Ρεπορτάζ: Λαμπρινή Θωμά

Φωτογραφίες: Σταμάτης Βρετινάρης

Ήταν το αποτέλεσμα που προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις. Στο δεύτερο γύρο, έλεγαν, θα περάσουν ο υποψήφιος του Apruebo Dignidad, της αξιοπρέπειας και της αριστεράς, και ο πινοτσετικός ακροδεξιός του Χριστιανικού Κοινωνικού Μετώπου, Χοσέ Αντόνιο Καστ. Ήταν μια σημαντική πλευρά του που δεν προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις: στην πρώτη θέση του πρώτου γύρου των εκλογών, που καθόρισε ποιοί δύο θα περάσουν στην αναμέτρηση της 19ης Δεκεμβρίου, στο δευτερο γύρο, αναδείχθηκε ο Καστ και όχι ο Μπόριτς.

Η διαφορά είναι μικρή. Με καταμετρημένο το 98%, ο Καστ συγκεντρώνει περί το 28% και ο Μπόριτς περί το 26%. Οι υπόλοιποι υποψήφιοι ακολουθούσαν, με τον (ειδική περίπτωση) τρίτο να έχει πάνω από 10 μονάδες διαφορά από τον Μπόριτς. Όμως, η νύχτα ήταν δύσκολη για όσους παρακολουθούσαν με αγωνία. Παρ’ ότι είχε από νωρίς φανεί ποιοί δύο θα περάσουν στο δεύτερο γύρο, η διαφορά μεταξύ τους στην αρχή, μέχρι και την καταμέτρηση του 70%, όσο «δεν είχαν έρθει τα αποτελέσματα από το νότο» και τις ιθαγενικές περιοχές, όπως κάποιες λίγες φορές ανέφεραν πριν τα μεσάνυχτα εδώ τα κανάλια.

«Δεν μπορώ να καταλάβω, μου είναι ακατανόητο πως βγήκε μπροστά ο Πινοτσετισμός. Είναι απίστευτο πως σήμερα, που τόσα έχουν έρθει στο φως, και με τόση δυσκολία, υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν και ψηφίζουν έναν φασίστα. Πως φτάνει αυτή η χώρα εκεί, πως συμβαίνει αυτό; στον τόπο που οι μανάδες πέθαναν χωρίς να ξέρουν τι συνέβη στους άντρες τους και στα παιδιά μας.».

Το σχόλιο της Μαρία Εστέλα Ορτίζ, θυγατέρας και συζύγου εξαφανισθέντων / δολοφονηθέντων, για την ψήφο στον Καστ, είναι η απορία όλων μας. Πέρα από την σαφώς, ξεκάθαρα και ανησυχητικά, διχασμένη κοινωνία της χώρας, η απορία για το ξέπλυμα του Πινοτσετισμού δεν μπορεί παρά να είναι κυρίαρχη, μετά από ένα τέτοιο αποτέλεσμα.

Γινόταν κατανοητή όταν κανείς άκουγε τους λόγους των δύο υποψηφίων που πέρασαν στο β’ γύρο. Ήταν σαφές, μετά από αυτούς, ποιά ήταν τα δύο μέτωπα στην χιλιάνικη κοινωνία που θα συγκρουστούν εκλογικά στις 19 Δεκεμβρίου, που συγκρούονται χρόνια τώρα.

Ο λόγος του Καστ, συνοδευμένος από πυροτεχνήματα, λέηζερ, φιλιά στη σύζυγο που κρατούσε αλά ΗΠΑ τη σημαία της Χιλής και τον κοίταζε με λατρεία, ήταν ανατριχιαστικός, ακόμη και όταν έλεγε τις γνωστές, τετριμμένες φράσεις που λένε οι πολιτικοί σε όλο τον πλανήτη. Γιατί, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, υπενθύμιζε πως αυτό που υπόσχεται είναι Τάξη και Ασφάλεια, πάταξη των «τρομοκρατών» – λέξη της δεξιάς για τις ιθαγενικές φυλές και τους αναρχικούς – και των «βανδάλων» – λέξη της δεξιάς για όσους πήραν μέρος στη μεγάλη πολύνεκρη εξέγερση του ’19 και συνεχίζουν να κατεβαίνουν στο δρόμο.

Όμως, για μένα, και φαντάζομαι για ένα μεγάλο μέρος της Χιλιανής κοινωνίας- το πιο ανατριχιαστικό ήταν η χρήση της φράσης περί του δικαιώματος «να ζουμε εν Ειρήνη», που την επανέλαβε πολλές φορές. Το Δικαίωμα Να ζουμε εν Ειρήνη. Ο απολογητής του Πινοτσέτ έκλεψε πρόστυχα έναν από τους πιο γνωστούς στίχους του Βίκτορ Χάρα, του βασανισθέντος και δολοφονημένου συμβόλου της μουσικής αντίστασης ανά τον κόσμο. Το Δικαίωμα να ζεις εν Ειρήνη.

Ningún cañón borrará

El derecho de vivir en paz

Ο ορισμός της ειρήνης για τον Καστ δεν έχει σχέση με την Ειρήνη του Χάρα. Ο ορισμός της ειρήνης για τον Καστ είναι το παιδί του φόβου των ελίτ: ειρήνη είναι γι’ αυτόν η βάρβαρη χιλιανή αστυνομία στο δρόμο. Και το είπε. Οι δολοφόνοι των ειδικών δυνάμεων και των κατασταλτικών αρχών, αυτοί που, όπως είπε, θα εμποδίσουν να μπει ο κλέφτης και να δρουν οι βάνδαλοι, που θα καταστείλουν τους τρομοκράτες (ιθαγενείς), τσακίζοντας, βασανίζοντας, δολοφονώντας, αφήνοντας ανάπηρους στο διάβα τους θα είναι το μέσον «ειρήνης» αν εκλεγεί.

Η κοινωνική Ειρήνη, αυτή που η Δικαιοσύνη γεννά, του είναι ξένη και αποτρόπαια. Ανήκει στο άλλο στρατόπεδο. Όπως και οι δύο λέξεις που επιμελώς απέφυγε: Ελευθερία – την ανέφερε μόνον ως λέξη αντίθετη του Κομμουνισμού, βάζοντας ως δίλημμα του β’ γύρου το «Ελευθερία ή Κομμουνισμός»- και Αξιοπρέπεια. Λέξεις που ξέρει πολύ καλά ότι ανήκουν στους απέναντι.

Χοσέ Αντόνιο Καστ. Ετών 55, πιστός χριστιανός κατά δήλωσίν του, πατέρας εννέα παιδιών που αναζητούσε για να αγκαλιάσει επί σκηνής, γιός ναζί αξιωματικού που κατέφυγε στη Χιλή, αδελφός ενός Chicago Boy, φανατικός οπαδός του νεοφιλελευθερισμού και απολογητής του Πινοτσέτ και του «οικονομικού θαύματος» που ο δικτάτορας «κατόρθωσε». Θαυμαστής του Τραμπ και του Μπολσονάρου. Με βαθύ και εκφρασμένο μίσος για την αριστερά, τους πρόσφυγες, τους ιθαγενείς, τους «φορείς του εγκλήματος» το οποίο θα «καταστείλλει». Ο υπερασπιστής της ελίτ της Χιλής και όλων των νόμων και θέσεων που θα την διατηρήσουν στη θέση της. Και, εχθρός κάθε αναθεώρησης ή αλλαγής του Πινοτσετικού συντάγματος, του συντάγματος που μόνον αυξάνει την ανισότητα στην χώρα, αγνοώντας τους ιθαγενείς και δίνοντας το πάνω χέρι στην ιδιωτική ασφάλεια, υγεία, παιδεία.

Όπως μας είπε, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, και ο Ντανιέλ Χαδουέ, ο πρόεδρος που θα εκλεγεί πρέπει να είναι υποστηρικτής της συνταγματικής αλλαγής, όπως και το νέο κοινοβούλιο. Ο Καστ μόνον αυτό δεν είναι. Σε αντίθεση με το Μπόριτς, που, στα 35 του, δις εκλεγείς ως ανεξάρτητος σε ιθαγενικές περιοχές πριν αναλάβει την ηγεσία της αριστερής συμμαχίας Apruebo Dignidad, με την υποστήριξη του ΚΚ Χιλής, κατεβαίνει με μια ατζέντα ριζοσπαστική για τη Χιλή, κεντροαριστερή για τα δικά μας δεδομένα, καθώς οφείλει να κινηθεί, σήμερα, στα συνταγματικά χωράφια του πινοτσετισμού, αυτά που πρέπει να αλλάξουν για να υπάρξει επιτέλους κοινωνικό κράτος, να ακουστεί η φωνή των ιθαγενών, να προστατευτεί το περιβάλλον, σε μια χώρα που τα σπλάχνα της φιλοξενούν το μεγαλύτερο κεφάλαιο χαλκού στον κόσμο.

Η εκλογή της 19ης Δεκεμβρίου

Οι δύο προεδρικοί υποψήφιοι, ο πινοτσετικός φασίστας Χοσέ Αντόνιο Καστ και ο αριστερός, κινηματικός Γκαμπριελ Μπόριτς, μπορεί χθες να γιόρταζαν την νίκη τους, το πέρασμά τους στο β’ γύρο της 19ης Δεκεμβρίου, αλλά κανείς από τους δύο δεν έχει σίγουρη την νίκη. Ειδικά για την αριστερά, όπως είπε και ο Γκαμπριελ Μπόριτς μετά την αποδοχή του αποτελέσματος, το στοίχημα είναι «να καταφέρουμε να νικήσουμε το φόβο», στη συγκεκριμένη περίπτωση το φόβο απέναντι στην αλλαγή του άδικου συστήματος αλλά και το φόβο απέναντι στον άλλον άνθρωπο, τον «διαφορετικό».

Ο κοινωνικός διχασμός, που έγινε χθες επισήμως και εκλογικά προφανέστατος, η πόλωση και η ακρότητα των θέσεων του Καστ είναι οι παράγοντες που θα παίξουν ρόλο. «Δεν θα αφήσουμε να επιστρέψει η δικτατορία» είναι το σχόλιο της δημοκρατικής Χιλής στην παρουσία του Καστ στο δεύτερο γύρο, «δεν θα υποταχθούμε σε τρομοκράτες και βάνδαλους» το σχόλιο της ακροδεξιάς πλευράς.

Είναι ένας κοινωνικός διχασμός με βαθιά ταξικές ρίζες. Στον οποίο τώρα καλούνται να εμπλακούν και τα υπόλοιπα κόμματα, οι υπόλοιποι σχηματισμοί, οι άλλοι υποψήφιοι για την προεδρία. Κεντροδεξιά και κεντροαριστερά βρίσκονται απέναντι στο δίλημμα της ανοικτής υποστήριξης ενός από τους υποψηφίους ή της σιωπής. Για την κεντροαριστερά το θέμα φαίνεται να λύθηκε ήδη χθες, αποφατικά: η Γιάσνα Προβόστε, σοσιαλδημοκράτισσα υποψήφια, που συγκέντρωσε περί το 12% της ψήφου, ήδη δήλωσε ότι «δεν μπορεί να μείνει ουδέτερη μπρος στο φασιστικό πνεύμα που αντιπροσωπεύει ο Καστ». Απέφυγε να πάρει άμεσα θέση ο «κλασσικός» δεξιός και κομματικός διάδοχος του (σημερινού προέδρου) Πινιέρα, Σεμπαστιαν Σισέλ, του 12% επίσης, λέγοντας πως «θα αποφασίσει και θα ανακοινώσει την απόφαση του αργότερα» αλλά και ό,τι «δεν θέλει να νικήσει η άκρα αριστερά στη Χιλή» και ό,τι «δεν πρόκειται να ψηφίσει τον Μπόριτς, αλλά έχει και προγραμματικές διαφορές με τον Καστ». Η δήλωση «μυρίζει» ήδη στήριξη του Καστ, και μια μικρή αποστασιοποίηση σε σχέση με τις φασιστικές του θέσεις. Όμως, και αυτό εδώ είναι σημαντικό, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως όλοι οι δεξιοί της Χιλής θα επιλέξουν να ψηφίσουν τον Καστ στο β΄γύρο – δεν είναι όλοι πινοτσετικοί και είναι πιθανό πολλοί να επιλέξουν να μη ψηφίσουν καθόλου (κάτι που αφήνει ανοικτό και ο Σισελ).

Η δεύτερη επιλογή του τρίτου σε ψήφους υποψήφιου είναι το μεγάλο ερωτηματικό, στις προβλέψεις. Ο Φράνκο Παρίσι είναι το πιο περίεργο «χαρτί» στο εκλογικό πεδίο, και αναδείχθηκε τρίτος με 13%. Οικονομολόγος τηλεοπτικής φήμης, νεοφιλελεύθερος, κάτοικος Αλαμπάμα ΗΠΑ, για ένα διάστημα σύμβουλος του σημερινού προέδρου, Πινιέρα, σε θέματα χαλκού, ο Φράνκο Παρίσι δεν μπήκε καν στον κόπο κανονικής προεκλογικής εκστρατείας – δεν πάτησε πόδι στη Χιλή όλο αυτό τον καιρό, αν και ο λόγος είναι το ένταλμα σύλληψης εις βάρος του, με προσφυγή της πρώην συζύγου του, διότι δεν έχει πληρώσει χρόνια διατροφή για τα δύο παιδιά τους.

Οι ψηφοφόροι του είναι, με βεβαιότητα, πιο κοντά στον Καστ παρά στο Μπόριτς, στα περί της οικονομίας και πολιτικής πορείας της χώρας, όμως δηλώνει και «κοινωνικά φιλελεύθερος» και οι ακρότατες αντι-φεμινιστικές και αντι-ΛΟΑΤΚΙ+ θέσεις του Καστ δεν ταιριάζουν με το προφίλ που έχει χτίσει. Ο Καστ τον κάλεσε σε συνεργασία από βήματος, αλλά εδώ το στοίχημα έχει περισσότερο να κάνει με τις φιλοδοξίες του ίδιου του Παρίσι και την πιθανή του επιθυμία – με τόσο καλή παρουσία στις κάλπες- να ξανακατέβει χωρίς να κουβαλάει το στίγμα του «συνεργάτη του φασίστα», που δεν θα του επιτρέψει να απευθυνθεί στο συντηρητικό κομμάτι προοδευτικών δικαιωματικών θέσεων. Σε αυτό πιθανώς στοχεύει και ο Μπόριτς, που ζήτησε χτες από τους ψηφοφόρους του να «αναζητήσουν στήριξη και πιο πέρα, πέρα από τα ιδεολογικά και πολιτικά μας όρια» – είναι βέβαιο πως δεν εννοούσε τους σοσιαλιστές με ατρό.

Πέρα από όλα αυτά, η επιλογή Παρίσι αποτελεί μία ακόμη απόδειξη της απογοήτευσης των χιλιάνων από τα συστημικά κόμματα και της ανάγκης για αλλαγή, όσων στην πραγματικότητα φοβούνται την πραγματική αλλαγή.

Οι 155 θέσεις της βουλής, οι 27 από τις 50 θέσεις της γερουσίας και οι περιφερειάρχες και σύμβουλοι στις 16 περιφέρειες της χώρας επίσης εκλέγονται από τις κάλπες της Κυριακής 21ης Νοεμβρίου 2021. Τα τελικά αποτελέσματα δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμη, αλλά οι προβλέψεις μιλούν για τον ίδιο διχασμό που παρατηρείται και στην κοινωνία. Οι ίδιες προβλέψεις λένε πως οι διαφορές μεταξύ δεξιάς και αριστεράς είναι στην έδρα.

Αξίζει να αναφερθεί ότι το θέμα του χαλκού, που κυριαρχεί στα ξένα οικονομικά φύλλα, δεν εθίγη ανοικτά από καμμία από τις δύο πλευρές που περνούν στο δεύτερο γύρο, αν και ο Μπόριτς έχει μιλήσει σαφώς για φορολόγηση των υπερπλουσίων και ο Καστ για ανάγκη αύξησης των ιδιωτικών ξένων επενδύσεων.