Η επισιτιστική ή αλλιώς διατροφική κυριαρχία, αποτελεί έναν όρο που αναδείχθηκε την δεκαετία του ‘90 και αποτελεί δημιούργημα του κινήματος «Via Campesina» (Αγροτικός Δρόμος), που ασχολείται και εκπροσωπεί μεταξύ άλλων τη μικρή γεωργική παραγωγή, τους νέους και τους ακτήμονες αγρότες.

Η διατροφική κυριαρχία, δεν αποτελεί φυσικά την κυριαρχία μιας συγκεκριμένης διατροφικής συνήθειας ή τρόπου ζωής, πόσο μάλλον την επιβολή κάτι τέτοιου. Σημαίνει, όπως και άλλες έννοιες, για παράδειγμα και η λαϊκή κυριαρχία, τον έλεγχο πάνω σε κάτι που θα έπρεπε έμμεσα ή άμεσα να θεωρείται «δικό μας». Για αυτό και στην αγγλική γλώσσα, η έννοια δεν μεταφράζεται ως Nutritional Domination αλλά ως Nutritional Sovereignty.

Στα μέσα λοιπόν της δεκαετίας του ‘90, οι αγρότες κυρίως της Λατινικής Αμερικής, αντιλαμβάνονται ότι στον κόσμο ο οποίος οδεύει αλματωδώς προς την παγκοσμιοποίηση, καλλιεργούσαν για να διατεθούν τα προϊόντα τους υπερτοπικά και υπερεθνικά, ενώ οι ίδιοι είχαν ελάχιστα κέρδη από την παραγωγή.

Η διατροφική κυριαρχία ξεκινά από τον σπόρο τον οποίο θα φυτέψει ο αγρότης, για τον οποίο πρέπει να συμφωνεί η κοινότητα. Στη συνέχεια εξετάζονται μια σειρά παραμέτρων όπως σε ποια γη θα φυτευτεί, σε ποιον ανήκει η γη, με τι μέθοδο θα την καλλιεργήσει ο αγρότης, με ποιον τρόπο αυτή η τροφή θα μετακινηθεί από εκεί που παράγεται μέχρι τον καταναλωτή, αν θα υπάρχουν μεσάζοντες και πόσοι θα ‘ναι, τι συνθήκες εργασίας θα έχουν όλοι οι άνθρωποι που συμμετέχουν εκεί, ακόμα και σε ποιον ανήκει το νερό που θα παρασχεθεί στην καλλιέργεια.

Ο έλεγχος της «γραμμής» παραγωγής της τροφής, είναι στη πραγματικότητα υπόθεση περισσότερων ανθρώπων από όσους τώρα αφορά. Ο έλεγχος των μεθόδων καλλιέργειας, εργασίας στο χωράφι, ακόμα και συγκομιδής της σοδειάς, αποτελούν στοιχεία που αφορούν άμεσα τον καταναλωτή. Ωστόσο οι περισσότεροι άνθρωποι βλέπουν το προϊόν αυτό καθεαυτό, το λαμπερό του χρώμα και την τιμή που έχει, χωρίς να κοιτάζουν το μεγαλύτερο κόστος που έχει στην υγεία ή χωρίς να ενδιαφέρονται για το πως έχει παραχθεί. Την ώρα μάλιστα που οι περιπτώσεις όπως αυτή της Μανωλάδας, σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας και της Μονσάντο σε σχέση με τη χρήση χημικών σκευασμάτων, αυξάνονται όσο η γη γίνεται εμπόρευμα, που πωλείται κατά εκτάρια σε μεγάλες εταιρείες παραγωγής ή ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων.

Ένα διαφορετικό μοντέλο παραγωγής – Ένα διαφορετικό μοντέλο ζωής

Τί τρώμε όμως; Πώς θα έπρεπε να λειτουργεί η παραγωγή; Είναι βιώσιμο ένα άλλο μοντέλο παραγωγής; Μπορεί ο απλός πολίτης να κυριαρχήσει και να ελέγξει τη διατροφή του από τον σπόρο ως το προϊόν στο ψυγείο του; Μια πρωτοβουλία από τη Θεσσαλονίκη λέει «φυσικά και μπορούμε». Το «Agroecopolis», ασχολείται μεταξύ άλλων με τη σύνδεση παραγωγού και καταναλωτή, βοηθώντας τους πρώτους να μπουν στο χώρο της γεωργίας και να χρησιμοποιούν αγρο-οικολογικές μεθόδους και τους δεύτερους να έχουν λόγο στο τι τρώνε, ελέγχοντας επί της ουσίας τη παραγωγή. Επιπλέον, επιχειρεί να δημιουργήσει δίκτυα τέτοια που να βασίζονται στις ανθρώπινες ανάγκες και σχέσεις.

Σε πρόσφατο δελτίο Τύπου της δράσης τους γράφουν αναλυτικά το πως η ανάγκη για τις πρακτικές αυτές, αναδείχτηκε ακόμα περισσότερο κατά τη διάρκεια του Lockdown και εν μέσω πανδημίας του SARS-COV2. Γεωργικά προϊόντα τα οποία έρχονταν στα χέρια των καταναλωτών, καθαρίζονταν με νερό και σαπούνι προκειμένου να είναι σχετικά ασφαλή προς βρώση. Αυτό γιατί η αλυσίδα από το χωράφι μέχρι τον καταναλωτή, σε περιπτώσεις τόσο μαζικής παραγωγής όπως αυτής των προϊόντων που καταλήγουν στα ράφια των Super Market, είναι τεράστια. Επομένως το χάσμα ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή, δεν επιτρέπει τον έλεγχο πάνω στο ίδιο το προϊόν.

Επίσης την ίδια ώρα που οι μεγάλες αλυσίδες εν μέσω πανδημίας κορονοϊού, αύξαναν τα κέρδη τους, οι μικροί παραγωγοί εκ των πραγμάτων αδυνατούσαν να πουλήσουν τα προϊόντα τους, καθώς βασίζονται κυρίως στην τοπικότητα. Έτσι λοιπόν εφόσον οι λαϊκές αγορές και τα καταστήματα που προμηθεύονται ντόπια προϊόντα, είχαν αναστείλει τη λειτουργία τους, μεγάλα κομμάτια της παραγωγής, παρέμεναν απούλητα και πολλοί αγρότες αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν οικονομικά.

«Η καθαρή τροφή, η εποχικότητα, η τοπικότητα και οι μικρές αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων, μας προσφέρουν τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τους παραγωγούς μας και να στηρίξουμε τις τοπικές οικονομίες. Η Κοινωνικά Υποστηριζόμενη Γεωργία μας προσφέρει το πλαίσιο πάνω στο οποίο δουλεύουμε. H ΚΥΓΕΩ είναι ένα δίκτυο διανομής τροφής που διευκολύνει τις συναλλαγές μεταξύ μικροπαραγωγών βιολογικών προϊόντων και ομάδων καταναλωτών, υπό την προϋπόθεση της διαφάνειας, της συνεργασίας και των άμεσων συναλλαγών μεταξύ καταναλωτών και παραγωγών. Πατώντας λοιπόν στις αρχές της ΚΥΓΕΩ δρούμε σε τοπικό επίπεδο, δουλεύουμε αλληλέγγυα, οργανωμένα και αποτελεσματικά ώστε να έχουμε πρόσβαση σε καθαρή, υγιεινή, εποχιακή τροφή όλο το χρόνο σε κάθε γωνιά της χώρας», αναφέρει μεταξύ άλλων το δελτίο Τύπου.

Super Market στη καραντίνα

Πράγματι οι μεγάλοι κερδισμένοι την περίοδο της καραντίνας αναδείχθηκαν τα Super Market. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με μετρήσεις της εταιρείας οικονομικών αναλύσεων IRI, την περίοδο 24 Φεβρουαρίου έως 10 Μαΐου 2020, σε διάστημα δηλαδή έντεκα εβδομάδων από την εμφάνιση κρουσμάτων κορονοϊού στην Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία για τις ταχυκίνητες κατηγορίες τα κέρδη των Super Market, μόνο στην Ηπειρωτική Ελλάδα και τη Κρήτη, ανήλθαν σε 1,561 δισ. ευρώ για την περίοδο 24/02/2020-10/5/2020 σε σχέση με την περίοδο 25/02/2019-12/5/2019 οπότε και ανήλθαν σε 1,262 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 23,7%.

Παράλληλα το μεγαλύτερο μερίδιο των αγοραζόμενων προϊόντων αποτέλεσαν τα τρόφιμα.

Μικρές κοινότητες – Ποιοτική τροφή

Η δημιουργία μικρών αγροτικών κοινοτήτων, που θα παράγουν και θα εμπορεύονται βάσει αποφάσεων συνέλευσης τα προϊόντα τους, αν και μη ιδιαίτερα διαδεδομένη πρακτική, δεν είναι νέο σχέδιο. Στην Ισπανία το «γαλατικό χωριό» της Μαριναλέδα, είναι το απόλυτο παράδειγμα αγροτικού συνδικαλισμού, κολεκτιβοποίησης και συλλογικής διαχείρισης των προϊόντων.

Παρόλα αυτά στην υπόλοιπη Ευρώπη οι αγρότες περνούν πολύ δύσκολες μέρες, όταν οι τιμές της αγοράς πέφτουν. Σε πολλές περιπτώσεις αναγκάζονται να πωλούν τα προϊόντα τους σε τιμή κόστους ή και χαμηλότερα. Ωστόσο η συγκεκριμένη κατάσταση δεν είναι μονόδρομος. Η ακτιβίστρια και συμμετέχουσα στο Agroecopolis Τζέννυ Γκιουγκή, μίλησε στο The Press Project, σχετικά με το πως μπορεί αυτή η κατάσταση να αλλάξει.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, βασικό σημείο αναφοράς είναι «αυτό το “όλοι μαζί”». Όπως εξηγεί, ο κάθε καταναλωτής, μπορεί να εγγράφεται και να προπληρώνει για παράδειγμα μια αγροτική σεζόν. Στη συνέχεια, όπως σημειώνει, «θα βρεθούμε λοιπόν όλοι μαζί, αρκετά πριν ο παραγωγός, ή την περίοδο που ο παραγωγός είναι να ξεκινήσει να σπέρνει. Εκεί θα συναποφασίσουμε τι θα φάμε, τι θα μας ταΐσει. Τι σπόρους θα χρησιμοποιήσουμε.

»Ο παραγωγός λοιπόν μετά θ’ αρχίσει να καλλιεργεί και κάθε εβδομάδα ό,τι είναι έτοιμο το συγκομίζει, μας το φέρνει σε ένα σημείο και πάμε και το παίρνουμε. Ή σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να κανονίζουμε και κάποιο home delivery, σε ειδικές περιπτώσεις. Εμείς προκαταβάλουμε κάθε μήνα το ποσό που είναι να δώσουμε και έτσι στην ουσία και οι δύο πλευρές έχουν οφέλη». Με αυτό τον τρόπο, όπως μας λέει, για πρώτη φορά ο αγρότης «αισθάνεται μία σιγουριά και μία ασφάλεια, γιατί ξέρει ότι βρέξει χιονίσει εγώ έχω αυτές τις οικογένειες δίπλα μου».

Στόχος λοιπόν μέσα από το συνολικό αντι-παράδειγμα διάθεσης της τροφής, καλούμενο ως Κοινωνικά Υποστηριζόμενη ΓΕΩργία (ΚΥΓΕΩ) είναι να δημιουργηθούν αυτοί οι δεσμοί μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών, με τελικό σκοπό την απόλυτη βιωσιμότητα και την ποιοτική τροφή, με σεβασμό στη φύση και στον άνθρωπο.

Την ώρα που αναφορές σε «ανυπολόγιστη οικολογική καταστροφή», «καρκινογόνες ουσίες» και «καταστροφή της αγροτικής παραγωγής», αυξάνονται και στη χώρα μας, την ώρα που μια πανδημία πλανάται και θα πλανάται για αρκετά μεγάλο διάστημα, σύμφωνα με τα στοιχεία των λοιμωξιολόγων, πάνω από τον πλανήτη, οι άνθρωποι βρίσκονται μπροστά σε νέα διλήμματα. Ένα εξ αυτών είναι το πως θέλουν να τρέφονται. Η μαζική παραγωγή, με τους τόνους χημικών, μεσαζόντων, εταιρειών και δικτύων διανομής, αν και ιδιαίτερα αποτελεσματική όσον αφορά τις ποσότητες δεν αφορά την υγεία των καταναλωτών. Παράλληλα, παρά την αφθονία τροφής στον δυτικό κόσμο, ή στον «Βορρά», το νότιο τμήμα του πλανήτη αντιμετωπίζει τεράστιες ελλείψεις σε τροφή και μεγάλες μερίδες ανθρώπων έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με τη πείνα.

Σήμερα, που η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά σε μια νέα οικονομική κρίση, την οποία η πανδημία του κορονοϊού επιταχύνει, το υπόδειγμα του πιο αναγκαίου αγαθού για την ύπαρξη, το οποίο είναι η τροφή, αντιμετωπίζεται και πάλι ως εμπόρευμα εξαιτίας του παγκόσμιου κυρίαρχου οικονομικού υποδείγματος. Όπως περιπαικτικά μας είπε και η Τζέννυ Γκιουγκή «δεν γίνεται άλλο. Οδεύουμε προς τον γκρεμό και είμαστε με τον φραπέ στο στόμα. Όντας και Θεσσαλονικιά να βάλω και το δικό μου στοιχείο μέσα. Λοιπόν, κατάλαβες; Αυτό το πράγμα με τρώει».

Οι συνθήκες επιβάλλουν η παραγωγή να πορευτεί σε άλλους δρόμους, να γίνει βιώσιμη και να σιτίζει ποιοτικά, μεγαλύτερες ομάδες πληθυσμού. Στον δυτικό κόσμο έχουμε την επιλογή να διαλέξουμε πως θα κινηθούμε, με πρακτικές που θα έχουν αντίκτυπο και στη μείωση της επισιτιστικής κρίσης στο νότιο ημισφαίριο. Η ερώτηση είναι αν θα χαθεί κι άλλος πολύτιμος χρόνος.

 

*Οι φωτογραφίες του άρθρου αποτελούν ευγενική παραχώρηση του Agroecopolis και προέρχονται από κτήματα συνεργαζόμενων αγροτών.