«Πάμε εκεί για να κατακτήσουμε, όχι για να ελευθερώσουμε. Θα έπρεπε, μου φαίνεται, να είναι χαρά και καθήκον μας να απελευθερώνουμε αυτούς τους λαούς, αφήνοντάς τους να αντιμετωπίσουν τα εσωτερικά τους ζητήματα με τον δικό τους τρόπο. Γι’ αυτό είμαι αντι-ιμπεριαλιστής. Όσο ο αμερικανικός αετός χώνει τα νύχια του σε οποιαδήποτε άλλη γη, θα με βρίσκει απέναντι». Μάρκ Τουαίην

Ίσως το πιο γνωστό κείμενο της θρυλικής του πένας, από τα πολιτικά, να είναι το περίφημο «Προς το πρόσωπο που κρύβεται στο Σκότος»* (To the Person Sitting in Darkness), γραμμένο το Φλεβάρη του 1901, μετά την Εξέγερση των Δίκαιων Γροθιών, τον πόλεμο των Μπόερ και τον πόλεμο των ΗΠΑ στις Φιλιππίνες, που κατέληξε στην επιβολή αμερικάνικης κατοχής για 50 χρόνια.

Η εμπλοκή των ΗΠΑ στην Κίνα και τις Φιλιππίνες όχι μόνο τον έφεραν στην πρώτη γραμμή του κινήματος, αλλά, μήνα το μήνα, χρόνο το χρόνο, ριζοσπαστικοποιούσαν την στάση του και μετέτρεπαν σε αιχμή του δόρατος του αντιπολεμικού κινήματος τα κείμενά του.

«Ξέραμε ότι αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία τους και ότι ήδη πολεμούσαν δύο χρόνια. Ξέραμε ότι υπέθεταν ότι πολεμούσαμε και εμείς, στο πλευρό τους, για τον άξιο σκοπό τους –όπως ακριβώς είχαμε βοηθήσει τους Κουβανούς να πολεμήσουν για την κουβανική ανεξαρτησία. Και τους αφήσαμε να συνεχίσουν να το σκέφτονται. Μέχρι που η Μανίλα ήταν δική μας και μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα χωρίς αυτούς. Μετά δείξαμε το φύλλο που κρατούσαμε… Επιβάλλαμε έναν πόλεμο [στους Φιλιππινέζους] και από τότε κυνηγάμε [να σκοτώσουμε] τους φίλους και συμμάχους μας, ως χθες, μέσα στα δάση και τους βάλτους».

Αυτά, η Κίνα κι οι Φιλιππίνες, οδήγησαν στην πλήρη στράτευσή του, και από τη θέση του αντιπροέδρου του Αντιιμπεριαλιστικού Συνδέσμου της Νέας Υόρκης, γράφει και το συγκεκριμένο κείμενο. Τη θέση του αντιπροέδρου κρατά μέχρι το θάνατό του, μια δεκαετία αργότερα.

Ήταν μια ιδιαίτερη χρονιά το 1901: μόλις, ο προτεστάντης ιερωμένος, Γουίλιαμ Σκοτ Άμεντ, επικεφαλής του Αμερικανικού Συμβουλίου Επιτρόπων για τις Εξωτερικές Ιεραποστολές, πολύτιμου τμήματος της ιμπεριαλιστικής μηχανής, σκόρπιζε εκατομμύρια, που πήγαιναν, υποτίθεται, για «τον εκπολιτισμό και εκχριστιανισμό όσων αδελφών μας ακόμη βρίσκονται στο σκοτάδι».  Η ειρωνία, ο σαρκασμός, το δηλητηριώδες χιούμορ του  Τουαίην, πλήττει αδυσώπητα το διαβόητο «χρέος του Λευκού Ανθρώπου» του Κίπλινγκ, του λευκού ο οποίος «υποχρεώνεται» να «εκπολιτίσει» τους «απολίτιστους» και «αγρίους». «Η επέκταση της Ευλογίας του Πολιτισμού στον αδελφό μας που βρίσκεται στο σκοτάδι, αποδείχθηκε καλή συναλλαγή και πληρώνει καλά, άσε που υπάρχουν πολλά κέρδη να βγουν ακόμη, αν γίνουν προσεκτικοί σχεδιασμοί… Ήμασταν αδίστακτοι», θα γράψει ο Τουαίην.

Στην υπηρεσία του … εκπολιτισμού, ο γνωστός, παλιός κι αποδοτικός, μηχανισμός της αποικιοκρατίας, Ιεραπόστολοι, Εμποροι και Στρατός (3M, Mercenaries, Missionaries, Merchants). Τώρα πια και στην υπηρεσία των ΗΠΑ, που άνοιγαν μόλις τα ιμπεριαλιστικά φτερά τους. Δεν είναι μόνο η χώρα του, όμως, ο στόχος του Τουαίην. Ο πόλεμός του, που ξεκινάει το 1899, είναι πόλεμος ενάντια σε όλες οι αυτοκρατορίες που χτίστηκαν με το αίμα ολόκληρων λαών, στις οποίες προστίθονταν τώρα και οι ΗΠΑ.

«Μέσα σε δεκατέσσερα χρόνια ο Λεοπόλδος του Βελγίου έχει σκόπιμα καταστρέψει περισσότερες ζωές από όσες έχουν σκοτωθεί σε όλα τα πεδία μάχης του πλανήτη τα τελευταία χίλια χρόνια… Είναι περίεργο πως, ο πιο προηγμένος και πιο φωτισμένος αιώνας των αιώνων υπό τον ήλιο, κατέχει και αυτή την φρικτή διάκριση: δημιούργησε αυτόν τον μουχλιασμένο και ευσεβοφανή υποκριτή, αυτό το αιματηρό τέρας, που δεν έχει όμοιό του στην ανθρώπινη ιστορία, που όταν πάει στην κόλαση θα ντρέπονται οι διαβόλοι – κάτι που θα γίνει σύντομα, ας ελπίσουμε».  Μαρκ Τουαίην, 1905, για τα εγκλήματα του Λεοπόλδου στο Κονγκό

Τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Ο νεώτερος Τουαίην είχε υποστηρίξει την προσάρτηση της Χαβάης με κείμενα και λόγους τη δεκαετία του 1860, είχε χαρακτηρίσει δίκαιο τον πόλεμο κατά των Ισπανών, το 1898, θεωρώντας ότι οι ΗΠΑ έπαιρναν έναν κεντρικό απελευθερωτικό, αντι-αποικιοκρατικό ρόλο, συνέχεια της επαναστατικής τους ιστορίας.

Τι τον διέσωσε; τι τον κράτησε όρθιο, συνεχώς, όλο και πιο ορμητικά στραμμένο στο δίκηο, στην αλήθεια των απλών ανθρώπων, την ώρα που συγχρωτιζόταν με προέδρους, εκατομμυριούχους, την ελίτ ενός κόσμου που του προσέφερε αναγνώριση και πλούτο; Φαίνεται στην αυτοβιογραφία του. Εκεί, ο Τουαίην δείχνει όσο πουθενά αλλού την αγάπη του για το λαό. Είναι ανοικτός προς όλους, και τον ..ταξικό εχθρό, αλλά γίνεται τρυφερός με εκείνες τις λαϊκές δυνάμεις που υπεραμύνονται, εν γνώσει ή εν αγνοία τους, τις επαναστατικές αξίες. Έχει δει, από τα παιδικά του χρόνια, τα λυντσαρίσματα και τις κακοποιήσεις των μαύρων σκλάβων, στο Μιζούρι που μεγάλωσε, έχει δει την εκμετάλλευση των εργατών, όταν και ο ίδιος δούλευε τιμονιέρης ατμόπλοιου στο Μισσισσιπή, κι όσο διαβάζει τόσο συνδέει τους επαναστατημένους κάθε εποχής με το λαό του, αναγνωρίζει τα σημάδια, τις αρχές και την αρχή του αγώνα για δικαιοσύνη. Όσο για το χιούμορ και το σαρκασμό, είναι το όπλο του, ο τρόπος του να επιβιώνει, και, το πρόσωπο, η διάκριση της μοναδικότητας του προσώπου είναι η μέθοδος που αυτός, ο πολυταξιδεμένος, διαλέγει για να ενώσει όσα χωρίζουν το λαό του από τους λαούς που συναντάει. «Αυτό που μας σώζει είναι ο όρκος πίστης προς την αλήθεια και όχι ο όρκος πίστης προς τη σημαία», θα πει. Και αυτή την αλήθεια την διακρίνει στο πρόσωπο.

 

«…έχουμε στραφεί ενάντια στους αδύναμους και τους ανάδελφους που μας εμπιστεύτηκαν. Πετάξαμε στα αζήτητα μια δίκαιη, έξυπνη και καλά οργανωμένη δημοκρατία. Μαχαιρώσαμε πισώπλατα έναν σύμμαχο και χαστουκίσαμε τον καλεσμένο μας… Κλέψαμε γη και ελευθερία από το φίλο που μας εμπιστεύτηκε. Βάλαμε τους αθώους νέους μας να φορτωθούν ένα μουσκέτο και να  γίνουν ληστές, κάτω από μια σημαία που οι [μέχρι σήμερα] ληστές είχαν μάθει να φοβούνται, να μην ακολουθούν. Ξεφτιλίσαμε την τιμή της Αμερικής και μελανώσαμε το πρόσωπό της ενώπιον του πλανήτη…»

Η πορεία του Τουαίην, από υποστηρικτής του “αμερικάνικου ρόλου” στην “εξάπλωση του πολιτισμού και της δημοκρατίας”, σε διαπρύσιο πολέμιο του ιμπεριαλισμού και εξεπσιοναλισμού της πατρίδας του, είχε τρεις βασικές επιρροές. Η μία πηγή έμπνευσης για τον Τουαίην – που μέχρι και το 1899 υποστήριζε την “απελευθερωτική πολιτική των ΗΠΑ”- ήταν ο Λέοντας Τολστόι, ο πατέρας του αναρχοχριστιανισμού και κεντρικό πρόσωπο στους αγώνες του Γκάντι, ο οποίος είχε καταδικάσει ήδη τις αμερικάνικες επεμβάσεις όπου γης, ως ουσιαστική συνέχεια των βρετανικών. Και η δεύτερη ήταν η τρίτομη Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης του Τόμας Καρλάυλ. «Όταν τελείωσα  πρώτη φορά τη “Γαλλική Επανάσταση” του Καρλάιλ, το 1871, ήμουν Γιρονδίνος. Κάθε επόμενη φορά, που τη διάβασα, τη διάβασα διαφορετικά, επηρεασμένος και αλλαγμένος από τη ζωή και το περιβάλλον… και τώρα, που αφήνω το βιβλίο για άλλη μια φορά, αναγνωρίζω ότι είμαι πια ένας αβράκωτος! Οχι κανάς χλωμός αβράκωτος, ίσα ίσα ένας Μαρά!», θα γράψει στο φίλο του συγγραφέα Ουίλλιαμ Ντην Χάουλς, το 1887.

Η σύζυγός του, η Ολίβια Λάνγκτον, ήταν όμως ο σημαντικότερος παράγοντας. Εκείνη τον ενέταξε στο δικό της κύκλο των σοσιαλιστών πάσης φύσεως, των φεμινιστριών, των ανθρώπων που αγωνίζονταν ενάντια στη σκλαβιά – κάτι που ο Τουαίην έκανε όλη του τη ζωή. Εκείνη τον σύστησε στον Φρεντερικ Ντάγκλας και την Χάριετ Μπίτσερ Στόου, με τους οποίους βρήκε πολλά κοινά, και κλιμάκωσε, χάρη σ’ αυτούς, τον αντιρατσιστικό και απελευθερωτικό του λόγο, όχι μόνο για τους αφροαμερικάνους αλλά και για τους κινέζους εργάτες, και μια σειρά άλλων πρωτάκουστων, τότε, αγώνων, όπως αυτού για την γυναικεία ψήφο. Ο αντι-ιμπεριαλισμός του Μαρκ Τουαίην ήταν το τελευταίο βήμα στην δική του χειραφέτηση και απελευθέρωση, και τιμή στο πρόσωπο αυτής της σημαντικότατης αγωνίστριας, της «πολυαγαπημένης Ολίβιας».

*Περιττόν, ίσως, να αναφερθεί ότι το κείμενο λογοκρίθηκε όταν δημοσιεύτηκε στην Ευρώπη. Αφαιρέθηκε το όνομα του οσιολογιώτατου πάστορα, όπως και οι αναφορές στον πόλεμο των Δίκαιων Γροθιών.

**Όσο για τη Ρωσία, που ήδη έβραζε, αλλά την επανάστασή της δεν πρόλαβε να τη ζήσει, είχε πει ξεκάθαρα πως επειδή «σε κάτι τέτοια τα ειρηνικά μέσα δεν αποδίδουν», η ανατροπή του Τσάρου έπρεπε να γίνει με βίαια μέσα. «Είμαι επαναστάτης, εκ γενετής, εξ ανατροφής και λόγω αρχών. Είμαι πάντα στο πλευρό των επαναστατών, γιατί ποτέ δεν υπήρξε επανάσταση, χωρίς να προηγηθούν καταπιεστικές και αφόρητες συνθήκες, ενάντια στις οποίες και επαναστατήσαμε».