Η επιστολή Δοξιάδη στρέφεται κατά του δημοσιογράφου λόγω σχολίων του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατά της εκλεκτής του Μαξίμου, Ειρήνης Αγαπηδάκη και των δικών της σχολίων στα social media, την εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην κυβέρνηση.

«Σε αυτό το ιστορικό έντυπο, εδώ και κάποια χρόνια γράφει κάποιο υποκείμενο ονόματι Δημήτρης Ν. Μανιάτης. Κάποτε είχα διαβάσει ένα άρθρο του και αηδίασα, αλλά απέδωσα την αηδία απέδωσα στην πολιτική του, που μου ήταν απεχθής. (Την οποία σημειωτέον το άτομο αυτό άλλαξε, με την αλλαγή κυβέρνησης). Όμως ακούω πού και πού το όνομά του τελευταία από φίλους, για χυδαίες αναρτήσεις του στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, όπου μάλιστα έχει επιλέξει ως φωτογραφία του μια νεανική του Στάλιν, υποθέτω για να προκαλέσει και να μας δείξει πόσο αντισυστημικός είναι. Για ένα δημοσιογράφο μεγάλης εφημερίδας, όμως, και αυτές οι αναρτήσεις στα ΜΚΔ είναι μέρος της εικόνας του άρα και της εργασίας του, και δυστυχώς τις χρεώνεται, έστω έμμεσα, η εφημερίδα που του δίνει χώρο και λόγο να εκφράζει τις απόψεις του γραπτά» γράφει μεταξύ άλλων ο συγγραφέας, που στη συνέχεια γίνεται πιο επιθετικός:

«Δεν ξέρω αν το υποκείμενο αυτό έχει πρόβλημα σεξουαλικό, ψυχοπαθολογικό, κοινωνικό κόμπλεξ ή πάσχει από εντελώς αναίτιο ναρκισσισμό ή μεγαλομανία–και τα δύο αντικειμενικά αδικαιολόγητα σε ένα άτομο με κανένα ουσιαστικό επίτευγμα στη ζωή του, πέραν του εξυπνακισμού και της χυδαιολογίας. Δεν με αφορούν όμως τα κίνητρα, ο ψυχισμός ή τα πρόβλήματά του.»

Ενώ αμέσως μετά μας πληροφορεί ότι «ανεχόταν» να γράφει στο ίδιο έντυπο με τον δημοσιογράφο, συνεχίζοντας τους χαρακτηρισμούς. «Ως τώρα, το γεγονός ότι το άτομο αυτό έγραφε στα ᾽Νέα᾽, όπου έγραφα και εγώ, το ανεχόμουν, γιατί λόγω ηλικίας έχω συνηθίσει κάπως να δέχομαι τη συνθετότητα του κόσμου, ακόμα και τα απορρίματά του, και ξέρω ότι αν ζητάς την απόλυτη τελειότητα μπορεί τελικά να κάθεσαι σπίτι σου και να μη μιλάς σε κανέναν.»

Ο Δοξιάδης υποστηρίζει έπειτα ότι αφορμή γι αυτήν του την επίθεση είναι ότι «το χυδαίο αυτό υποκείμενο, που θέλει να λέγεται δημοσιογράφος, άρχισε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να επιτίθεται με βρωμερό τρόπο στην Ειρήνη Αγαπηδάκη, μια άξια και σπουδαία ελληνίδα, μια γυναίκα που έχει δώσει αμέτρητους αγώνες, από την καθημερινότητά της και τη δουλειά της κοντά στους δυστυχισμένους, στο δημόσιο σύστημα υγείας, κοντά στους φοιτητές της, ως ακαδημαϊκή δασκάλα, αλλά κυρίως και ως ενεργή πολίτης, με τον δημόσιο λόγο της αλλά και τους αγώνες της για την κοινωνική δικαιοσύνη, το κράτος δικαίου και την υπεράπιση των αδυνάτων».

Κλείνοντας, ο Δοξιάδης ζητάει από τη διοίκηση της εφημερίδας να δείξει «επιλεκτικότητα» και να «σεβαστεί την ιστορία της», δηλαδή την απόλυση του δημοσιογράφου.

Ολόκληρο το κείμενο του Δοξιάδη

ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ “ΤΑ ΝΕΑ”

Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφώ (αραιά αλλά αποκλειστικά, από έντυπα μέσα) στην εφημερίδα ᾽Τα Νέα᾽, ύστερα από την τιμητική πρόσκλησή της Διεύθυνσης, αλλά και καλών φίλων δημοσιογράφων. Πολύ πρόσφατα δημοσίευσα εκεί ένα ολοσέλιδο άρθρο για τα ασυνόδευτα παιδιά, και το προσεχές Σάββατο είχα υποσχεθεί να δώσω μια συνέντευξη για το ίδιο θέμα στην υπεύθυνη του δικαστικού ρεπορτάζ κυρία Μίνα Μουστάκα, μια γυναίκα τίμια και γενναία, μια εξαίρετη δημοσιογράφο που κοσμεί το επάγγελμά της. Πριν από λίγο όμως της τηλεφώνησα και ματαίωσα τη συνέντεξή μου. Και της ζήτησα να ενημερώσει τη διεύθυνση της εφημερίδας ότι δεν θα συνεχίσω να αρθρογραφώ στα ᾽Νέα᾽, υπό τις παρούσες συνθήκες.

Εξηγούμαι:

Με τα ῾Νέα᾽ μεγάλωσα. Αυτά διάβαζε ο πατέρας μου, παλιός κεντρώος. Από εκεί γνώρισα το χιούμορ του Φωκίωνα Δημητριάδη και του Κώστα Μητρόπουλου, την πολιτική ανάλυση αστέρων όπως ο Λέων Καραπαναγιώτης, το πολιτιστικό ρεπορτάζ του Γιώργου Πηλιχού, το γνήσια ελληνικό χιούμορ του Δημήτρη Ψαθά, τη φιλολογική σοφία του Γ. Π. Σαββίδη. Αλλά και μέχρι πρόσφατα, οι δημοσιογράφοι που κόσμησαν την πολιτική αρθρογραφία, όπως ο Κώστας Ρεσβάνης, από εκεί δίδασκαν την κοινή γνώμη ήθος. Και σίγουρα παραμένουν και σήμερα εκεί άξιοι δημοσιογράφοι και αρθρογράφοι και σήμερα, φίλοι καλοί, που τιμώ και σέβομαι–που δεν τους αναφέρω για να μην ξεχαστώ και αδικήσω κανέναν.

Κι όμως, σε αυτό το ιστορικό έντυπο, εδώ και κάποια χρόνια γράφει κάποιο υποκείμενο ονόματι Δημήτρης Ν. Μανιάτης. Κάποτε είχα διαβάσει ένα άρθρο του και αηδίασα, αλλά απέδωσα την αηδία απέδωσα στην πολιτική του, που μου ήταν απεχθής. (Την οποία σημειωτέον το άτομο αυτό άλλαξε, με την αλλαγή κυβέρνησης). Όμως ακούω πού και πού το όνομά του τελευταία από φίλους, για χυδαίες αναρτήσεις του στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, όπου μάλιστα έχει επιλέξει ως φωτογραφία του μια νεανική του Στάλιν, υποθέτω για να προκαλέσει και να μας δείξει πόσο αντισυστημικός είναι. Για ένα δημοσιογράφο μεγάλης εφημερίδας, όμως, και αυτές οι αναρτήσεις στα ΜΚΔ είναι μέρος της εικόνας του άρα και της εργασίας του, και δυστυχώς τις χρεώνεται, έστω έμμεσα, η εφημερίδα που του δίνει χώρο και λόγο να εκφράζει τις απόψεις του γραπτά.

Δεν ξέρω αν το υποκείμενο αυτό έχει πρόβλημα σεξουαλικό, ψυχοπαθολογικό, κοινωνικό κόμπλεξ ή πάσχει από εντελώς αναίτιο ναρκισσισμό ή μεγαλομανία–και τα δύο αντικειμενικά αδικαιολόγητα σε ένα άτομο με κανένα ουσιαστικό επίτευγμα στη ζωή του, πέραν του εξυπνακισμού και της χυδαιολογίας. Δεν με αφορούν όμως τα κίνητρα, ο ψυχισμός ή τα πρόβλήματά του.

Ως τώρα, το γεγονός ότι το άτομο αυτό έγραφε στα ᾽Νέα᾽, όπου έγραφα και εγώ, το ανεχόμουν, γιατί λόγω ηλικίας έχω συνηθίσει κάπως να δέχομαι τη συνθετότητα του κόσμου, ακόμα και τα απορρίματά του, και ξέρω ότι αν ζητάς την απόλυτη τελειότητα μπορεί τελικά να κάθεσαι σπίτι σου και να μη μιλάς σε κανέναν.

Όμως αυτές τις μέρες έγινε κάτι που μπήκε στον ιδιωτικό μου χώρο, με τρόπο που δεν μου είναι ανεκτός. Το χυδαίο αυτό υποκείμενο, που θέλει να λέγεται δημοσιογράφος, άρχισε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να επιτίθεται με βρωμερό τρόπο στην Irene Agapidaki, μια άξια και σπουδαία ελληνίδα, μια γυναίκα που έχει δώσει αμέτρητους αγώνες, από την καθημερινότητά της και τη δουλειά της κοντά στους δυστυχισμένους, στο δημόσιο σύστημα υγείας, κοντά στους φοιτητές της, ως ακαδημαϊκή δασκάλα, αλλά κυρίως και ως ενεργή πολίτης, με τον δημόσιο λόγο της αλλά και τους αγώνες της για την κοινωνική δικαιοσύνη, το κράτος δικαίου και την υπεράπιση των αδυνάτων.

Με την Ειρήνη συναντηθήκαμε στην υπόθεση της υπεράσπισης των Οκτώ τούρκων ικετών, όπου θαύμασα το θάρρος, τον λόγο, την ψυχική της δύναμη και την παρρησία της. Και λόγω αυτών των αρετών αλλά και καθενός πράγματος που ἐμαθα για αυτήν από τότε, την πρότεινα ανεπιφύλακτα στον πρωθυπουργό ως Εθνική Συντονίστρια στο έργο που ανέλαβε υπό την ευθύνη του, “Kανένα Παιδί Μόνο.” Δεν υπάρχει καλύτερο πρόσωπο στην Ελλάδα για αυτό από την Ειρήνη. Κανείς και καμία δεν έχει τον συνδυασμό των ικανοτήτων της, και είναι προς τιμήν του πρωθυπουργού ότι το κατάλαβε και της ανέθεσε το έργο.

Πέρα λοιπόν από αγαπημένη φίλη, και μια ελληνίδα που θαυμάζω υπερβολικά, η Ειρήνη είναι πλέον και η στενή μου συνεργάτης, ως ψυχή ενός έργου στο οποίο πιστεύω βαθειά. Πολλές επιθέσεις έγιναν τελευταία εναντίον της από ακροδεξιούς, ακροαριστερούς και τάχα φιλελεύθερους, ενώ δέχθηκε πλήθος σεξιστικές επιθέσεις–όπου παρεμπιπτόντως δεν είδα κανέναν από κατ᾽ επάγγελμα δικαιωματιστές, κανέναν που τάχα φλέγεται για τα δικαιώματα των γυναικών, να βγει δημόσια να την υποστηρίξει. Μόνο άνθρωποι με θάρρος και αξιοπρέπεια σαν τον κύριο Γιώργο Προκοπάκη, ή κάποιοι άξιοι λειτουργοί του Τύπου, που τιμούν το παλιό τους επάγγελμα, σαν τον κύριο Κώστα Ρεσβάνη.

Η Ειρήνη είναι συνοδοιπόρος μου σε ένα ωραίο αγώνα, όπου με τιμά να συμμετέχω υπό τη δική της ηγεσία. Όσοι τη βρίζουν τη δουλειά τους κάνουν, και ας τους κρίνει ο καθένας όπως θέλει. Για όλους αυτούς νοιώθω παγερά αδιάφορος. Αλλά όταν της επιτίθεται με τον χυδαιότερο, αγοραίο, σεξιστικό τρόπο του, ο σταλινόμορφος δημοσιογραφίσκος των ᾽Νέων᾽, το παίρνω προσωπικά. Με το ίδιο το άτομο φυσικά δεν θα ασχοληθώ. Δεν χάνω αναίτια τον χρόνο μου. Δεν μου είναι όμως πλέον ανεκτό να δημοσιεύω τις απόψεις μου στην εφημερίδα που του δίνει επίσημο βήμα.

Λυπάμαι, φίλες και φίλοι στα ᾽Νέα᾽. Λυπάμαι για όσους διοικούν την εφημερίδα, που τους εκτιμώ και τους σέβομαι, αν δεν ανταποδίδω πλέον την τιμή που μου κάνατε καλώντας με να γράφω στις σελίδες σας. Αλλά διαλέγω προσεχτικά τις παρέες μου, και τα σπίτια που με καλούν. Θα ήταν ευχής έργον την ίδια επιλεκτικότητα να δείξει και η εφημερίδα, τιμώντας–αν μη τι άλλο– την ιστορία της.