*Κεντρική φωτογραφία άρθρου: Η εφημερίδα Özgür Gündem.
του Αλέξανδρου Γαστεράτου
Η Μπερτσέμ ήρθε στην Ελλάδα το 1999 σε ηλικία επτά ετών, μαζί με άλλα 4 ανήλικα επίσης αδέρφια. Η καταγωγή της είναι από το Ντιγιάρμπακιρ, πόλη όπου κατοικεί η μεγάλη πλειοψηφία των Κούρδων, γι’ αυτό και θεωρείται η ανεπίσημη πρωτεύουσα του τουρκικού Κουρδιστάν. Οι γονείς της, εξαιρετικά ενεργοί πολιτικά άνθρωποι εκείνης της εποχής, βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν από το τουρκικό κράτος, ενώ για ολόκληρη την οικογένεια Μορντενίζ, όπως είναι το επίθετο που και η ίδια φέρει, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης, το οποίο ισχύει ακόμα.
Αδέρφια και φίλοι στο αντάρτικο, αδέρφια και φίλοι πολιτικοί κρατούμενοι στις τουρκικές φυλακές, αδέρφια και φίλοι νεκροί στα βουνά, στον αγώνα του PKK ή στα βασανιστήρια. Η ίδια, από τα σύνορα στον Έβρο, βρέθηκε όντας μικρό παιδί στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Λαύριο. Εκεί όπως μου διηγείται, ένιωσε ότι ταίριαξε.
«Η αλήθεια είναι ότι τα σύνορα είναι μια αξέχαστη διαδρομή, τρομερή, σε τρομάζει πάρα πολύ. Δεν είναι εύκολο», μου λέει και συμπληρώνει πως «άνετα μπορώ να καταλάβω έναν άνθρωπο, πόσο μάλλον ένα παιδί, να περνάει μέσα στα άγρια χαράματα, μέσα στο κρύο, μέσα από το ποτάμι και τότε υπήρχαν και ηλεκτροφόρα καλώδια. Αν δεν πρόσεχες λοιπόν θα πέθαινες. Έπρεπε λοιπόν να σκύψεις, να ξανανέβεις κλπ. Το έχω συνδέσει στο μυαλό μου ως μια πολύ άσχημη περιπέτεια και το έχω συνδυάσει και με τραγούδι.
Μαζί με άλλους πρόσφυγες, κρατήθηκε – όπως προέβλεπε η διαδικασία – για περίπου μια εβδομάδα σε κρατητήρια της αστυνομίας. Όσα συνέβησαν στην οικογένειά της, έλαβαν τεράστιες διαστάσεις στη Τουρκία, με αποτέλεσμα να ενημερωθεί σχετικά η Διεθνής Αμνηστία αλλά και να φτάσουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Έτσι, οι ελληνικές αρχές ενημερώθηκαν σχετικά και την άφησαν να φύγει, ερχόμενη σε προσφυγικό καταυλισμό στο Λαύριο, μαζί με τα 4 αδέρφια της.
«Το Λαύριο είναι μια περιοχή όπως ξέρεις, που κουβαλάει μεγάλο, βαθύ τραύμα. Λόγω της Μακρόνησου ίσως, λόγω των ανθρώπων εκεί;! Έχω μια φοβερή ευαισθησία στους Λαυριώτες και στο Λαύριο. Όταν ήμουν 11 χρονών, είχα δει τη «Μητέρα» το άγαλμα που κοιτάει τη Μακρόνησο και όταν ρωτούσα τι είναι, πολλοί άνθρωποι δάκρυζαν. Μαθαίνοντας λοιπόν και την ιστορία, ήταν σα να έβλεπα τη δική μου μητέρα η οποία περίμενε. Μονίμως περίμενε», εξηγεί αλλά και η ίδια δεν σταμάτησε ποτέ να ελπίζει πως κάποια μέρα θα γυρίσει στο Ντιγιάρμπακιρ.
Ο Τσαγντάς Καπλάν βρέθηκε στην Ελλάδα περίπου πριν 2 χρόνια, διωκόμενος από το καθεστώς Ερντογάν. Είναι δημοσιογράφος, αρχισυντάκτης της Yeni Yaşam, όπου έχουν βρει καταφύγιο όλες οι αντιπολιτευόμενες – αριστερές κατά κύριο λόγο – φωνές και μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Δημοσιογράφων. Στη Τουρκία κατέληξε στη φυλακή για ενάμιση χρόνο εξαιτίας της ειδησεογραφίας του, καθώς το κράτος θεώρησε ότι έγραφε κουρδική προπαγάνδα. Στη φυλακή είχε πραγματοποιήσει μαζί με άλλους πολιτικούς κρατούμενους απεργία πείνας, για να μπορέσει να παρευρεθεί, σε μια δίκαιη δίκη.
Όπως μου είπε, «εκκρεμούν κι άλλες διώξεις στο όνομά μου και για το μέλλον, επειδή όλα αυτά ήταν πολύ απειλητικά (αν μαζευτούν γίνονται πάρα πολλά χρόνια οι ποινές. Από κάθε είδηση ας πούμε, από κάθε νέο, έχεις και 2-3 χρόνια φυλάκισης), βρέθηκα εδώ».
Ο Τσαγντάς ήρθε κι αυτός από τον Έβρο και πέρασε την διαδικασία κράτησης στην αστυνομία, όπου ανέφερε όλους τους λόγους για τους οποίους βρέθηκε σε ελληνικό έδαφος. Η θετική απάντηση που έλαβε από τις ελληνικές αρχές ήταν η χορήγηση μιας συνέντευξης για παροχή ασύλου μετά από τέσσερα χρόνια και τον άφησαν ελεύθερο.
Στη Τουρκία είδε πολλούς φίλους και συναδέλφους του με τους οποίους συνεργάστηκε για 10 και πλέον χρόνια, να συλλαμβάνονται, να βασανίζονται ή να δολοφονούνται. Φοβούμενος και ο ίδιος ότι θα βρεθεί στην ίδια θέση και έχοντας πλέον τα μέσα, όπως το διαδίκτυο, να συνεχίσει εξ αποστάσεως τον δημοσιογραφικό του αγώνα, αποφάσισε να περάσει στην άλλη πλευρά των συνόρων.
«Η γλώσσα σου, η κουλτούρα σου, η ταυτότητά σου, όλα αυτά είναι απαγορευμένα»
Όπως εξηγεί, το να ζεις σαν Κούρδος στη Τουρκία είναι εξαιρετικά δύσκολο. «Στην ίδια σου τη χώρα αισθάνεσαι ότι ζεις ως πρόσφυγας και κυρίως δηλαδή ως βασανισμένος πρόσφυγας. Η γλώσσα σου, η κουλτούρα σου, η ταυτότητά σου, όλα αυτά είναι απαγορευμένα έτσι κι αλλιώς», μου λέει. Το τουρκικό κράτος έχει απαγορεύσει την κουρδική κουλτούρα και γλώσσα από κάθε τομέα της δημόσιας ζωής. Τα κουρδικά δεν υπάρχουν ούτε στο σύστημα παιδείας, ούτε σε γραφειοκρατικό επίπεδο. Ακόμα και στο σύστημα δικαιοσύνης, το δικαστήριο δεν φέρνει Κούρδο διερμηνέα.
Ωστόσο παρά την τεράστια καταπίεση που υφίσταται ο κουρδικός λαός στη χώρα που ζει εδώ και χιλιάδες χρόνια, κατάφερε και εξέλεξε σε διάφορες περιοχές δικούς του δημάρχους και δημοτικούς συμβούλους. Όπως περιγράφει ο Τσαγντάς, οι συγκεκριμένες διοικήσεις, πραγματοποίησαν ορισμένα μικρά – για τα ελληνικά δεδομένα – αλλά εξαιρετικά σημαντικά για τον κουρδικό λαό – έργα. Ορισμένα εξ αυτών ήταν ότι ταμπέλες δημοσίων οργανισμών και δρόμων, γράφτηκαν και στα κουρδικά, ενώ το ίδιο πραγματοποιήθηκε και σε τομείς όπως η ιατρική περίθαλψη. «Οτιδήποτε προσέφεραν ήταν στη μητρική μας γλώσσα», σημειώνει με ένα κρυφό χαμόγελο.
Παρ’ όλα αυτά, η συγκεκριμένη εποχή δεν διήρκησε πολύ. Το καθεστώς Ερντογάν, επιχείρησε να συνδέσει τους Κούρδους δημάρχους, με τις ένοπλες κουρδικές πολιτοφυλακές, οι οποίες για το επίσημο τουρκικό κράτος αλλά και για πολλές άλλες χώρες όπως αυτές της ΕΕ και τις ΗΠΑ, θεωρούνται τρομοκρατική οργάνωση. Με την κατηγορία λοιπόν της συσχέτισης με τρομοκράτες, οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι των Κούρδων, συνελήφθησαν και τη θέση τους πήραν αιρετοί του υπουργείου Εσωτερικών της χώρας, προφανώς φίλα προσκείμενοι στο καθεστώς.
Πράγματι, σύμφωνα με το «Al-Monitor», οι φυλακισμένοι δήμαρχοι που είχαν εκλεγεί αρχικά με το φιλοκουρδικό «Δημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα» (HDP), έφτασαν τον Μάιο του 2020, τους 25, ενώ η τουρκική κυβέρνηση αντικατέστησε τους δημάρχους των 51 από τις 65 δημοτικές κοινότητες που κέρδισε το HDP το 2019. Ανάμεσα στους δημάρχους που έχουν συλληφθεί και αντικατασταθεί βρισκόταν και εκείνος του Ντιγιάρμπακιρ, της πόλης με τους περισσότερους Κούρδους πολίτες στη Τουρκία.
«Άρα μπορούμε να πούμε πλέον ότι πήραν και τη ψήφο του κουρδικού λαού από τα χέρια του, πήραν τα βασικά δικαιώματα του κουρδικού λαού. Δηλαδή φυλακίζει τον βουλευτή που έχεις ψηφίσει, το δήμαρχο που έχεις ψηφίσει, τον οποιονδήποτε λοιπόν έχεις ψηφίσει τους έχει στη φυλακή. Άρα δεν θεωρεί ότι έχεις δικαίωμα ψήφου και αυτό το δικαίωμα το πήρε από τον κουρδικό λαό», μου λέει ο Τσαγντάς και συμπληρώνει πως «αυτό εννοείται στις μέρες μας λέγεται κατάκτηση, στην ίδια μας τη χώρα. Στη Τουρκία, το να είσαι Κούρδος, κάπως έτσι εκφράζεται».
«Είμαστε οι πιο τυχεροί δημοσιογράφοι της γενιάς μας»
Ο Τσαγντάς είναι από εκείνους τους δημοσιογράφους που δεν επέλεξαν να κάνουν κάτι άλλο προκειμένου να μη διωχθούν από το τουρκικό καθεστώς. Είναι επίσης ένας άνθρωπος που δεν μπόρεσε ποτέ να σωπάσει, βλέποντας τριγύρω του την έλλειψη κράτους δικαίου, την κρατική αυθαιρεσία αλλά και την τόση ανελευθερία με την οποία η κυβέρνηση του AKP, του «Κόμματος δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» του Ερντογάν έχει περιβάλλει το δημόσιο βίο στη γειτονική μας χώρα.
Το καθεστώς είναι σκληρό απέναντι σε όλους τους αντιπολιτευόμενους δημοσιογράφους και τα αντίστοιχα ΜΜΕ, είτε τούρκικα είτε κουρδικά. Ωστόσο αν είσαι Κούρδος, τα πράγματα είναι λίγο πιο εύκολα για τον εισαγγελέα, που μπορεί να κατασκευάσει μια δίωξη τέτοια ώστε να φαίνεται πως εξαιτίας του εκάστοτε άρθρου σου, έχεις σχέση με τους αντάρτες ή αν είσαι Τούρκος, με τους Γκιουλενιστές. Ο Τσαγντάς δηλώνει «τυχερός» σε σχέση με παλαιότερες γενιές δημοσιογράφων. Αυτό διότι όπως μου εξηγεί, πλέον «οτιδήποτε γράψεις, απλά συλλαμβάνεσαι από τη κυβέρνηση, δε σκοτώνεσαι όμως». Ωστόσο αυτό δεν συνέβαινε πάντα. Όπως διηγείται, πριν από επτά χρόνια ένας φίλος του σκοτώθηκε απλώς μοιράζοντας τις «λάθος» εφημερίδες. Παλιότερα και συγκεκριμένα το 1994 τα εκτυπωτήρια της αριστερής εφημερίδας Özgür Gündem (Ελεύθερη Ατζέντα), μετά από εντολή του πρωθυπουργού, βομβαρδίζονται με τρεις βόμβες. Στους βομβαρδισμούς σκοτώνεται ένα μέλος του προσωπικού και 23 τραυματίζονται. «Η συγκεκριμένη εφημερίδα έχει πάνω από 70 μάρτυρες δημοσιογράφους, κάποιοι εκ των οποίων μοίραζαν έντυπα» επισημαίνει ο Τσαγντάς λέγοντας ακόμη πως πολλοί εξ αυτών βρίσκονται σε ομαδικούς τάφους, ενώ οι σοροί άλλων, δεν βρέθηκαν ποτέ.
«Άμα θέλεις λοιπόν ως Κούρδος να είσαι δημοσιογράφος στη Τουρκία, είναι σαν να φοράς ένα πουκάμισο με φωτιά. Κινδυνεύει η ζωή σου αλλά παρόλα αυτά μπορώ να πω ότι είμαστε οι πιο τυχεροί δημοσιογράφοι της γενιάς μας. Τουλάχιστον φυλακιζόμαστε δεν σκοτωνόμαστε», σημειώνει εμφατικά ο Τσαγντάς.
Η δίχρονη «κατάσταση έκτακτης ανάγκης και τα 179 κλειστά ΜΜΕ
To 2016, μετά την απόπειρα ανατροπής του Ερντογάν, η κυβέρνηση κήρυξε το κράτος σε δίχρονη «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», εντείνοντας την επίθεση εναντίον όλων των εναντιωμένων σε αυτή φωνών. Με δικαστική εντολή, το κράτος έκλεισε «προσωρινά» την εφημερίδα Özgür Gündem, η οποία δεν κυκλοφόρησε ξανά. Ωστόσο μια ηλεκτρονική της έκδοση υπάρχει στο διαδίκτυο αλλά στη Τουρκία, η πρόσβαση στον ιστότοπο έχει απαγορευτεί.
Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο για την ιδιοκτησία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, από τον Αύγουστο του 2016, ένα μήνα μετά δηλαδή από την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος, έως και τον Ιούλιο του 2018, ένα σύνολο 179 ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένων τηλεοπτικών καναλιών, εφημερίδων, ραδιοφώνων, περιοδικών και πρακτορείων, καθώς επίσης και 29 εκδοτικοί οίκοι, έκλεισαν. Τα μέσα αυτά πρόσκεινται είτε στους Γκιουλενιστές είτε στους Κούρδους.
Πολλά media από αυτά που η τουρκική κυβέρνηση έκλεισε μετά το πραξικόπημα ήταν εκείνα των Γκιουλενιστών. Οι δημοσιογράφοι τους διώχθηκαν, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν, καθώς ο ηγέτης του κινήματος, Φετουλάχ Γκιουλέν, θεωρείται από το καθεστώς Ερντογάν, ως ενορχηστρωτής της απόπειρας πραξικοπήματος.
Άλλοι Γκιουλενιστές δημοσιογράφοι, πάλαι ποτέ υποστηρικτές του Ερντογάν όταν το κίνημα συνεργαζόταν με το AKP, αναζήτησαν άσυλο στην Ελλάδα. «Όταν ήταν μαζί με το ΑΚΡ, οι Γκιουλενιστές, ήταν αυτοί που όποτε εμείς μπαίναμε στις φυλακές, γράφανε στις εφημερίδες τους, “οι τρομοκράτες του Τύπου”. Όταν λοιπόν χάλασαν τον συνεταιρισμό με τον Ερντογάν, τότε είπαν και αυτοί με τη σειρά τους “ζήτω η ελευθερία του Τύπου”», σημειώνει ο Τσαγντάς.
Παρόλα αυτά εξηγεί πως η συγκεκριμένη κριτική ασκούταν από πλευράς Κούρδων και Τούρκων αριστερών και σοσιαλιστών επί χρόνια. «Τους λέγαμε πάντα ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και η ελευθερία του Τύπου χρειάζονται για όλους μας. Αυτή τη στιγμή πολλοί συνάδελφοι από αυτούς κάνουν την αυτοκριτική τους και το δέχονται», υπογραμμίζει, ενώ προσθέτει ότι πλέον σε ένα περιβάλλον ξένο και όντας όλοι τους πολιτικοί πρόσφυγες, έχουν παραμερίσει κάποιες από τις διαφορές τους και στηρίζουν από κοινού τον αγώνα για την ελευθερία του Τύπου.
«Η μεγαλύτερη φυλακή των δημοσιογράφων»
Σύμφωνα με τον Τσαγντάς «η Τουρκία αυτή τη στιγμή είναι η μεγαλύτερη φυλακή των δημοσιογράφων». Πράγματι, αν όχι η μεγαλύτερη σίγουρα η δεύτερη μεγαλύτερη. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας και αναπαράχθηκαν από σύσσωμο τον διεθνή Τύπο και τις οργανώσεις που μάχονται για την ελευθερία του Τύπου. Βάσει λοιπόν των στοιχείων της Επιτροπής για την Προστασία των Δημοσιογράφων που εδρεύει στη Νέα Υόρκη, η Τουρκία, το 2019, φυλάκισε συνολικά 47 δημοσιογράφους, ανταγωνιζόμενη μονάχα την Κίνα η οποία το ίδιο χρονικό διάστημα έβαλε στη φυλακή 49.
Παρόλα αυτά το 2018, το τουρκικό καθεστώς, έβαλε στη φυλακή 68 ανθρώπους. Αν και το 2019 σημειώθηκε σημαντική μείωση, η Επιτροπή υποστηρίζει πως αυτό δεν συνέβη γιατί άλλαξε κάτι στο «κυνήγι μαγισσών» που έχει εξαπολύσει ο Ερντογάν, αλλά οφείλεται στην κατακραυγή εναντίον του καθεστώτος. Σύμφωνα με άλλη έκθεση της Τουρκικής Ένωσης Δημοσιογράφων, τον Μάιο του 2020, 85 δημοσιογράφοι βρίσκονταν σε τουρκικές φυλακές.
Η κυβέρνηση Ερντογάν διατείνεται πως οι δημοσιογράφοι δεν κρατούνται εξαιτίας του ότι έπραξαν το καθήκον τους αλλά ισχυρίζεται ότι λόγω των συγκεκριμένων ειδήσεων που έγραψαν, αποτελούν μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης. «Πάρα πολλοί δημοσιογράφοι αυτή τη στιγμή γνωρίζουν ότι με μια είδηση μπορεί να καταλήξεις στη φυλακή κάνουν το καθήκον τους, γνωρίζοντας το τίμημα που μπορεί να πληρώσουν», επισημαίνει ο Τσαγντάς.
Media στα χέρια λίγων φίλων της κυβέρνησης
Σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ, μεγάλοι όμιλοι που κατέχουν πάρα πολλά media και δραστηριοποιούνται σε πλήθος πεδίων, όπως είναι ο κατασκευαστικός κλάδος, ο τουρισμός, η προμήθεια και εμπορία οπλικών συστημάτων, οι μεταφορές και άλλοι τομείς, βασίζονται στην κυβέρνηση για την εξασφάλιση συμβολαίων. Επομένως αρχικά αντιβαίνει τα συμφέροντά τους να τάσσονται ενάντια στο καθεστώς Ερντογάν. Από την άλλη, το καθεστώς χρησιμοποιεί οικονομικά μέσα, για να πιέζει τα ΜΜΕ να αναπαράγουν ή να θάβουν συγκεκριμένες ειδήσεις. Έτσι πάρα πολλά μέσα ενημέρωσης, φοβούμενα τυχόν διώξεις αυτολογοκρίνονται. Σύμφωνα με την έκθεση του Παρατηρητηρίου για την Ιδιοκτησία των Μέσων Ενημέρωσης (MOM), 9 στους 10 ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης, έχουν ανοιχτές οικονομικές συνεργασίες με το κυβερνών κόμμα.
Ο βαθμός επηρεασμού των media είτε συγκεντρώνοντας τα ΜΜΕ είτε φυλακίζοντας δημοσιογράφους και κλείνοντας άλλα μέσα, είναι τέτοιος που στην κατάταξη ελευθερίας του Τύπου, όπως αυτή έχει δημιουργηθεί από τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα (RSF), με στοιχεία έως και το 2020, η Τουρκία βρίσκεται στη θέση 154 από ένα σύνολο 180 χωρών που βρίσκονται στον κατάλογο. Στην αμέσως προηγούμενη θέση βρίσκεται η Λευκορωσία (153) του Λουκασένκο και στην αμέσως επόμενη η Ρουάντα του Καγκάμε (155). Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι πριν από ένα χρόνο, το 2019, η θέση στην οποία βρισκόταν η Τουρκία ήταν η 157η, πράγμα το οποίο συνιστά πιθανόν μια κάποια «πρόοδο».
«Από τότε που έχει έρθει ο Ερντογάν στα πράγματα έχουν αλλάξει πολλά χέρια τα media. Υπάρχουν μεγάλες εταιρείες με τις οποίες η κυβέρνηση κινεί τα νήματα. Μέχρι και πριν 10 χρόνια κάποιοι από αυτούς, προσπαθούσαν, ακόμα και μη στοχοποιώντας τον Ερντογάν, να κάνουν κάπως αντιπολίτευση αλλά από τότε μια συγκεκριμένη εταιρεία, το Doğan Media, πωλήθηκε σε μια άλλη, τη Demirören που είναι της κυβέρνησης (φιλοκυβερνητική)», περιγράφει ο Τσαγντάς.
Σε σχέση με τον επηρεασμό των μέσων, σημειώνει πως ακόμη και διεθνή μέσα με τουρκικά παραρτήματα ακολουθούν την κυβερνητική γραμμή. Ο Τσαγντάς ισχυρίζεται ότι τα υπουργεία στην Τουρκία επιλέγουν ακόμη και τους καλεσμένους στις τηλεοπτικές εκπομπές, καθώς η τηλεόραση είναι ακόμη το κυρίαρχο μέσο ενημέρωσης στη χώρα. «Κάποια στιγμή βγήκαν αυτά τα στοιχεία στη δημοσιότητα οπότε αναγκάστηκαν και τα παραδέχτηκαν. Για αυτό το λόγο λοιπόν επίσης με καθοδήγηση της κυβέρνησης, δεν προβάλλουν ούτε την αντιπολίτευση, ούτε το HDP το φιλοκουρδικό κόμμα. Υπάρχει επίσημη απαγόρευση. Στη Τουρκία για να σου δώσω να καταλάβεις δεν υπάρχει ανεξαρτησία του Τύπου αλλά το έχουμε ονομάσει “Medyasi Havuz” που σημαίνει μια πισίνα από media», μου λέει.
Όπως επισημαίνει ο Τσαγντάς, η κυβέρνηση Ερντογάν επιχειρεί να εξαλείψει οποιαδήποτε εναντίωση. Για αυτό τον λόγο εφαρμόζει επιθετική πολιτική και στις διεθνείς σχέσεις προκειμένου να στείλει και ένα μήνυμα στο εσωτερικό της χώρας. «Ο Ερντογάν προσπαθεί να γίνει ο ένας άνθρωπος που θα ελέγχει τα πάντα και συγκεντρώνει τα στοιχεία του δικτάτορα. Οι δικτάτορες λοιπόν και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό προσπαθούν να τα ελέγξουν όλα. Αυτή τη στιγμή είναι στη Λιβύη, είναι στη Συρία είναι προς την Αρμενία, είναι προς την Ελλάδα. Δεν υπάρχει χώρα που να μη ζει ένταση με τη συγκεκριμένη κυβέρνηση και για εκείνον, αυτό είναι πολύ κανονικό γιατί έτσι κάνουν οι δικτάτορες», υποστηρίζει ο Τσαγντάς.
Ωστόσο η επιθετική πολιτική της κυβέρνησης Ερντογάν είναι ικανή, σύμφωνα με τον Τσαγντάς να κρύψει και την κυβερνητική ανεπάρκεια. Σύμφωνα με τον ίδιο η τουρκική κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μια σειρά θεμάτων όπως η οικονομία, το σύστημα υγείας, παιδείας και δικαιοσύνης. Επομένως η επιθετική πολιτική στο εξωτερικό παρουσιάζεται ως άμυνα, ενώ η ίδια η κυβέρνηση ως ήρωας που αντιμετωπίζει εγκαίρως και αποτελεσματικά τις απανταχού απειλές.
Ο αντίποδας
Στην αντίθετη πλευρά της «χαβούζας», υπάρχουν δημοσιογράφοι οι οποίοι με ιδιαίτερα έντονη την αίσθηση του καθήκοντος και της δεοντολογίας, θέτοντας σε κίνδυνο τους εαυτούς τους και υπό την απειλή ανά πάση στιγμή να καταδικαστούν σε πάνω από 100 χρόνια φυλάκισης, δίνουν καθημερινά τη μάχη για τη δημοσιογραφία, ερχόμενοι πρόσωπο με πρόσωπο με το καθεστώς.
Μέσα ενημέρωσης όπως το Yeni Gündem, η Yeni Yaşam, το Evrensel, το BirGün και άλλα, εν μέσω διώξεων, εξοντωτικών πολλές φορές προστίμων και συλλήψεων, βασανισμών ή φυλακίσεων των δημοσιογράφων τους, προσπαθούν να σταθούν. Οι διώξεις είναι καθημερινές, ενώ συχνά η κυβέρνηση απαγορεύει την κυκλοφορία των εντύπων τους. Ακόμα και οι αγγελίες σε πολλές εφημερίδες από αυτές είναι λιγοστές, καθώς όντας στοχοποιημένες, όσοι θέλουν να βάλουν μια αγγελία φοβούνται μην μπουν και αυτοί στο στόχαστρο της κυβέρνησης. Έτσι τα μέσα αυτά χάνουν άλλη μια πηγή χρηματοδότησης.
Όταν κουρδικά μέσα όπως το Özgür Gündem, η Azadi Avelat και το Dizi Haber έκλεισαν με την κατηγορία ότι έκαναν προπαγάνδα, η αντιπολίτευση επιχείρησε να δημιουργήσει τη Yeni Yaşam (Νέα Ζωή), αρχισυντάκτης της οποίας είναι ο Τσαγντάς. Η εφημερίδα εξακολουθεί σε καθημερινή βάση να τυπώνει, ωστόσο κάθε μέρα έχει και από ένα δικαστήριο για μια είδηση. Η Yeni Yaşam είναι κατά κύριο λόγο κουρδική εφημερίδα και η φωνή της αριστερής κυρίως αντιπολίτευσης. Παρ’ όλα αυτά σε αυτή εργάζονται εκτός από Κούρδοι, Τούρκοι και Αρμένιοι δημοσιογράφοι.
«Η αλήθεια έχει ένα καλό»
«Η κυβέρνηση έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να φιμώσει τον ελεύθερο Τύπο και συνεχίζει και το κάνει», λέει ο Τσαγντάς και προσθέτει πως «ό,τι έκανε το ‘90 το ίδιο κάνει και σήμερα. Μπορεί να μην βομβαρδίζει ένα μέσο ενημέρωσης αλλά το κλείνει. Το ξέρουν και εκείνοι (η κυβέρνηση) ότι όσοι είναι αποφασισμένοι και αγωνίζονται κάνοντας τη δουλειά τους, γνωρίζει ότι δεν μπορεί να τους σωπάσει», υποστηρίζει.
«Η αλήθεια έχει ένα καλό. Όσο και να κρυφτεί όσο και να μείνει στο σκοτάδι, κάποια στιγμή θα εμφανιστεί. Άρα εμπιστευόμενοι αυτό, οι δημοσιογράφοι συνεχίζουν το καθήκον τους. Και η κυβέρνηση το γνωρίζει πολύ καλά αυτό», τονίζει και συμπληρώνει πως ακόμα και αν συλλάβει ξανά 100-150 δημοσιογράφους «το μέσο της δημοσιογραφίας δεν είναι πλέον μόνο η εφημερίδα και η τηλεόραση αλλά (οι δημοσιογράφοι) και μέσω το διαδικτύου και των social media θα συνεχίσουν να γράφουν την αλήθεια τους.
Από τη Τουρκία στο Σύνταγμα
Στις αρχές Αυγούστου, η Bercem και ο Τσαγντάς, έζησαν μια περιπέτεια, θα έλεγε κανείς, που χτυπάει καμπανάκι και για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα. Το βράδυ της 9ης Αυγούστου, οι δυο τους βγήκαν για μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας. Φτάνοντας στην κάτω πλευρά της πλατείας Συντάγματος, αντιλήφθηκαν ότι αρκετός κόσμος ήταν μαζεμένος σε ένα σημείο, στο οποίο βρίσκονταν αστυνομικοί και κάποιος ζητούσε βοήθεια.
Πλησιάζοντας αντιλήφθηκαν πως αστυνομικοί της μηχανοκίνητης ομάδας ΔΡΑΣΗ, ενώ είχαν περάσει χειροπέδες σε έναν νεαρό, τον χτυπούσαν στο κεφάλι. Η Μπερτσέμ, επιχείρησε πρώτη να παρέμβει, ακούγοντας και τους υπόλοιπους αυτόπτες μάρτυρες του περιστατικού να φωνάζουν στους αστυνομικούς να σταματήσουν. Πλησίασε λοιπόν τους αστυνομικούς εξηγώντας τους με ευγενικό τρόπο ότι η βία που ασκούν σε έναν άνθρωπο στον οποίο έχουν περάσει χειροπέδες είναι κατάχρηση και επομένως πρέπει να σταματήσουν να τον χτυπούν. Η απάντηση που έλαβε ήταν κάτι μεταξύ ύβρεων και και ειρωνείας, συνεπικουρούμενων από τη φράση «ούστ ρε! Θα μου πεις εσύ πως θα κάνω τη δουλειά μου;». «Χειρότερα και από τον Ερντογάν μιλούσαν», σχολιάζει περιπαικτικά η Μπερτσέμ.
«Εφόσον μιλάς έτσι και με βρίζεις και μου λες ότι κάνεις τη δουλειά σου, θα κάνω κι εγώ τη δική μου», ήταν η απάντηση της Μπερτσέμ δείχνοντας παράλληλα τη δημοσιογραφική της ταυτότητα και ενημερώνοντας τον αστυνομικό ότι θα καταγράψει το συμβάν. Στη συνέχεια ο αστυνομικός ενέτεινε τη στάση του, με τον Τσαγντάς, ο οποίος να σημειωθεί ότι είχε δείξει και αυτός τη δημοσιογραφική του ταυτότητα, να σηκώνει το κινητό του για να καταγράψει σε βίντεο τόσο το περιστατικό αυθαίρετης αστυνομικής βίας, όσο και τη συμπεριφορά του αστυνομικού απέναντι στη Μπερτσέμ.
Ο αστυνομικός κυριολεκτικά όρμησε πάνω στον Τσαγντάς σπάζοντας το κινητό του τηλέφωνο, ενώ και άλλοι αστυνομικοί έπεσαν πάνω του. «Τον έπιασε από τον λαιμό και τον χτυπούσε. Του όρμηξαν άλλοι 2 και ο τέταρτος που πήγε να τον πιάσει γλίστρησε και έπεσε», περιγράφει η Μπερτσέμ για όσα έζησαν εκείνη τη νύχτα. Στη συνέχεια αμφότεροι οι δημοσιογράφοι προσήχθησαν, αφού όμως η Μπερτσέμ έβγαλε ένα βίντεο, μόλις 18 δευτερολέπτων, το οποίο έκανε το γύρο του διαδικτύου και δείχνει την προσαγωγή του Τσαγντάς.
Atina’da gözaltına alınan Çağdaş Kaplan: Yunanistan polisi, Akropolis Karakolu’nda şu an iki gazeteciye işkence yapıyor.https://t.co/xsmAPdwSRs pic.twitter.com/0e9STSNqjM
— Artı Gerçek (@artigercek) August 10, 2020
Ακολούθως, και εν μέσω ύβρεων, τραβώντας την Μπερτσέμ και κλωτσώντας τον Τσαγντάς, τους επιβίβασαν σε βαν της αστυνομίας που τους μετέφερε στα κρατητήρια του Α.Τ. Ακροπόλεως. Ο Τσαγντάς σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση έφερε πολλές εκδορές και χτυπήματα.
Κανένα μέτρο για προστασία των προσαχθέντων από τον κορονοϊό δεν τηρήθηκε, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ενώ χωρίς ούτε καν προστατευτικές μάσκες τους έβαλαν σε ένα κελί μαζί με αρκετούς άλλους και κυρίως ευάλωτους ανθρώπους όπως τοξικοεξαρτημένους.
Η αστυνομία όμως φρόντισε να ντύσει το όλο περιστατικό και με τον μανδύα του ρατσισμού. Βάσει όσων κατήγγειλε η Μπερτσέμ, ακούγοντας να μη μιλάει μόνο ελληνικά, ένας αστυνομικός την πλησίασε και της απηύθυνε τη φράση «είσαι και αλλοδαπή ε; Τώρα με έφτιαξες». Η Μπερτσέμ του ζήτησε να απομακρυνθεί με εκείνον να τη φτύνει και να της λέει «Ουστ ρε! Θα με κολλήσεις τίποτα, έχω και παιδί». «Κρίμα για το παιδί, είπα», σημειώνει η Μπερτσέμ.
Επίσης ενώ το περιστατικό σημειώθηκε λίγο μετά τις 22:30, περίπου στις 2 το βράδυ, μάθανε ότι έξω από το αστυνομικό τμήμα, μάρτυρες του περιστατικού είχαν συγκεντρωθεί ζητώντας να καταθέσουν με την αστυνομία να τους απαγορεύει την είσοδο. Εντός επίσης του κρατητηρίου έμαθαν και γιατί προσήχθη και έπεσε θύμα αστυνομικής βίας ο νεαρός στο Σύνταγμα εν ονόματι Θανάσης.
«Τον ρωτάμε “Θανάση γιατί σε συλλάβανε;», για να λάβουν την αφοπλιστική απάντηση, «είχα πάρει έναν μαρκαδόρο και έγραψα “Καβάλα” εκεί στη γλάστρα», αναφερόμενος σε μία από τις ζαρντινιέρες που τοποθετήθηκαν από τη δημαρχία Μπακογιάννη στα πλαίσια του Μεγάλου Περιπάτου. Επίσης κορυφώνοντας την όλη αυθαιρεσία ο Θανάσης υποστήριξε πως «δεν με δείρανε εκεί μπροστά γιατί υπήρχαν κάμερες από το υπουργείο Οικονομικών, με δείρανε εκεί κάτω», αναφερόμενος σε παραπλήσιο σημείο, θυμίζοντας τα όσα είχαν γίνει γνωστά το 2019, με τις καταγγελίες για ξυλοδαρμούς πλησίον του υπουργείου Πολιτισμού στην οδό Μπουμπουλίνας αλλά και σε υπόγειο ιδιωτικό πάρκινγκ του ίδιου δρόμου.
Η όλη διαδικασία λοιπόν κράτησε ως το πρωί όταν και επιβιβάστηκαν σε λεωφορείο της αστυνομίας το οποίο τους μετέφερε στο Χαϊδάρι προκειμένου να παρθούν ηλεκτρονικά τα δακτυλικά τους αποτυπώματα και να τραβηχτούν οι χαρακτηριστικές φωτογραφίες. Στη συνέχεια οδηγήθηκαν στα δικαστήρια της οδού Ευελπίδων με κατηγορίες για αντίσταση κατά της αρχής, εξύβριση (μόνο στην Μπερτσέμ εφόσον ο Τσαγντάς δεν μιλάει ελληνικά), απειλή κατά των αρχών και συνολικά πέντε κατηγορίες. Στην Μπερτσέμ οι αστυνομικοί είπαν πως και η βιντεοσκόπηση που έκανε ήταν και αυτή παράνομη.
Çağdaş ve Berçem, saatler sonra mahkemeye çıkarılıyor. pic.twitter.com/LZaPd10Ixs
— Nuri Akman (@AkmNuri) August 10, 2020
Αφού πήραν αναβολή από το δικαστήριο, η διαδικασία ορίζει ότι θα έπρεπε να τεθούν ελεύθεροι. Αντιθέτως όμως, οι αστυνομικοί τους πέρασαν ξανά χειροπέδες, δένοντας μαζί τον Θανάση την Μπερτσέμ και τον Τσαγντάς, βάζοντάς τους στο ίδιο λεωφορείο που τους μετέφερε στα δικαστήρια και μεταφέροντάς τους και πάλι στο Α.Τ. Ακροπόλεως, όπου εν τέλει τους άφησαν ελεύθερους. Όλη η διαδικασία φυσικά, χωρίς να τηρηθεί το παραμικρό μέτρο πρόληψης από τον κορονοϊό.
Σαν να μην έφτανε αυτό, στις αρχές Σεπτέμβρη και ενώ περπατούσαν στο ύψος του Κολωνακίου, περνώντας από σταθμευμένες μηχανές με άνδρες της ομάδας ΔΡΑΣΗ, ένας εξ αυτών υπέδειξε την Μπερτσέμ και τον Τσαγντάς σε έναν συνάδελφό του λέγοντάς του χαρακτηριστικά «οι δικοί σου», με τον άλλο αστυνομικό να τους χαιρετάει απειλητικά. «Εγώ εκεί αισθάνθηκα πραγματικά τρόμο. Όχι για μένα αλλά για την κοινωνία», αναφέρει η Μπερτσέμ.
«Θέλουν να συνηθίσεις» την αστυνομική βία
Ζητώντας τα σχόλιά τους για το περιστατικό που εκτυλίχθηκε στο Σύνταγμα και τη συνέχειά του, ο Τσαγντάς μου είπε ότι σίγουρα δεν περίμενε τέτοια αντίδραση και μάλιστα τόσο βίαιη από την πλευρά της αστυνομίας στην Ελλάδα. «Αυτό που συνέβη ήταν φίμωση κατά δημοσιογράφων και επίθεση και της ελευθερίας του Τύπου. Η δημοσιογραφία δεν είναι όπως ορκίζεται ένας γιατρός αλλά υπάρχουν κάποιοι κανονισμοί (δεοντολογία). Το νούμερο ένα λοιπόν της δημοσιογραφίας είναι να είσαι υπεύθυνος για τους ανθρώπους και το κοινό και τον πληθυσμό ευρύτερα της χώρας που ζεις. Σχετικά με αυτό, εκείνη τη μέρα είδαμε κατάχρηση βίας προς έναν πολίτη από την αστυνομία και μάλιστα σε ένα σημείο ανοιχτό στο κοινό. Εμείς ως βασική μας αρχή, ως δημοσιογράφοι, θέλαμε να το δείξουμε αυτό το περιστατικό. Βγάζοντας λοιπόν βίντεο, κάνοντας τό είδηση, πράξαμε αυτό που μας αναλογεί και αντιστοιχεί στις αρχές μας», τονίζει ο Τσαγντάς.
«Πριν τραβήξουμε βίντεο, είχαμε δηλώσει τη δημοσιογραφική μας ταυτότητα. Ως δημοσιογράφος όμως, ποτέ δεν είσαι υποχρεωμένος να πάρεις άδεια από τις αρχές. Ως δημοσιογράφος πάντα προσπαθούσα να είμαι αντικειμενικός και να προστατεύω τα δικαιώματα των ανθρώπων. Να γράφω παρόλα τα εμπόδια που υπήρχαν στη Τουρκία. Το ίδιο προσπάθησα να κάνω κι εδώ, όπως είναι η αρχή όλων των δημοσιογράφων και βρήκα καταπίεση της ελευθεροτυπίας και μάλιστα μέσω ξυλοδαρμού», σχολιάζει για όσα συνέβησαν.
Η Μπερτσέμ εξηγεί ότι παρενέβη στο περιστατικό ζητώντας μια απάντηση στο «γιατί», «αυτό το ρωτάει όποιος θέλει να λέγεται άνθρωπος», μου λέει υπενθυμίζοντας τα λόγια του ποιητή. Ωστόσο εξηγεί πως τέτοια φαινόμενα βίας είναι περιστατικά τα οποία «θέλουν να συνηθίσεις. Στο κάνουν καθημερινό αυτό σαν τον καφέ σου. Γι’ αυτό έχουμε φτάσει και σε αυτό εδώ το σημείο, γιατί κάποιοι προσπαθούν να μας κάνουν να συνηθίσουμε την αστυνομική βία. Εγώ δεν τη συνηθίζω. Δεν υπήρχε περίπτωση να τη συνηθίσω και εγώ αντέδρασα πολύ ήρεμα πολύ ευγενικά και δημοσιογράφος να μην ήμουν, ο άνθρωπος ζητούσε βοήθεια», δηλώνει κατηγορηματικά η Μπερτσέμ.
Φυσικά κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται στον ίδιο βαθμό ανελευθερίας του Τύπου με την Τουρκία. Όπως επισημαίνει άλλωστε και ο Τσαγντάς υπάρχει μεγάλη απόκλιση μεταξύ των δύο χωρών στον τομέα αυτό. Εξάλλου, η Ελλάδα βρίσκεται στη θέση 65 αναφορικά με την ελευθερία του Τύπου. Έχει σημειώσει βελτίωση 9 μονάδων σε σχέση με το 2018, όταν βρισκόταν στη θέση 74. Η διαδρομή όμως που πρέπει να διανύσει η Ελλάδα είναι μακρά, καθώς είναι η χώρα στην τέταρτη χειρότερη θέση μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ στον χάρτη των RSF.
Περιμένοντας 4 χρόνια για μια συνέντευξη ασύλου
Όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία της Ελληνικής Υπηρεσίας Ασύλου, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2020, 11.241 άνθρωποι προερχόμενοι από τη Τουρκία, είχαν αιτηθεί άσυλο στην Ελλάδα, αποτελώντας το 3,8% επί του συνόλου των ανθρώπων που ζητούν άσυλο στη χώρα. Μεταξύ αυτών, ο Τσαγντάς αναφέρει πως βρίσκονται χιλιάδες Τούρκοι και Κούρδοι δημοσιογράφοι διωκόμενοι από το καθεστώς Ερντογάν.
Αναφορικά με τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντί τους, ο Τσαγντάς, υπογραμμίζει ότι σε μια σειρά συνεντεύξεων που πραγματοποίησε όταν έφτασε στην Ελλάδα, οι περισσότεροι εξ αυτών, απάντησαν ότι η συνέντευξη για την παροχή ασύλου, ορίστηκε σε τρία ή και τέσσερα χρόνια μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα. Επομένως όπως τονίζει, αυτοί οι άνθρωποι στην Ελλάδα δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους για αρκετά χρόνια.
Όπως εξηγεί για ολόκληρη τη διαδικασία, για όλους τους πρόσφυγες, αρχικά «αναγκαστικά αντιμετωπίζουν το τμήμα, τις αρχές, τους βάζουν στα camp. Το σημαντικό θα ήταν όπως για όλους τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, να μην καταπατηθούν τα δικαιώματα των ανθρώπων αυτών. Γιατί έρχονται και μέσω της ελληνικής κυβέρνησης ζητούν προστασία και εννοείται νομικά στο διεθνές δίκαιο και παντού, υπάρχει ορισμός που αναφέρει ότι σε μικρό χρονικό διάστημα πρέπει να απαντηθούν τα αιτήματα των ανθρώπων για άσυλο», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Τσαγντάς.
Αντίθετα όμως όπως σημειώνει, αυτό δε συμβαίνει. Επομένως, «όσο ζούνε εδώ, πρέπει να υπάρχουν οι βασικές οικονομικές παροχές και παροχές διαβίωσης. Αυτοί οι άνθρωποι όμως αντιμετωπίζονται κάπως περίεργα. Διότι σου λένε περίμενε τέσσερα χρόνια και μετά από τέσσερα χρόνια χωρίς καμία στήριξη, θα έχεις μια συνέντευξη ασύλου. Για αυτά τα χρόνια δεν σε ενημερώνουν καν για το που θα δουλέψεις, τι θα κάνεις, πως θα ζήσεις, που να απευθυνθείς, δεν έχεις καμία ιδέα», υπογραμμίζει και καταλήγει επισημαίνοντας πως αυτό συνιστά καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
«Αυτή τη στιγμή η ελληνική κυβέρνηση, σε όλους τους μετανάστες και πρόσφυγες προτείνει δύο λύσεις. Ή θα κάνεις αίτημα ασύλου εδώ και θα ζεις για χρόνια στους δρόμους, καθώς δεν σου υποδεικνύει κανένας που θα κοιμηθείς, τι θα φας κλπ ή θα σε αναγκάσει να πληρώσεις τους διακινητές χιλιάδες ευρώ – και αν έχεις – για να σε βγάλουν από τη χώρα. Αυτό θεωρώ πως κατά βάθος είναι στήριξη στους διακινητές», τονίζει ο Τσαγντάς.
Θεσμικός ρατσισμός το έναυσμα για τη ρατσιστική βία
Πέρα, όμως, από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία εφαρμόζει αντιπροσφυγική πολιτική, η ελληνική κοινωνία, συχνά δεν είναι ασφαλές μέρος για τους πρόσφυγες. Εκτός από τη κατάσταση που οι περισσότεροι καλούνται να αντιμετωπίσουν στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των camps, συχνά έχουν να αντιμετωπίσουν και τη ρατσιστική βία.
Το Δικτύου Καταγραφής Ρατσιστικής Βίας για την περίοδο Ιανουάριος-Δεκέμβριος 2019, κατέγραψε 48 περιστατικά ρατσιστικής βίας εναντίον μεταναστών-τριών, προσφύγων-ισσών ή αιτούντων άσυλο, λόγω εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή/και χρώματος. Ο αντίστοιχος αριθμός για το 2018, ήταν τα 74 άτομα.
Ωστόσο αυτό που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον πέραν από το να βλέπει κανείς τους αριθμούς είναι σίγουρα η ερμηνεία τους και το τι βρίσκεται πίσω από αυτές τις επιθέσεις. Όπως αποκαλύπτει η έκθεση του Δικτύου, ένας από τους βασικούς λόγους ιδιαίτερα των οργανωμένων επιθέσεων, φαίνεται πως είναι η αδιαφορία του δράστη για τις συνέπειες. Η έκθεση αναφέρει ότι υπάρχει συνολικά μια νομιμοποίηση τέτοιων επιθέσεων σε βαθμό θεσμικό.
Την ίδια ώρα που αυτή η κατάσταση παγιώνεται, τα θύματα ρατσιστικής βίας, εμφανίζονται να ενσωματώνουν τις επιθέσεις, ως μέρος της καθημερινότητας. Μάλιστα για τη θεσμικότητα του ρατσισμού, το Δίκτυο αναφέρει ότι πολλές είναι οι περιπτώσεις στις οποίες εμπλέκονται στις επιθέσεις, ένστολοι ή δημόσια λειτουργοί.
«Έχω φτάσει σε σημείο να ανησυχώ πάρα πολύ για τους ανθρώπους στην Ελλάδα, παρατηρώ πως κατά βάθος η κυβέρνηση αισθάνεται έναν θαυμασμό προς την Τουρκία στον τρόπο μεταχείρισης και διαχείρισης της χώρας. Νομίζω πως ζουν το σύνδρομο της Στοκχόλμης», υπογραμμίζει η Μπερτσέμ.
«Η βία είναι πανδημία»
Θα επιχειρούσα να κλείσω με κάτι αισιόδοξο. Ίσως μια αντιπολεμική ρήση της Μπερτσέμ ή ένας παιάνας του Τσαγντάς για την ελευθερία του Τύπου, να αποτελούσαν έναν αισιόδοξο επίλογο. Ωστόσο τα δεδομένα συνηγορούν στο αντίθετο. Ολοκληρώνοντας την κουβέντα μου με τους δύο Κούρδους συναδέλφους, η Μπερτσέμ μου είπε πως η τροπή που έχουν λάβει οι κοινωνίες την τρομάζει. «Η βία είναι πανδημία», μου επανέλαβε. «Πανδημία δεν είναι μόνο ο κορονοϊός, που τον κολλάς και λες “θα πεθάνω δεν θα πεθάνω”» μου λέει.
Πλησίον του σπιτιού της Μπερτσέμ, ο Ζακ Κωστόπουλος ή Zackie Oh, δολοφονήθηκε. Η Μπερτσέμ αναφέρει ότι αφού είδε και ξαναείδε το βίντεο της δολοφονίας του Ζακ, αισθάνθηκε απειλή. «Είμαι 22 χρόνια εδώ και αισθάνθηκα ότι θέλω να φύγω. Όχι από εδώ μόνο αλλά από τη Γη. Αλήθεια θα προτιμούσα αν έβρισκα εκείνη την ώρα κάποια κρυψώνα να έφευγα», μου λέει.
Η ελληνική κοινωνία ορισμένες φορές φαντάζει σαν ένα καζάνι που βράζει και κάποιος έκλεισε το καπάκι λίγο πριν την έκρηξη του ατμού. Η κατεύθυνση την οποία θα ακολουθήσουν αυτές οι εκρήξεις, παραμένει άγνωστη. Θα καταλήξει σε ένα δυστοπικό μέλλον, όπως το περιγράφει η Μπερτσέμ, παίρνοντας δεδομένα του σήμερα; Θα καταλήξει η είδηση να διώκεται ως προπαγάνδα και ως πρόβλημα «για την εθνική ασφάλεια», όπως στην περίπτωση της Τουρκίας; Από έναν απαισιόδοξο επίλογο, καλύτερα ένας με προβληματισμούς.