του Θάνου Καμήλαλη

Η ανακοίνωση της Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Γεωργίας Αδειλίνη, είναι μία πρόκληση στην κοινή λογική. Μία πρόκληση που συμβολίζεται στη φράση που χρησιμοποιεί η Εισαγγελέας στο έκτο σημείο της πομπώδους ανακοίνωσής της, στο οποίο μας ενημερώνει: «Συνάγεται αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) και γενικότερα της ΕΛΑΣ (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού». Η ξεκάθαρη θέση που υιοθετεί η κ.Αδειλίνη έχει σημασία. Δεν λέει ότι «δεν βρέθηκαν επαρκείς ενδείξεις», λέει πως «αναντίλεκτα» δεν πρoκύπτει σύνδεση.

Αναντίλεκτα λοιπόν είναι σύμπτωση. Υπάρχει, κατά την Εισαγγελία, ένα νόμιμο κέντρο, η ΕΥΠ και ένα λίγο παράνομο κέντρο, κάποιοι ιδιώτες. Το γεγονός ότι και τα δύο κέντρα στοχεύουν σε ανθρώπους που βρίσκονται σε κορυφαία αξιώματα της Πολιτείας είναι σύμπτωση. Το γεγονός ότι, σε δεκάδες περιπτώσεις, οι κορυφαίοι αυτοί στόχοι ΕΥΠ και Predator είναι κοινοί, είναι σύμπτωση. Αναντίλεκτα.

Χαρακτηριστικό της συγκάλυψης είναι το πώς τεκμηριώνεται αυτή η σύμπτωση. Η Ιωάννα Μάνδρου γράφει στην «Καθημερινή»:

«Από την έρευνα του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, που πραγματοποιήθηκε μαζί με δύο πραγματογνώμονες του Πρωτοδικείου Αθηνών στην ΕΥΠ, βρέθηκε ότι από τις 116 περιπτώσεις παράνομων παρακολουθήσεων, στις 28 από αυτές υπήρξαν κατά διαστήματα και νόμιμες επισυνδέσεις από την ΕΥΠ. Το ποσοστό αυτό, κατά το πόρισμα των πραγματογνωμόνων, ανέρχεται σε 24%, το οποίο είναι σημαντικό. Ομως σε σχέση με τις 15.304 νόμιμες επισυνδέσεις που πραγματοποίησε η ΕΥΠ από το 2020 ως το 2023 το ποσοστό πέφτει στο 1%, κάτι που εκτιμάται από τους πραγματογνώμονες ως εξαιρετικά χαμηλό για να στηρίξει όσα έχουν καταγγελθεί για παράλληλες παρακολουθήσεις με predator και από την ΕΥΠ».

Μαθήματα δημιουργικής στατιστικής. Ένας στους τέσσερις τηλεφωνικούς αριθμούς – στόχους του Predator, ήταν και στόχος της EYΠ. Σε πραγματικά πρόσωπα, όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα στο Inside Story, οι κοινοί στόχοι ήταν ένας στους τρεις. Όμως οι πραγματογνώμονες, αντί να εστιάσουν σε αυτό το πολύ ισχυρό τεκμήριο, επιλέγουν, αυθαίρετα να συγκρίνουν με το σύνολο των παρακολουθήσεων της ΕΥΠ. Τα θύματα του Predator είναι λίγα και στοχευμένα, οι στόχοι των παρακολουθήσεων της ΕΥΠ όμως είναι χιλιάδες πολίτες. Έτσι πολύ βολικά, συγκρίνοντας ουσιαστικά «μήλα με πορτοκάλια», βγαίνει το βολικό ποσοστό του 1% των κοινών στόχων.

Παράλληλα, πολλά από τα θύματα του Predator δεν κλήθηκαν να καταθέσουν, όπως αναφέρει και ο Θανάσης Κουκάκης, στο πολυσέλιδο υπόμνημά του. Ο Υπουργός, Κωστής Χατζηδάκης, για παράδειγμα, ταυτόχρονος στόχος ΕΥΠ και Predator, επιβεβαίωσε το ότι δεν τον κάλεσε η Δικαιοσύνη, προσθέτοντας φυσικά ένα απλό «έτσι έκριναν οι αρμόδιοι». Στη συνέχεια ειρωνεύτηκε την αντιπολίτευση που «ενδιαφέρεται τόσο πολύ για την προστασία του ιδιωτικού μου χώρου». Υπουργός γίνεται διπλός στόχος παρακολούθησης της ιδιωτικής του ζωής και κανένας δεν τον καλεί να τον ρωτήσει αν δέχθηκε κάποια πίεση, αν υποπτεύεται κάποια συμφέροντα. Η Άρτεμις Σίφορντ, πρώην στέλεχος ασφαλείας στη Facebook, επίσης θύμα του Predator, τόνισε: «Μια φορά στο παρελθόν που με είχαν καλέσει ως μάρτυρα για ένα τιποτένιο πλημμέλημα στον Πειραιά, με είχαν ξεσκίσει στης προσκλήσεις για κατάθεση. Για αυτό το θέμα η εισαγγελία δεν με ενόχλησε ποτέ – εγώ πήγα οικειοθελώς να καταθέσω. Δεν μου έκαναν σχεδόν καμία ερώτηση. Από εκεί να δεις πόσο σοβαρά το πήραν».

Ως προς την ΕΥΠ, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, με την ανακοίνωσή της σφραγίζει την απόλυτη αυθαιρεσία. «Τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο, ο οποίος, εκτός των άλλων, διαχρονικά, δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις ως άνω διατάξεις». Τηρήθηκε δηλαδή ο νόμος, ο οποίος, όταν η ΕΥΠ γράψει σε ένα χαρτί έναν αριθμό τηλεφώνου και τη φράση «εθνική ασφάλεια», δεν προβλέπει τίποτα.

Μάλιστα, η Εισαγγελέας επικαλείται και μία απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε για να ενισχύσει το επιχείρημά της, την υπόθεση  C-349/21. Μόνο που φαίνεται να διαστρεβλώνει την απόφαση. Ο  ομ. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Νίκος Αλιβιζάτος (που πολλές φορές έχει αναφερθεί ως αυθεντία από τον Πρωθυπουργό στη Βουλή) τονίζει σε άρθρο του πως η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου «ανακριβώς επικαλείται απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε. για το ίδιο θέμα. Πράγματι, σε προδικαστικό ερώτημα βουλγαρικού ποινικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου αποφάνθηκε ότι οι διατάξεις για την άρση του απορρήτου δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένες. Το είπε όμως υπό τον όρο ότι αυτό γίνεται “κατόπιν αιτιολογημένου και εμπεριστατωμένου αιτήματος της αρμόδιας αρχής” (στο οποίο μάλιστα μπορεί να έχει πρόσβαση ο ενδιαφερόμενος) και από το οποίο “μπορούν να συναχθούν ευχερώς οι λόγοι της παρακολούθησης” (C-349/21)».

Κι αφού λοιπόν η ΕΥΠ τα κάνει όλα νόμιμα, αλλά το Predator υπάρχει, ποιοι φταίνε κατά τον Άρειο Πάγο; Κάποιοι ιδιώτες, που είναι και χομπίστες. Η Εισαγγελία ανακοίνωσε πως προέκυψαν «επαρκείς ενδείξεις» στο στάδιο αυτό για την κίνηση ποινικής δίωξης σε βάρος ορισμένων νομίμων εκπροσώπων και πραγματικών ιδιοκτητών εταιρειών, για αξιόποινες πράξεις, όπως της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας κλπ.

Έχουμε δηλαδή κάποιους απλούς ιδιώτες που αποφασίζουν, μία ώρα πρωία, να ξεκινήσουν να παρακολουθούν την ελληνική κυβέρνηση, μέλη της αντιπολίτευσης και την ηγεσία του Στρατού. Αντί αυτό να προκαλεί «εθνικό συναγερμό» (από αυτούς που αρέσουν στη ΝΔ) και κραυγές περί ξένων κατασκόπων, οι «επαρκείς ενδείξεις» είναι για απλή παραβίαση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας. ΄Ιδιώτες παγιδεύουν, για παράδειγμα, το κινητό του Υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια και στην έρευνα της Δικαιοσύνης αυτό παρουσιάζεται σαν μία υπόθεση ρουτίνας.

Η πρώτη που θα έπρεπε να φωνάζει για την παρακολούθηση των Υπουργών της, ειδικά από παράνομο λογισμικό που διαχειρίζονται ιδιώτες, είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αντιθέτως, η ικανοποίηση που οι θύτες μένουν στο απυρόβλητο δεν κρύβεται.

Όπως γράφει ο δικηγόρος, Θανάσης Καμπαγιάννης, «η στοχοποίηση με κατασκοπευτικό λογισμικό του μισού υπουργικού συμβουλίου, και ιδιαίτερα των διατελεσάντων Υπουργών Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτη και Ν. Δένδια, χαρακτηρίζεται από τις εισαγγελικές αρχές ως πλημμέλημα (!) του άρθρου 370Α του Ποινικού Κώδικα και όχι ως κακούργημα των άρθρων 146 (παραβίαση μυστικών πολιτείας) και 148 (κατασκοπεία) του Ποινικού Κώδικα. Οι δικαιολογίες ότι η πλημμεληματική δίωξη οφείλεται στον νέο Ποινικό Κώδικα του 2019 δεν είναι παρά το “κόκκαλο” για να αναλάβουν δράση τα φιλοκυβερνητικά δημοσιογραφικά χαλκεία, καμία σχέση όμως δεν έχουν με την πραγματικότητα».

Η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μάλιστα, για να προσθέσει και λίγο αλάτι στην ανοιχτή πληγή στη Δημοκρατία, κλείνει την ανακοίνωσή της με πανηγύρια:

«10.Τέλος επισημαίνεται ότι σε καμία άλλη χώρα δεν διεξήχθη τόσο ενδελεχής (Δικαστική) έρευνα -με τη συμμετοχή μάλιστα και τριών Aνεξαρτήτων Αρχών- για παρόμοια υπόθεση, στις περισσότερες δε περιπτώσεις οι ανάλογες έρευνες κατέληξαν σε επιβολή απλών κυρώσεων και δη προστίμων σε βάρος των ανωτέρω εμπλεκομένων εταιρειών».

Πρόκειται για ακόμα μία προσπάθεια του Αρείου Πάγου να πείσει τους πολίτες ότι η Δικαιοσύνη στη χώρα λειτουργεί. Το ίδιο είχε συμβεί και μετά το καταδικαστικό ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, όταν ο Άρειος Πάγος, σε ρόλο ασπίδας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, είχε εκδώσει ανακοίνωση – απάντηση, επειδή «εκτίμησε ότι είναι δυνατό να εγκατασταθεί στους πολίτες και στα κοινοτικά όργανα η εντύπωση ότι το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα υποχωρεί». Τότε διαβεβαίωνε λεκτικά «ότι οι Έλληνες δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί υπηρετούν το κράτος δικαίου».

Φυσικά, αν μπορούσε ο Άρειος Πάγος να πείσει με τις πράξεις του, τις έρευνες και τις αποφάσεις του, δε θα χρειάζονταν τα πολλά λόγια. Αυτό δεν αφορά μόνο το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων. Όταν κλήθηκε να αποφασίσει για τη δυνατότητα των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων Από Δάνεια και Πίστωσης (Servicers) να πραγματοποιούν πλειστηριασμούς, η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου έδωσε τη δυνατότητα στα funds να χρησιμοποιούν την ελληνική νομοθεσία ως έναν «μπουφέ». Να κρατούν τα θετικά γι’ αυτά τα στοιχεία από δύο διαφορετικά νομικά πλαίσια (ένα του 2003, ένα του 2015) και να προστατεύονται από τις αρνητικές δεσμεύσεις. Η απόφαση είχε έρθει τότε σε μόλις 8 μέρες από την εκδίκαση της υπόθεσης, με μία δικογραφία χιλιάδων σελίδων.

Ίσως το χειρότερο σε όλα αυτά, είναι η σκέψη πως ό,τι κι αν συμβαίνει είναι «αναμενόμενο». Υπάρχει πάντα η ελπίδα κάθε νέα προσβολή στη Δημοκρατία και στους πολίτες της να κινητοποιήσει. Υπάρχει όμως ο πιθανότερος κίνδυνος να απογοητεύσει περισσότερο. Η ίδια η Πολιτεία άλλωστε, φαίνεται ότι εκπαιδεύει τους πολίτες της στην αποδοχή κάθε είδους αυθαιρεσίας των ισχυρών, Η «εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη» είναι ένα σύντομο ανέκδοτο, οι έρευνες για την εμπιστοσύνη στους θεσμούς το πιστοποιούν, τα ζητήματα Κράτους Δικαίου θεωρούνται πολυτέλεια μπροστά στο άγχος του μισθού που τελειώνει πριν βγει ο μήνας. Το πολύ πολύ, η όποια «εμπιστοσύνη» εκφέρεται με μία έσχατη ελπίδα, ότι «δεν είναι δυνατόν να θαφτεί κι αυτό». Βγαίνει το πόρισμα και η χώρα προχωράει, με αυτόν τον εκρηκτικό συνδυασμό απογοήτευσης, πανηγυρισμών και ασυδοσίας. Αναντίλεκτα.