«Tην πολιτική δεν τη μετράς με χρόνια, αλλά με αλλαγές» Τζορτζ Χαμπάς

Βγήκε από τη φυλακή χθες το πρωί. Με τη μάσκα της, ένα καπέλο για τον ήλιο, και το παλαιστινιακό μαντήλι ριγμένο στους ώμους. Δίπλα της από τη μια η δικηγόρος της και από την άλλη η θυγατέρα της, η Μαίη, μισή γιαπωνέζα μισή παλαιστίνια, με το ίδιο μαντήλι στους ώμους, να της φτιάχνει τρυφερά το καπέλο, πριν της δώσει την ανθοδέσμη της υποδοχής στην όποια ελευθερία την περιμένει. Τριγύρω κομμουνιστές, σύντροφοι, που μέχρι τώρα δεν την είχαν δει ποτέ, με πανώ, με την αγάπη και την υποστήριξή τους. 

Η Φουσάκο Σιγκενόμπου, η κομμουνίστρια, η μεγάλη κυρία των Ιαπώνων επαναστατών, η ιδρύτρια του Ιαπωνικού Κόκκινου Στρατού, η στρατευμένη στον παλαιστινιακό αγώνα, αυτή που οι εξουσίες της δύσης και του Ισραήλ θα ονόμαζαν «Αυτοκράτειρα του Τρόμου», βγήκε ξανά στους δρόμους του Τόκυο, στα 76 της χρόνια. Οι πρώτες της δηλώσεις ήταν: «Ζητώ συγγνώμη για τα προβλήματα που προκάλεσε η σύλληψή μου σε τόσους ανθώρωπους… Μπορεί να έχουν περάσει πενήντα χρόνια, αλλά [ζητάω συγγνώμη γιατί] κάναμε κακό και σε αθώους, γιατί πρώτα και πάνω από όλα ήταν ο αγώνας». Ο αγώνας για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης. 

Είναι παράξενη η ιστορία της Φουσάκο, πιο παράξενη από τις τόσες παράξενες προσωπικές ιστορίες εκείνου του καιρού. Κι είναι μια ιστορία που γράφω με την καρδιά στα χέρια, για μιαν από τις ηρωίδες των εφηβικών μου χρόνων. Είμαι σίγουρη πως δεν ενέπνευσε μόνον εμένα. Όπως και η Λέιλα Χαλεντ, υπήρξε σύμβολο όχι μόνο του αγώνα αλλά και όσων οι γυναίκες προσέφεραν, και μπορούσαν να προσφέρουν, σε όλα μα όλα τα μέτωπα. 

Γέννημα της εργατικής τάξης, φτωχολογιά, κόρη ενός ακροδεξιού μανάβη, που υπηρέτησε στον αυτοκρατορικό στρατό ως συνταγματάρχης, τον καιρό του πολέμου. Η Φουσάκο μεγάλωσε στην μεταπολεμική Ιαπωνία, έξω από κάθε άλλη ιδεολογική επιρροή. Είχε μιαν ιδιαιτερότητα ο πατέρας της, όμως, που καταγράφεται ως εξαιρετική, για την ιαπωνική, βαθιά πατριαρχική κοινωνία. Σεβόταν τις επιλογές της. Τις δικαιολογούσε. Και δημοσίως. Όντας απολύτως ιδεολογικά αντίθετος, όταν εκείνη πήρε το δρόμο της, έβλεπε στη στάση της να εκφράζονται αξίες που και για αυτόν ήταν ιερές, ακόμη κι αν τις ερμήνευε αλλιώς στη ζωή του. Η Φουσάκο και ο πατέρας της δεν τσακώθηκαν ποτέ. Ο πατέρας της τη σεβόταν και την θαύμαζε. 

Η συνάντησή της με τις επαναστατικές ιδέες έγινε κατά τύχη. Τέλη της δεκαετίας του ’60, ο πλανήτης έβραζε. Η νεολαία της Ιαπωνίας ήταν στους δρόμους ζητώντας δωρεάν παιδεία και να φύγουν οι βάσεις του θανάτου, να φύγουν οι Αμερικάνοι κι οι βάσεις τους από τη χώρα – αίτημα συνδεδεμένο και με το αντιπολεμικό κίνημα που άνθιζε παντού, ενώ μαίνονταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ. Αυτή τη νεολαία συνάντησε, σε μια καθιστική διαμαρτυρία, η 20χρονη Φουσάκο. Και εντάχθηκε αυθόρμητα, γιατί συμφωνούσε μαζί τους σε όλα. Η επαναστατική της πορεία μόλις είχε ξεκινήσει. Στόχοι: η ανατροπή της μοναρχίας, η αποπομπή των Αμερικάνων, μια κομμουνιστική Ιαπωνία. Η ίδια, στην υπηρεσία της παγκόσμιας επανάστασης. Ο Τσε Γκεβάρα και οι μαοϊκές ιδέες είναι οι οδηγοί.   

Η Φουσάκο εντάσσεται στη Φράξια Κόκκινος Στρατός της Ιαπωνίας, το 1969. Η οργάνωση έχει κηρύξει τον πόλεμο στο ιαπωνικό κράτος. Και το Ιαπωνικό κράτος στην Οργάνωση. Δεκάδες μέλη της δολοφονούνται, φυλακίζονται. Η επανάσταση δεν θα ξεκινήσει από την Ιαπωνία. Τα μέλη της φράξιας περνούν στην παρανομία. Και στις 31 Μαρτίου του 1970 κάνουν την πρώτη τους αεροπειρατεία, με στόχο να μπορέσουν να μεταβούν στην Κούβα, για να εκπαιδευτούν στα όπλα. Τα όπλα που κουβαλούσαν μέσα στο αεροσκάφος ήταν ιδιαίτερα: παραδοσιακά ιαπωνικά σπαθιά, κατάνα. Δεν ήταν η μόνη «ερασιτεχνική» νότα- το συγκεκριμένο αεροπλάνο, ένα Boeing 727, δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι χωρίς ανεφοδιασμούς. Το αεροσκάφος κατέληξε στη Βόρεια Κορέα, αφού απελευθερώθηκαν όλοι οι επιβαίνοντες στην στάση ανεφοδιασμού, στη Φουκουγιόκα. Στην Βόρεια Κορέα έλαβαν όλοι άσυλο και παρέμειναν για πάντα.

«Οι εμπειρίες της στην Παλαιστίνη σήμαναν για τη μητέρα μου τη σύνδεση της επανάστασης με την αληθινή ζωή και την επιβίωση, με την αλήθεια των προσφύγων, των διωγμένων, αυτών που αγωνίζονταν για την ίδια τους τη ζωή», Μαίη

Η Φουσάκο δεν είναι στο αεροσκάφος. Ξέρει όμως πως στην Ιαπωνία δεν έχουν μέλλον πια. Εγκαταλείπει την πατρίδα της στα 25 της, και φεύγει για την Παλαιστίνη, ενταγμένη σε μια ομάδα Ιαπώνων νοσοκόμων και γιατρών που πάνε εκεί για να προσφέρουν στον μαχόμενο παλαιστινιακό λαό. Εντάσσεται στις δυνάμεις του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (Popular Front for the Liberation of Palestine, PFLP), μαρξιστικό λενινιστικό και απελευθερωτικό μέτωπο, στο οποίο ηγείται ο συγκλονιστικός «αλ χακίμ», ο «γιατρός», Τζωρτζ Χαμπάς, και με πιο γνωστή αγωνιστική μορφή στους κόλπους του την σχεδόν συνομήλικη με την Φουσίκο, τότε 24χρονη, Λέιλα Χαλέντ.  Εκπαιδεύεται, μαθαίνει όπλα, μαθαίνει να επιβιώνει και να κρύβεται. Αποκτά όλες τις δεξιότητες της επαναστάτριας που συμμετέχει σε αντάρτικο. 

Ο Ιαπωνικός Κόκκινος Στρατός, «τρομοκράτες» κατά τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και την Ιαπωνία, αγωνιστές της ελευθερίας για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, ιδρύεται από τη Φουσάκο στο Λίβανο το 1971 και παραμένει ενεργός μέχρι το 2001, όταν, μέσα από το κελί της, η ίδια ανακοινώνει τη διάλυσή του. Τμήμα της Διεθνούς Αντι-ιμπεριαλιστικής Μπριγάδας, εντός της Ιαπωνίας, ο Στρατός ήταν πάντα ο μικρός, ένοπλος πυρήνας της ιαπωνικής αριστεράς – οι ένοπλοι δεν ξεπέρασαν ποτέ τα 40 μέλη, σύμφωνα με τους δυτικούς κρατικούς υπολογισμούς. Των κρατών που αυτοί οι 40 κι οι άλλοι σύντροφοί τους από όλο τον κόσμο επέμεναν να εξευτελίζουν. 

Στο διεθνές προσκήνιο ακούγονται μετά την επίθεση στο αεροδρόμιο  Μπεν Γκουριόν, τότε ακόμη ονομασμένο αεροδρόμιο Λοντ, στο Ισραήλ, στις 30 Μαϊου του 1972. Στόχος η κατάληψη του πύργου ελέγχου. Δεν τα κατάφεραν. Ανταλλάσσουν πυρά με τον ισραηλινό στρατό. Η μάχη αφήνει πίσω τους 26 νεκρούς, 76 τραυματίες και ένα έκπληκτο Ισραήλ που ανακαλύπτει ότι είναι απροετοίμαστο για πλήγματα τέτοιου είδους: η Μοσάντ, οι τελωνειακοί, οι αστυνομικοί έλεγχαν με το νου τους στους παλαιστίνιους, κανείς δεν υποψιάστηκε τρεις ιάπωνες «τουρίστες». Οι δύο από τους τρεις, οι Γιάσουντα Γιασουγιούκι και Οκουντάιρα Τσουγιόσι, σκοτώθηκαν επί τόπου. Ο τρίτος, ο Κόζο Οκαμότο συνελήφθη, δικάστηκε, φυλακίστηκε. Οι ισραηλινοί χρεώνουν όλους τους νεκρούς και τραυματίες στους «κόκκινους». Όταν όμως ο ΟΗΕ ζητάει να γίνει έρευνα από τον ίδιο, για να εντοπιστεί ποιών οι σφαίρες δολοφόνησαν, οι Ισραηλινοί θα αρνηθούν. Η Φουσάκο γίνεται στόχος της Μοσάντ. Οι κρατικές αρχές πιστεύουν ότι η επίθεση σχεδιάστηκε από την Φουσάκο. 

Η επόμενη ενέργεια έχει ως στόχο την απελευθέρωση του Κόζο Οκαμότο, προφανώς. Μεικτή ομάδα, Ιαπώνων και παλαιστινίων, κάνει την επόμενη αεροπειρατεία, σε αεροσκάφος των Ιαπωνικών αερογραμμών, με αυτό το αίτημα. Το αεροσκάφος καταλήγει στη Λιβύη, οι όμηροι απελευθερώνονται όλοι και το αεροπλάνο ανατινάζεται από τους ίδιους που το είχαν καταλάβει. 

Αεροπειρατείες και μαζικές ομηρίες, με στόχο την απελευθέρωση συντρόφων θα γίνουν αρκετές ακόμη. Ήταν, άλλωστε, ένα από τα λίγα μέσα που είχαν στα χέρια τους οι επαναστάτες και αγωνιστές του παλαιστινιακού αγώνα. Όλες εκείνες οι τηλεοπτικές σειρές όπου οι «τρομοκράτες» κρατούν ομήρους και ζητούν χρήματα και αεροσκάφος για να φύγουν,  έχουν τις ρίζες τους σε κείνα τα χρόνια. Και είναι βέβαιο πως η κατάληψη της πρεσβείας της Γαλλίας στη Χάγη ήταν ένα από τα πιο «εμπνευστικά» επεισόδια. 

Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1974, τρία μέλη του Ιαπωνικού Κόκκινου Στρατού, υπό τις διαταγές της Φουσάκο λένε οι δυτικοί, καταλαμβάνουν την πρεσβεία της Γαλλίας στη Χάγη, παίρνουν όμηρο τον πρέσβη και άλλα δέκα μέλη του προσωπικού, με αίτημα την απελευθέρωση του συντρόφου τους, Γιατσούκα Φουρούγια. Απαντάνε με πυρά στην απόπειρα της ολλανδικής αστυνομίας να τους βγάλει από την πρεσβεία. Κερδίζουν. Ο Φουρούγια απελευθερώνεται, λαμβάνουν 300.000 δολάρια ως λύτρα και ένα αεροσκάφος με το οποίο διαφεύγουν στην (κομμουνιστική) Νότιο Υεμένη. Που δεν τους δέχεται. Το αεροπλάνο κατευθύνεται κατόπιν στη Συρία, που θα τους δεχθεί, αλλά υπό έναν όρο: να επιστρέψουν τα χρήματα. Κατά τη Συρία, τα λύτρα δεν συνάδουν με την επαναστατική δράση. Αυτή η υπόθεση, αυτό το «υπό τις διαταγές της Φουσάκο» θα είναι και η αφορμή για τη δίκη της, την καταδίκη της και την εικοσαετή φυλάκισή της, στην Ιαπωνία, όπου συλλαμβάνεται όταν εμφανιστεί και πάλι, το 2000, μετά από 30 χρόνια στην παρανομία. Επιμένει, καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, στην αθωότητά της. 

«Πήγα στη δίκη. Κατέθεσα. Τους είπα στη δίκη της ότι αποκλείεται να είχε σχεδιάσει την επιχείρηση στην πρεσβεία, γιατί τότε ήταν έγκυος και απαγορευόταν συστηρά σε εγκύους να συμμετέχουν. Ρώτησα, γιατί την κλείνετε στη φυλακή; Μου απάντησαν, γιατί ταπείνωσε το ιαπωνικό έθνος». Λέιλα Χαλέντ

Η Μαίη, η περήφανη κόρη μιας γενναίας μητέρας, μεγάλωσε «με πολλές μητέρες, πολλούς πατέρες, θείους, θείες» που «δεν μας συνέδεαν δεσμοί αίματος». Τους συνέδεαν οι μαρξιστικές λενινιστικές ιδέες και ο αγώνας για μιαν ελεύθερη Παλαιστίνη. Έμαθε ποιος ήταν ο πατέρας της, ηγέτης του Λαϊκού Μετώπου, στα 16 της χρόνια, κι ακόμη το κρατά μυστικό. Γιατί την κάνει διπλό στόχο. Μιλάει για την Φουσάκο περιγράφοντας «μια εξαιρετική μητέρα, μια πολύ καλή δασκάλα». Κι ας άλλαζε κάθε λίγο και λιγάκι σπίτια, πόλεις, στρατόπεδα προσφύγων, χώρες, ταυτότητες – που να κρύψεις ένα παιδί με ασιατικά χαρακτηριστικά στη Μέση Ανατολή; «Αν τα μαζέψεις όλα μαζί, ζήσαμε οι δύο μας μόλις έξι χρόνια», λέει «ως την ενηλικίωση», αλλά «κάθε στιγμή ήταν πολύτιμη». Ήξερε από τα μικράτα της ποιοι ήταν. «Όταν ήμουν οκτώ χρονών θεώρησε ότι ήμουν αρκετά ώριμη πια για να μου πει ποιοι ήμασταν, γιατί βρισκόμασταν εκεί, γιατί αγωνιζόμασταν, τι κάναμε με τη ζωή μας».

Ήθελε να γίνει στη ζωή της κάτι ουσιαστικό, «γιατρός, νοσοκόμα ή φενταγίν, αγωνίστρια της ελευθερίας». Έμαθε από την Φουσάκο ότι δεν αρκούσε, έπρεπε να σπουδάσει. Και το έκανε, αλλάζοντας σχολεία,  με ψεύτικα ονόματα, με αλλαγή γειτονιάς, πόλης κάθε φορά που γίνονταν ύποπτες αλλαγές εκεί που ζούσε, με εκείνους που την προστάτευαν όσο η μάνα ήταν στην παρανομία. Ο εμφύλιος του Λιβάνου τη βρίσκει στο Λίβανο. Οι σύντροφοι της μητέρας της περνούν όλοι στην παρανομία. «Τότε κατάλαβα ποιό προσωπικό κίνδυνο διατρέχανε από το Ισραήλ». Για κείνην όμως, η είσοδος στο πανεπιστήμιο και η δική τους παρανομία, γίνεται ένα είδος ελευθερίας. «Για πρώτη φορά έχω για χρόνια το ίδιο όνομα, δεν αλλάζω σχολείο, πόλη, χώρα, κάνω φίλους, υπάρχει σταθερότητα».

Η σύλληψη της μητέρας της, το 2001, της επιτρέπει, πρώτη φορά να πάρει κάποια υπηκοότητα, να είναι πολίτις μιας χώρας, με το ίδιο της το όνομα και να επισκεφτεί την Ιαπωνία, τη γλώσσα της οποίας μάθαινε παιδί κρυφά, γνωρίζοντας ότι αυτή τη γνώση δεν έπρεπε ποτέ να την αποκαλύψει.Στέκεται σταθερά στο πλευρό της μητέρας της. «Είμαι περήφανη για τη μητέρα μου, για όσα έκανε. Είναι η ηρωίδα μου και το πρότυπό μου».

Σήμερα η Μαίη είναι δημοσιογράφος, παρουσιάστρια ειδήσεων στο κανάλι της Ιαπωνίας Ασάχι, ανταποκρίτρια στο Τόκιο για αραβικά μέσα. 

Ο Κόζο Οκαμότο, που συνελήφθη και απελευθερώθηκε ξανά σε ανταλλαγή ομήρων, πέρασε στην παρανομία το 1985. Του δόθηκε πολιτικό άσυλο στο Λίβανο, σε αναγνώριση της αλληλεγγύης του στον Παλαιστινιακό αγώνα. 

Αντί επιλόγου, για τον πολιτισμό και την αλήθεια σήμερα

«Η Αμερική παλεύει να αυξήσει την ψυχολογική, πληροφοριακή, πολιτική και οικονομική ηγεμονία που της επιτρέπει να ισχυροποιεί τη λεηλασία της στις πιο μακρινές γωνιές της γης, διαλύοντας πατριωτικά απελευθερωτικά κινήματα και εφορμώντας εναντίον των επιτυχιών τους, θρυμματίζοντας τους δεσμούς που κρατούν ενωμένη την ανθρώπινη κοινωνία, θέτοντας νέους κανόνες σύμφωνα με τα ιμπεριαλιστικά σχέδια και φιλοδοξίες.

»Φυσικά αυτό σημαίνει ότι η Αμερική πρέπει να απολαμβάνει καθεστώς ανωτερότητας έναντι της Δυτικής Ευρώπης ως ο μονάρχης ενός μονοπολικού κόσμου. Γι’ αυτό το σκοπό χρησιμοποιεί ποικιλία σημαντικών μέσων – τη συμφωνία για το ελεύθερο εμπόριο, την Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και πολιτικά προγράμματα που μετατρέπονται σε πολεμικές μηχανές ορισμένες φορές και άλλες φορές εκπληρώνονται με διαπραγματεύσεις, ενώ σε άλλες περιπτώσεις παίρνουν τη μορφή της διαχείρισης αντί της επίλυσης των κρίσεων. Όλες οι επιχειρήσεις της Αμερικής καλύπτονται από σχεδιασμένες καμπάνιες προπαγάνδας, οι οποίες με τη δύναμη και τη συνοχή τους, σχεδόν κυριαρχούν την ανθρώπινη σκέψη. Πράγματι ένας από τους στόχους της παγκοσμιοποίησης είναι η προπαγάνδα να πάρει τη θέση του πολιτισμού και της αλήθειας.» Τζορτζ Χαμπάς, 2000