Για τις εξελίξεις στην Κεντροαριστερά σημείωσε:

«Το αίτημα του κόσμου ήταν ένα σε όλη την προεκλογική περίοδο. ‘Κάντε κάτι να φύγει ο Μητσοτάκης’. Αυτή ακριβώς η λαϊκή απαίτηση και προσδοκία μίας συνεργασίας των προοδευτικών δυνάμεων αποτυπώνεται δημοσκοπικά [σ.σ. στη δημοσκόπηση της opinion poll για το Libre]».

«Η Ελλάδα υπάρχει μέσα σε ένα συγκεκριμένο διεθνές περιβάλλον. Το ‘μεγάλο’ περιβάλλον της Ευρώπης δεν θα μας αφήσει για καιρό ανεπηρέαστους. Η χώρα μας κλονίζεται στο εσωτερικό της από βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση και ο κόσμος βρίσκεται στα όρια των αντοχών του. Το πολιτικό σύστημα οφείλει να δώσει λύση. Αυτό σημαίνει νέα κυβέρνηση προοδευτικής κατεύθυνσης».

«Η συζήτηση έχει ανοίξει ήδη και θα κρατηθεί ανοιχτή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έχω ξαναπεί ότι πρόκειται για συζήτηση αντοχής και όχι ταχύτητας. Άλλωστε, δεδομένων των εξελίξεων, ο διάλογος δεν μπορεί να ωριμάσει σε επίπεδο κορυφής (σ.σ. με το ΠΑΣΟΚ). Άρα δεν υπάρχουν άμεσα οι απαντήσεις αναφορικά με το ακριβές μοντέλο συνεργασίας. Ζούμε μία περίοδο κατά την οποία η κοινωνία δείχνει πιο έτοιμη από το πολιτικό σύστημα».

«Σε κάθε περίπτωση πρέπει να ξεχνάμε πως ό ,τι πηγάζει από την καρδιά της κοινωνίας δεν απαντιέται με συναντήσεις κορυφής και συγκλίσεις εντός κλειστών γραφείων. Η σύγκλιση πρέπει να αποκτήσει στέρεες βάσεις στις κοινωνικές δυνάμεις. Πρέπει να υλοποιηθεί εντός και εκτός βουλής σε όλους τους κοινωνικούς χώρους, στους χώρους δουλειάς, στην αυτοδιοίκηση κ.λπ. Και είναι εξαιρετικά επείγον».

«Η πρωτοβουλία πρέπει να ληφθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ πράγμα το οποίο ανακοίνωσε και ο ίδιος ο Πρόεδρος στην Κοινοβουλευτική Ομάδα. Εκτιμώ ότι έτσι θα γίνει και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πρωταγωνιστήσει. Το οφείλουμε στη βάση να επισπεύσουμε συνεργασίες σε όλα στα επίπεδα και αυτό θα κάνουμε».

Παράλληλα, παραλληλίζοντας τον ανασχηματισμό με τη διαδικτυακή χιουμοριστική ρήση «στάζει το ταβάνι και οι ένοικοι αλλάζουν θέση στα έπιπλα» η Ό. Γεροβασίλη σημείωσε ότι «το μήνυμα των πολιτών δεν ελήφθη από τον πρωθυπουργό. Η ιστορική κατακρήμνιση των ποσοστών της κυβέρνησης μεταφράστηκε ως ανάγκη επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων και όχι ως ανάγκη αλλαγής πολιτικής και νοοτροπίας διακυβέρνησης. Κάτι που διακρίνεται ακόμη και στα πρόσωπα τα οποία είτε δεν άγγιξε ή επέλεξε να επιβραβεύσει κρατώντας τα στο υπουργικό σχήμα από άλλα πόστα».