά τους σχολείο, μην κολλήσουν, μιας και η πανδημία βρίσκεται στο αποκορύφωμα της, μετρώντας καθημερινά παραπάνω από 50.000 κρούσματα σταθερά τις τελευταίες ημέρες.

Μεγάλο πράγμα ο φόβος. Σε άγει και σε φέρει. Για την επικοινωνιακή διαχείριση της πανδημίας από την κυβερνητική ηγεσία, μέσω της χειραγώγησης, χρηματοδοτώντας ορισμένα, φιλικά προς την κυβέρνηση Μ.Μ.Ε., τα οποία ακολουθούσαν μία μέθοδο εκφοβισμού των πολιτών είχαμε μιλήσει ενδελεχώς στην εκπομπή «Κοινωνία, Ώρα Press», με τον ακαδημαϊκό ερευνητή, αναπληρωτή καθηγητή του Τμήματος Δημοσιογραφίας και Μ.Μ.Ε. του Α.Π.Θ., Αντώνη Σκαμνάκη.

Η κυβέρνηση πάτησε στον φόβο κι όχι στην ενημέρωση. Κι αυτό είναι ένα από τα σημαντικά λάθη στη διαχείριση της πανδημίας. Από την αρχή της πανδημίας, οι εικόνες που άρχισαν να μεταδίδουν τα φιλικά προς την κυβέρνηση προσκείμενα ΜΜΕ είχαν στόχο τον εκφοβισμό των πολιτών. Βία, αίμα, τρομολαγνεία είναι η κιτρινίλα που αρέσκεται να ξερνάει η τηλεόραση. Η τηλεόραση επιθυμεί την υπερβολή.

Ποιος θα ξεχάσει την υπερπροβολή των  εικόνων συνωστισμού στην Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης, κατά το πρώτο κύμα του προηγούμενου έτους, που όπως αποδείχθηκε εν τέλει επρόκειτο για παραπληροφόρηση. Εικόνες τραβηγμένες με τηλεφακό. Εκτός από την πρωτογενή αναπαραγωγή ωστόσο των εν λόγω στιγμιοτύπων, εξίσου προβληματική ήταν και η οργανωμένη αναμετάδοση των τρομολαγνικών εικόνων και από τα άλλα Μέσα. Εικόνες ακόμα και μέσα από τις ΜΕΘ. Αλήθεια, ειδησεογραφικά, σε τι εξυπηρετούσε αυτό στο κομμάτι του ρεπορτάζ και της πληροφορίας;

Φόβος για τα πάντα. Στην αρχή, ο φόβος για το άγνωστο. Ένας άγνωστος ιός άλλαξε τις ζωές μας. Φόβος για το πώς μεταδίδεται, πώς μας επηρεάζει, τι θα αλλάξει στην κοινωνία και πόσο. Ύστερα, ο φόβος που ακολούθησε τα μέτρα προστασίας. Πώς φοριέται σωστά η μάσκα, πόσο προστατεύει, φόβος αν πλένουμε καλά τα χέρια, φόβος για το πώς μεταδίδεται ο ιός.

Έπειτα, ήταν ο φόβος του πού μεταδίδεται. Κυβερνητικά στελέχη και δη ο υπουργός Μεταφορών να επιμένουν πως τα ΜΜΜ δεν αποτελούν εστίες υπερμετάδοσης. «Άρα στο λεωφορείο, αν φοράω μάσκα, είμαι ασφαλής;» αναρωτιόταν ο πολίτης στριμωγμένος με άλλους συνεπιβάτες στο λεωφορείο. Φόβος μην περπατάς στο ίδιο πεζοδρόμιο με άλλους, μη βγαίνεις σε πλατείες, ενώ στα ΜΜΜ παρέμενες στριμωγμένος.

Κι ύστερα ο φόβος του ελέγχου. Η κυβέρνηση επένδυσε σε ανθρώπινο δυναμικό στην ΕΛΑΣ και σε αστυνομικά οχήματα, τα οποία όργωναν τους δρόμους σε ένα ανελέητο κυνήγι πολιτών. Πολιτών που φοβόντουσαν -υπό την απειλή προστίμου- να κατεβάσουν τη μάσκα να φάνε ένα τοστ ή να γυρίσουν 5 λεπτά αργότερα σπίτι τους από την απαγόρευση νυχτερινής κυκλοφορίας.

Κι έπειτα, ο φόβος του εμβολίου. Ο φόβος του εμβολίου ως επακόλουθο μιας γενικότερης καχυποψίας απέναντι σε όσα άκουγαν τόσο καιρό οι πολίτες. Ο κόσμος είχε μάθει έναν χρόνο να φοβάται. Κι έτσι φοβήθηκε και το εμβόλιο. Και τα Μέσα συνέχιζαν να χτίζουν τον φόβο, πατώντας στις παρενέργειες. «Και τι θα πάθω αν δεν το κάνω; Τι παρενέργειες θα έχω; Αν νοσήσω ανεμβολίαστος, θα πεθάνω; Πόσο με προστατεύει; Θα πάθω θρόμβωση; Φοβάμαι». Αυτές οι σκέψεις γυρνούσαν στο μυαλό των πολιτών. Υπό την απειλή νέων μεταλλάξεων, θανάτου και τρομολαγνικών εικόνων, τα ΜΜΕ και πάλι εκφόβιζαν. Αυτό έφερε και τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Πολλοί, πάλι από φόβο δεν εμβολιάστηκαν. Είπαμε, μεγάλο πράγμα ο φόβος.

Πια, κοινωνικός διχασμός. Ταμπέλες «εμβολιασμένοι», «ανεμβολίαστοι» και φόβος για το τι μέλλει γενέσθαι. Τι μέλλει γενέσθαι για την υγεία, την οικονομία, την κοινωνία, την ίδια μας την ύπαρξη εν τέλει.