Όλα τα ‘χε η Ακροδεξιά, η βλασφημία της έλειπε
του Θάνου Καμήλαλη
Σύμφωνα με τον υπουργό λοιπόν, Κώστα Τσιάρα, «με αυτόν τον τρόπο θεραπεύουμε τα πάντα και δημιουργούμε τις συνθήκες, ώστε φαινόμενα που αποτέλεσαν κορυφαία σημεία της επικαιρότητας το τελευταίο διάστημα να αντιμετωπίζονται με το συγκεκριμένο τρόπο». Μιλώντας επίσης στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, ο υπουργός Δικαιοσύνης πρόσθεσε ότι «κάνουμε συγκεκριμένες παρεμβάσεις, συγκεκριμένες αλλαγές, όχι με καμία πρόθεση να επιστρέψουμε στο παρελθόν, αλλά με πρόθεση να διαφυλάξουμε τα πραγματικά δικαιώματα και τις πραγματικές ελευθερίες των πολιτών. Όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως φυσικά πολιτικού πιστεύω, και φυσικά ανεξαρτήτως θρησκευτικού πιστεύω. Αυτό σημαίνει μια σύγχρονη ευνομούμενη ευρωπαϊκή πολιτεία. Δηλαδή, μια ελεύθερη πολιτεία η οποία μπορεί να προστατεύει όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως της οποιαδήποτε κατεύθυνσης, του οποιουδήποτε θρησκευτικού δόγματος».
Αυτά ακούγονται πολύ όμορφα και όντως θα είχε ένα κάποιο ενδιαφέρον να δούμε πώς ακριβώς θα εφαρμοστεί ένας τέτοιος νόμος και πώς θα επιτευχθεί η προστασία των θρησκευτικών «πιστεύω» χωρίς να απειλεί άλλα στοιχειώδη δικαιώματα. Μόνο που το αδίκημα της βλασφημίας δεν είναι καινούριο στην Ελλάδα. Καθώς ίσχυε από το 1951 μέχρι την κατάργησή του, από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μόλις τον περασμένο Ιούνιο, επί υπουργίας Μιχάλη Καλογήρου, έχουμε δει πολύ καλά τι προκαλεί και το αν ικανοποιεί το κοινο περί Δικαίου αίσθημα, προστατεύοντας τη θρησκευτική ελευθερία του μέσου πιστού.
Στην πράξη λοιπόν και καθώς ο ορισμός ήταν ακριβώς ο ίδιος με αυτόν που φέρνει η Νέα Δημοκρατία, αυτό που συνέβαινε έντονα τα τελευταία χρόνια είναι ότι οι μηνύσεις για βλασφημία γίνονται όπλο στα χέρια σκοταδιστών και ακροδεξιών, που ζητούσαν έτσι ποινικοποίηση της ελευθερίας του λόγου, της καλλιτεχνικής έκφρασης, ακόμα και της διαφορετικότητας. Αξιζει να σημειωθεί ότι η Ιερά Σύνοδος και μεμονωμένοι ιεράρχες είχαν αντιδράσει έντονα στην κατάργηση του αδικήματος.
Για το θέμα της βλασφημίας και την ανάγκη της κατάργησής της από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχουμε γράψει πολλές φορές στο TPP, οπότε θα μας επιτρέψετε να επαναφέρουμε κάποιες πληροφορίες από προηγούμενο άρθρο:
Η πιο γνωστή περίπτωση διωκόμενου για βλασφημία είναι αυτή του Γέροντα Παστίτσιου κατά κόσμον Φίλιππου Λοΐζου, που βρέθηκε στο στόχαστρο της Χρυσής Αυγής και, μετά από ερώτηση στη Βουλή του Χρήστου Παππά, συνελήφθη από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος (μετά από προσωπική παρέμβαση του πρώην επικεφαλής της, Μανώλη Σφακιανάκη) το 2012. Λίγο αργότερα, καταδικάστηκε για εξύβριση θρησκεύματος από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών σε φυλάκιση 10 ετών με 3ετή αναστολή λόγω των σατιρικών του αναρτήσεων. Έπρεπε να φτάσουμε στο 2017 για να ολοκληρωθεί η δικαστική περιπέτεια του «Παστίτσιου», που απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες σε δεύτερο βαθμό. Ο Παστίτσιος ουσιαστικά δεν αθωώθηκε ποτέ, απλώς απαλλάχθηκε λόγω διάταξης για την αποσυμφόρηση τότε των φυλακών.
Κι αν ο Παστίτσιος είναι το πιο ονομαστό κρούσμα δίωξης για «βλασφημία», το σύνηθες σενάριο είναι να διώκονται συντελεστές θεατρικών παραστάσεων και να καλούνται για εξηγήσεις στον εισαγγελέα, μετά από μηνύσεις ακροδεξιών. Το 2018 για παράδειγμα παραθρησκευτικές οργανώσεις συγκεντρώνονταν έξω από το Θέατρο ΑΚΡΟΠΟΛ, αντιδρώντας στο μιούζικαλ «Jesus Christ Superstar». Μετά τις ύβρεις εναντίον θεατών, εργαζομένων και συντελεστών, τις επιθέσεις και τους και τις κραυγές «κάψτε το θέατρο», ακολούθησαν οι μηνύσεις από δύο Μητροπολίτες, Σεραφείμ και Αμβρόσιο, δύο δικηγόρους κι έναν ακόμα κληρικό για βλασφημία.
Τον Οκτώβριο του 2017 επίσης οι συντελεστές της παράστασης «Η Ώρα του Διαβόλου» κλήθηκαν να καταθέσουν στον εισαγγελέα, μετά από μήνυση βουλευτών της Χρυσής Αυγής και σειρά επιθετικών σκοταδιστικών συγκεντρώσεων έξω από το θέατρο «Αριστοτέλειον» στη Θεσσαλονίκη. Το 2012 στο στόχαστρο είχε μπει η θεατρική παράσταση Corpus Christi που είχε προκαλέσει το 2012 χρυσαυγίτικες επιθέσεις στο θέατρο Χυτήριο και εξαιτίας της οποίας οι συντελεστές διώχθηκαν για «καθύβριση θρησκεύματος και κακόβουλη βλασφημία» έπειτα από μήνυση που είχαν καταθέσει (και πάλι) ο Σεραφείμ και τέσσερις βουλευτές της Χρυσής Αυγής. Τότε μάλιστα, η παράσταση τερματίστηκε εξαιτίας των αντιδράσεων. Διώξεις έχουν ασκηθεί και εναντίον ζωγράφων, όπως ο Διονύσης Καβαλιεράτος που αθωώθηκε τελικά το 2013 για δύο πίνακες που είχαν εκτεθεί σε αίθουσα τέχνης το 2008.
Επίσης το 2016, το Thessaloniki Pride δέχτηκε έξι μηνύσεις (που μεταφράστηκαν σε έξι ξεχωριστές δικογραφίες) για μία απλή αφίσα, που μάλιστα, δεν ήταν καν η επίσημη αφίσα της διοργάνωσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το περιοδικό Antivirus, οι μηνύσεις προήλθαν από δύο δικηγόρους, τον Αμβρόσιο και τρεις πολίτες της Καρδίτσας. Η αφίσα, που δεν σατιρίζει ούτε καν διαστρεβλώνει στοιχεία του χριστιανισμού, είναι η παρακάτω:
Τελευταία, αλλά δυνητικά κρούσμα «βλασφημίας» είχαμε τον περασμένο Αύγουστο, όταν ένα σκίτσο, όταν του Χρήστου Μακροζαχόπουλου που αφορούσε την «Κοίμηση της Θεοτόκου» προκάλεσε την αντίδραση της εκκλησιαστικής ιστοσελίδας ekklisiaonline.gr, ανακοίνωσε πως θα καταθέσει μήνυση στη σελίδα και τον σκιτσογράφο. Καθώς όμως είχαν ψηφιστεί δύο μήνες πριν οι νέοι Ποινικοί Κώδικες, το αδίκημα της βλασφημίας είχε τότε καταργηθεί. Ενώ επίσης, τον Μάιο του 2019, τέσσερα μέλη της ακροδεξιάς οργάνωσης «Ιερός Λόχος» στη Θεσσαλονίκη, εισέβαλαν στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος κι επιχείρησαν να διακόψουν την παράσταση «Πυρκαγιές», γιατί θεώρησαν ότι προσβάλλει τα θεία. Δεν τα κατάφεραν, αλλά με τη μήνυση για «βλασφημία» θα είχαν ένα ακόμα όπλο στη διάθεσή τους.
Δεν είναι και λίγα τα παραδείγματα, σωστά; Κι επειδή οι υποθέσεις αυτές δεν είναι άγνωστες κι έχουν απασχολήσει έντονα την κοινή γνώμη τα τελευταία χρόνια, είναι σίγουρο ότι στη ΝΔ ξέρουν τι κάνουν και ποιους «χαϊδεύουν» ξανά, όποια δικαιολογία κι αν χρησιμοποιήσουν. Ένα εργαλείο δίωξης της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της ελευθερίας της Έκφρασης, που το εκμεταλλεύτηκαν ξανά και ξανά συγκεκριμένες μειοψηφίας, επιστρέφει από τη δήθεν «φιλελεύθερη» κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αναρωτιόμαστε πολλές φορές σκωπτικά «τι μπορεί να πάει στραβά» με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της Νέας Δημοκρατίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση γνωρίζουμε πολύ καλά ακριβώς τι.