«Υπάρχει μια παιδαγωγική μέθοδος στην αποικιοκρατική λογική, που διδάσκει πως το γυναικείο κορμί είναι η πρώτη περιοχή που πρέπει να κατακτήσει ο αποικιοκράτης. Μια παιδαγωγική μέθοδος που κληρονομεί – και κληροδοτεί και στη δικτατορία – την άποψη ότι το γυναικείο σώμα αποτελεί το πιο πολυπόθητο λάφυρο πολέμου. Γι’ αυτό και ο βιασμός ως μέθοδος βασανισμού από τις δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής χρησιμοποιήθηκε εντατικά, αφού υπηρετούσε, ικανοποιούσε την φαντασίωση της εξουσίας ότι μπορούσε να διακόπτει την γενεαλογία και να εμποδίζει τις συμμαχίες στον ‘εσωτερικό εχθρό’» Γκιγιέλμο Καλντερόν

Το «Βίλλα + Λόγος» (Villa + Discurso) είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του σύγχρονου χιλιάνικου θεάτρου. Γραμμένο από τον Γκιγιέλμο Καλντερόν, πρωτανέβηκε το 2011 και όλη του η σκηνογραφία είναι ένα μοντέλο της Βίλλας Γκριμάλντι, από τους πρώτους τόπους μαρτυρίου που χρησιμοποίησε η δικτατορία. Γύρω από αυτό, οι τρεις ηρωίδες του συζητούν το μέλλον του τόπου των μαρτυρίων ενός ολόκληρου λαού. Πως επαναφέρεις έναν τόπο μαρτυρίου, που ο στρατός πρόλαβε να γκρεμίσει κάθε του κτίσμα; Πως ξανασυνδέεις τον τόπο με τη μνήμη, από το Άουσβιτς ως τη Βίλλα Γκριμάλντι;

Μπορεί να μοιάζει θεωρητική κουβέντα, κουβέντα για αρχιτέκτονες και κοινωνιολόγους, όμως για τη Χιλή – και για την Αργεντινή και για άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής από όπου πέρασε ο οδοστρωτήρας των δικτατοριών και η «Επιχείρηση Κόνδορας» των ΗΠΑ – είναι ένα αληθινό, ζωντανό ζήτημα. Η μνήμη. Η μνήμη που το κράτος ακόμη αρνείται στο λαό, η μνήμη που πέρασε από πάνω της αληθινός οδοστρωτήρας: να μη μείνουν αποδείξεις, να μη μείνει ούτε τούβλο από τα κτίσματα που φιλοξένησαν και αποδείκνυαν τη φρίκη.

Όταν ξεκίνησε την πορεία του το έργο, οι πρώτες «σκηνές» στις οποίες παίχτηκε ήταν τρεις πρώην τόποι μαρτυρίου στο Σαντιάγο: οι εγκαταστάσεις Χοσέ Ντομίνγκο Κάνιας (José Domingo Cañas), Λόντρες 38 (Londres 38) και η ίδια η βίλλα (Villa Grimaldi). 

Οι τρεις γυναίκες – ηρωίδες του έργου του Καλντερόν ονομάζονται, και οι τρεις, Αλεξάνδρα. Το όνομα δεν διαλέχθηκε τυχαία. Είναι αναφορά στην Flaca Alejandra, την Κοκκαλιάρα Αλεξάνδρα, την γυναίκα που πρόδωσε τις επαναστατικές της ιδέες και συνεργάστηκε, μετά μισθού και μπόνους, με τη δικτατορία. Την κάποτε αγωνίστρια, που ξεπουλήθηκε. Είναι στη σκηνή, παρούσα, και με την προ δικτατορίας εικόνα της, και με εκείνην επί δικτατορίας. 

Η Μάρσια Αλεχάντρα Μερίνο, η Κοκκαλιάρα, ήταν μία από τος τρεις γυναίκες ηγέτιδες του Κινήματος Επαναστατικής Αριστεράς (Movimiento de Izquierda Revolucionaria, MIR) της Χιλής, μιας οργάνωσης πολύ κοντά στην κουβανική επανάσταση, που δεκάδες μέλη της βασανίστηκαν, δολοφονήθηκαν, εξαφανίστηκαν. Αυτή και η Γκλάντυς Ντίαζ ήταν οι γυναίκες – ηγέτιδες για τις οποίες η οργάνωση περηφανεύονταν. Με τον ερχομό της χούντας, το Κίνημα είχε διατάξει κανένα μέλος του να μην φύγει από τη Χιλή. Ο αγώνας ήταν εδώ, δεν εγκαταλείπεις το πεδίο της μάχης. Μετά την πρώτη της σύλληψη, στην οποία δεν βασανίστηκε συστηματικά, η Αλεξάνδρα ζήτησε να την αφήσουν να φύγει. «Εγώ δεν θα τα αντέξω τα βασανιστήρια». Θα αντέξεις, αν πιστεύεις θα αντέξεις, ήταν η απάντηση. 

Το θεωρούσαν βέβαιο, ειδικά για εκείνην. «Ότι κι αν ζητήσει από μένα το κίνημα, θα το κάνω», έλεγε, και, πριν την έλευση του Πινοτσέτ, το είχε πολλαπλά αποδείξει. Παράτησε τις σπουδές της και πέρασε στην ημι-παρανομία ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ήταν η ηγέτις ενός από τους επαναστατικούς πυρήνες του MIR στο Σαντιάγο, που κάλυπτε όλη τη νότια περιοχή της πόλης. «Ο πολιτικός λόγος της ήταν συγκροτημένος και παθιασμένος, πάντα εντυπωσιακός». Η Αλεξάνδρα «δεν είχε ζωή έξω από το κόμμα, είχε γύρω της τους νέους άνδρες που εμπιστευόταν και διέταζε. Η στάση της προς τα μεγαλύτερα σε ηλικία στελέχη του κόμματος ήταν πάντα γεμάτη αγάπη». Ήταν κεφάλαιο για το κίνημα. Κεφάλαιο που το κίνημα εμπιστευόταν, και γι’ αυτό είχε πλήρη πρόσβαση στα πάντα, ήξερε κάθε ραντεβού και συνάντηση των κορυφαίων στελεχών, ήξερε τα κρησφύγετα και τους απλούς πολίτες,  ή και λιγότερο απλούς (μεταξύ των κρυφών μελών ήταν και δύο στρατιωτικοί), που αν και υπό τον τρόμο, βοηθούσαν. 

Η δεύτερη σύλληψη της Αλεξάνδρας ήταν μοιραία και γι’ αυτήν και για τους συντρόφους της και τις συντρόφισσές της. Απήχθη από τις μυστικές υπηρεσίες του Πινοτσέτ, τη DINA, το Μάιο του 1974. Βασανίστηκε φρικτά. Υπέκυψε. Και συνεργάστηκε. Ήταν μία από αυτούς που όχι μόνον έσπασαν, όχι μόνον πρόδωσαν, αλλά πέρασαν στην άλλη πλευρά. Ήταν εκείνη που παρέδωσε στη χούντα τα στοιχεία των συντρόφων και των συντροφισσών της, τις διευθύνσεις των κρησφύγετων, των απλών ανθρώπων ή και λιγότερο απλών που τους βοηθούσαν. Είναι εκείνη που τους παρέδωσε να εξαφανιστούν. Οι πρώτοι που πρόδωσε, που παρέδωσε, ήταν οι πιο κοντινοί και αγαπημένοι της άνθρωποι, οι Μαρία Ανχέλικα Αντρεόλι Μπράβο (María Angélica Andreoli Bravo) και Μουριέλ Ντούκεντρορφ Ναβαρέτε (Muriel Duckendorf Navarrete). Ακόμη και σήμερα, ντεσαπαρεσίδας. 

Ακολούθησαν τα προνόμια, και η χρήση της συνεργασίας της και της παρουσίας της, στη Βίλλα Γκριμάλντι, για να σπάσουν και οι υπόλοιποι. Η Κοκκαλιάρα Αλεξάνδρα άρχισε να εργάζεται υπό τις άμεσες εντολές του πράκτορα της DINA Μιγκέλ Κρασνόφ Μαρτσέγκο, επικεφαλής της ομάδας εξόντωσης στελεχών του MIR. Το 1976 ο ίδιος ο ηγέτης της DINA, Μανουέλ Κοντρέρας, της έσφιξε το χέρι, υποδεχόμενός την στην οργάνωση. Ο Κοντρέρας φρόντιζε να συναντάται ο ίδιος μαζί της τουλάχιστον μια φορά το μήνα. Ήταν μισθωτή υπάλληλος πια, με δωρεάν κατοικία – όπου διέμενε μαζί με άλλες δύο συνεργάτιδες της δικτατορίας και πρώην αγωνίστριες, την Λουζ Αρσέ και την Αλίσια Ουρίμπε των σοσιαλιστών – και πλούσιες παροχές. 

«Τα σεξουαλικά βασανιστήρια στις γυναίκες γίνονται για να ταπεινωθεί ο αντίπαλος. Είναι σύμβολο του ευνουχισμού του αντιπάλου, είναι ο πόλεμος των ανδρών πάνω στο κορμί των γυναικών» Καμίλα Ματουράνα, ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα

Ο ρόλος της Αλεξάνδρας αποκαλύφθηκε το 1991. Είχε συνεργαστεί, είχε γίνει μισθωτή υπάλληλος της DINA, με παχυλή αμοιβή και πληρωμένες διακοπές «για την προσφορά της στην ασφάλεια της χώρας». Από το 1974 ως το 1990 ήταν συνεργάτις της χούντας. Το 1992 έδωσε συνέντευξη Τύπου και ζήτησε συγγνώμη.

Στη συνέντευξη Τύπου, κατ’ απαίτησιν της Αλεξάνδρας, παραβρέθηκε μία γυναίκα που δεν πρόδωσε, που αγωνίστηκε και που ξεκίνησε, αμέσως μετά τη χούντα, την προσπάθεια να αποκαλύψει όσα συνέβησαν στα κέντρα βασανιστηρίων και εξαφανίσεων. Η Γκλάντυς Ντίαζ, κορυφαίο στέλεχος του MIR, δημοσιογράφος, πρώτη πρόεδρος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Χιλής, βασανισθείσα και επιζήσασα, εκλήθη στη συνέντευξη Τύπου, χωρίς να της πουν γιατί ή ποιός θα μιλούσε. «Άργησα λίγο να πάω, και με υποδέχθηκε ένας στρατός φωτογράφων και δημοσιογράφων. Μόλις μπήκα μέσα η γυναίκα απέναντι άρχισε να μιλάει. Είπε “σου ζητάω συγγνώμη” και τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν η Κοκκαλιάρα Αλεξάνδρα».

Η Γκλάντυς Ντίαζ δεν έσπασε στα χέρια της DINA. Την βασάνισαν με κάθε δυνατό τρόπο, ο σύντροφός της δολοφονήθηκε μες στον Πύργο της Βίλλας Γκριμάλντι, η ίδια ανακρίθηκε και βασανίστηκε παρουσία της Κοκκαλιάρας Αλεξάνδρας. Όταν η συνεργάτις της χούντας την διέταξε να μιλήσει, είχε απαντήσει κοιτώντας τους άλλους πράκτορες «Τι μου τη φέρατε εδώ; αυτή είναι προδότις. Πιστεύετε ότι μπορεί να με πείσει να κάνω κάτι;».

Η Γκλάντυς κάπνιζε, κι η Αλεξάνδρα πήγε να την καλοπιάσει, βάζοντας της ένα τσιγάρο στο στόμα. Η Γκλάντυς το έφτυσε, και δεν της είπε ποτέ ούτε μια λέξη. Και τώρα, μετά τη χούντα, μετά όλα αυτά, η Αλεξάνδρα ζητούσε την παρουσία της Γκλάντυς για να ζητήσει την συγγνώμη της. Ζητούσε να ξαναδεί απέναντί της όσα θα μπορούσε να ήταν, αν δεν πρόδιδε, και να ζητήσει συγγνώμη από την αξιοπρέπεια που δε λύγισε. 

«Καθόμουν εκεί, στη συνέντευξη Τύπου, και συνειδητοποιούσα ότι όποια χειρονομία κι αν έκανα θα ερμηνεύονταν και θα είχε τεράστιες συνέπειες. Ήξερα επίσης ότι αυτή η γυναίκα είχε πολύτιμες πληροφορίες για μας, κι αν της αρνούμην τη συγγνώμη δεν θα τις μαθαίναμε ποτέ. Οπότε, σηκώθηκα και την αγκάλιασα. Και δεν είπα τίποτε». Δεν είπε πάλι τίποτε. 

Η Γκλάντυς Ντίαζ αναγνωρίζει πως το MIR πλήρωσε πολύ ακριβά την προδοσία, αλλά «αν έσπασε η Αλεξάντρα, έσπασε από τα βασανιστήρια» – τα ίδια και τα χειρότερα με αυτά που άντεξε η Γκλάντυς. «Η αντοχή στα βασανιστήρια δεν έχει να κάνει με την πίστη σου στο κόμμα ή στο σκοπό, είναι κάτι άλλο που την καθορίζει, προσωπικό, που δεν το ελέγχει η λογική, είναι η ζωή σου η ίδια. Κι εκείνη ήταν μια εύθραυστη γυναίκα. Μας ζήτησε, μετά την πρώτη φορά που συνελήφθη, να την αφήσουμε να φύγει, να ζητήσει άσυλο σε κάποια χώρα. Δεν το κάναμε. Επικρατούσε το σύνθημα πως “Το MIR δεν εγκαταλείπει, το MIR δε ζητάει άσυλο. Είμαστε, λοιπόν, όλοι υπεύθυνοι για αυτό που κατάντησε». 

«Να μην αφήσουμε τη σιωπή μας να νικήσει. Να βρούμε τις λέξεις να περιγράψουμε τον τρόμο» Σάντρα Παλέστρο, βασανισθείσα, Χιλιανό Δίκτυο κατά της Σεξουαλικής Βίας

Η Βίλλα Γκριμάλντι, πριν τη χούντα, ήταν ένας μικρός παράδεισος. Ο ιδιοκτήτης της, πριν τη χούντα, είχε φτιάξει εκεί ένα μικρό θαύμα. Πέντε χιλιάδες τριανταφυλλιές είχε φυτέψει γύρω από το εστιατόριό του, γιατί αυτό ήταν η Βίλλα, ένα εστιατόριο μες σε έναν υπέροχο ροδώνα. Μοσχοβολούσε ο τόπος. Οι οικογένειες πήγαιναν να φάνε, να αφήσουν τα παιδιά τους να παίξουν με το χώμα και να περάσουν ώρες χαράς. Κι ύστερα έγινε μια φρικτή κόλαση για εκατοντάδες αγωνιστές της αριστεράς.

Δεν ήταν η μόνη τέτοια κόλαση. Ωραία κτίρια των περιχώρων χρησίμευσαν ως τα πρώτα στρατόπεδα εξόντωσης και βασανιστηρίων. Κι ένα από όλα,  η Βέντα Σέξυ ή Ντισκοτέκα (La Discotéque, Banda / Venda Sexy), στην οδό Ιράν του Σαντιάγο, ήταν η βίλλα που πήγαιναν κυρίως τις γυναίκες αγωνίστριες – αν και κάμποσοι άντρες πέρασαν και από κει, ο αριθμός των γυναικών ήταν συντριπτικός. Το διώροφο κτήριο ονομάστηκε από τους ίδιους βασανιστές Ντισκοτέκα γιατί έπαιζε συνεχώς δυνατή μουσική, αλλά και μπάντα/ βέντα Σέξυ, Σέξυ Κλειστά Μάτια. Εκεί το σεξ, η βία, ο βιασμός γινόταν εργαλείο βασανισμού πάνω στις πολλές κρατούμενες και τους λίγους κρατούμενους, που έμπαιναν εκεί, όπως και σε όλους τους άλλους τόπους βασανισμού, με καλυμμένα τα μάτια. «Έβλεπαν μόνο το μονοπάτι κάτω από τα πόδια τους»… Από τα 85 ονόματα πολιτικών κρατουμένων που γνωρίζουμε σήμερα ότι κρατήθηκαν στη βέντα Σέξυ, οι 23 παραμένους εξαφανισθείσες, ντεσαπαρεσίδας. 

Δεν υπάρχει ούτε μία γυναίκα που να πέρασε από τις φυλακές και τα κέντρα εξόντωσης του Πινοτσέτ, να επιβίωσε, να μίλησε – γιατί δεν αντέχουν όλες να μιλήσουν- και να μην καταθέτει και την σεξουαλική της κακοποίηση, το βιασμό της. Ο βιασμός ήταν θεσμοθετημένη ανακριτική μέθοδος επί Πινοτσέτ. Η γενετήσια βία όμως στη βέντα Σέξυ ξεπερνούσε κάθε φαντασία.

Οι βιασμοί, οι υποχρεωτικές εγκυμοσύνες, οι υποχρεωτικές αμβλώσεις και η καθημερινή σεξουαλική κακοποίηση με φρικαλέους τρόπους ήταν η καθημερινότητα. Η DINA  είχε εκπαιδεύσει μέχρι και ένα γερμανικό λυκόσκυλο, που το φώναζαν Βολόντια, να βιάζει κρατούμενες και κρατούμενους. Όχι ότι δεν έλειπαν και οι άλλες μέθοδοι βασανισμού – ξύλο, ηλεκτροσόκ, ρωσική ρουλέτα, υποχρεωτική αγρύπνια ημερών – όμως, εδώ ήταν η γενετήσια αξιοπρέπεια ο στόχος. 

Η μπάντα Σέξυ αναγνωρίστηκε ως Ιστορικό Μνημείο, για να προληφθεί η πώλησή της για ανοικοδόμηση, το 2016. Επί δεκαετίες το κράτος αρνούνταν να της αναγνωρίσει αυτό το ειδικό στάτους, το οποίο σημαίνει ότι αν αποφασίσει ο ιδιοκτήτης να την πουλήσει το κράτος της Χιλής έχει το δικαίωμα πρώτο να αγοράσει, σε λογική τιμή. Μη θίξουμε και τα ιδιωτικά συμφέροντα… άλλωστε, η βέντα Σέξυ ανήκε σε γνωστό επιχειρηματία, που ζούσε εκεί, με την οικογένειά του, από το 2005… Το κράτος του είχε προτείνει να αγοράσει το κτήριο και το οικόπεδο για ποσό που αντιστοιχεί σε περίπου τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ, αλλά εκείνος το αρνήθηκε, ζητώντας εξακόσιες χιλιάδες. Κι ύστερα το πούλησε σε οικοδομική εταιρία για ποσό που αντιστοιχεί σε διακόσιες χιλιάδες ευρώ. 

«Ακόμη και σήμερα το Κράτος χρησιμοποιεί την πολιτική σεξουαλική βία κατά των κοριτσιών και των γυναικών ως όπλο. Όποια διαμαρτύρεται, βγαίνει στο δρόμο, το ξέρει. Είναι μια συστηματική πρακτική που άνισα επιβάλλεται στις γυναίκες» Χαβιέρα Μάνζι, Φεμινιστική Οργάνωση 8Μ (Coordinadora Feminista 8M)

Αντίστοιχη μοίρα ήθελαν οι Πινοτσετικοί και για τη βίλλα Γκριμάλντι. Μόνο που λογάριασαν χωρίς την κοινότητα, την κοινωνία του προαστίου Λα Ρέινα, που βρίσκεται η βίλλα. Μπορεί να πρόλαβαν να γκρεμίσουν τα κτίσματα, μπορεί να σχεδίαζαν να μετατρέψουν το χώρο σε ένα ακόμη κλειστό σύστημα πολυτελών κατοικιών, αλλά δεν μπόρεσαν να νικήσουν την μνήμη. Η κοινότητα κατέλαβε το χώρο, εμποδίζοντας την ανοικοδόμηση και μετατρέποντάς τον, βήμα το βήμα, στο χώρο μνήμης που είναι σήμερα.

Η Βίλλα Γκριμάλντι, όπως φαίνεται και στο βίντεο που γυρίσαμε για το ΤΡΡ, έχει μετατραπεί, από την κοινότητα πάντα, σε ένα πάρκο ηρεμίας, γαλήνης, που τον τρόμο και την φρίκη, τη βαρβαρότητα του καθεστώτος, τη θυμίζουν γλυπτά, στίχοι και τριαντάφυλλα. Αυτός ο τρόπος επιλέχθηκε από το λαό, για να σωθεί η μνήμη. Οι οικογένειες πηγαίνουν πάλι να περάσουν ώρες ενότητας, να αφήσουν τα παιδιά τους να παίξουν με το χώμα, να οργανώσουν ή συμμετέχουν σε εκδηλώσεις στο μικρό ανοικτό θέατρο.

Στις πλάκες που φέρουν τα εκατοντάδες ονόματα εκείνων που βασανίστηκαν, δολοφονήθηκαν, εξαφανίστηκαν, δίπλα σε κάθε όνομα υπάρχουν δύο γράμματα. Τα DD σημαίνουν πως δεν γνωρίζουμε την μοίρα τους. Εξαφανίστηκαν, είναι οι ντεσαπαρεσίδος και οι ντεσαπαρεσίδας. Δύο γράμματα και τόσες ιστορίες που μόνο να τις φανταστείς μπορείς, μαζί με τα νιάτα τους: οι περισσότερες και οι περισσότεροι ήταν στα 20 και στα 30 τους χρόνια. Η είσοδος στη Βίλλα, στον ειρηνικό της κήπο, είναι δωρεάν. 

Η πρόκληση που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο λαός μας στη Χιλή, η πρόκληση που καταγράφει στο έργο του ο Καλντερόν, αυτή που απαντήθηκε ξαναφυτεύοντας τριαντάφυλλα και ονοματίζοντάς τα με τα ονόματα των κοριτσιών που δεν πρόδωσαν και έφυγαν για να είναι πάντα εδώ, είναι πως ξεπερνάς το «τιμώ» και το μετατρέπεις σε «γνωρίζω», σε «δεν ξεχνώ», ειδικά σε ένα κράτος που σου αρνείται τη μνήμη. Πως όλα αυτά τα Άουσβιτς της Χιλής θα αποτελούν σημεία αναφοράς, μάθημα και μνήμη για τις γενιές που έρχονται. Πως διδάσκεις το απάνθρωπο με ανθρώπινο τρόπο, στον ίδιο τον τόπο της θυσίας.

Η απάντηση της Χιλής, σε αυτόν τον κήπο που ξανανθίζει, είναι πως το αφήνεις στα χέρια της ίδιας της κοινότητας. Στην δική της ανάγκη να σώσει τη μνήμη. Και να το κάνει έτσι που η φρίκη να χαθεί κάτω από την ομορφιά της θυσίας και του αγώνα όσων δεν λύγισαν. 

 

*Σήμερα η Κοκκαλιάρα Αλεξάνδρα ζει στο νησί του Πάσχα με το σύζυγό της. Η Λουζ Αρσέ ζει στο Μεξικό με τον σύζυγο και τα παιδιά της. Η Αλίσια Ουρίμπε ζει στο Σαντιάγο με άλλο όνομα και ταυτότητα.