Από τη δεύτερη σκοπιά, η επιβολή της μάσκας δεν είναι απλή υπόθεση, αφού θα πρέπει να λάβει υπόψη μια σειρά από παραμέτρους που δεν εξαντλούνται στην προστατευτική της αξία, αλλά και στο κατά πόσο πχ. είναι εφικτό να φοριέται συνεχώς από ανθρώπους που ζουν και εργάζονται σε διαφορετικές συνθήκες, το κόστος της συχνής χρήσης της για τους οικονομικά αδύναμους κλπ.
Εξίσου σημαντικό είναι επίσης αν η έμφαση, ως προς την εφαρμογή του μέτρου, θα δοθεί στην καταστολή (πρόστιμα) ή στην πειθώ μέσα από εκστρατείες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης. Το πρώτο μπορεί να αυξήσει άμεσα την τυπική συμμόρφωση (ο καθένας μπορεί να κρατά την ίδια μάσκα και να τη φορά όπως όπως κάθε φορά που εισέρχεται σε κλειστό χώρο, ακυρώνοντάς τη στην πράξη), το δεύτερο όμως είναι αυτό που θα φέρει τα επιθυμητά υγειονομικά αποτελέσματα αφού ο κόσμος πείθεται για την αναγκαιότητά της μάσκας και φροντίζει να τη χρησιμοποιεί σωστά.
Έτσι, η απόφαση μπορεί να είναι η ίδια – η αναγκαία χρήση της μάσκας – η διαδικασία όμως είναι τώρα εντελώς διαφορετική, γίνεται πολιτική και συγκεκριμένα, δημοκρατικά πολιτική, γιατί απευθύνεται πρωτίστως σε πολίτες και όχι σε ασθενείς ή δυνάμει φορείς του ιού και τους αντιμετωπίζει ως αυτόνομα υποκείμενα, όχι ως παθητικά αντικείμενα άσκησης της κρατικής βιοεξουσίας.
Όσοι ταυτίζουν τα δύο επίπεδα – ιατρικό και πολιτικό – ή συνάγουν αυτόματα το δεύτερο από το πρώτο, δεν πετυχαίνουν να αποπολιτικοποιήσουν τη μάσκα και να την καταστήσουν «αυτονόητη» ιατρική αναγκαιότητα. Αντίθετα, καταλήγουν να πολιτικοποιούν τη χρησιμότητά της και να υπονομεύουν την ιατρική αυθεντία που τη στηρίζει. Ας μην εκπλήσσονται ύστερα, όταν πολλαπλασιάζονται διαρκώς εκείνοι που αρνούνται να τη φορέσουν – ψεκασμένοι ή μη – είτε γιατί πιστεύουν ότι μπορεί να τους σκοτώσει, είτε τη βλέπουν ως ένα αυταρχικό μέσο επιβολής και ελέγχου.
Η αλήθεια είναι πως από την αρχή της πανδημίας γινόμαστε μάρτυρες μιας συστηματικής διολίσθησης του ιατρικού στο πολιτικό και το αντίθετο: οι υποθέσεις και οι συστάσεις της ιατρικής (γιατί για υποθέσεις πρόκειται αφού τόσο ο ιός, όσο και οι επιπτώσεις του στους διαφορετικούς πληθυσμούς ήταν εν πολλοίς άγνωστες) επιχειρούνται να μεταφερθούν σχεδόν αυτούσιες στο πεδίο της κρατικής πολιτικής και να επιβληθούν ως οι νέες συνθήκες ύπαρξης ολόκληρων κοινωνιών. Ενώ η εξουσία προσπαθεί να νομιμοποιήσει τις πολιτικές της, εμφανίζοντάς τες ως αδιαμφισβήτητα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης.
Η διολίσθηση αυτή ευνοείται και από δύο συμμετρικές ιδεολογίες, τον επιστημονισμό που ευδοκιμεί στις τάξεις των επιστημόνων-ιατρών και τον τεχνοκρατισμό, ο οποίος κυριαρχεί σε εκείνες των κυβερνουσών ελίτ και της κρατικής γραφειοκρατίας. Ο επιστημονισμός υποστηρίζει μια στενή αντίληψη της επιστήμης ως τη μόνη ικανή να συλλάβει την αλήθεια και να κατανοήσει την πραγματικότητα, αλλά και ως τη μοναδική αντικειμενική πηγή κανονιστικών και επιστημολογικών αξιών στην κοινωνία
Ο τεχνοκρατισμός, από την άλλη, αποπολιτικοποιεί τη διακυβέρνηση και από επίδικο δημοκρατικής αντιπαράθεσης την υποβιβάζει σε «ουδέτερο» ζήτημα τεχνικής διαχείρισης από τους κατάλληλους, κάθε φορά, ειδικούς. Έτσι, το 2010, όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, η αντιμετώπισή της έπρεπε να αφεθεί στους τεχνοκράτες του ΔΝΤ και της τρόικας, των οποίων οι εντολές έπρεπε να ακολουθούνται πιστά και αδιαμαρτύρητα, όπως οι οδηγίες των γιατρών από τους ασθενείς. Τώρα, που η κρίση είναι υγειονομική, τη θέση των οικονομολόγων παίρνουν οι γιατροί και οι επιδημιολόγοι, η λογική και η μεθοδολογία ωστόσο, παραμένουν ίδιες.
Έχουμε λοιπόν γιατρούς που κάνουν πολιτική αλλά επιμένουν να το αρνούνται υποστηρίζοντας ότι οι συστάσεις τους είναι αποκλειστικά «επιστημονικές» και πολιτικούς που επιχειρούν να συγκαλύψουν τον πολιτικό χαρακτήρα των αποφάσεών τους, καλυπτόμενοι πίσω από την επιστημονική αυθεντία των πρώτων.
Προς μεγάλη απογοήτευση και των μεν και των δε, το αποτέλεσμα δεν ήταν η τυφλή πειθάρχηση των κοινωνιών στις εντολές της «ουδέτερης» επιστήμης, αλλά η όλο και μεγαλύτερη πολιτικοποίηση ακόμη και των πιο σκληρά επιστημονικών δεδομένων (το αν υπάρχει ιός, αν είναι επικίνδυνος, πώς μεταδίδεται κλπ.) και η συνακόλουθη αμφισβήτηση της επιστημονικής αυθεντίας.
Γιατί όσο και αν κάποιοι το αρνούνται, το γενικό λοκντάουν, η κατ’ οίκον εργασία και τώρα η καθολική εφαρμογή της μάσκας δεν είναι αδιαμφισβήτητες επιστημονικές κρίσεις αλλά πολιτικές αποφάσεις με τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Ως τέτοιες θα πρέπει να είναι αντικείμενο δημοκρατικής διαβούλευσης, να εξηγείται εξαντλητικά η χρησιμότητά τους στους πολίτες και να επιζητείται η συναίνεσή τους στην εφαρμογή τους. Να λαμβάνεται ακόμη, μέριμνα για την ελαχιστοποίηση των συνεπειών τους πάνω στη ζωή τους.
Από αυτή τη σκοπιά, οι ειδικοί και οι κυβερνώντες οφείλουν να εκκινούν από τα κάτω προς τα πάνω, από τα πολλά δηλαδή και διαφορετικά μεταξύ τους κοινωνικά περιβάλλοντα, ώστε να μπορούν να προτείνουν λύσεις για τον περιορισμό της μετάδοσης του ιού και την προστασία των ευάλωτων ομάδων, προσαρμοσμένες στις ιδιαίτερες συνθήκες που ζουν κάθε φορά οι άνθρωποι, μεγιστοποιώντας έτσι, την αποτελεσματικότητά τους και περιορίζοντας τα κόστη τους.
Καλούνται δηλαδή, να λειτουργούν ταυτόχρονα ως επιδημιολόγοι πεδίου, ανθρωπολόγοι και οικονομολόγοι και κυρίως, να αποφεύγουν τη αυταρχική επιβολή οριζόντιων μέτρων, παρεκτός και αν έχει εξαντληθεί οποιαδήποτε άλλη δυνατότητα και τούτο έχει γίνει κατανοητό από τους πολίτες.
Ο λόγος είναι ότι οι άνθρωποι δεν είναι κατευθυνόμενα πειραματόζωα, ούτε οι κοινωνίες αποστειρωμένα και ελεγχόμενα εργαστήρια για να δοκιμάσουν οι ειδικοί τις υποθέσεις τους. Οι τελευταίοι, εκτός από το να καθοδηγούν και να διδάσκουν, χρειάζεται και να μαθαίνουν. Όταν δε αποφασίζουν να κάνουν πολιτική πρέπει να λειτουργούν και πολιτικά και να μην κρύβονται πίσω από την επιστήμη τους, γιατί απέναντί τους έχουν πολίτες, όχι ασθενείς ή φορείς του ιού. Θέλουν δεν θέλουν, η πολιτική είναι μια εντελώς διαφορετική πρακτική από την επιστήμη, με άλλους κανόνες και απαιτήσεις.
Όσο δεν το κάνουν και, διαπλεκόμενοι με την εξουσία, αντιμετωπίζουν την κοινωνία ως νοσοκομείο, θα προκαλούν όλο και μεγαλύτερες αντιδράσεις, με πρώτο θύμα την επιστημονική αυθεντία. Ιδίως μάλιστα, όταν αυτή τίθεται στην υπηρεσία ενός μυωπικού επιστημονισμού ή μπαίνει στα χωράφια της πολιτικής και στηρίζει επιλογές που μόνο επιστημονικά ουδέτερες και αντικειμενικές δεν είναι.
Αποφάσεις για παράδειγμα, όπως το λοκντάουν χωρίς μέριμνα για πολλές κατηγορίες εργαζομένων που έπρεπε να συνεχίσουν να δουλεύουν, για την επαρκή στήριξη όσων θα χτυπηθούν οικονομικά ή ακόμη και για την προστασία των ηλικιωμένων στα γηροκομεία και τα μέτρα αποστασιοποίησης χωρίς να αυξηθούν τα δρομολόγια των ΜΜΜ.
Συνοψίζοντας, η αντιμετώπιση της πανδημίας είναι πρωτίστως πολιτικό ζήτημα και όχι ιατρικό. Η επιστήμη είναι βασικό και αναπόσπαστο μέρος αυτής της αντιμετώπισης αλλά δεν την εξαντλεί, ούτε μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική. Όσο λοιπόν οι κυβερνώντες καλούνται εν μέσω έκτακτων συνθηκών να λάβουν υπόψη τα πορίσματα και τις συμβουλές των ειδικών για να προστατεύσουν τη δημόσια υγεία, άλλο τόσο χρειάζεται και οι ειδικοί να σκεφτούν πολιτικά προκειμένου οι συστάσεις τους να είναι κοινωνικά εφαρμόσιμες, λειτουργικές και κυρίως, δημοκρατικά νομιμοποιημένες.