Οι αθλητές, οι αγωνιστές που με προσωπικό κόπο προχωρούν. Όπως και πολλοί άνθρωποι, πολλοί νέοι στη χώρα. Σε μια χώρα που το κράτος στηρίζει επιλεκτικά πολίτες. Οι αθλητές δεν έχουν το κράτος σύμμαχό τους. Μια χειραψία και μια φωτογραφία σε κάποια νίκη κι αυτό θεωρούν ότι αρκεί. Κι έτσι μόνο τους θυμούνται για λίγα λεπτά τα ΜΜΕ. Κάπως έτσι ξαφνικά ξεπρόβαλε σε όλα τα τηλεοπτικά, ραδιοφωνικά, έντυπα και διαδικτυακά Μέσα η Αντιγόνη Ντρισμπιώτη και είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της λογικής «σε θυμόμαστε για μια μέρα τώρα που έφερες πρωτιά». Η 38χρονη πρωταθλήτρια του βάδην, με καταγωγή από την Καρδίτσα, κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στα 35 χιλιόμετρα του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος, τον Αύγουστο του 2022, στο Μόναχο, αφού τερμάτισε κρατώντας την ελληνική σημαία, καλύπτοντας την απόσταση σε δύο ώρες και 47 λεπτά. Αυτό είναι το πρώτο χρυσό μετάλλιο για το ελληνικό βάδην σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεδομένου ότι το 2004 στην Αθήνα, η Αθανασία Τσουμελέκα στέφθηκε Ολυμπιονίκης.

Τέσσερις ημέρες μετά την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου, η Αντιγόνη Ντρισμπιώτη κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο και στα 20 χλμ. βάδην με ατομικό ρεκόρ (1:29.03), στη διοργάνωση. Κέντρισε το ενδιαφέρον των δημοσιογράφων όχι μόνο για τις διακρίσεις που κατάφερε αλλά και για την προσωπική της ιστορία. Μια 38χρονη από την Καρδίτσα, που ανάμεσα στις σκληρές προπονήσεις της σε γήπεδα και δρόμους της περιοχής, εργάζεται και στο τσιπουράδικο της οικογένειάς της στην πόλη.

Τηλεοπτικά συνεργεία έφτασαν στην Καρδίτσα, έκαναν σχεδόν «κατάληψη» στο τσιπουράδικο, μιλώντας με γείτονες και με τη μητέρα της Αντιγόνης. Η ίδια είχε δηλώσει: «Είναι μια αγωνίστρια. Έπρεπε να δουλεύει για να ζήσει γιατί δεν είμαστε πλούσιοι. Ό,τι πέτυχε το κατάφερε χωρίς κάποια άλλη οικονομική βοήθεια, με την πορεία της να ξεκινά από 12 ετών. Όσο για το αν είχε βοήθεια  από την Πολιτεία, δε θέλω να απαντήσω. Θα πληγώσω την Αντιγόνη και δεν θέλω να απαντήσω. Παλεύει μόνη της. Το τελευταίο διάστημα από την Ολυμπιάδα και μετά, μπορεί και λίγο πιο πριν να υπήρχε κάποια βοήθεια. Αλλά όλα αυτά τα χρόνια, που είναι πολλά, από τα 12 μέχρι τα 36 να πούμε, παλεύει μόνη της. Αυτή, ο προπονητής και η οικογένεια».
Κι όμως η Αντιγόνη ήταν πάντα εκεί, με πολλές διακρίσεις στην πλάτη της. Απλώς τα φλας κοιτούσαν αλλού…

Θα μάθεις τα πάντα για εκείνη στο Στέκι της κυρά-Γιώτας, το τσιπουράδικο που διατηρεί η οικογένειά της. Θα τη δεις να σερβίρει με χαμόγελο. Εκεί και η μαμά της να σε υποδεχτεί με το καραφάκι ανά χείρας. Δε θα πω τίποτα από τα κλισέ των κακών τηλεοπτικών ρεπορτάζ, «μα δείτε μια αγωνίστρια της ζωής, ξεκίνησε ξυπόλυτη και κατέκτησε την κορυφή κι ακόμη παράλληλα δουλεύει». Θα πω ότι είναι μια γυναίκα που ό,τι κάνει το κάνει επειδή το θέλει. Το κάνει με χαρά, με ψυχή. Δεν κουβαλάει τον δίσκο με κατσουφιασμένο πρόσωπο. Δε συνεχίζει τον αθλητισμό «από ανάγκη».

Βρέθηκα στο δεύτερο σπίτι της Αντιγόνης, στο στέκι της κυρά-Γιώτας. Εκεί μεγάλωσε. Η μαμά της εκεί. Με υποδέχτηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο. Καθίσαμε σε ένα τραπεζάκι κάτω από μια φωτογραφία της Αντιγόνης που κρεμόταν στον τοίχο. Είχα απέναντί μου μια μαμά, με όλη τη σημασία της λέξης. Μια μαμά. Συγκινήθηκε, γέλασε, θυμήθηκε στιγμές από τη μικρή Αντιγόνη μέχρι τώρα που μεγάλωσε και «έχει τον δικό της δρόμο», όπως είπε. «Μόνη μου τα μεγάλωσα τα κορίτσια μου. Ποτέ δε ζήτησα κάτι. Δούλευα και δουλεύω όλη μέρα» μου λέει. Το μαγαζί μετρά από το 1991. Όλα μόνη της τα φέρνει βόλτα. Έφτασε να δουλεύει και 23 ώρες τη μέρα, να ξεκουράζεται τα υπόλοιπα λεπτά σε ένα ράντζο στον πάνω όροφο του μαγαζιού. «Εμείς πάμε μπροστά με την αλήθεια μας». Μιλάει για την Αντιγόνη και τα μάτια της λάμπουν. Καμαρώνει. Καμαρώνει για την πρωταθλήτρια, μα πάνω απ’ όλα καμαρώνει για την κόρη της, την Αντιγόνη, τον σπουδαίο άνθρωπο. «Στα 13 της κέρδισε το πρώτο της μετάλλιο στον τοπικό ποδηλατικό αγώνα στην Καρδίτσα. “Αυτό είναι μόνο το πρώτο σου” της είπε εκείνος που της το έδωσε».

Προπονείται όλη μέρα. Δεν υπάρχουν κατάλληλα στάδια για τις προπονήσεις της. Ό,τι κάνει, το κάνει μόνη της. Η μαμά της θυμάται και λέει πάντα για εκείνον τον έναν κοστουμάτο πολιτικό που κάποια στιγμή είχε φέρει ένα ζευγάρι παπούτσια. Ακόμα και τώρα ο δήμαρχος και οι πολίτικοι που …χαίρονταν είναι άφαντοι πρακτικά.

Ξεκίνησε ασχολούμενη σχεδόν από την αρχή με το αγώνισμα του βάδην, κατά προτίμηση από τους δρόμους μεγάλων αποστάσεων. Η πρώτη της επιτυχία ήταν η κατάκτηση της 8ης θέσης στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Παίδων-Κορασίδων. Το 2003 σταμάτησε τον αθλητισμό. Είναι ένα σπάνιο κορίτσι. Βάζει προτεραιότητες. Και για εκείνη προτεραιότητα είναι να παραμένει άνθρωπος, ταπεινή. Έμεινε να βοηθά αποκλειστικά στο μαγαζί, πλάι στη μαμά της. Επανήλθε στις προπονήσεις το 2011 κατακτώντας τη δεύτερη θέση στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα το 2012.Συμμετείχε στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα βάδην το 2013 και κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο στους Μεσογειακούς Αγώνες το 2013 στην Τουρκία. 

Με την κυρία Γιώτα είχαμε μια πολύ ζεστή συζήτηση. Είναι όμορφοι οι άνθρωποι που έχουν καλή καρδιά. Κι αυτή η οικογένεια έχει καλή καρδιά. Παλεύουν μόνες στην πιο δύσκολη πίστα, εκείνη της ζωής. Η κυρία Γιώτα μου περιέγραφε πόσο αγαπά τους ανθρώπους, τα παιδιά, όπως και η Αντιγόνη. Αγαπούν τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως χρώματος, καταγωγής κι άλλων ρατσιστικών φραγμών που θέτει η κοινωνία, κάποιες φορές.

Η Πολιτεία απούσα στη στήριξη, πρώτη στις φωτογραφίες και τις χειραψίες

Για την ελλιπή στήριξη, την υποχρηματοδότηση και τις κακές δομές έχουν επανειλημμένα πολλοί αθλητές μιλήσει. Ο πρωταθλητής των κρίκων, Λευτέρης Πετρούνιας είχε γράψει: «Θέλω να μοιραστώ μαζί σας την πραγματική εικόνα που έχουν σήμερα οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις του Αγίου Κοσμά. Αφορμή η χθεσινή ημέρα, που δυστυχώς δεν ήταν η εξαίρεση αλλά ο κανόνας, με τη βροχή να μας αναγκάζει να σταματήσουμε την προπόνησή μας στο κλειστό γυμναστήριο αφού η σκεπή πλέον δεν μπορεί να την κρατήσει εκτός. Νιώθω πραγματική θλίψη. Στεναχωριέμαι. Σκάω. Είναι αλήθεια ότι έχουμε καταφέρει να βγάζουμε πρωταθλητές και Ολυμπιονίκες κάτω από δύσκολες συνθήκες. Άνισες σε σχέση με τους συναθλητές μας από άλλες χώρες. Βγάζουμε αθλητές υψηλού επιπέδου παρά τους εξοπλισμούς που υστερούν σε σχέση με εκείνους άλλων χωρών. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι θα πρέπει να ξεχνάμε τα αυτονόητα. Η πραγματικότητα που βιώνουμε είναι το χειμώνα να γυμναζόμαστε σε μόλις 3–4 βαθμούς πιο πάνω από την εξωτερική θερμοκρασία και το καλοκαίρι αντίστοιχα, 3–4 βαθμούς πιο κάτω. Κάθε βροχή μας αναγκάζει να σταματάμε την προπόνησή μας και συχνά ο εξοπλισμός μας καταστρέφεται. Αμφιβάλλω πλέον για το πόσο θα κρατήσει η σκεπή από τις βροχές και δεν θα καταρρεύσει. Ξέρω την πραγματικότητα και ειδικά σήμερα που όλοι μας έχουμε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό επηρεαστεί αρνητικά. Καταλαβαίνω απόλυτα ότι υπάρχουν προτεραιότητες πιο σημαντικές από τον Αθλητισμό, όπως είναι η Υγεία και η στήριξη της εργασίας. Δεν μπορώ όμως παρά να σκέφτομαι ότι ο ερασιτεχνικός αθλητισμός χρήζει μιας διαφορετικής αντιμετώπισης. Χρειάζεται μια επανεκκίνηση και στον Αθλητισμό. Θέλουμε την αυτονόητη βοήθεια για να μπορούμε να συνεχίζουμε να σηκώνουμε τη σημαία μας ψηλά και να κάνουμε υπερήφανους τους Έλληνες. Θέλουμε να συνεχίσουμε να εμπνέουμε τα μικρά παιδιά και να φέρουμε όσο γίνεται περισσότερα κοντά στον Αθλητισμό. Χρειαζόμαστε την ελάχιστη στήριξη. Τις αυτονόητες υποδομές. Αυτές που θα μας επιτρέπουν απλά να προπονούμαστε σε φυσιολογικές συνθήκες».

Ήταν το 2021 όταν Μίλτος Τεντόγλου, μετά το χρυσό στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα κλειστού στίβου στο Τορούν της Πολωνίας, είχε δηλώσει: «Όλα για μας φέτος ήταν πολύ δύσκολα. Όλα ήταν εναντίον μας. Η πολιτεία ήταν εναντίον μας, τα στάδια, όλοι άπαντες ήταν απέναντί μας. Ακόμα και τώρα δεν έχουμε κανέναν δίπλα μας κι έτσι έχουμε συνηθίζει γι’ αυτό κι εγώ έχω μάθει να μην τους υπολογίζω. Μόνοι μας είμαστε και κάνουμε ότι μπορούμε, μόνο έτσι μπορείς να πας μπροστά την δεδομένη στιγμή, γιατί λυπάμαι που το λέω αλλά αυτή τη στιγμή η Ελλάδα δεν λειτουργεί».

Το 2021, επίσης, ο χρυσός ολυμπιονίκης στην κωπηλασία Στέφανος Ντούσκος, είχε δηλώσει ότι είχε τη στήριξη του σωματείου του, της οικογένειάς του και της Ομοσπονδίας, αλλά όχι της Πολιτείας.  Όπως είπε, έκανε αμέτρητες ώρες προπονήσεων επί πολλά χρόνια -μένει 330 ημέρες το χρόνο κλεισμένος στο ολυμπιακό κωπηλατοδρόμιο του Σχοινιά- για να πετύχει ένα μεγάλο στόχο και να φτάσει εκεί που θέλει.

Ο αθλητής της άρσης βαρών, Θοδωρής Ιακωβίδης, από το Τόκιο, το 2021, ανακοίνωσε την απόφασή του να βάλει τέλος στην καριέρα του στην Εθνική ομάδα, λέγοντας: «Συγγνώμη αν κάποιοι νομίζουν ότι το βάζω στα πόδια αλλά έχω κουραστεί πολύ και δεν αντέχω άλλο αυτή την κατάσταση. Είναι πολύ λυπητερό να ντρέπεσαι να πας στον φυσιοθεραπευτή γιατί δεν σου παίρνει λεφτά, επειδή ξέρει την κατάσταση σου. Θέλω να σταματήσω, θέλω να ηρεμήσω και το μόνο που θέλω αυτή τη στιγμή είναι να γυρίσω στους δικούς μου, την οικογένεια μου, τους φίλους μου, να τους αγκαλιάσω και να τους πω ένα μεγάλο ευχαριστώ και ότι ήταν το κίνητρο μου για να συνεχίσω όλα αυτά τα χρόνια».

Η Σοφία Σακοράφα, βουλεύτρια με το ΜέΡΑ25 και πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Γυμναστικών Αθλητικών Σωματείων, έχει μείνει στην ιστορία του αθλητισμού με πανελλήνιες και παγκόσμιες διακρίσεις στον ακοντισμό. Μιλά στο ΤΡΡ για τα κενά στον αθλητισμό, τα οποία είναι στην αποκλειστική ευθύνη του υπουργείου Αθλητισμού. «Οι Ολυμπιακές Εγκαταστάσεις έχουν μείνει ασυντήρητες
όλα αυτά τα χρόνια με αποτέλεσμα: Σε όλη την περιφέρεια Αττικής ΔΕΝ υπάρχει κλειστό στάδιο για προπόνηση και διοργάνωση Πανελλήνιου Πρωταθλήματος, ο στίβος του ΟΑΚΑ είναι σε αχρηστία και μόλις φέτος εξαγγέλθηκε πρόγραμμα ανακαίνισής του με προοπτική ολοκλήρωσης το 2024- 2025, σε όλη την Ελλάδα δεν υπάρχει ούτε ΕΝΑ πιστοποιημένο ανοιχτό στάδιο με κίνδυνο να μην αναγνωρίζονται οι επιδόσεις των αθλητών μας, στο ΕΑΚΝ Αγίου Κοσμά έχουν αρχίσει οι “επενδυτικές” εργασίες χωρίς να γνωρίζει υπεύθυνα κανείς για πόσο θα συνεχίσουν να υπάρχουν έστω κι αυτές οι παρειλημμένες εγκαταστάσεις. Σημειώνω ότι στο ΕΑΚΝ Αγίου Κοσμά υπάρχει το μοναδικό γήπεδο ρίψεων σε όλη την Αττική. Αυτά ενδεικτικά αφού η ίδια κατάσταση επικρατεί σε όλη την Ελλάδα
(πλημμελείς επισκευές ταρτάν με αποτέλεσμα να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν). Δεν αναφέρομαι καθόλου σε εξοπλισμό (όργανα κλπ) αφού όπου υπάρχει είναι ή από το 2004 (Ολυμπιακοί αγώνες) ή από το 1997 (Παγκόσμιο πρωτάθλημα). Τέλος πρακτικά η πολιτεία αυτό που θα μπορούσε να κάνει είναι το καθήκον της. Να συντηρήσει άμεσα και να ανακατασκευάσει τις εγκαταστάσεις που επί
δεκαετίες έχει αφήσει στην τύχη τους».

Τα δύσκολα χρόνια για έναν αθλητή είναι τα πρώτα, όπως αναφέρει, προσθέτοντας πως θεωρητικά και υποθετικά έχει την βοήθεια του Σωματείου του και της οικογένειάς του. «Ο χρόνος και τα χρήματα που χρειάζεται να δαπανά είναι αρκετά αλλά διαχειρίσιμα, εφόσον η πολιτεία έχει φροντίσει να υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές και ο εξοπλισμός. Αν δεν υπάρχουν αυτά τα δύο τότε και ο χρόνος και τα χρήματα είναι μη διαχειρίσιμα. Και δυστυχώς αυτό συμβαίνει με πάρα πολλά ταλέντα μας. Αυτά αφορούν και στην δική μου εμπειρία από όταν ξεκίνησα μέχρι τις διακρίσεις. Ήμουν τυχερή γιατί ήμουν σε ένα σωματείου που αγαπούσε και στήριζε τον γυναικείο αθλητισμό και με την οικογένειά μου αρωγό σε όλα» τονίζει και καταλήγει πως ο κόπος είναι πάντα προσωπικός.